Γιατί ο Ερντογάν δεν θέλει πόλεμο με την Ελλάδα

Σταύρος Λυγερός, Ελληνοτουρκικά,
του Σταύρου Λυγερού*

Η Άγκυρα φρόντισε, δια του εκπροσώπου της Καλίν, να ορίσει την ατζέντα των συνομιλιών Τσίπρα-Ερντογάν, περιλαμβάνοντας σ’ αυτή όλα τα ζητήματα που συνιστούν τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Δεν πρόκειται για έκπληξη. Ήταν προφανές πως θα συνέβαινε αυτό. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πως θα χειρισθεί τις συνομιλίες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, πως στην ελληνική αποστολή δεν υπάρχουν πρόσωπα, τα οποία να γνωρίζουν σε βάθος τα ελληνοτουρκικά. Κι αυτό το κενό γίνεται μεγαλύτερο, λόγω της απουσίας του νέου υπουργού Άμυνας Αποστολάκη.

Είναι σαφές πως η Αθήνα επιδιώκει με αυτή την επίσκεψη να διαμορφώσει κλίμα ύφεσης στις διμερείς σχέσεις, να διασφαλίσει πως παρά τις διαφωνίες η θερμοκρασία θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα. Η αποχώρηση του Καμμένου από την κυβέρνηση έχει εισπραχθεί θετικά από την Άγκυρα, η οποία θεωρεί -ειδικά μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών- πως ο Τσίπρας είναι διατεθειμένος να προβεί σε υποχωρήσεις, προκειμένου να επιτύχει μία συμφωνία.

Προφανώς, τα ελληνοτουρκικά είναι μία πολύ πιο σύνθετη και εθνικά επικίνδυνη υπόθεση από το Μακεδονικό. Ως εκ τούτου, ακόμα και εάν έχουν κάποια βάση οι προσδοκίες της Άγκυρας για τις διαθέσεις του Τσίπρα, είναι προφανές πως ειδικά αυτή την περίοδο, όπου η Ελλάδα έχει εισέλθει σε άτυπη προεκλογική περίοδο, δεν πρόκειται να γίνει βήμα προς την κατεύθυνση μίας διμερούς διαπραγμάτευσης.

Παραμένει, ωστόσο, το χρόνιο και κρίσιμο ερώτημα: με ποιόν τρόπο η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει την τουρκική επεκτατική πίεση. Και μάλιστα σε μία τόσο δύσκολη γι’ αυτήν περίοδο, λόγω της οξύτατης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Η κρίση έχει -μεταξύ των άλλων- ως συνέπεια και την ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση στο επίπεδο των εξοπλισμών, με αποτέλεσμα η ισορροπία δυνάμεων να έχει καταστεί δυσμενέστερη παρά ποτέ.

Τρεις αιτίες


Μέχρι τώρα, η Τουρκία προβάλλει τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της και συντηρεί το κλίμα έντασης και στο Αιγαίο και στη Θράκη, αλλά αποφεύγει τις επικίνδυνες έμπρακτες προκλήσεις. Η πρώτη αιτία που τηρεί αυτή τη στάση είναι το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει απλώσει πολύ τραχανά στα ανατολικά του. Έχει ανοικτό στρατιωτικό μέτωπο στη Συρία με τους Κούρδους.

Η δεύτερη αιτία είναι ότι το αμερικανοτουρκικό ρήγμα δεν γεφυρώνεται, γεγονός που εκ των πραγμάτων συνιστά μειονέκτημα για την Άγκυρα, ενισχύοντας κατ’ αντιδιαστολή τη θέση της Αθήνας στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Το κλίμα για την Τουρκία είναι πιο αρνητικό παρά ποτέ και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Αν και στην Ουάσιγκτον θέλουν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο για να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό «μαντρί», τα περιθώρια είναι πλέον περιορισμένα. Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκουν μέχρι τώρα τα γεγονότα.

Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι πληθαίνουν καθημερινά οι φωνές στο αμερικανικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής για την ανάγκη ριζικής αναθεώρησης των σχέσεων με την Άγκυρα. Εξαιρετικά βαρύ για την Τουρκία είναι και το κλίμα στο ΝΑΤΟ, λόγω του εναγκαλισμού Ερντογάν-Πούτιν. Η τουρκική πλευρά συνεχώς προβάλει προσκόμματα, προκαλώντας δυσαρέσκειες. Προς το παρόν όλοι την ανέχονται, αλλά είναι σαφές πως αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ.

Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η Δύση να τα βρει με κάποιον τρόπο με τον Ερντογάν, αλλά, όπως προανέφερα, οι πιθανότητες για μία τέτοια εξέλιξη συρρικνώνονται. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εγγράφεται στην ατζέντα το ενδεχόμενο αργά ή γρήγορα να επέλθει κάποιου είδους ρήξη. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι να παραταθεί η ασταθής σημερινή ισορροπία, χωρίς ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά να προβούν στην κίνηση, η οποία θα προκαλέσει οριστική ρήξη. Οι Δυτικοί, άλλωστε, έχουν την υπομονή να αναμένουν τη στιγμή που ο Ερντογάν θα φύγει από τη σκηνή, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως αυτό θα επαναφέρει την Τουρκία σε τροχιά επανόδου στο δυτικό «μαντρί».

Η τρίτη αιτία είναι το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει ανοικτό εσωτερικό μέτωπο και κυρίως ότι ακόμα δεν εμπιστεύεται τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωμένες και με πεσμένο ηθικό, λόγω των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων και του εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Φοβάται μήπως σε περίπτωση σύρραξης με την Ελλάδα οι στρατηγοί θα αποκτήσουν μεγάλη αυτονομία κινήσεων, την οποία ενδεχομένως να εκμεταλλευθούν για να τον ανατρέψουν.

Ακόμα πιο πολύ φοβάται μήπως οι Αμερικανοί χρησιμοποιήσουν ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα ως ευκαιρία και πρόσχημα για να μεθοδεύσουν με κάποιον τρόπο την ανατροπή του. Ο φόβος του είναι μάλλον υπερβολικός, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο ίδιος τον συμμερίζεται και ως εκ τούτου τον συνυπολογίζει στον σχεδιασμό του στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών.

Εκτός ατζέντας ελληνοτουρκική σύρραξη


Για όλους αυτούς τους λόγους, το σενάριο πρόκλησης θερμού επεισοδίου δεν φαίνεται να είναι στην ατζέντα του Τούρκου προέδρου. Οι νεοοθωμανοί χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο, όπως και οι κεμαλιστές προκάτοχοί τους. Το πραξικόπημα του 2016, ωστόσο, ήταν σημείο καμπής για τον Ερντογάν. Το άνοιγμά του προς τον Πούτιν προσέλαβε διαστάσεις, σε βαθμό που να έχει πλέον πέσει στην αγκαλιά του.

Η στρατηγική θεώρηση του Τούρκου προέδρου αποτυπώνεται με καθαρότητα σ’ αυτό που είπε στο Υπουργικό του Συμβούλιο. Αφού υπογράμμισε πως η περιοχή ρευστοποιείται γεωπολιτικά, λόγω και της ανάδυσης του κουρδικού παράγοντας, πρόσθεσε ότι η Τουρκία αυτή την περίοδο ή θα κερδίσει ή θα χάσει εδάφη, καταλήγοντας με τη διαβεβαίωση πως ο ίδιος θα αγωνισθεί για να συμβεί το πρώτο.

Μπορεί κάποιοι να θεωρούν πως πρόκειται για ρητορεία χωρίς αντίκρισμα. Δεν είναι, όμως, έτσι. Ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως έχουμε εισέλθει σε περίοδο παρόξυνσης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, που συχνά προσλαμβάνουν και τη μορφή ένοπλων συγκρούσεων. Αυτός είναι ο λόγος που έχει εισβάλει στη βόρειο Συρία, αυτός είναι ο λόγος που προβαίνει σε πειρατικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ, αυτός είναι ο λόγος που κλιμακώνει την επιθετικότητά του στο Αιγαίο και στη Θράκη, χωρίς, ωστόσο, να υπερβαίνει την κόκκινη γραμμή.

Η Ελλάδα μπορεί να μην βρίσκεται στη “ζώνη του πολέμου”, αλλά εφάπτεται σ’ αυτήν. Μέσω της τουρκικής επιθετικότητας δέχεται ισχυρές πιέσεις, οι οποίες το επόμενο διάστημα ενδέχεται να κλιμακωθούν. Η καταχρηστική έκδοση αλλεπάλληλων NAVTEX για τη δέσμευση μεγάλων περιοχών είναι ένας τρόπος να υπογραμμισθεί η τουρκική ναυτική παρουσία, αλλά και η αποφασιστικότητα να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να αποφύγει προς το παρόν κινήσεις που μπορεί να την εμπλέξουν σε θερμό επεισόδιο. Έχει κάθε λόγο να περιμένει “να κάτσει η μπίλια” στις ταραγμένες αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ώστε να είναι σαφές το περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα είναι υποχρεωμένη να ανασχέσει την έμπρακτη και κλιμακούμενη τουρκική επεκτατική πίεση. Με αυτή την έννοια, η επίσκεψη Τσίπρα δεν είναι αφετηριακά λάθος. Μπορεί, όμως, να αποδεχθεί επιβλαβής εάν η ελληνική πλευρά δεν προβεί στους κατάλληλους χειρισμούς.
_______________________________ 

* Ο Σταύρος Λυγερός, είναι δημοσιογράφος, πολιτικός-διπλωματικός αναλυτής, έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα είναι πολιτικός-διπλωματικός σχολιαστής στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN και διευθυντής του ιστότοπου SLpress.gr. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.
 πηγή: slpress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου