Bank of America: Το πλεόνασμα καθιστά «μη αξιόπιστη» την απειλή των δανειστών

Όσο η Ελλάδα έχει πρωτογενές πλεόνασμα η απειλή των δανειστών να σταματήσουν το πρόγραμμα καθίσταται «μη αξιόπιστη», τονίζει η Bank of America σε έκθεσή της υπό τον τίτλο: «Η άβολη αλήθεια για την Ελλάδα», προσεγγίζοντας τα θέμα από μια άλλη άκρως ενδιαφέρουσα οπτική.

Ταυτόχρονα, στην ίδια έκθεση προβλέπει ελάφρυνση του χρέους, αλλά όχι και «κούρεμα», για να πληρωθούν οι δανειστές.

Αν το ελληνικό χρέος αποδειχθεί μη βιώσιμο, και υποθέτοντας ότι το πρόγραμμα βρίσκεται «εντός τροχιάς», τότε η Ευρώπη μπορεί να μην έχει άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει σε μια μερική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σχολιάζει η Bank of America Merrill Lynch.

Όπως επισημαίνει, εάν η Ευρώπη δεν διευκολύνει την Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της, τότε η χώρα μπορεί να μην καταφέρει να την αποπληρώσει.

Όσο η Ελλάδα εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα, οι απειλές της τρόικας να σταματήσει το πρόγραμμα αντί να συμφωνήσει σε «κούρεμα» του επίσημου τομέα, δεν είναι αξιόπιστες, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, καθώς η Ελλάδα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις εσωτερικές ανάγκες της εάν πολύ απλά σταματούσε να εξυπηρετεί το χρέος της, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου απαρτίζεται από δάνεια που έχει λάβει από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Bank of America Merrill Lynch, πριν από έναν χρόνο η Ευρώπη υποστήριζε πως το νέο πρόγραμμα της Ελλάδας βασίζονταν σε ένα τέλειο προφίλ χρέους.

Υπέθετε πως η Ελλάδα θα ανταποκρινόταν στους στόχους που έχουν τεθεί και πως η υπόλοιπη Ευρώπη θα κάλυπτε το οποιοδήποτε χρηματοδοτικό κενό και θα αντιμετώπιζε τις όποιες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους.

«Πιστεύουμε ότι τώρα είναι η ώρα να τηρήσει η Ευρώπη τη δική της πλευρά της συμφωνίας», αναφέρει ο οίκος.

Στην ανάλυσή του, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που πραγματοποιεί τώρα η Ελλάδα για την κάλυψη του χρηματοδοτικού της κενού και των απαιτήσεων του ΔΝΤ για «κούρεμα» του επίσημου τομέα, ο οίκος αναφέρεται στα ζητήματα που προκύπτουν.

Όπως επισημαίνει, το βασικό σενάριο είναι ότι η τρέχουσα δυναμική του ελληνικού χρέους ως προς την ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη, όμως συμπεραίνει πως δεν αναμένει «κούρεμα» του επίσημου τομέα, αλλά παράταση των λήξεων των δανείων και κάποια μείωση των επιτοκίων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, εάν οι μακροπρόθεσμες επιδόσεις της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη είναι απογοητευτικές και ευθυγραμμιστούν με τις προβλέψεις του οίκου, και οι μεταρρυθμίσεις καθυστερήσουν ή δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα, τότε ενδέχεται να χρειαστεί ελάφρυνση του χρέους κατά 100 δισ. ευρώ, κάτι που θα απαιτούσε όχι μόνο χαμηλότερα επιτόκια EFSF, αλλά και μια σημαντική παράταση στις λήξεις των δανείων.

Ωστόσο, η αλλαγή στα επιτόκια που χρεώνονται στα δάνεια από τον EFSF πιθανότατα θα είναι πολύ δύσκολη πολιτικά, διότι αυτό θα σήμαινε ότι το EFSF θα υποστεί απώλειες όταν αυξηθεί το επιτόκιο χρηματοδότησής του από την αγορά, αναλόγως των συνθηκών στις αγορές.

Η Bank of America Merrill Lynch εκφράζει ανησυχία ότι η ημι-σταθεροποίηση στην Ελλάδα έχει αφαιρέσει την αίσθηση του επείγοντος σε ό,τι αφορά την διευκόλυνση ενός πακέτου ελάφρυνσης του χρέους που και θα δίνει κίνητρα για μεταρρυθμίσεις και θα τονώνει τις επενδύσεις.

Όπως υποστηρίζει, μια ελάφρυνση χρέους που θα θέτει ως όρο συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, και όχι οι τριμηνιαίες αναθεωρήσεις του προγράμματος, θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες περί ηθικού κινδύνου και να αυξήσει τις πιθανότητες μιας βιώσιμης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τον οίκο, το χρηματοδοτικό κενό του ελληνικού προγράμματος ανέρχεται σε 10,9 δισ. ευρώ (4,4 δισ. το 2014 και 6,5 δισ. ευρώ το 2015).

Θεωρεί πως υπάρχουν κίνητρα και για τις δυο πλευρές να συμφωνήσουν σε μέτρα λιτότητας για του χρόνου και για κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, και πως υπάρχουν πολλές επιλογές, μεταξύ των οποίων η περαιτέρω χρηματοδότηση του προγράμματος, η χρήση των υπολοίπων από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η έκδοση ομολόγων, η περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή ή η (απίθανη) μετακύλιση των ωριμάνσεων από τις κεντρικές τράπεζες.
Πηγή: In.gr