Μαρία Ρεπούση: Σκέψεις με αφορμή την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου - (Aμετακίνητη στις αντεθνικές της θέσεις)

Μαρία Ρεπούση
Το ΑΝΤΙΚΡΥ αναδημοσιεύει πλήρες και ασχολίαστο το άρθρο της κας Ρεπούση, από το περιοδικό ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ, τα σχόλια δικά σας... 

Άλλη μια φορά, την Παρασκευή, 25η Μαρτίου, τα σχολεία μας γιόρτασαν την επέτειο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Η αίθουσα εκδηλώσεων στολίστηκε με τη γαλανόλευκη και τις γνωστές από τα παιδικά μας χρόνια αφίσες, η σκηνή ετοιμάστηκε για τις απαγγελίες των παιδιών και τα θεατρικά δρώμενα
 και η ημέρα, αφιερώθηκαν για να επαναληφθούν οι γνωστές σκηνές με τις οποίες μεγαλώσαμε κι εμείς. Σαν να μην άλλαξε τίποτα, σαν να μην μεσολάβησαν 80 και… χρόνια που η Ελλάδα έχει σταθερά σύνορα με την Τουρκία, που η επίσημη εξωτερική πολιτική δεν διεκδικεί τίποτα από τις γειτονικές χώρες παρά μόνον το σεβασμό των δικών της δικαιωμάτων.

Σαν να είναι η παιδεία άλλο φέουδο, που την κυβερνούν άλλοι νόμοι, άγραφοι και τόσο ισχυροί που δεν επηρεάζονται από το επίσημο κράτος, σαν να υπακούουν σε άλλο αφέντη, μια συλλογική μνήμη παραμορφωμένη και παραμορφωτική που δεν κοιτάζει μπροστά, δεν την ενδιαφέρει η Ευρώπη και ο κόσμος, δεν την απασχολεί η σημερινή κατάσταση της χώρας, αλλά η περιφρούρηση ενός μυθικού παρελθόντος, για να βουλιάζει άνετα μέσα του και να αισθάνεται περήφανη.

Για την ιστορία, δεν το συζητάει. Άλλο η ιστορία και άλλο τι γίνεται στο σχολείο. Στο σχολείο βασιλεύει η βαθιά ιστορία, όπως λέμε το βαθύ κράτος. Κρυφά σχολειά, η μαύρη σκλαβιά, το παιδομάζωμα, ο βίαιος εξισλαμισμός, ο Ζάλογγος, ο πλήρης διαχωρισμός των κοινοτήτων, οι καλοί Έλληνες, οι κακοί Τούρκοι. Αν πεις οθωμανική κυριαρχία αντί για τουρκοκρατία, είσαι εθνικά ύποπτος. Αν πεις ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί αντί για Έλληνες, επίσης. Υπάρχει εθνική ορθότητα στην εκπαίδευση και η ιστορία συχνά - πυκνά την αμφισβητεί, την κάνει πλασματική, ενώ εκείνη επιμένει να δηλώνει συμβατή με την ιστορική πραγματικότητα. Της θυμίζει τις αλήθειες του παρελθόντος, την πολυχρωμία του, την πολυπρισματικότητά του, της κλονίζει τη μοναδική της αλήθεια, της αποδίδει ιδεολογικές και πολιτικές χρήσεις που δεν συμβαδίζουν με την ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης των παιδιών. Η εκπαίδευση, αναμενόμενο είναι, δεν τα έχει καλά με την ιστορία. Εν ολίγοις, την γράφει στα παλιά της τα παπούτσια.

Θα μου πείτε, τι θα γίνει αν αλλάξουμε εμείς και δεν αλλάξουν οι άλλοι, οι εχθροί μας; Είναι το ερώτημα που τίθεται συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις από ανθρώπους που θέλουν καταρχήν να είναι με την ιστορία και όχι με το παραμορφωμένο παρελθόν της. Είναι αλλιώς ειπωμένο το επιχείρημα ότι είμαστε εθνικιστές, όχι γιατί θέλουμε, αλλά γιατί είμαστε αναγκασμένοι από τα πράγματα, είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς, από τους Τούρκους που θέλουν να αρπάξουν τα νησιά μας, από τους Σκοπιανούς που θέλουν να μας πάρουν τη Μακεδονία μας, από τους Αλβανούς που επιβουλεύονται την Ήπειρο, κλπ, κλπ. Είναι η δυσκολία ν’ αλλάξουμε, να αντιληφθούμε ότι ο εθνικισμός είναι πολύ διορατικός στον εθνικισμό των άλλων και όχι στο δικό του λόγο, να συνειδητοποιήσουμε ότι αντιστέκεται κανείς στον εθνικισμό της άλλης όχθης, όχι με περισσότερο εθνικισμό από τη δική του πλευρά, αλλά με κριτική καταρχήν στη δική του όχθη.

Και οι προοδευτικοί; Τι κάνουμε οι προοδευτικοί, οι αριστεροί αυτής της χώρας; Οι προοδευτικοί γονείς που στέλνουμε τα παιδιά μας στις εθνικές επετείους και παρακολουθούμε να επαναλαμβάνεται το ίδιο εθνικό έπος για 12 συναπτά έτη; Οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί που συμμετέχουμε στη διοργάνωση αυτών των γεγονότων ή τα παρακολουθούμε σιωπηλοί; Οι προοδευτικοί πολίτες που κάνουμε τα στραβά μάτια;

Η παγκοσμιοποίηση σίγουρα αναστατώνει, χαλάει την τάξη των πραγμάτων, βάζει ζητήματα που δεν μπορούμε εύκολα να επιλύσουμε. Είναι μια νέα κατάσταση που μας επιβάλει νέες οριοθετήσεις. Είναι ταυτόχρονα πολλές φορές το άλλοθι για να παραμένουμε αδρανείς για τις ιστορικές αντιλήψεις που καλλιεργεί στα παιδιά το ελληνικό σχολείο, όπως και να αυτοπροσδιορίζεται, Παλαιό - Νέο Σχολείο. Τελευταία ακούγεται και το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να χαρίσουμε την πατρίδα και την ιστορία της στην αντίδραση, στην ακροδεξιά και τη δεξιά. Να αφήσουμε εκείνους να υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια του έθνους. Το ερώτημα είναι, ποια πατρίδα και ποια ιστορία οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Την πατρίδα που τολμάει να αναστοχαστεί την πορεία της, να δει τις πληγές που προξένησε και η ίδια στον εαυτό της -και όχι μόνον όσες τις προξένησαν οι εχθροί της; Να δει το παρελθόν της με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον της, ή την πατρίδα που είναι εγκλωβισμένη σε ένα πέτρινο παρελθόν, θυματοποιεί τον εαυτό της ή και αναμασάει τις ένδοξες στιγμές του; Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και εξής, πάντα η δεξιά, συμπεριλαμβανομένης της δεξιάς του Κυρίου, στο παρελθόν ήταν στραμμένη. Με εργαλείο το παρελθόν, προσπαθούσε να αποτρέψει τις αλλαγές που οι προοδευτικοί αυτού του τόπου έκριναν απαραίτητες για να προοδεύσει η χώρα. Με τη ρητορική του έθνους και της ιστορίας του, στοχοποιούσε τους αντιπάλους της και δημιουργούσε τους αποδιοπομπαίους τράγους του έθνους. Η αριστερά ήταν συχνά το θύμα της. Η αριστερά του Σκληρού, του Κορδάτου, του Γληνού, της Ιμβριώτη. Η αριστερά και η αυλή της, όπως οι μαλλιαροί, για παράδειγμα.

Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι αυτή η εθνικιστική ρητορική έχει και προοδευτικό και αριστερό ακροατήριο. Ίσως ανέκαθεν είχε, αλλά όχι τόσο ορατό. Ένα ακροατήριο που δεν μπορεί να της απαντήσει καθαρά και ξάστερα ότι ο εθνικιστικός λόγος είναιΌσο πιο πολλές λακκούβες έχουν οι δρόμοι, έλεγε τις προάλλες ένας ομιλητής σε μια εκδήλωση, τόσο περισσότερα είναι τα εθνικιστικά συνθήματα στους τοίχους. βαθιά αντιδραστικός σε πολλά επίπεδα και για πολλά πράγματα. Αντιδραστικός διότι καπηλεύεται το παρελθόν και τα βάσανα των ανθρώπων, διότι ψαρεύει στα συναισθήματα για να αρπάξει ψήφους, διότι καλλιεργεί το φόβο για τις εθνικές βεβαιότητες, διότι μεταθέτει το διακύβευμα από το παρόν στο παρελθόν, διότι θέτει ψευδή ερωτήματα και προσπαθεί εκεί να οικοδομήσει τις συμμαχίες του. Η Ελλάδα χάνεται στη δίνη τής πιο μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης και το βασικό ζήτημα του εθνικισμού είναι να μη διασαλευθεί η κυρίαρχη αφήγηση για το 1821 ή το 1922. Ο εθνικιστικός λόγος είναι βαθιά αντιδραστικός, διότι στοχεύει στις πιο άλογες και ανεπεξέργαστες σκέψεις, δικαιολογεί τις πιο ακατανόητες θέσεις. Το μετρό της Θεσσαλονίκης δεν προχωράει, μου έλεγε τις προάλλες ένας ταξιτζής στη συμπρωτεύουσα, διότι υπάρχει από κάτω υπόγεια στοά χιλιάδων χιλιομέτρων που αποδεικνύει ότι η Θεσσαλονίκη υπήρχε πριν υπάρξει ο κόσμος και οι ξένοι δεν θέλουν να μαθευτεί αυτή η πρωτιά. Οι Έλληνες είναι μάγκες, με βεβαίωνε κάποιος άλλος, και θα την σκαπουλάρουν, εδώ τάπωσαν τους Τούρκους το Εικοσιένα, δεν θα ταπώσουν το ΔΝΤ; Εγώ αποδείξεις δεν κόβω, θα μας πουν οι ξένοι τι θα κάνουμε στο σπίτι μας; Και πάει λέγοντας…

Η αριστερά έχει πρόβλημα με τον εθνικισμό. Και η κεντροαριστερά και η αριστερά. Εκτός από τους πολιτευτές που είναι ειδική φάρα και δεν πάνε κόντρα σε ό,τι πουλάει, υπάρχει πραγματικό πρόβλημα. Δεν μπορεί να ξεστομήσει η αριστερά ότι ο εθνικιστής δεν είναι καλός πατριώτης, δεν εργάζεται για την πρόοδο της πατρίδας του, δεν είναι σωστός πολίτης. Δεν μπορεί να υπερασπιστεί το δικαίωμα του παιδιού που φοιτά σήμερα στο ελληνικό σχολείο να μην ακούει τις ίδιες κορώνες, να μην εθίζεται στον ίδιο εθνικιστικό και αδιέξοδο λόγο. Δεν μπορεί καν να σκεφθεί ότι για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, μπορεί να ευθύνεται και ο εθνικισμός. Όσο πιο πολλές λακκούβες έχουν οι δρόμοι, έλεγε τις προάλλες ένας ομιλητής σε μια εκδήλωση, τόσο περισσότερα είναι τα εθνικιστικά συνθήματα στους τοίχους.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου