Διαπραγμάτευση ουσίας

Όλοι συμφωνούν. Οι στόχοι του Μνημονίου έχουν αποτύχει ολοκληρωτικά. Την επομένη των εκλογών η νέα κυβέρνηση, όποια και να είναι, θα πρέπει να καλέσει τους ευρωπαίους εταίρους μας σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης. Αυτό τουλάχιστον υπόσχονται ότι θα πράξουν οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί, κ.κ. Σαμαράς, Τσίπρας και Βενιζέλος, συνεπικουρούμενοι τουλάχιστον από τον κ. Κουβέλη (αλλά και από τους γερμανικούς Financial Times που προαναγγέλουν ότι και η Ευρώπη είναι έτοιμη για μια τέτοια διαπραγμάτευση). Τα βασικά ερωτήματα που τίθενται αυτομάτως, όπως σε κάθε περίπτωση διαπραγμάτευσης, είναι τα εξής:

(1) Τι θα ζητήσει η νέα κυβέρνηση;
(2) Τι θα προσφέρει ως αντάλλαγμα;
(3) Ποια βήματα θα ανακοινώσει πως θα κάνει στην περίπτωση που δεν προκύψουν κάποια ελάχιστα οφέλη για την χώρα;
(4) Ποια θα είναι αυτά τα ελάχιστα οφέλη που, εφόσον δεν «προκύψουν», η δική μας πλευρά θα προβεί στα βήματα του ερωτήματος (3);
(5) Πως θα προετοιμαστεί η κυβέρνηση για την περίπτωση που αναγκαστεί να κάνει αυτά τα βήματα;
(6) Ποιο γενικότερο πλαίσιο συμφωνίας θα προτείνει που να μεγιστοποιεί τα ερείσματα της χώρας σε όλα τα μήκη και πλάτη της ευρωζώνης, κι έτσι να ενισχύει την διαπραγματευτική της θέση μεσοπρόθεσμα (δεδομένου ότι η διαπραγμάτευση στην ευρωζώνη θα είναι, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, διαρκής);

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα διαφωνήσουμε στις απαντήσεις που δίνει ο καθένας μας στα έξι αυτά ερωτήματα. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε στα εξής:

Α. Χωρίς την προαναγγελία του (3), οι διαπραγματεύσεις ως προς το (1) [αλλά και το (2)] είναι άνευ σημασίας. Αν δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι (στην περίπτωση που η τρόικα αποδειχθεί ανέτοιμη να κάνει τις ελάχιστες υποχωρήσεις που να καθιστούν την συμφωνία μας μαζί τους βιώσιμη) θα αποχωρήσουμε (κάνοντας βήματα που η τρόικα δεν θέλει να ακούσει – βλ. 3), τότε καλύτερα να μην εξευτελιστούμε με άλλη μια μη-διαπραγμάτευση τύπου Άνοιξης του 2010. Καλύτερα να μην ζητήσουμε καν διαπραγματεύσεις.

Β. Για να είναι πιστευτό το (3) [ότι θα προβούμε στις κινήσεις αυτές στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις μας], δεν πρέπει να μπλοφάρουμε! (Δηλαδή, να απειλούμε κάτι το οποίο δεν είμαστε, σε τελική ανάλυση, διατεθειμένοι να πράξουμε.) Αντίθετα, πρέπει να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι ώστε, όσο ζοφερή κι αν είναι η κατάσταση, να προτιμούμε (μετά ένα πιθανό ναυάγιο διαπραγματεύσεων) να προβούμε (παρά να μην προβούμε) σε αυτά τα βήματα. Μόνο έτσι η προαναγγελία αυτών των βημάτων είναι πιστευτή. (Δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο με εκείνο που είχε πράξει ο κ. Βενιζέλος το περασμένο καλοκαίρι – κάνοντας, δήθεν, τον «σκληρό» στην τρόικα αλλά υποχωρώντας αμέσως όταν εκείνοι πήραν το αεροπλάνο και έφυγαν).

Πιστεύω να συμφωνείτε με τα σημεία Α και Β. Οι διαφωνίες μας, και μεταξύ των κομμάτων, αρχίζουν όταν εξειδικεύουμε τις απαντήσεις μας στα ερωτήματα (1) με (6). Αν ήμουν δημοσιογράφος, και είχα μπροστά μου τους πολιτικούς αρχηγούς, πολύ θα ήθελα να ακούσω τις απαντήσεις τους σε αυτά. Μιας και δεν τους έχω, θα προσπαθήσω να τα απαντήσω ο ίδιος, όσο πιο σύντομα μπορώ, στην βάση προσωπικής εκτίμησης της κατάστασης σε Ελλάδα και ευρωζώνη.

(1) Τι θα πρέπει να ζητήσει η νέα κυβέρνηση;

Πρώτον, τα κεφάλαια που πηγαίνουν στις τράπεζες για ανακεφαλαιοποίησή τους, να μην καταγράφονται στο ελληνικό δημόσιο χρέος και να μην χρειάζεται η αποπληρωμή τους από το ελληνικό δημόσιο. Αντίθετα, να πηγαίνουν κατ’ ευθείαν από το EFSF-ESM στις τράπεζες με το πρώτο να λαμβάνει ως αντάλλαγμα κοινές μετοχές τους, και, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και την EBA (European Banking Authority), να επιβλέπει την εξυγείανση των τραπεζών. Όταν οι τράπεζες ορθοποδήσουν, το EFSF-ESM πωλεί τις μετοχές αυτές και τα δάνεια αποπληρώνονται χωρίς την ανάμειξη του ελληνικού δημοσίου. (*)

Δεύτερον, moratorium των αποπληρωμών προς την τρόικα για ένα έτος και για όσο καιρό ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας είναι κάτω του 2%. Όταν ο ρυθμός αυτός ξεπεράσει το 2%, τότε οι αποπληρωμές ξεκινούν και πάλι σταδιακά για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται. (**)

Τρίτον, άμεσες ξένες επενδύσεις σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα από consortium της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΤΕν) (με έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις) - και με χρηματοδότηση που θα προκύψει από έκδοση ομολόγων των δύο αυτών οργανισμών, ασφαλιζόμενων αν χρειαστεί από έκδοση ασφαλιστιστηρίων από το EFSF-ESM (υπέρ των ομολογιούχων). (***)

(2) Τι θα πρέπει να προσφέρει η νέα κυβέρνηση ως αντάλλαγμα;

Πρώτον, την εγγύηση ότι, βρέξει-χιονίσει, το ελληνικό δημόσιο θα ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του από την 1-1-2013 και για πάντα – ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται ως προς τις δαπάνες του δημοσίου, τα της φορολογίας κλπ.

Δεύτερον, ότι οργανισμοί όπως ο ΟΣΕ θα εκχωρηθούν για 50 χρόνια, προς €1, σε consortium (στο οποίο μπορεί να συμμετέχει και η ΕΤΕπ) το οποίο θα πλειοδοτεί ως προς τα κεφάλαια που προτίθεται να επενδύσει και το προσωπικό που διατίθεται να διατηρήσει (ή νέο που θα προσλάβει).

(3) Ποια βήματα θα ανακοινώσει πως θα κάνει στην περίπτωση που δεν προκύψουν, από την επαναδιαπραγμάτευση, κάποια ελάχιστα οφέλη για την χώρα;

Ένα και απλό: Να δηλώσει ότι δεν θα δεχθεί τις επόμενες δόσεις από το EFSF. Ούτε καταγγελίες ούτε τίποτα. Απλά, ο νέος πρωθυπουργός να πει στους εταίρους μας: «Κυρίες και κύριοι, δεν μπορώ, με το χέρι στην καρδιά, να πάρω κι άλλα δάνεια από τους φορολογούμενούς σας εφόσον δεν υπάρχει ένα πλάνο στο τραπέζι που να αφήνει έστω και μικρό περιθώριο ελπίδας ότι ο ελληνικός λαός θα μπορέσει να σας αποπληρώσει.» Και ο νοών νοείτο. [Καθώς, όπως είναι λογικό, αυτή η άρνηση εκταμίευσης σημαίνει και de facto επιβολή moratorium αποπληρωμών προς την ΕΚΤ – ανατρέποντας ολόκληρη τον Μνημονιακό «σχεδιασμό» της τρόικα όχι μόνο όσον αφορά την Ελλάδα αλλά και της Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας.] (Σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι, έτσι κι αλλιώς, από τούδε και στο εξής, ούτε ένα ευρώ από αυτές τις δόσεις δεν θα πάρουμε για χρήση εκ μέρους του δημοσίου μας – όπως π.χ. η προηγούμενη δόση των €4,2 δις που πήγε ολόκληρη στην ΕΚΤ).

(4) Ποια θα είναι αυτά τα ελάχιστα οφέλη για την χώρα που, εφόσον δεν προσφερθούν από την «άλλη» πλευρά, η δική μας πλευρά θα προβεί στα βήματα του μέρους (3);

Αυτό είναι κάτι που κανείς διαπραγματευτής δεν αποκαλύπτει εξ αρχής. Σε γενικές γραμμές όμως, η «λεπτή κόκκινη γραμμή» πρέπει να χαραχθεί έτσι ώστε, αν τελικά συμφωνήσουμε με την τρόικα, να εξασφαλιστεί (κι όχι απλά να ανακοινωθεί στην βάση φαντασιώσεων – όπως έκαναν ο κ. Παπακωνσταντίνου κι ο κ. Βενιζέλος) ότι οι επενδύσεις θα είναι τέτοιες που να οδηγήσουν γρήγορα (εντός έξι μηνών το αργότερο) σε έναν ρυθμό μεγέθυνσης τους ονομαστικού ΑΕΠ γύρω το 3% (και πως θα ανέλθει κατόπιν στο 5% για να ξανα-αρχίσουν οι αποπληρωμές των δανείων στην τρόικα.)

(5) Πως θα προετοιμαστεί η κυβέρνηση για την περίπτωση που αναγκαστεί να κάνει αυτά τα βήματα;

Αν τελικά οι Ευρωπαίοι μας πουν «δεν μασάμε», τι κάνουμε; Αν εκείνη την στιγμή δεν προτιμούμε, εμείς οι ίδιοι, το να πούμε «όχι» στην επόμενη δόση από το να την λάβουμε, τότε η απειλή μας θα έχει αποδειχθεί κάλπικη και η στρατηγική μας θα βασίζεται σε μια μπλόφα – κάτι που καμία κυβέρνηση δεν δικαιούται να κάνει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για την χώρα. Για να προτιμούμε να πούμε το «όχι», από το να σκύψουμε το κεφάλι, είναι απαραίτητη η κατάλληλη προετοιμασία ώστε το ελληνικό δημόσιο, έστω και υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του άμεσα. Έχω ξανα-αναφερθεί σε δύο βασικούς τρόπους που μπορεί να το πετύχει: Πρώτον, με την από-πάνω-προς-τα-κάτω συμπίεση των μισθών του δημοσίου και, δεύτερον, με την έκδοση ομολογιών που, με νόμο, δεσμεύουν τα δημόσια ταμεία να κάνουν αποδεκτές τις ομολογίες αυτές για καταβολή ΦΠΑ, φόρους εισοδήματος κλπ έξι μήνες αργότερα και, μάλιστα, με γενναία έκπτωση (ακόμα και 20%). Πολλοί συμπολίτες μας που γνωρίζουν από τώρα τι φόροι τους περιμένουν στην γωνία σε 6, 8, 12 μήνες θα προτιμήσουν, αντί να βγάζουν τα χρήματα που τους έμειναν στις τράπεζες στο εξωτερικό με στόχο να τα ξαναφέρουν όταν θα πρέπει να πληρώσουν την εφορία, να αγοράσουν αυτές τις ειδικές φορο-ομολογίες εξασφαλίζοντας μια μεγάλη φορο-έκπτωση. Με αυτά τα δύο μέτρα, και άλλες γενναίες περικοπές δαπανών χωρίς άμεσο αντίκυπο στα κατώτερα εισοδήματα, το ελληνικό δημόσιο μπορεί να επιβιώσει έως ότου η Ευρώπη αναγκαστεί από την ζωή (και την πίεση μιας ΕΚΤ που θα βρεθεί σε μεγάλη υπαρξιακή αγωνία) να ανοίξει ξανά τις διαπραγματεύσεις με μεγαλύτερη σύνεση και καλύτερη διάθεση. Διαφορετικά, σε 6 ή 8 μήνες απλά δεν θα υπάρχει ευρωζώνη, ό,τι και να πράξει η ελληνική κυβέρνηση.

(6) Ποιο γενικότερο πλαίσιο συμφωνίας θα πρέπει να προτείνει η νέα κυβέρνηση;

Τα τελευταία δύο χρόνια, η εικόνα της χώρας μας στην Ευρώπη είναι αποκαρδιωτική. Οι έλληνες εμφανιζόμαστε ως ζητιάνοι που προσπαθούν να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους για πάρτη τους, χωρίς να νοιάζονται για τα προβλήματα των άλλων ευρωπαίων, νότιων και βόρειων. Ότι παλεύουμε να εξασφαλίσουμε την δόση μας κι... έχει ο Θεός. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Πως; Με δύο τρόπους. Πρώτον, έχοντας δεσμευτεί ότι το ελληνικό δημόσιο ποτέ ξανά δεν θα έχει ούτε ένα ευρώ έλλειμμα (εφόσον η Ευρώπη αναλάβει το τραπεζικό σύστημα, τις ξένες άμεσες επενδύσεις, και ένα moratorium αποπληρωμών μέρι να έρθει η ανάκαμψη). Και δεύτερον επιμένοντας, απαιτώντας θα έλεγα, ότι ό,τι ισχύει για την Ελλάδα θα πρέπει να ισχύει και για τις υπόλοιπες χώρες που βρίσκονται εντός του EFSF ή που ετοιμάζονται να μπούνε σε αυτό (δηλαδή η Ιταλία). Με αυτές τις δύο κινήσεις, η Ελλάδα θα αλλάξει την εικόνα που έχει στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών, με σημαντικά μακροπρόθεσμα οικονομικά και πολιτικά οφέλη.

Αυτές είναι οι απαντήσεις μου στα έξι καυτά ερωτήματα περί επανα-διαπραγμάτευσης. Ποιο κόμμα έχει καταθέσει ένα τέτοιο πρόγραμμα; Κανένα, βεβαίως. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν είναι διατεθειμένοι ούτε καν να διανοηθούν μια απάντηση στο ερώτημα (3). Άρα, θα πάνε σε μια διαπραγμάτευση-παρωδία όπου το αποτέλεσμα θα θυμίζει Γιώργο Παπακωνσταντίνου ή Ευάγγελο Βενιζέλο, με θλιβερές θριαμβολογίες για «χαλάρωση όρων», κάποιες ανούσιες επιμηκύνσεις κλπ., που όμως θα αποτύχουν παταγωδώς να καταστήσουν βιώσιμη την ελληνική κοινωνική οικονομία και, έτσι, θα μας οδηγήσουν νομοτελειακά εκτός ευρωζώνης, εξοστρακίζοντάς μας σε μια στιγνή εξορία στην οποία, σύντομα, θα μας ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι της περιφέρειας, μαζί και με την Γαλλία!

Μένει ο Σύριζα ως το μόνο κόμμα που θέτει το ερώτημα (3) και το απαντά ουσιαστικά. Για αυτό τον λόγο θα έχει την ψήφο μου.(****) Κι ας με στενοχωρεί η ρητορική του επίδοση στα περί «καταγγελιών», κατάργησης της λιτότητας (λες και είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε), νέων προσλήψεων στο δημόσιο, εθνικοποίηση των τραπεζών κλπ. Την Δευτέρα, αν κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, είναι το μόνο μεγάλο (πλέον) κόμμα που μπορεί να επιχειρήσει μια διαπραγμάτευση σαν αυτή που περιέγραψα. Όσο για τις «άλλες» πολιτικές του, που απορρίπτω, ελπίζω ότι η αναρρίχηση στην ηλεκτρική καρέκλα της εξουσίας θα τις σκορπίσει στους πέντε ανέμους.

ΥΓ. Φτάνουν στα αυτιά μου, εδώ στο μακρυνό Seattle, πως αναλαμβάνω κυβερνητικό πόστο σε κυβέρνηση Σύριζα (κάτι που πολλοί θα σκεφτείτε ότι επιβεβαιώνεται από το πιο πάνω συμπέρασμά μου και την ψήφο μου στον Σύριζα). Για να μην υπάρχει παρεξήγηση μεταξύ μας, επιτρέψτε μου να είμαι σαφής: Θα βοηθήσω όποια κυβέρνηση μου το ζητήσει σε μια δύσκολη στιγμή. Συμβουλευτικά όμως. Για να ασκήσει κάποιος εξουσία από κυβερνητικό πόστο, πρέπει να έχει βαθμούς ελευθερίας (ιδίως σε μια διαπραγμάτευση) που δεν δικαιούται άνευ της δημοκρατικής νομιμοποίησης που μόνο η κρίση των πολιτών στην κάλπη μπορεί να προσφέρει.

(*) Αυτή ήταν εξ αρχής η πρότασή μας με τον Stuart Holland πριν από δύο χρόνια για την επίλυση της τραπεζικής κρίσης (βλ. εδώ – βλ. 2η πολιτική). Τώρα πια έχει γίνει κοινή πεποίθηση σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και εντός της ΕΚΤ, ότι κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο και επιθυμητό. [Βλ. σχετικό άρθρο του πρώην στελέχους της ΕΚΤ Lorenzo Bini Smaghi στους Financial Times]

(**) Όπως συνέβη, π.χ., με τα δάνεια της Βρετανίας από τις ΗΠΑ μετά τον Β’ ΠΠ.

(***) Άλλη μια πρόταση που ακούγεται πολύ τις μέρες αυτές (αν έχετε ακούσει περί ομολόγων-έργων ή project-bonds) την οποία όμως πρωτοδιαβάσατε εδώ – βλ. «Μια νέα αρχιτεκτονική για το ευρώ, προς το τέλος του κειμένου).

(****) Σε άρθρο μου προ των εκλογών του Μαΐου, είχα μοιράσει 10 ψήφους σε διάφορα κόμματα στο πλαίσιο αυτού που ονομάζουμε στην Θεωρία Παιγνίων «μεικτή στρατηγική». Δεν το κάνω σήμερα. Γιατί; Η ΔΗΜΑΡ που είχε λάβει 3 από εκείνες τις 10 ψήφους μου, απεδείχθη πανέτοιμη να αποδεχθεί τον εκβιασμό της τρόικα, αρνούμενη να απαντήσει στο ερώτημα (3) πιο πάνω. Οι Οικολόγοι-Πράσινοι εξακολουθούν να είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο για την χώρα αλλά αυτή την στιγμή προέχει η διαπραγμάτευση με την τρόικα – κάτι για το οποίο το κόμμα αυτό δεν έχει εκφέρει άποψη που να το κάνει να ξεχωρίζει (τουλάχιστον στα μάτια μου). Η Δράση του κ. Μάνου έχει ως άποψη την μη διαπραγμάτευση. Αδυνατεί να κατανοήσει πως η θέση της χώρας στο ευρώ υπονομεύεται από την προσπάθεια τήρησης των όρων του Μνημονίου – κι ότι η απελευθέρωση αγορών σε ελεύθερη πτώση δεν θα αντιστρέψει το καταστροφικό τσουνάμι. Αφήστε που έπραξε το τεράστιο σφάλμα, για φιλελεύθερο κόμμα, της σύμπραξης με τον ισλαμοφοβικό κ. Τζήμερο ο οποίος θεωρεί πως οι εκπτώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (π.χ. των μεταναστών) κατά κάποιον τρόπο εξισορροπούν τις απώλειες των «δικών» μας. [Εδώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη γιατί σε εκείνο το άρθρο είχα δώσει εύσημα στο τομέα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Δημιουργία Ξανά – απλά, δεν είχα διαβάσει αρκετά προσεκτικά τα λεγόμενά τους. Μήπως συνέβη το ίδιο και στον κ. Μάνο;]

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου