Eνώ η Ελλάδα παραμένει στο σκληρό ευρώ, ακόμα και η Μεγάλη Βρετανία προχωρά στην υποτίμηση της στερλίνας

Ακόμα και οι πιο νεοφιλελεύθερες και θατσερικής καταγωγής κυβερνήσεις, όπως του Κάμερον στη Μ. Βρετανία, αναζητούν διέξοδο από την κρίση τους – πολύ μικρότερης έντασης από της Ελλάδας, τηρουμένων των αναλογιών – προχωρώντας σε κεϊνσιανού χαρακτήρα κινήσεις, όπως η υποτίμηση του νομίσματος και η ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων.
 
του Λουκά Ελευθερίου στο tometopo.gr

Στη συνάντησή του αυτές τις μέρες με την Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής ο Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας ζήτησε να γίνουν δύο κινήσεις:
Πρώτο, να αυξηθεί άμεσα η κυκλοφορία της στερλίνας κατά 25δις προκειμένου να γίνει αγορά χρεογράφων, παίρνοντας υπόψη τις μεγάλες πια δυσκολίες των βρετανικών επιχειρήσεων. Μέσω της υποτίμησης της λίρας, που αναμένεται να προκύψει, να διευκολυνθεί έτσι η άνοδος της εξαγωγικής ικανότητας του Ηνωμένου Βασιλείου, η διεθνής ζήτηση για βρετανικά προϊόντα, ώστε να συμβάλλει στην επανεξισορρόπηση της οικονομίας.

Και δεύτερο, να ενισχυθεί η πλευρά της προσφοράς, μέσω επενδύσεων, αυτή τη φορά όχι μόνο με την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με το θατσερικό μοντέλο, αλλά και με ουσιαστική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
Το ποσοστό κέρδους για τη βρετανική βιομηχανία ήταν 4,7% στα τέλη του 2012, ενώ για τις επιχειρήσεις υπηρεσιών, που λειτουργούν σε λιγότερο διεθνοποιημένο περιβάλλον κι έτσι αξιοποιούν περισσότερο την εσωτερική αγορά, ήταν τέσσερις φορές παραπάνω, 16,9%. Με την υπερτιμημένη λίρα, σε ένα πλαίσιο μάλιστα αποδυνάμωσης της διεθνούς ζήτησης, η υποτίμηση είναι το βασικό μέσο για την ανάκαμψη των βρετανικών εξαγωγών.

Η δυνατότητα της Βρετανίας να δημιουργεί διακυμάνσεις στο νόμισμά της, και να μη δεσμεύεται από ένα καθορισμένο από τη Γερμανία σκληρό ευρώ, θεωρείται κι ως ένας από τους λόγους που τα επιτόκια των δημοσίων ομολόγων της έχουν μείνει εξαιρετικά χαμηλά σε σύγκριση με το μέγεθος της κρίσης της βρετανικής οικονομίας, σε αντιδιαστολή με αυτό που γίνεται με την Ιταλία και την Ισπανία. ΄

Από την άλλη πλευρά στην επιδείνωση της βρετανικής οικονομίας μεγάλο ρόλο έχει παίξει η μεγάλη μείωση των δημοσίων επενδύσεων. Από 3,5% του ΑΕΠ που ήταν το 2009-10, περιορίσθηκε σχεδόν στο ένα τρίτο, στο 1,1%. Για αυτό και ακούγονται συνεχώς φωνές για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, όπως από τη μελέτη που έκανε η Lombard Street Research. Γιατί τελικά τα δημοσιονομικά μέτρα και η λιτότητα, παρά τα πολύ χαμηλά επιτόκια, έφεραν το παραγωγικό πάγωμα, τη μείωση του δανεισμού των βιομηχανικών επιχειρήσεων, την κάμψη.

Η κυβέρνηση Κάμερον είναι μια από τις πιο αντιδραστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη. Είναι πολύ πιθανό να μη κάνει ούτε καν τα βήματα που ζητάει η Τράπεζα της Αγγλίας, η London School of Economics και τόσοι άλλοι. Και μιλάμε για την υποτίμηση του νομίσματος, τη χαλάρωση της αντιπληθωριστικής και της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, την αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης του δημοσίου. Δηλαδή για κινήσεις νεοκεϊνσιανής επινόησης, εντελώς μακριά από την ιδέα δομικών μεταρρυθμίσεων σε όφελος και των εργαζομένων και της οικονομίας της χώρας.

Έστω και ένας τέτοιος διάλογος, στην Ελλάδα, που πλήττεται από μια από τις μεγαλύτερες υφέσεις παγκοσμίως από την εποχή του 1929, είναι σχεδόν απαγορευμένος και παράνομος. Αυτό έχει επιδιώξει η τρικομματική κυβέρνηση, με την πλήρη συνδρομή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσα από το κοινό και επίσημα εκφρασμένο και από τους δύο δόγμα «η έξοδος από το ευρώ είναι εθνική καταστροφή».

Μια τέτοια στάση τους είναι ιδιαίτερα αρνητική και επιθετική προς τις δυνάμεις που επιδιώκουν την σωτηρία μέσα από ένα ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Περιορίζουν τον διάλογο μέσα στα δεδομένα, τις συντεταγμένες και τα πλαίσια της Ευρωζώνης όπου αποκλείεται κάθε τομή προωθητικού, κι επομένως αντικαπιταλιστικού, χαρακτήρα. Κι όχι μόνο αυτό. Φτάνουν στα άκρα. Εξαιρώντας τη νομισματική πολιτική από κάθε δυνατότητα αλλαγής, ουσιαστικά απαγορεύουν ακόμα και τη συζήτηση για τη λήψη κεϊνσιανών μέτρων στα πλαίσια του συστήματος για την ισοτιμία, τη ζήτηση, τις επενδύσεις, παρότι βέβαια αυτά από μόνα τους, χωρίς δομικές αλλαγές ιδιαίτερα σε σχέση με το ρόλο του δημοσίου και το κοινωνικό κράτος, είναι ανίκανα να δώσουν απαντήσεις σε μια κρίση με τέτοιο βάθος, όπως στην Ελλάδα σήμερα.

Για αυτό είναι σημαντική η συμβολή του Σχεδίου Β΄. Γιατί καταφέρνει να σπάει το τείχος της λογοκρισίας και του εκφοβισμού. Να θέτει τις δυνατότητες που υπάρχουν με τόλμη και ψυχραιμία, στη βάση του πραγματικού, σε συσχετισμό με τα άμεσα προβλήματα εργαζομένων και ανέργων και των οικογενειών τους κι όχι μόνο στο πεδίο των αφηρημένων ιδεών.

Είμαστε όμως ακόμα στην αρχή. Τα περισσότερα και δυσκολότερα δεν έχουν γίνει ακόμα. Αλλά μπορούν να γίνουν. Και πρέπει. Χωρίς άλλο χάσιμο χρόνου.