Η έκθεση του ΔΝΤ και το ελληνικό πρόγραμμα

Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την πορεία του οικονομικού προγράμματος στην Ελλάδα αναφέρονται πολλά ενδιαφέροντα οικονομικά στοιχεία. Ανάμεσα στα πολλά που λέγονται για τα νέα μέτρα ύψους 4 δισ. που θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν μέχρι τον Αύγουστο του 2013, το χρηματοδοτικό κενό 9,5 δισ. της περιόδου 2015-16, την ανάγκη για απολύσεις στο Δημόσιο και για επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη λεγόμενη «ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους». Δηλαδή το κατά πόσο είναι εφικτό να περιοριστεί το δημόσιο χρέος στο 124% του ΑΕΠ το 2020.

του Γαβριήλ Σακελλαρίδη *

Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι όντως ένας σημαντικός στόχος, αφού χωρίς αυτή ο κίνδυνος χρεωκοπίας είναι πάντοτε υπαρκτός, υποδαυλίζοντας έναν φαύλο κύκλο φθίνουσας ρευστότητας - λιγότερων επενδύσεων - βαθύτερης ύφεσης - μεγαλύτερης ανεργίας - μεγαλύτερου δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτή η βιωσιμότητα μπορεί να επιτευχθεί με βάση μία σειρά από υποθέσεις σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα, τους ρυθμούς ανάπτυξης και τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού.

Στη διεθνή βιβλιογραφία, βασικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους αποτελεί η διαφορά μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης σε σχέση με τα πραγματικά επιτόκια. Αν η ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από τα πραγματικά επιτόκια, τότε το χρέος τείνει να γίνει βιώσιμο. Στην αντίθετη περίπτωση, ανεξαρτήτως πρωτογενούς πλεονάσματος, δημιουργείται το λεγόμενο «φαινόμενο της χιονοστιβάδας» που εκτοξεύει το χρέος και το καθιστά μη βιώσιμο.

Τί συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση;

Το πρωτογενές πλεόνασμα. Το ΔΝΤ υποθέτει ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ πρώτη φορά το 2014, το οποίο το 2016 θα φτάσει το 4,5% και από το 2020 μέχρι το 2030 θα κυμαίνεται γύρω από το 4%. Η κυβέρνηση υπερθεματίζει στην αισιοδοξία του ΔΝΤ με βάση το μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα που παρουσίασε το 2012, σε σχέση με τον αναθεωρημένο προϋπολογισμό. Όμως ξεχνάει να αναφέρει ότι αυτή η «επιτυχία» της δεν βασίζεται στο σκέλος των εσόδων, τα οποία απέκλιναν αρνητικά κατά 2 δισ. αλλά στις μεγαλύτερες περικοπές δαπανών από τον στόχο, που ευθύνονται για την ύφεση 6% για το 2012. Για να δημιουργήσει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, και λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τα έσοδα θα είναι διαρκώς μικρότερα από τα αναμενόμενα λόγω συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, το μόνο που μένει στην κυβέρνηση είναι να μειώνει τις δαπάνες, κάτι που δεν μπορεί να γίνεται στο διηνεκές. Επομένως το αδιέξοδο είναι ορατό.

Το ΔΝΤ, αν και με αρκετό σκεπτικισμό, διατείνεται ότι η επίτευξη τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για τόσο μακρό χρονικό διάστημα είναι εφικτή επειδή κάτι τέτοιο έχει συμβεί ξανά στην ελληνική οικονομία, την περίοδο 1994-2001. Όμως η σύγκριση εκείνης της περιόδου καλπάζουσας ανάπτυξης με τη σημερινή κατάσταση καλπάζουσας ύφεσης είναι αστεία ακόμη κι αν ακουγόταν από πρωτοετή φοιτητή. Πόσο μάλλον από το ΔΝΤ. Η ανάπτυξη εκείνης της περιόδου -που μας οδήγησε στη φούσκα του δανεισμού- διευκόλυνε τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων λόγω της μεγάλης αύξησης των εσόδων. Σε περίοδο βαθύτατης ύφεσης, είναι πραγματικά αδύνατον να πραγματοποιηθούν πλεονάσματα τέτοιου μεγέθους και μάλιστα διατηρήσιμα, εκτός αν η Ελλάδα γίνει Ρουμανία της εποχής Τσαουσέσκου.

Το «αποτέλεσμα της χιονοστιβάδας». Ας υποθέσουμε όμως ότι η κυβέρνηση και το ΔΝΤ είναι σωστοί ως προς τις εκτιμήσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, έστω και αν είναι δύσκολο ακόμη και ως υπόθεση. Για να καταστεί το χρέος βιώσιμο, θα πρέπει ο ρυθμός ανάπτυξης να υπερβαίνει τα πραγματικά επιτόκια. Όμως ακόμη και το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 5% για το 2013, αλλά και ύφεση για το 2014, παρ' όλο που ο κ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι από το β' εξάμηνο του 2013 θα υπάρξει ανάκαμψη. Και αξίζει να σημειώσουμε ότι το ΔΝΤ πάντοτε προβλέπει υφέσεις ισχνότερες από τις πραγματικές. Η πολιτική λιτότητας, δηλαδή της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και επομένως της κατανάλωσης, της εξαφάνισης των δημόσιων επενδύσεων, αλλά και των ιδιωτικών, σε ένα δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον, που δεν επιτρέπει στις εξαγωγές να γίνουν «ατμομηχανή» της ανάπτυξης (ακόμα κι αν λειτουργούσε η εσωτερική υποτίμηση, που δεν λειτουργεί), προμηνύει συνέχιση της ύφεσης και κατάρρευση των σεναρίων του ΔΝΤ και της κυβέρνησης.

Όμως, από την άλλη πλευρά, υπάρχει και το ζήτημα των πραγματικών επιτοκίων, δηλαδή των ονομαστικών επιτοκίων μείον τον πληθωρισμό. Ο χαμηλός πληθωρισμός είναι σύμμαχος των υψηλών πραγματικών επιτοκίων. Πόσο μάλλον ο αρνητικός πληθωρισμός που προβλέπει το ΔΝΤ για την Ελλάδα. Επομένως η λιτότητα χτυπάει τη βιωσιμότητα του χρέους και μέσω του καναλιού του αποπληθωρισμού που αυξάνει τα επιτόκια και ανοίγει κι άλλο την ψαλίδα μεταξύ ρυθμών ανάπτυξης και επιτοκίων, προκαλώντας ένα ισχυρό φαινόμενο «χιονοστιβάδας».

Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται το ΔΝΤ -και προφανώς η ελληνική κυβέρνηση- είναι ότι όλοι οι παραπάνω παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του χρέους είναι πλήρως αλληλοεξαρτώμενοι. Η προσπάθεια για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω της εξαϋλωσης δημοσίων δαπανών (μισθοί, συντάξεις, δημόσιες επενδύσεις) βαθαίνει την ύφεση. Η ύφεση, από την πλευρά της, μειώνει τα έσοδα και καθιστά ακόμα δυσχερέστερη την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Από την άλλη, η ύφεση οδηγεί σε αποπληθωρισμό και αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια. Επομένως, οι προσπάθειες για βιωσιμότητα του χρέους οδηγούνται σε πλήρες αδιέξοδο και σίγουρα το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου ούτε αρκεί ούτε βελτιώνει την κατάσταση.

* Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι οικονομολόγος, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ