Κώστας Χρυσόγονος: «Η κυβερνητική προπαγάνδα συγχέει σκόπιμα τη βία με την κοινωνική διαμαρτυρία...»

Η μνημονιακή συγκυβέρνηση έχει εξαπολύσει τις τελευταίες ημέρες μια επικοινωνιακή επίθεση, με αφορμή την υποτιθέμενη μη – καταδίκη όλων των μορφών βίας από κόμματα της αντιπολίτευσης (και κατεξοχήν τον ΣΥΡΙΖΑ). Δεν υπάρχει, μας λένε, «καλή» και «κακή» βία..
και άρα η μη – καταδίκη σημαίνει επιδοκιμασία της βίας και κατατάσσει το κόμμα στα «άκρα», καθιστώντας ενδεχομένως το ίδιο ή μέλη του υποψήφια για ποινικές και άλλες διώξεις.

Στα παραπάνω υπάρχουν εμφανή στοιχεία «ηθικοπλαστικής» υπεραπλούστευσης και τελικά διαστρέβλωσης ενός σύνθετου νομικού και πολιτικού ζητήματος. Η έννομη τάξη δεν αποδοκιμάζει αδιακρίτως κάθε μορφή βίας. Αντίθετα μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις επιτάσσει τη βίαιη αντίδραση σε μια επίσης βίαιη δράση, όπως ιδίως στο άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο καλεί κάθε πολίτη να αντισταθεί με όλα τα μέσα σε κάθε απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος. Σε άλλες περιπτώσεις το ισχύον δίκαιο απλώς επιτρέπει τη χρήση βίας, όπως π.χ. σε καταστάσεις άμυνας ή έκτακτης ανάγκης (άρθρα 22 και 25 του Ποινικού Κώδικα). Και σε άλλες, τις περισσότερες, ποινικοποιεί τη χρήση βίας, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με την πρόβλεψη εγγυήσεων διαφόρων ειδών για τον κατηγορούμενο.

Το χαρακτηριστικό της κυβερνητικής προπαγάνδας όμως είναι ότι συγχέει σκόπιμα τη βία με την κοινωνική διαμαρτυρία απέναντι στη μνημονιακή εξουσία, προκειμένου να δυσφημίσει την ίδια την έννοια της διαμαρτυρίας. Έτσι π.χ. λεκτικές ή συμβολικές αποδοκιμασίες κατά πολιτικών προσώπων μεταβαπτίζονται σε «προπηλακισμούς» και επιχειρείται περίπου να εξισωθούν με τρομοκρατικές ενέργειες (!) ή πάντως να ερμηνευθούν ως προοίμιο τέτοιων. Σε άλλες περιπτώσεις υπαρκτά βίαια αδικήματα επιρρίπτονται συλλήβδην σε ολόκληρες τοπικές κοινωνίες και μάλιστα συνδέονται αυθαίρετα με πολιτικά κόμματα που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση και τις καταστροφικές επιλογές της. Και βέβαια το άκρο άωτο της ανοησίας προκύπτει όταν πρώην τσεκουροφόροι ή δοτοί βουλευτές – μυστικοσύμβουλοι του αρχιερέα της μνημονιακής υποταγής αξιώνουν να εμφανισθούν ως κριτές του ποιός ανήκει στο «συνταγματικό τόξο» και ποιός όχι.

Όλα αυτά υποδηλώνουν τελικά την πολιτική ένδεια της κυβέρνησης. Αδυνατώντας να απολογηθεί για την οικονομική κατάρρευση και την ανθρωπιστική κρίση, στις οποίες οδηγεί η ευπειθής συμμόρφωσή της στις εντολές της τριαρχίας των δανειστών, προσπαθεί να αποσπάσει αλλού την προσοχή της κοινής γνώμης. Αργά ή γρήγορα όμως η τελευταία θα αντιληφθεί ότι το δίλημμα δεν είναι μεταξύ «μέσου» και «άκρου», αλλά μεταξύ υποδούλωσης και σεισάχθειας.