Η ανάγκη για μία ισχυρή δραχμή

Εάν η βάσκανος μοίρα τα φέρει έτσι και η χώρα, σε λίγες εβδομάδες ή σε λίγους μήνες, βρεθεί στην ανάγκη να εκδώσει δικό της νόμισμα, υπάρχουν δύο, τουλάχιστον, προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν η μετάβαση αυτή από το ευρώ στην δραχμή.. να μην γίνει με (απόλυτα) καταστροφικό για την κοινωνία και την οικονομία τρόπο.

Η πρώτη, και ίσως σημαντικότερη, αφορά την ισοτιμία της (νέας) δραχμής. Θα είναι πολύ μεγάλο λάθος αυτή να επανέλθει στη σχέση στην οποία σταμάτησε το 2002, δηλαδή στο 1/340, ή σε κάποια άλλη αναλογία υποπολλαπλάσια του ευρώ. Αντίθετα, θα πρέπει να ορισθεί σε απόλυτη ονομαστική ισοτιμία με αυτό, δηλαδή μία δραχμή για ένα ευρώ. Ο τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι απλός. Οι δαπάνες του δημοσίου που θα χρειασθεί να καλυφθούν με τον νεοκδοθέν νόμισμα, (ακριβώς επειδή δεν θα υπάρχουν πιά άλλα ευρώ), θα πληρωθούν στο δραχμικό ισότιμό τους. Ο υπάλληλος που αμειβόταν έως σήμερα με 1.000 ευρώ, θα αμειφθεί με 1.000 δραχμές. Έτσι το νέο νόμισμα θα διευκολυνθεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς το παλιό, με το οποίο άλλωστε θα συνεχίσει να συνυπάρχει στην κυκλοφορία για πολύ καιρό. Το γεγονός ότι, στα αρχικά τουλάχιστον στάδια, πριν αρχίσει να υποτιμάται έναντι του ευρώ, (γιατί αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα αρχίσει να υποτιμάται), η νέα δραχμή θα προσφέρεται για χρήση στις συναλλαγές χωρίς να απαιτείται η προσφυγή σε αριθμητικούς υπολογισμούς, θα διευκολύνει την αποδοχή της από το κοινό ως μέσου συναλλαγών. Και θα διατηρήσει ζωντανή μία αφανή διαδικασία επάνω στην οποία στηρίζεται ο οικονομικός βίος: την δυνατότητα των μελών της κοινωνίας να λαμβάνουν συναλλακτικές και παραγωγικές αποφάσεις, (έστω και μικρού βεληνεκούς), προβάλλοντές τες σε βάθος χρόνου (έστω και περιορισμένου). Χωρίς την δυνατότητα οικονομικού λογισμού, ακόμη και στο πιο στοιχειώδες επίπεδο της καθημερινότητας, η ανταλλακτική οικονομία θα κατέρρεε εφόσον κανείς δεν θα γνώριζε κατά πόσο μία εγχρήματη συναλλαγή θα ήταν συμφέρουσα γι’ αυτόν ή όχι.

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η εξής: η δραχμή θα πρέπει να κυκλοφορεί σταδιακά μεν, αλλά στις απολύτως απαραίτητες ποσότητες και με φειδώ. Η μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα, ούτως ή άλλως, θα είναι μία πολύ οδυνηρή διαδικασία για την κοινωνία, και δεν θα αποφευχθεί η περαιτέρω κάμψη του επιπέδου του εισοδήματος, μία κάμψη μάλιστα τόσο βαθειά ώστε η σημερινή πραγματικότητα θα αποτελεί μία νοσταλγική ανάμνηση, όπως άλλωστε και σήμερα νοσταλγική ανάμνηση αποτελεί η περίοδος της «σκληρής λιτότητας» (!) 2002-2009. Όμως, «από βυθό σ’ άλλο βυθό», υπάρχουνε μεγάλες διαφορές, πράγμα που σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο ειδών μειώσεις του εισοδηματικού της επιπέδου: στην πληθωριστική και στην αντιπληθωριστική. Υπό κανονικές συνθήκες η αντιπληθωριστική είναι εκείνη που θεωρείται η χειρότερη. Στη δική μας περίπτωση όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά γιατί πρόκειται για μία διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο νομισματικό καθεστώς πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερα και επιτυχέστερα εάν το νέο νόμισμα είναι δυσεύρετο και περιζήτητο, (δηλαδή αξιόπιστο), παρά εάν είναι πληθωρικό και απεχθές. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, ο κλονισμός που θα υποστεί η ελληνική κοινωνία, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη είτε πληθωριστική είτε αντιπληθωριστική καθίζηση του εισοδήματός της, θα την εξαναγκάσει να ολοκληρώσει, εκούσα-άκουσα, τη διαδικασία ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της που έχει ξεκινήσει, δειλά-δειλά, εδώ και τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια θα είναι ευκολότερη η επίτευξη νομισματικής σταθερότητας με τη σταδιακή αύξηση της δραχμικής νομισματικής κυκλοφορίας, και τη σταδιακή έξοδο και των τελευταίων ευρώ από τις εγχώριες συναλλαγές. Αντίθετα σε περίπτωση πληθωριστικής ύφεσης η επιστροφή της οικονομίας σε κατάσταση σταθερότητας των τιμών είναι πραγματικά πολύ δύσκολη, και σίγουρα θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο. Δηλαδή πολύ περισσότερο ανεργία, φτώχεια, πόνο και απελπισία.

Το 1944 ο Κυριάκος Βαρβαρέσος υποτίθεται ότι έσφαλε στην εκτίμηση του αναγκαίου όγκου νομισματικής κυκλοφορίας και η οικονομία βυθίσθηκε στην «ύφεση». Αμέσως μετά ο Ξενοφών Ζολώτας υποτίθεται ότι ευστόχησε, κυκλοφορώντας πολύ περισσότερο χρήμα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι χρειάσθηκαν σχεδόν δέκα χρόνια –και κυρίως η επιτυχής μεν, τολμηρή δε υποτίμηση του 1953– για να ορθοποδήσει νομισματικά και οικονομικά η Ελλάδα. Αυτό θα συμβεί και τώρα εάν το νόμισμα που εισαχθεί δεν είναι εκ των προτέρων αποφασισμένο να είναι «σκληρό», δηλαδή να εξασφαλίζει ένα σταθερό επίπεδο τιμών καθ’ όλη τη διάρκεια της «μετάβασης». Οι διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στις φωνές, ή μάλλον στις κραυγές, που με βεβαιότητα θα υπάρξουν και τότε από την πλευρά των γνωστών αερολόγων οι οποίοι, αν και προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον «προοδευτικό» χώρο θα έχουν γίνει για την περίσταση μονεταριστές και θα ισχυρίζονται ότι ανυπερθέτως πρέπει να αυξηθεί η νομισματική κυκλοφορία για να περιορισθεί η «ύφεση» και να ενισχυθεί η «ανάπτυξη». Δυστυχώς, δηλαδή, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει μία εθνική συναλλαγματική κυκλοφορία θα καταστούν πράγματι διαθέσιμα για την ελληνική οικονομία αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της «μετάβασης», δηλαδή μετά από μία αδιευκρίνιστης διάρκειας περίοδο πραγματικά ισχυρών –και όχι ημιμέτριων όπως οι σημερινές– κοινωνικο-οικονομικών αναταράξεων.

Βεβαίως το καλύτερο θα ήταν να μην γυρίζαμε καθόλου στη δραχμή και να παραμέναμε στο ευρώ. Με τα μυαλά που κουβαλάμε όμως αυτό φαίνεται απίθανο.

ΥΓ.  «Τα μυαλά που κουβαλάμε» αποκαλύπτονται, μεταξύ άλλων, με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο και στο ότι  οι αστειότερες απόψεις για την ελληνική χρεοκοπία, και την έξοδο από αυτήν, εξακολουθούν να εκφέρονται με το σοβαρότερο τρόπο από κατέχοντες, σήμερα, ή προαλειφόμενους να καταλάβουν, αύριο, υπεύθυνες θέσεις. Οι απόψεις αυτές στην πραγματικότητα οριοθετούν ολοκληρωτικά το δημόσιο διάλογο και τις σχετικές πολιτικο-οικονομικές αντιδικίες για το ποιός θα βγει ταχύτερα από το Μνημόνιο, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που δεν ξέρει κανείς πραγματικά τι είναι πιό σωστό: να γελάσει ή να κλάψει; 

των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου στο Capital.gr