«Ένας χρόνος Μνημονίου και η κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας επιδεινώνεται»

του Παύλου Ραβάνη*
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ του Μνημονίου και παρά τα μέτρα που ακολούθησαν υπήρξε μία ενδόμυχη ελπίδα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει το στοίχημα.
ΣΗΜΕΡΑ ένα χρόνο μετά οι αριθμοί απογοητεύουν, οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται και η βιωσιμότητα του χρέους εξετάζεται από τους ειδήμονες και αμφισβητείται, ενώ οι αγορές εκφράζουν τη δική τους δυσπιστία για τις δυνατότητες δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει το ελληνικό πρόγραμμα.

Πώς να αξιολογήσουμε λοιπόν την πολιτική που έφερε το Μνημόνιο όταν η επιχειρηματικότητα παραπαίει, η ανεργία καλπάζει, η κοινωνία εξαντλεί τις αντοχές της και ένα κύμα εγκληματικότητας απειλεί και δυσκολεύει την καθημερινότητα του έλληνα πολίτη;

Σε σχέση με την ελληνική βιοτεχνία τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα την δραματική συρρίκνωση η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες είναι δύσκολα αναστρέψιμη.

Ο μικρός επιχειρηματίας αγωνίζεται υπό άνισους όρους για την επιβίωσή του. Από την μία πλευρά η κάθετη πτώση του Κύκλου Εργασιών εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων και της κατανάλωσης και της εξ αυτού συρρίκνωσης της αγοράς και από την άλλη διογκωμένες υποχρεώσεις που τρέχουν - με ένα κόστος λειτουργίας που επηρεάζεται από τις πληθωριστικές πιέσεις και τις αυξήσεις του ΦΠΑ – με την περιοριστική πολιτική των τραπεζών που οδηγεί σε απαγορευτικά κριτήρια χρηματοδότησης – με αύξηση στο κόστος του χρήματος και με μηδενική ρευστότητα για τις επιχειρήσεις – με ένα ντόμινο ακάλυπτων επιταγών που λίγο πολύ πληρώνεται από όλους – αλλά και με ένα κράτος, που στην προσπάθεια εξασφάλισης εσόδων πιέζει αφόρητα τις επιχειρήσεις, συγχέοντας πολλές φορές την αδυναμία ανταπόκρισης με την φοροκλοπή και εφαρμόζοντας εξουθενωτικό φορολογικό ποινολόγιο.

Σε κάποιο σημείο η αλυσίδα των υποχρεώσεων θα σπάσει. (μισθοί, ΙΚΑ, ΦΠΑ και άλλες φορολογικές υποχρεώσεις, εισφορές στον ΟΑΕΕ κλπ.).

Το ΒΕΑ παρεμβαίνει συνεχώς προς την πολιτεία, παρουσιάζοντας την δυσμενή κατάσταση και υποβάλλοντας προτάσεις σε διάφορα θέματα, για την κατά το δυνατόν αντιμετώπιση του προβλήματος.

Ζούμε λοιπόν την αγωνία μιας προσπάθειας που δεν ξέρουμε που θα οδηγήσει. Η ελληνική αξιοπρέπεια πληγώνεται, όταν αναλογιστούμε ποιος πραγματικά οδηγεί το καράβι της ελληνικής οικονομίας γιατί η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται πραγματικά με τη πλάτη στον τοίχο και οι επιχειρηματίες και πολίτες αυτής της χώρας δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις προθέσεις εκείνων που εμπλέκονται στην προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, πολύ δε περισσότερο όταν τα μέτρα που μας επιβάλλουν οι δανειστές μας, από σκληρά προμηνύονται σκληρότερα σε αριθμούς, η ύφεση ανατροφοδοτεί την αύξηση του χρέους και το φως στο τούνελ για την αντιμετώπιση της κρίσης απομακρύνεται.

Η κρισιμότητα της κατάστασης μας οδηγεί στην ανάγκη άμεσης συστράτευσης δυνάμεων σε μία εθνική προσπάθεια για τη διάσωση της χώρας μέσα από τις δικές μας εσωτερικές δυνάμεις τις οποίες οφείλουμε να αξιοποιήσουμε και αναδιατάξουμε πιο αποτελεσματικά.

Δεν δικαιολογείται πλέον καμία σπατάληση πόρων από όπου και αν προέρχεται.

Θέλω να πιστεύω ότι μπορούμε και πρέπει να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας δίνει ο τουρισμός στη χώρα ιδιαίτερα την φετινή χρονιά όπου οι διεθνείς συγκυρίες θα ευνοήσουν τις τουριστικές αφήξεις στον τόπο μας, αλλά και να ευαισθητοποιήσουμε τους έλληνες για την ανάγκη στήριξης της ελληνικής παραγωγής με την προτίμηση των ελληνικών προϊόντων.

Κεντρικό ζήτημα είναι να μπορέσουμε να στείλουμε αισιόδοξα μηνύματα στις αγορές ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη τους στην αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων μας και κυρίως δε να επιδιώξουμε και διεκδικήσουμε (μετά και την τρέχουσα φιλολογία για τους τρόπους αντιμετώπισης του χρέους) τη λύση εκείνη που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και όχι των δανειστών της.

Σήμερα το χρέος αυξάνει εξαιτίας του υψηλού κόστους δανεισμού μας. Όσο όμως το δημόσιο χρέος, δεν έχει αντίκρισμα στην αύξηση της παραγωγικής μας βάσης και στην ανάπτυξη, το ελληνικό πρόβλημα θα διαιωνίζεται και θα είναι πολύ οδυνηρό τα δικά μας λάθη να πληρώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Όταν δε μιλάμε για ανάπτυξη, τονίζουμε την ιδιαίτερη έμφαση που πρέπει να δοθεί στις μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν πληγεί ανελέητα από την κρίση αλλά και διαχρονικά είχαν πολύ ουσιαστική συμβολή στην απασχόληση της χώρας και το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να το διαφυλάξουμε τις εποχές που η ανεργία φουντώνει.
* Ο κ. Παύλος Ραβάνης είναι προέδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας
Δημοσιεύτηκε στo NewsCode