Γ. Τσίπρας: Η γεωγραφική θέση της χώρας είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα

Να ανατρέψει την πολιτική εγκατάλειψης, υποστελέχωσης και περικοπών στην άσκηση οικονομικής διπλωματίας επιχειρεί ο νέος γενικός γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας του υπ. Εξωτερικών, Γιώργος Τσίπρας

Η φιλελευθεροποίηση, το ξεπούλημα, το χαμηλό μισθολογικό κόστος βαφτίζονταν εξωστρέφεια, ενώ έλειπε ο κεντρικός μακρόπνοος σχεδιασμός, με αποτέλεσμα οι ξένοι να καταγράφουν έλλειψη σοβαρότητας των «Ελλήνων» σε ορισμένες σημαντικές διμερείς σχέσεις της χώρας.

Σύμφωνα με τον Γ. Τσίπρα, δύο είναι τα όπλα για την αναβάθμιση των οικ. διμερών σχέσεων: α) Η θεσμοθέτηση μιας μόνιμης συνεργασίας της Γ.Γ. Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων με τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομίας, Τουρισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης, Ναυτιλίας, Ενέργειας. β) Η άσκηση ενεργητικής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να αμφισβητείται η συμμετοχή στον ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά, αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας σε αυτήν για την ανάπτυξη σχέσεων με άλλες χώρες.

* Οι διμερείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις έχουν βαρύνουσα σημασία στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική οικονομική διπλωματία έχει ανταποκριθεί επαρκώς σε αυτόν τον ρόλο;

Δεν θα έλεγα ότι η οικονομική διπλωματία είναι από τα δυνατά σημεία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Δεν είναι μόνο η ελλιπής στελέχωση και οι περικοπές των τελευταίων χρόνων. Η οικονομική διπλωματία ως διάσταση της εξωτερικής μας πολιτικής καθυστερεί να ακολουθήσει την κεντρικότερη θέση που απολαμβάνει στη διπλωματία άλλων αναπτυγμένων χωρών. Η καθυστέρηση αυτή σε συνδυασμό με τις περικοπές καθώς και το έλλειμμα κεντρικού και μακρόπνοου σχεδιασμού, που διακρίνει άλλωστε και πεδία της οικονομίας, καθιστούν την οικονομική μας διπλωματία λιγότερο αποτελεσματική, ενώ θα μπορούσε να δίνει ανάσες, ειδικά σήμερα.

Όπως και με άλλους τομείς του Δημοσίου, είναι περισσότερο οι προσπάθειες και το «φιλότιμο» του προσωπικού που δίνουν το όποιο αποτέλεσμα μέχρι σήμερα παρά η από τα πάνω πολιτική.

* Μπορούν να προσελκυσθούν επενδύσεις με την αυξημένη αβεβαιότητα της περιόδου; Υπάρχουν ή μπορούν να υπάρξουν οφέλη για τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές από την ανάπτυξη των διμερών εμπορικών και οικονομικών σχέσεων;

Το τι μέλλει γενέσθαι με τη διαπραγμάτευση και την Ευρώπη είναι το μόνιμο ερώτημα σε κάθε επαφή της Γενικής Γραμματείας ΔΟΣ με ξένους πρεσβευτές, επισκέψεις στο εξωτερικό κ.λπ. Είναι λογικό ότι μια κάποιου είδους «ρύθμιση», συμφωνία, σταθεροποίηση των σχέσεων με την Ε.Ε. είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για μια σημαντική ανάπτυξη των διεθνών οικονομικών σχέσεων, είναι το προφανές. Ωστόσο, ακόμη και με την υπάρχουσα κατάσταση, που άλλωστε δεν διαρκεί μόνο τους τρεις μήνες της νέας κυβέρνησης -η αβεβαιότητα κυριαρχούσε και πριν- υπήρχαν και υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ξένων επενδύσεων. Χωρίς ξένες επενδύσεις είναι αδύνατον με τη σημερινή έλλειψη κεφαλαίων εσωτερικά να υπάρξει επανεκκίνηση της οικονομίας.

Αλλά δεν είναι μόνο η προσέλκυση επενδύσεων. Είναι επίσης η διεύρυνση των εξαγωγών, κυρίως με την αναζήτηση νέων, διαφοροποιημένων αγορών, καθώς και η αύξηση των τουριστικών ροών προς τη χώρα, όπου επίσης εμπλέκεται το ΥΠΕΞ. Τα τρία αυτά πεδία, επενδύσεις, εξαγωγές και τουρισμός, είναι τα τρία κύρια πεδία που θα εργαστούμε στη γ.γ. ΔΟΣ του ΥΠΕΞ και είναι αυτά που ορίζουν σήμερα την κατεύθυνση της εξωστρέφειας που έχει ανάγκη η οικονομία.

Τώρα, για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος η απάντηση είναι αρνητική. Δεν προλαβαίνει χρονικά η ενίσχυση των διεθνών οικονομικών σχέσεων να δώσει οφέλη για τη διαπραγμάτευση. Εκτός αν αυτή κρατήσει χρόνια...

* Αναφέρεστε στην «εξωστρέφεια της οικονομίας». Σε τι διαφέρει αυτή η πολιτική από την προηγούμενη;

Δεν θεωρώ ότι υπήρχε σοβαρή πολιτική εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας εκτός αν πούμε ότι εξωστρέφεια ήταν η φιλελευθεροποίηση, η απορρύθμιση, το ξεπούλημα, το χαμηλό μισθολογικό κόστος κ.λπ. Δεν υπήρχε σοβαρή πολιτική ενίσχυσης στα τρία πεδία που ανέφερα. Αν πάρετε τις εξαγωγές, θα δείτε ότι αυτές δεν αυξήθηκαν στα μνημονιακά χρόνια. Ακόμη και στο πεδίο των ξένων επενδύσεων δεν υπήρξε σοβαρότητα και βάθος πολιτικής, πέρα από την προθυμία να βγει ο δημόσιος πλούτος στο σφυρί. Ειδικά στα μνημονιακά χρόνια ολοκληρώθηκε μια εικόνα έλλειψης σοβαρότητας των «Ελλήνων», δηλαδή των ελληνικών κυβερνήσεων, σε ορισμένες σημαντικές διμερείς μας σχέσεις.

Άρα η σημερινή πολιτική, αν τα καταφέρει να πράξει έστω ένα μέρος από αυτό που διατείνεται ότι στοχεύει, είναι ήδη μια σημαντική αλλαγή και θα φέρει αποτελέσματα. Το να εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και να υπάρξει μια ενίσχυση της εξωστρέφειας πάνω ακριβώς σε αυτά τα στοιχεία είναι κάτι που δεν γινόταν μέχρι τώρα.

Βέβαια, να σημειώσω το εξής: Μακροπρόθεσμα η επίλυση του οικονομικού προβλήματος της χώρας και η υπέρβαση της κρίσης θα κριθεί στο επίπεδο της εσωτερικής παραγωγικής ανασυγκρότησης που δεν έχει καν ξεκινήσει. Αλλά σήμερα δεν μπορείς να κάνεις εξαγωγές με βάση το τι θα ήθελες να παράγεις μελλοντικά -πάρτε για παράδειγμα τον δευτερογενή τομέα που είναι «φτωχός» σε προϊόντα-, δεν μπορείς να κάνεις τις επενδύσεις που θα ήθελες λόγω έλλειψης κεφαλαίων κ.ο.κ. Συνεπώς ξεκινάς από αυτό που υπάρχει, και αυτό είναι το κέντρισμα που μπορεί να δώσει η ενίσχυση των διεθνών διμερών οικονομικών σχέσεων στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη μελλοντική παραγωγική ανασυγκρότηση.

* Με ποια υπουργεία συνεργάζεστε;

Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Η συστηματική συνέργεια διαφορετικών υπουργείων και φορέων βρίσκεται σε χρόνια έλλειψη, και αυτό είναι ένας από τους παράγοντες παθογένειας του κράτους στην ανικανότητά του να συμβάλλει στην εξωστρέφεια. Αν καταφέρουμε ως κυβέρνηση να αφήσουμε υλικά ίχνη ενός άλλου επίπεδου συνεργασίας ανάμεσα στη γ.γ. ΔΟΣ και στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομίας, Τουρισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης, Ναυτιλίας, Ενέργειας, στο Enterprise Greece κ.λπ., ίσως δεν του φαίνεται αλλά είναι από τους κρίσιμους παράγοντες αλλαγής και πραγματικής μεταρρύθμισης στον χώρο της οικονομίας και της εξωστρέφειας. Θέλουμε ακόμη πολύ δουλειά γι' αυτό.

* Υπάρχουν περιοχές - χώρες που παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυνατότητες για ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων;

Ναι, υπάρχουν τέτοιες χώρες, από την Ασία, προς την οποία μετατοπίζεται το οικονομικό κέντρο βάρους του πλανήτη, ή τη Μέση Ανατολή, και υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά, όπως είπα, δεν υπήρχε σχεδιασμός. Σήμερα έχουμε μια νέα εξωτερική πολιτική με βάση τις προγραμματικές δηλώσεις και τις προεκλογικές εξαγγελίες για πιο ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Νομίζω, αυτό είναι φανερό. Στο πλαίσιο αυτό δίνεται η δυνατότητα και για πολυδιάστατη και πιο ενεργητική πολιτική και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Θα αποδώσει αυτή η νέα προσπάθεια; Πιστεύω ότι αυτό θα φανεί σχετικά σύντομα.

Η θέση της χώρας και κάποια χαρακτηριστικά της, ιδιαίτερα αν παραμείνουμε σε αυτή τη φάση μέλος της Ευρωζώνης, αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα για την ανάπτυξη σχέσεων προς αυτές τις περιοχές.

Η Κίνα και η Ρωσία είναι δυο σημαντικές χώρες ως πεδία διεύρυνσης των οικονομικών μας σχέσεων, αν και θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια για να καλύψουμε το έδαφος που έχουν καλύψει πολύ πριν από μας άλλες χώρες.

* Έγινε κάποιος θόρυβος σχετικά με μια διπλωματική επίσκεψη οικονομικού περιεχομένου στην Τεχεράνη...

Κακώς έγινε τέτοιος θόρυβος ή μάλλον βλακωδώς έγινε ο θόρυβος. Την Τεχεράνη έχουν επισκεφθεί τα πολύ τελευταία χρόνια δεκάδες υπουργοί χωρών της Ε.Ε. και της Δύσης. Μάλιστα πέρσι την είχε επισκεφθεί και ο κ. Βενιζέλος, δηλαδή ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. Ειδικά μετά τη στροφή των ΗΠΑ και τις διαπραγματεύσεις επίτευξης συμφωνίας που μπορεί να οδηγήσουν στην άρση των κυρώσεων, πολλές από αυτές τις επισκέψεις, πέρα από το ονομαστικό τους περιεχόμενο (π.χ. για το πυρηνικό πρόγραμμα), είναι κοινό μυστικό ότι αποσκοπούν στην προετοιμασία οικονομικών συμφωνιών με μια χώρα που φαίνεται να επανεντάσσεται στη διεθνή οικονομία.

Υπάρχουν σημαντικά πεδία στα οποία είτε υπάρχει συμπληρωματικότητα με την ελληνική οικονομία είτε η Ελλάδα αποτελεί πόλο έλξης ως είσοδος προς την Ε.Ε. και, τέλος, υπάρχει ο τουρισμός. Άλλοι Ευρωπαίοι έχουν ήδη σπεύσει πριν από μας.

πηγή: Η ΑΥΓΗ