Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: «Υπερβολικές οι μειώσεις μισθών»

Σκληρή κριτική στην πολιτική μείωσης μισθών στον ιδιωτικό τομέα ασκεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην ετήσια έκθεσή του η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Παρασκευή. Η έκθεση που φέρει την υπογραφή του συντονιστή του Γραφείου, καθηγητή κ. Παναγιώτη Λιαργκόβα (φωτο), και φέρνει στο φως της δημοσιότητας ΤΟ ΒΗΜΑ, αναφέρει ότι «η έμφαση που δόθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας και στις θεσμικές μεταβλητές ήταν υπερβολική και, πιθανόν, αντιπαραγωγική». Το αρμόδιο γραφείο της Βουλής σημειώνει ότι με τα μέτρα μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα «επιχειρήθηκε να επιτευχθεί η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, καθώς αναμενόταν ότι μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας θα έπεφταν και οι τιμές», διαπιστώνει ωστόσο ότι «παρ' όλα αυτά, η πτώση των τιμών δεν ήταν η αναμενόμενη».

Ενας από τους λόγους είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία την ΕΛΣΤΑΤ, το ύψος της μισθολογικής δαπάνης επηρεάζει μόνο κατά 21,7% τη διαμόρφωση της τελικής τιμής του προϊόντος. Την ίδια στιγμή έμεναν πίσω οι διαρθρωτικές αλλαγές για το άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων. «Ουσιαστικά υπερτονίστηκε ένας παράγοντας, δεν ελήφθησαν υπόψη ούτε η ύφεση (πράγμα που εξηγεί γιατί βραχυχρόνια δεν μειώθηκε η ανεργία ενώ οι μισθοί υποχωρούσαν), ούτε η ανατροφοδότηση της ύφεσης από τη μείωση των μισθών» αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.

Οι επιστήμονες που συνέταξαν την έκθεση διαπιστώνουν ότι «τρία χρόνια από την έγκριση της πρώτης συμφωνίας, η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, που εισήλθε στον έκτο συνεχόμενο χρόνο ύφεσης, παραμένει ασφυκτική». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η Ελλάδα θα έχει χάσει ως το τέλος του 2013 περίπου το 25% του ΑΕΠ της σε σύγκριση με το έτος 2007.

Ιστορική ύφεση

«Αυτή η τεράστια πτώση του ΑΕΠ είναι συγκρίσιμη με τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις του 20ού και του 21ου αιώνα. Στο τέλος του 2013 η ύφεση στην Ελλάδα θα είναι παγκοσμίως η τρίτη μεγαλύτερη τα τελευταία 100 χρόνια και η πρώτη σε διάρκεια, ξεπερνώντας ακόμη και τη μεγάλη ύφεση των ΗΠΑ» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης. Η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση στην ανεργία μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας τον Φεβρουάριο του 2013 διαμορφώθηκε στο 27%, έναντι 21,9% τον Φεβρουάριο του 2012 (αύξηση κατά 23,3%) και 26,7% τον Ιανουάριο του 2013.

Βελτίωση κλίματος

Η έκθεση σημειώνει ωστόσο ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2013 και παρά τη συνεχιζόμενη ύφεση, τις δυσκολίες της δημοσιονομικής προσαρμογής και την κυπριακή κρίση, το οικονομικό κλίμα έτεινε να αναστραφεί. «Σε αυτό συνέβαλαν η πολιτική σταθερότητα, οι συμφωνίες για τα μεγάλα έργα, η έναρξη αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες, η επανεκκίνηση των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης, η εξέλιξη της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών, η νέα συμφωνία με την τρόικα, το ενδιαφέρον για μερικές μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις (ΟΛΠ, Hewlett-Packard κ.λπ.) και η απρόσμενα ευνοϊκή άνοδος του τουρισμού».

Το αρμόδιο γραφείο της Βουλής διατηρεί μια επιφύλαξη απέναντι στην εκτίμηση ότι ο προϋπολογισμός θα κλείσει εφέτος με ένα - μικρό έστω - πρωτογενές πλεόνασμα και σχολιάζει ότι «μένει να επιβεβαιωθεί και στο επόμενο διάστημα». Ωστόσο αν επιτευχθεί ο στόχος «θα διευκολύνει μια νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της χώρας». Το γενικό συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι «στο μέλλον ο κύριος δρόμος για τη δημοσιονομική εξυγίανση θα είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και επιταχύνουν την ανάπτυξη», καθώς «μόνον έτσι θα αποφευχθούν περαιτέρω μειώσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα».