Παγκοσμιοποίηση ή Εθνικισμός;

Παγκοσμιοποίηση ή εθνικισμός; Ένα δίλημμα που με διάφορες μορφές εμφανίζεται κατά καιρούς στο προσκήνιο. Το ανέδειξαν τόσο οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, όσο και σειρά πρόσφατων άλλων γεγονότων, όπως η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ ή το Brexit...



του Δημήτρη Γρηγορόπουλου (*)

Η ενίσχυση της Ακροδεξιάς και του εθνικισμού ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η επικράτηση κυρίως του Τραμπ και η ισχυρή παρουσία της Μ. Λεπέν στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας επιβεβαίωσαν και ενδυνάμωσαν μια ανερχόμενη ερμηνευτική τάση στην οργανική διανόηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αυτή η ερμηνεία δεν εμμένει στην αξιολόγηση και αιτιολόγηση των αιτιών και επιπτώσεων στις τρέχουσες εξελίξεις της ενισχυμένης παρουσίας της ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη παρά την ήττα τους, σε αντιδιαστολή με τη νίκη του Ν. Τραμπ. Με την επίρρωση και της ηγεμονίας του συντηρητισμού – εθνικισμού στο Brexit, αυτή η ερμηνεία εξετάζει την άνοδο του φαινόμενου και σε συστημική βάση, την οποία όμως αντιλαμβάνεται αυθαίρετα.

Εκτιμά τα συμβάντα στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, αλλά και σε παγκόσμια διάσταση, στη βάση της κυρίαρχης πλέον στον καπιταλισμό αντίθεσης, όπως την αντιλαμβάνεται, ανάμεσα στην ηγεμονεύουσα παγκοσμιοποιητική τάση και στην εθνικιστική αμυντική τάση. Αυτή η αντίθεση εκτοπίζεται απ’ το βάθρο της την βασική αντίθεση εργασίας – κεφαλαίου, προσδιορίζει και αναδιατάσσει τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στις καπιταλιστικές κοινωνίες, αλλά και στο διεθνή χώρο. Στις καπιταλιστικές χώρες έχει δημιουργηθεί βαθύ ρήγμα ανάμεσα στις δυνάμεις που κινούνται αποτελεσματικά, ωφελούνται και κυριαρχούν στον ενιαιοποιούμενο χώρο οικονομίας, πολιτικής και πληροφορίας που ευνοούν το άνοιγμα των κοινωνιών τους στον κόσμο και στις δυνάμεις που ζητούν προστασία από ένα απειλητικό διεθνές περιβάλλον ανταγωνισμού στο κλείσιμο, οικονομικό, πολιτικό, πνευματικό, των συνόρων. Αυτή η αντίθεση ενσωματώνεται από κοινωνικά στρώματα με κριτήριο το αν ωφελούνται ή ζημιώνονται απ’ τη διεθνοποίηση και από τις υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από νεότευκτες στο πλαίσιο της νέας κυρίαρχης αντίθεσης, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα, όπως προαναφέρθηκε. Προωθείται λοιπόν απ’ τη «νέα κυρίαρχη αντίθεση» η δυναμική ανασυγκρότηση, ιδεολογικοπολιτική, των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Η παραδοσιακή βιομηχανία πλήττεται απ’ τη νέα οικονομία και τις αναδυόμενες οικονομίες. Αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική μείωσης των θέσεων εργασίας και της ελαστικοποίησης χάριν του ανταγωνισμού, οδηγεί τις κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται σε μιαν αυθόρμητη αντίθεση προς την παγκοσμιοποίηση και τις πολιτικές δυνάμεις που την στηρίζουν, σε συντηρητική, κυρίαρχα και λιγότερο σε προοδευτική κατεύθυνση. Χαρακτηριστικά, οι βιομηχανικοί εργάτες της παρακμάζουσας βόρειας ζώνης των ΗΠΑ ψήφισαν το συντηρητικό και εχθρικό προς την παγκοσμιοποίηση Ν. Τραμπ, που επαγγέλθηκε ανάταξη της βιομηχανίας και γενικότερα της οικονομίας των ΗΠΑ με τη γενναία αύξηση των δασμών, προς και τον περιορισμό των εισαγωγών.

Έτσι, η βιομηχανία και η οικονομία των ΗΠΑ γενικότερα θα αναπτύσσονταν και θα αυξάνονταν οι θέσεις εργασίας και οι αποδοχές. Μ’ αυτό το αφήγημα ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές με την ψήφο, σε μεγάλο βαθμό, της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων των ΗΠΑ. Αλλά και στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του πατέρα και την κόρη Λεπέν εκτιμάται ότι ψήφισαν εκατομμύρια Γάλλων εργατών, που ψήφιζαν και υποστήριζαν το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ανάλογα και το Brexit υπερψήφισε η βρετανική εργατική τάξη υπό την ηγεμονία των συντηρητικών – εθνικιστικών δυνάμεων. Σοβαρές ανακατατάξεις σημειώνονται και στο πολιτικό σύστημα. Ενισχύεται το εθνικιστικό στοιχείο στις παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις, ανέρχονται οι ακροδεξιές ή και νεοφασιστικές δυνάμεις. Στον κεντρώο, κεντροαριστερό χώρο που έχει πληγεί έντονα απ’ το βαρύ φορτίο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει εις βάρος της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, του προνομιακού, δηλαδή, πολιτικού ακροατηρίου του, επιχειρούνται ενέσεις σύγχρονου προοδευτισμού με την ενσωμάτωση αριστερών δυνάμεων (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος, Μπλόκο, Κόρμπιν, Σάντερς). Οι πολιτικές αυτές δυνάμεις διατηρώντας σ’ ένα βαθμό, την αριστερή φρασεολογία και εικόνα ανανεώνουν το αστικό πολιτικό σύστημα, ενστερνιζόμενες την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, με επουσιώδεις διαφοροποιήσεις στα θέματα εθνικής πολιτικής και λιτότητας ώστε και το σύστημα να υπηρετούν και την επιρροή τους στο βαθμό του δυνατού να διασώζουν στο προοδευτικό κοινό τους. Εκτός απ’ το διπολικό σύστημα οι κυρίαρχες δυνάμεις προωθούν και ενδιάμεσα μορφώματα, που επιχειρούν να συναιρέσουν, όχι πάντα με θετικό αποτέλεσμα, την κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, ώστε να απορροφούν δυσαρεστημένους απ’ το δικομματισμό και να είναι συνεργάσιμα με τον επικρατούντα στις εκλογές πόλο. Τέτοια μορφώματα αποτελούν στα καθ’ ημάς το Ποτάμι και η Δημοκρατική Συμπαράταξη με μικρά ή μέτρια αποτελέσματα. Αυτά τα εγχειρήματα ενισχύονται αντικειμενικά σε συνθήκες πολιτικής έκπτωσης και της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, όπως συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία. Γι’ αυτό επιχειρείται εκεί το πείραμα που προτίθεται να εγκαινιάσει ο Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλίας. Την ανάδειξή του δηλαδή σε κυρίαρχη βοναπαρτιστική προσωπικότητα με «αριστεροδεξιά» ρητορική, για να συγκαλύψει το μίγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υιοθετεί, ώστε να διεμβολίσει την αποδυναμωμένη Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, συγκροτώντας νέα ηγεμονική αστική δύναμη, για να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση της ενδυναμωμένης ακροδεξιάς και της αποδυναμωμένης Αριστεράς, πάντοτε όμως επικίνδυνης, ιδίως όταν αναπτύσσει δεσμούς με το ισχυρό στη Γαλλία παραδοσιακό και νέο συνδικαλιστικό κίνημα που εξέφρασε την αντίθεσή του και στη Λεπέν και στον Μακρόν ως ακραιφνή εκπρόσωπο των καπιταλιστών.

Το πείραμα Μακρόν δεν αποτελεί σύγχρονη πολιτική εφεύρεση. Χρησιμοποιείται απ’ το σύστημα σε συνθήκες πολιτικής κρίσης ή «ταξικής ισορροπίας». Τότε προβάλλεται ή κατασκευάζεται απ’ το σύστημα εθνικής εμβέλειας ηγετική προσωπικότητα, όπως ο Ντε Γκολ μετά τον πόλεμο στη Γαλλία και στη χώρα μας στη μετεμφυλιακή δεκαετία του ’50 ο Αλ. Παπάγος και ο Κ. Καραμανλής με στόχο την ανανέωση και ισχυρή ανάταξη του τρωμένου πολιτικού συστήματος. Οι εισηγητές της θεωρίας για τη νέα κυρίαρχη αντίθεση παγκοσμιοποίησης και εθνικισμού – προστατευτισμού εξάγουν απ’ αυτή την κυρίαρχη αντίθεση και στο πολιτικό εποικοδόμημα που συμπυκνώνεται στο δίπολο των δυνάμεων που επιλέγουν την παγκοσμιοποίηση και το «άνοιγμα» και των δυνάμεων που προκρίνουν την εθνική αναδίπλωση και το «κλείσιμο». Στις δυνάμεις αυτές, αυθαίρετα και αντιδραστικά, αυτή η αντίληψη συμπεριλαμβάνει ως αντιπαγκοσμιοποιητικές εθνοκεντρικές δυνάμεις τη Λεπέν και τον Μελανσόν, αφού de facto (εκ των πραγμάτων – αντικειμενικά0 οι απόψεις τους συγκλίνουν αντικειμενικά, αλλά κατά μίαν έννοια και υποκειμενικά, αφού οι διανοούμενοι της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και εν Ελλάδα ομόλογοι φωστήρες εκτιμούν ότι η διπλή άρνηση του Μελανσόν πριμοδότησε τη Λεπέν, που η αντιΕΕ και «φιλεργατική» ρητορική της διαπερνά την ιδεολογική θωράκιση τμήματος της εργατικής τάξης. Οι διανοούμενοι αυτοί πρεσβεύουν ότι η σύγκλιση αυτή, που είναι πιο χειροπιαστή στην Ελλάδα απ’ ότι στη Γαλλία, με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ακροδεξιού ΑΝΕΛ, επιβεβαιώνει τη σύγκλιση του πολιτικού εποικοδομήματος με βάση της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας.

Η αντίληψη για τη σύγκλιση της αντιπαγκοσμιοποιητικής αντιΕΕ Ακροδεξιάς και Αριστεράς ολοκληρώνει την αντιστοίχηση του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση (δυνάμεις) υπέρ και εναντίον της παγκοσμιοποίησης αντιστοιχούν στην κυρίαρχη οικονομική αντίθεση παγκοσμιοποίησης – εθνοκεντρισμού. Την αντίληψη αυτή υιοθετεί και το ΚΚΕ με το ιδεολόγημα του ευρωσκεπτικισμού, στο οποίο αυθαίρετα και αντιδραστικά στεγάζει την ακροδεξιά, αλλά και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Αυτή η αντίληψη απορρέει απ’ τη ρεφορμιστική λογική του ΚΚΕ της μονοκαλλιέργειας ησσόνων οικονομικών κυρίως ή και πολιτικών στόχων, αφού ο ριζικός στόχος της εξόδου από Ευρωζώνη και ΕΕ θεωρείται ουτοπικός και αν επιχειρηθεί η πραγμάτωσή του, αναπόφευκτα οδηγεί στην καπιταλιστική ενσωμάτωση, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η σύγκλιση Ακροδεξιάς και Αριστεράς στη βάση της αντιπαγκοσμιοποίησης και της προστασίας των πληττόμενων εργατολαϊκών στρωμάτων είναι αντιδραστική και αντιεπιστημονική αστική αντίληψη. Πρώτο, γιατί ανάγει στο βάθρο της βασικής αντίθεσης μια δευτερεύουσα ενδοϊμπεριαλιστική – ενδοκαπιταλιστική αντίθεση, που και στην όξυνσή της δεν υπερβαίνει το επίπεδο επιμέρους αλλαγών, σε αντιδιαστολή με την πραγματική βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, που απ’ τη φύση της οδηγεί υπό όρους σε ριζοσπαστικές κατακτήσεις και στην επαναστατική ανατροπή του συστήματος. Δεύτερο, αμαυρώνει τον ανταγωνιστικό και εναλλακτικό χαρακτήρα της Αριστεράς και δυναμιτίζει τη δυνατότητά της σε συνθήκες κρίσης να ανατάξει την επιρροή της στα χειμαζόμενα εργατολαϊκά στρώματα. Τρίτο, η Ακροδεξιά παρά τον ψευδώνυμο αντισυστημισμό της – κορώνες κατά της Ευρωζώνης και της ΕΕ – και τον αντιδραστικό λαϊκισμό της, αποτελεί το δεξί χέρι του συστήματος στην άγρια καταστολή του κινήματος και στην αντιδραστική ενσωμάτωση αγανακτισμένων από υπαρκτά προβλήματα και κοινωνικά υποβιβασμένων στρωμάτων. Το κεφάλαιο, την ενισχύει οικονομικά και πολιτικά, ακόμη και δικαστικά και επιχειρεί να την χειραγωγεί σε ελεγχόμενα όρια.
____________________________________________

(*) Ο Δημήτρης Γρηγορόπουλος είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας, αρθρογράφος της εφημερίδας ΠΡΙΝ και μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Τετράδια Μαρξισμού».
πηγή: ΠΡΙΝ.gr

Σφοδρή κριτική του Γκάμπριελ στον Σόιμπλε για την Ελλάδα

Με διπλωματικό, αλλά σαφή τρόπο, ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών Μάρτιν Σέφερ επιβεβαίωσε πως εξακολουθεί να υφίσταται διάσταση απόψεων ανάμεσα στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως μετέδωσε η Deutsche Welle...


ο εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΕΞ., Μάρτιν Σέφερ
Ο Σέφερ ανέφερε ότι γνωρίζει τόσο τις αποφάσεις του Eurogroup όσο και εκείνες της γερμανικής Βουλής που αφορούν το ελληνικό χρέος.

Στόχος της πρόσφατης παρέμβασής του, «που μάλλον συμμερίζεται όλη κυβέρνηση», είναι να δοθεί στην Ελλάδα η δυνατότητα να «ορθοποδήσει», η δυνατότητα να επιστρέψει τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα στις χρηματαγορές, η δυνατότητα ώστε «αυτό το απίστευτα σκληρό πρόγραμμα» να αναδείξει μια προοπτική για τον ελληνικό λαό.

Ο Μάρτιν Σέφερ άσκησε κριτική στα διάφορα σενάρια οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας για τα επόμενα 40 χρόνια από τους θεσμούς και το ΔΝΤ, καθώς και στους υπολογισμούς για πιθανά πρωτογενή πλεονάσματα.

Όπως χαρακτηριστικά είπε πρόκειται για «οικονομική επιστήμη βουντού». Το ζητούμενο τώρα είναι μια απόφαση που θα συνάδει μεν με τις αποφάσεις του Eurogroup και της γερμανικής Βουλής, ταυτόχρονα, όμως, θα ανοίγει προοπτικές για τους Έλληνες. 
Deutsche Welle/ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η ουσία των δηλώσεων Τραμπ για losers: «Ένα, δύο, τρία, πολλά Μάντσεστερ…» 

Η αποτροπή της φρίκης δεν μπορεί να εξαντληθεί στην «καταδίκη των τρομοκρατών», ούτε ακόμη και στην καταγγελία της ιμπεριαλιστικής υποκρισίας. Η ελπίδα μπορεί να αναγεννηθεί μόνο αν η θετική προοπτική μιας κοινωνικής αλλαγής σε βάρος των νόμων της καπιταλιστικής κερδοφορίας και σε όφελος της χειραφετημένης και ελεύθερης συμβίωσης των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, πάρει προβάδισμα έναντι της «ματαιότητας» και της «απελπισίας».

 
του Παναγιώτη Μαυροειδή (*)

Ο Τραμπ δήλωσε βαρύγδουπα ότι δεν θα ονομάσει «τέρατα» τους δράστες της δολοφονικής επίθεσης στο Μάντσεστερ, αλλά «losers» (αποτυχημένους).

Έχει τη σημασία της αυτή η αναφορά. Η επιλογή των λέξεων δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Κάποιες δεκαετίες πριν η κοινωνική καταδίκη στην ανεργία, στην αμορφωσιά και γενικά στο περιθώριο, στα αγγλικά αποδίδονταν με τη λέξη unlucky (άτυχος). Με τον τρόπο αυτό οι πολιτικές της ταξικής επιλογής και καταβύθισης τμημάτων των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, αθωώνονταν στο όνομα της ατυχίας, της κακής τύχης.

Σχεδόν παράλληλα με την έλευση του νεοφιλελευθερισμού και την αποθέωση του δίπολου ατομική πρόοδος/ατομική ήττα, ο άνεργος, ο φτωχός, ο περιθωριοποιημένος, στιγματίστηκε ακόμη πιο βαριά. Έγινε πλέον loser (αποτυχημένος). Η κλιμάκωση είναι πολύ μεγάλη. Δεν αθωώνεται απλά η κυρίαρχη αστική τάξη, οι πολυεθνικές, οι τραπεζίτες, οι έμποροι όπλων και πολέμων, αλλά ενοχοποιούνται επιθετικά τα κοινωνικά τους θύματα.

Αυτά αφορούν τις εσωτερικές ταξικές  διαιρέσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Ωστόσο, η αναπαραγωγή αυτής της ρητορικής στο διεθνές στερέωμα και τις αντίστοιχες αντιθέσεις, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία. Μαζί και καταστροφικά αποτελέσματα μαζικής κλίμακας
.
Εκατομμύρια ανθρώπων, ειδικά νέων ανθρώπων, σε μουσουλμανικές ή άλλες «μη κλασικές δυτικές» χώρες, βιώνουν τα αποτελέσματα της διαχρονικής ιμπεριαλιστικής ληστείας και της έλλειψης θετικών  προοπτικών. Όσο πιο προικισμένες είναι οι χώρες από άποψη φυσικού πλούτου, ακόμη μεγαλύτερα τα δεσμά των πολυεθνικών (πάντα μέσω των υποτελών δικτατόρων και εγχώριων αστικών τάξεων) και τόσο μεγαλύτερη η απόγνωση.

Εκατομμύρια παιδιά σαν τον 22χρονο Salman Abedi που αυτοκτόνησε ο ίδιος σκορπώντας το θάνατο σε δεκάδες συνομήλικούς του (και ακόμη μικρότερους), γεννιούνται εξ αρχής σε «δρόμους που καίνε», σε ρημαγμένες χώρες ή γειτονιές των μεγαλουπόλεων της Δύσης. Με εδραία την πεποίθηση πως ο κόσμος που τους περιβάλει είναι απολύτως εχθρικός για αυτούς.

Η σιδερένια φτέρνα οικονομικής, πολιτικής και ανοιχτά πολεμικής τρομοκρατίας από μεριάς των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών  της Δύσης, που συντρίβει κάθε κίνηση κοινωνικής προόδου  και δημοκρατίας στις πατρίδες τους ή χώρες καταγωγής, εξασφαλίζει  την μακροημέρευση της ιμπεριαλιστικής ληστείας. Οδηγεί όμως και στην προσπέλαση ενός ορίου:

«Αφού είναι μάταιη μια κοινωνική αλλαγή που θα αλλάξει τις ζωές μας, αφού οι ζωές μας είναι εξ ορισμού «χαμένες», τότε αφενός η ίδια η απώλεια της δικής μας ζωής δεν είναι αδιανόητη αλλά λογική, η δε ζωή των υπολοίπων πρέπει να καταστεί μη ασφαλής». 

Κοινώς «θα σας πάρουμε στον τάφο μας…». Δεν έχει σημασία αν αυτά ταιριάζουν ατομικά στα χαρακτηριστικά των δραστών/τρομοκρατών. Οι ίδιοι μπορεί και να μην είναι φτωχοί, οι πράξεις τους ωστόσο αντανακλούν την κοινωνική συνείδηση που διαμορφώνεται.

Αν η καταλήστευση της ανθρωπότητας και ειδικά αυτών των τεράστιων ζωνών στον «τρίτο» ή και τον «τέταρτο» κόσμο, αποτελεί το εύφλεκτο υλικό των πολεμικών και τρομοκρατικών εκρήξεων της εποχής μας, το φυτίλι και το τσακμάκι για την πυροδότηση το συνιστούν αφενός η χρήση του θεού ως πολιτικού εργαλείου (την αρχή αυτή την έκαναν οι ΗΠΑ δια του Μπους) και αφετέρου η  καθολική αλαζονική απαξίωση  που συμπυκνώνει ο στιγματισμός του loser.

Ο Τραμπ δήλωσε:

«Δε θα τους πω monsters (τέρατα), διότι αυτό μπορεί να τους αρέσει. Θα τους πω  losers”.

Τι ειρωνεία: Προσέφερε ακριβώς τη μέγιστη  νομιμοποιητική βάση στη μέση κοινωνική συνείδηση στις πολυπληθέστατες πλέον ζώνες των φτωχοδιαβόλων!

Με άλλα λόγια το κάλεσμα του Τραμπ ήταν:

«Ένα, δύο, τρία πολλά Μάντσεστερ…»

Η αποτροπή της φρίκης δεν μπορεί να εξαντληθεί στην «καταδίκη των τρομοκρατών», ούτε ακόμη και στην καταγγελία της ιμπεριαλιστικής υποκρισίας. Η  ελπίδα μπορεί να αναγεννηθεί μόνο αν  η θετική προοπτική μιας κοινωνικής αλλαγής σε βάρος των νόμων της καπιταλιστικής κερδοφορίας και σε όφελος της χειραφετημένης και ελεύθερης συμβίωσης των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, πάρει  προβάδισμα έναντι της «ματαιότητας» και της «απελπισίας». Και αυτό είναι έργο ενός διεθνούς κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, εν τέλει μιας οικουμενικής και καθολικής επιστροφής  ενός εργατικού κομμουνιστικού κινήματος που θα υπερβαίνει τα όρια των εθνών, των θρησκευτικών δοξασιών και των ρατσιστικών προκαταλήψεων.
___________________________________________

(*) Ο Παναγιώτης Μαυροειδής, είναι κορυφαίο στέλεχος της κομμουνιστικής αριστεράς, μέλος του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και υποψήφιος ευρωβουλευτής και βουλευτής στην Αττική με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αρθρογραφεί στον ιστοχώρο pandiera.gr και άλλες ιστοσελίδες του χώρου..
πηγή: pandiera.gr

Handelsblatt: Σύγκλιση Σόιμπλε - ΔΝΤ για το ελληνικό ζήτημα

Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, που επικαλείται καλά ενημερωμένες πηγές για τις διαπραγματεύσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δείχνει «καλή πρόθεση» ως προς τη συμφωνία με τον Β. Σόιμπλε για το ελληνικό πρόγραμμα.

Συγκεκριμένα, το δημοσίευμα που επικαλείται καλά πληροφορημένες πηγές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αναφέρει ότι το ΔΝΤ εξέφρασε την επιθυμία του για συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα, ενώ γίνεται λόγος για νίκη του Σόιμπλε που είχε θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.

Όπως αναφέρεται το ΔΝΤ θα συμμετέχει στο πρόγραμμα και θα χρειαστεί να χρηματοδοτήσει μόνο σε περίπτωση που η Ελλάδα καταφέρει να αποδείξει τη βιωσιμότητα του χρέους της. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ υπογράμμισε ότι κατά τη συνεδρίαση της Δευτέρας, οι ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης δεν μπόρεσαν να πείσουν το Ταμείο για την πληρότητα του προγράμματος και ξεκαθάρισε πως θα συμμετέχει με τους όρους που είχε θέσει από την αρχή.

Παράλληλα, γίνεται λόγος και για «εσωτερική νίκη» του Σόιμπλε, καθώς το ΔΝΤ με αυτή του την κίνηση θα πείσει για το ελληνικό πρόγραμμα και τους βουλευτές του που παραμένουν σκεπτικοί απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα. «Η γενικότερη προθυμία του Ταμείου να μετάσχει στο πρόγραμμα θα επιτρέψει στον Σόιμπλε να ηρεμήσει τους σκεπτικιστές Γερμανούς βουλευτές, λέγοντάς τους ότι το ΔΝΤ μπαίνει στο πρόγραμμα.

Την Τετάρτη σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση του ECOFIN επανέλαβε πως το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θα μπει στο τραπέζι μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, αν και οι δυνατότητες είναι πολύ περιορισμένες και άφησε αιχμές κατά του ΔΝΤ.

Συγκεκριμένα, δήλωσε πως είναι πολύ σημαντική η παρουσία του, αλλά το ίδιο το Ταμείο δεν προσπαθεί να διευκολύνει τις συζητήσεις. «Προσπαθήσαμε να βρούμε μια λύση λαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο υπόψη τους ενδοιασμούς του ΔΝΤ για να ορίσουμε ακριβέστερα ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα μέτρα. Αποτύχαμε τελικά, διότι το ΔΝΤ αποδείχτηκε σχετικά δύσκολο κατά τις συζητήσεις, για να το διατυπώσω ευγενικά. Ένας εκ των συμμετεχόντων Ευρωπαίων αναφώνησε μάλιστα ότι είμαστε μέτοχοι του ΔΝΤ. Δεν το είπα εγώ, μόνο ανέφερα τι είπε κάποιος άλλος».

Δεν είναι ώρα για γραβάτες

Στην πραγματικότητα, η συμφωνία αυτή είναι πολύ πιθανό να ανοίξει την πόρτα της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά πολύ απέχει από το να αναγγέλλει την απαλλαγή από τα μνημόνια... 


Με το επί θύραις, όπως φαίνεται, κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, που δεν προσφέρεται για απλοποιήσεις. Είναι καλό που κλείνει η αξιολόγηση, αλλά είναι κακό που το κλείσιμο συνοδεύεται από μέτρα που θα επιβαρύνουν σημαντικά τις λαϊκές τάξεις, έστω κι αν αυτό θα συμβεί σε δύο χρόνια και όχι άμεσα. Είναι καλό που από τη διαπραγμάτευση προέκυψε η δέσμη των αντίμετρων, αλλά είναι κακό που η ελάφρυνση από αυτά δεν αντισταθμίζει ακριβώς στην επιβάρυνση που θα υποστούν ολόκληρες κατηγορίες. Είναι καλό που αποκτούν υπόσταση ξανά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, καθώς και ότι οι ομαδικές απολύσεις παρέμειναν στο 5%, είναι, όμως, κακό που αυτό το 5% δεν διασφαλίζεται πλήρως από την εργοδοτική αυθαιρεσία. Είναι καλό που, όπως φαίνεται, θα προσδιοριστούν επιτέλους τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά είναι κακό που καθυστερούν και πιθανότατα θα συνοδεύονται από διαρκείς ελέγχους…

Με λίγα λόγια, το να ονομάζεις με μεγάλη ευκολία τη συμφωνία για το κλείσιμο της αξιολόγησης και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους τέταρτο μνημόνιο, είναι μια καλή λύση για τους κατασκευαστές συνθημάτων, ωστόσο δεν διευκολύνει όσους θα προσπαθήσουν να χαράξουν συγκεκριμένη πολιτική για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης. Γιατί υιοθετώντας άκριτα το σύνθημα που η ΝΔ φιλοτέχνησε, προσχωρείς ουσιαστικά στη λογική ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της όποιας διαπραγμάτευσης, η ουσία είναι μία: η κυβέρνηση που έτσι ή αλλιώς καταλήγει σε μια συμφωνία έχει δεμένα τα χέρια της, και συνεπώς το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φύγει, να παραιτηθεί, γιατί δεν είναι σε θέση τίποτε άλλο να προσφέρει.

Χωρίς ωραιοποίηση


Πρόκειται για τον αντίποδα ακριβώς της τάσης ωραιοποίησης της συμφωνίας, που τις τελευταίες μέρες, και στη βουλή, μπορούσε να διακρίνει κάποιος στην υπερβολική αισιοδοξία, με την οποία επενδυόταν μερικές φορές η πολιτική ερμηνεία της. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία αυτή είναι πολύ πιθανό να ανοίξει την πόρτα της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά πολύ απέχει από το να αναγγέλλει την απαλλαγή από τα μνημόνια. Για τον απλό λόγο ότι και μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής θα μας συνοδεύουν για πολύ τα μνημονιακά επιβεβλημένα μέτρα, και μάλλον θα χρειαστούμε χρόνια για να απαλλαγούμε από αυτά και, έστω, να συμπλεύσουμε μόνο με τους καταναγκασμούς του «συμφώνου σταθερότητας». Ωστόσο, δεν είναι, μια συμφωνία όπως όλες, οι άλλες. Και όχι μόνο ή κυρίως επειδή περιέχει αντίμετρα.

Η αλήθεια είναι ότι δεν θα απαλλαγούμε σε μια νύχτα από τα μνημόνια, μόλις έρθει το πλήρωμα του χρόνου (το 2018), ούτε είμαστε, όμως, καταδικασμένοι μέχρι τότε απλώς να κλαίμε τη μοίρα μας. Εν γνώσει του ότι τα περιθώρια είναι ασφυκτικά, υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν και να αλλάζουν αργά αλλά σταθερά την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ακόμα και να μετασχηματίζουν την πραγματική κοινωνική και οικονομική κατάστασή τους. Πράγματα, δηλαδή, που μπορεί να απαιτήσει κάποιος από την κυβέρνηση, και η κυβέρνηση να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γίνονται. Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να γίνει μόνο με πλήρη συνείδηση ότι τα μνημόνια ορθώνουν πραγματικά εμπόδια, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να λειτουργούν, έστω και υποσυνείδητα, σαν άλλοθι για μια παραλυτική απραξία, ή ακόμα για μια τρέχουσα διαχείριση των πραγμάτων. Μια καλή αρχή γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ακόμη και την Πέμπτη το βράδυ δεν διεκδικήθηκε η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος. Κι αυτό δεν πρέπει να μείνει μόνο στο συμβολικό επίπεδο.

Δυαδικά υπουργεία


Σε προηγούμενο σημείωμα, υποστηρίζαμε την ανάγκη να υπάρξει μια δυαδική λειτουργία σε όλα τα υπουργεία, σε όλους τους κρίσιμους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Η ανάγκη αυτή γίνεται σήμερα ακόμα πιο επιτακτική για τρεις λόγους: πρώτον, γιατί με τη μασημένη τροφή περί διαιώνισης των μνημονίων (γιατί αυτό κάνει η συνθηματοποίηση περί τέταρτου μνημονίου) παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι δεν αφήνουν περιθώρια άσκησης οποιασδήποτε άλλης πολιτικής, ευνοείται η παθητικότητα, που για να αντιμετωπιστεί χρειάζεται εντατική και συστηματική προσπάθεια· δεύτερον, γιατί η φυσιολογική ανάγκη ανακούφισης και χαλάρωσης από την ένταση της διαπραγμάτευσης μπορεί να οδηγήσει στη δευτερογενή ανάγκη καλλιέργειας μιας υπερβολικής και αβάσιμης αισιοδοξίας ότι τώρα όλα από μόνα τους θα πάρουν το δρόμο τους· τρίτον, γιατί καιροφυλακτεί ένας άλλος κίνδυνος, να καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι με το αίσιο τέλος του προγράμματος, σχεδόν αυτόματα, θα σημειώσει εκπληκτική άνοδο η οικονομική δραστηριότητα, πράγμα που θα ευνοήσει τις εξελίξεις στα δημοσιονομικά και, συνεπώς, θα μεγιστοποιήσει την ευχέρεια κινήσεων της κυβέρνησης, εφόσον θέλει να ασκήσει και δική της πολιτική.

Η οικονομία δεν θα τα λύσει όλα


Πράγματι, υπάρχει αυτή η δυνατότητα να ανακάμψει η οικονομία. Όμως, δεν πρόκειται αυτό να γίνει ανεμπόδιστα. Οι ίδιοι οι δανειστές, με τα μέτρα που επιβάλλουν, αντιστρατεύονται αυτή την προοπτική. Και δεν το κάνουν μόνο με «λάθος» οικονομικές συνταγές. Το επιλέγουν πολιτικά, ώστε να μην αφήσουν μεγάλα περιθώρια κινήσεων στην ελληνική κυβέρνηση, για να δράσει προς επίτευξη δικών της στόχων. Χρειάζονται, λοιπόν, και σ’ αυτό το πεδίο «αντίμετρα», που να εξουδετερώνουν αυτές τις παρεμβάσεις και να διευρύνουν το χώρο δράσης της ελληνικής κυβέρνησης.

«Αντίμετρα» πολιτικά, όμως, χρειάζονται και εκεί που τα ψηφισμένα πια μέτρα κλονίζουν τις κοινωνικές συμμαχίες, οι οποίες έκαναν το 2014 εφικτή τη μη αναμενόμενη ανατροπή του δικομματισμού. Αυτές οι συμμαχίες οικοδομήθηκαν (και επιβεβαιώθηκαν το 2015) στη βάση της προσδοκίας ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς έχει περισσότερες δυνατότητες να προστατέψει τις πληττόμενες τάξεις, ιδίως σε συνθήκες επώδυνου συμβιβασμού. Αν αυτή η προσδοκία διαψευστεί, δεν μπορεί η απώλειά της να αντισταθμιστεί από μια υπόσχεση καλύτερων ημερών με τη βοήθεια απλώς της οικονομικής ανάκαμψης. Γιατί η έλευσή τους μπορεί να καλύψει τις άμεσες βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά δεν θα ενισχύσει αυτόματα τους πολιτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς τους με την αριστερά.
Χαράλαμπος Γεωργούλας/Εποχή

Οι ευθύνες των πιστωτών

Πρώτα σχόλια για τα (μη) αποτελέσματα του χθεσινού Eurogroup στις ηλεκτρονικές εκδόσεις των γερμανικών ΜΜΕ. Κάποιοι επισημαίνουν ότι αυτή τη φορά είναι οι πιστωτές που καθυστερούν την εξεύρεση λύσης...


 
"Αυτή τη φορά είναι οι πιστωτές που απογοητεύουν την Ελλάδα" επιγράφεται σχετική ανάλυση στην ηλεκτρονική έκδοση της συντηρητικής Die Welt του Βερολίνου. Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος "το ότι η Αθήνα αγωνιά μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο για την εκταμίευση των άκρως απαραίτητων δανείων, είναι κάτι που το έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Αλλά αυτή τη φορά, κατ΄εξαίρεση, η υπαιτιότητα για την καθυστέρηση δεν βαραίνει τους Έλληνες. Το αντίθετο συμβαίνει".

Το δημοσίευμα αναφέρεται επίσης στον ρόλο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: "Το Βερολίνο επιμένει στη συμμετοχή του ΔΝΤ. Φοβάται ότι η Κομισιόν θα ήταν υπερβολικά επιεικής με τους Έλληνες. Τη Δευτέρα πάντως, ο Σόιμπλε φάνηκε πρόθυμος να το συζητήσει. Ήταν η πρώτη φορά που συζητήθηκε στο Eurogroup με ποιoν τρόπο θα μπορούσε να βοηθηθεί η Ελλάδα σε περίπτωση που αποδειχθούν υπερβολικά φιλόδοξοι οι δημοσιονομικοί στόχοι, ανέφερε μετά το πέρας των διαβουλεύσεων ο (επικεφαλής του Eurogroup) Ντάισελμπλουμ. Αυτή είναι η εξειδικευμένη προσέγγιση που απαιτεί το ΔΝΤ, είπε. Κύριοι πρωταγωνιστές σε αυτή τη συζήτηση ήταν ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε και ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ Τόμσεν. Κάθε τόσο οι δυο τους αποσύρονταν για ιδιαίτερες συνομιλίες. Διαμεσολαβητικό ρόλο είχε ο επικεφαλής του Γιούρογκρουπ Ντάισελμπλουμ και ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μπρουνό Λεμέρ".

Η ελβετική Neue Zürcher Zeitung τονίζει ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μπορεί να ήταν μέχρι σήμερα αντίθετος σε οποιαδήποτε συζήτηση για το χρέος πριν το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, αλλά τη Δευτέρα "προφανώς φάνηκε διατεθειμένος να εξειδικεύσει" τα πιθανά μέτρα. Ωστόσο η εφημερίδα επικαλείται εκτιμήσεις του Γερούν Ντάισελμπλουμ, σύμφωνα με τις οποίες για να ολοκληρωθεί η συμφωνία, θα πρέπει το ΔΝΤ να αποδεχθεί δύο βασικές αρχές: "Πρώτον, τα μέτρα να κυμαίνονται στο πλαίσιο που είχε προσδιοριστεί τον Μάιο του 2016. Και δεύτερον, τα κράτη-μέλη να λάβουν μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος (τον Αύγουστο του 2018) την οριστική απόφαση για το τι πραγματικά είναι απαραίτητο και υλοποιήσιμο".

"Χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις"

Σε σχόλιο-ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες για το online πρόγραμμα του πρώτου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) ο δημοσιογράφος Ραλφ Σίνα αναφέρει ότι "το κούρεμα χρέους είναι ήδη εδώ". Πιο συγκεκριμένα: "Η άφεση χρέους για την Ελλάδα αποτελεί προ πολλού μία πραγματικότητα, καθώς έχουν συμφωνηθεί μακρά περίοδος χάριτος και γελοιωδώς χαμηλά επιτόκια.

 Όσο σθεναρά κι αν αντιτάσσεται ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην επίσημη απομείωση χρέους πριν από τις γερμανικές εκλογές, οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι θα δουν, στην καλύτερη περίπτωση, να επιστρέφει ένα ελάχιστο ποσοστό των δανείων που έχουν χορηγήσει στην Ελλάδα. Αυτό το έχουν συνειδητοποιήσει όλοι. Για την Αθήνα η ΕΕ έχει γίνει προ πολλού μία ένωση μεταφοράς πόρων. Το τρέχον, τρίτο πρόγραμμα βοήθειας θα πρέπει να αντικατασταθεί τον επόμενο χρόνο από ένα τέταρτο πρόγραμμα βοήθειας. Σε διαφορετική περίπτωση η κρατική χρεοκοπία είναι προγραμματισμένη. Και αυτό γιατί η Ελλάδα δεν θα έχει, σε εύλογο χρονικό διάστημα, την απαραίτητη αξιοπιστία για να σταθεί στις αγορές. 

Όλες οι προβλέψεις της Κομισιόν για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αποτελούν, εδώ και χρόνια, απλό ευχολόγιο. Οι προσπάθειες για περικοπές και οι φορολογικές επιβαρύνσεις των τελευταίων ετών, καθώς και η άνθηση του τουρισμού δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις".

"Η Ελλάδα πρέπει να περιμένει" επιγράφεται σύντομο δημοσίευμα στην online έκδοση της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt. Σε ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες σημειώνεται ότι "παρά τις σκληρές προσπάθειες περικοπών, η απειλούμενη με χρεοκοπία Ελλάδα θα συνεχίσει να περιμένει μία ρητή διαβεβαίωση για την παροχή νέων δανείων. Όπως προκύπτει από διαπραγματευτικούς κύκλους, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σε νέα βοήθεια".
Deutsche Welle