Ο Γ. Στουρνάρας για τις περικοπές των συντάξεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού και τα πρωτογενή πλεονάσματα

Τη θέση πως η αύξηση του κατώτατου μισθού θα καθυστερήσει την αποκλιμάκωση της ανεργίας εξέφρασε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος  Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος...

 
Την εκτίμηση ότι η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που κρίνουν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και αποτελεί τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μακροπρόθεσμα, διατύπωσε απόψε, από τη Θεσσαλονίκη ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, κεντρικός ομιλητής στο δείπνο εργασίας του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ).

Αναφερόμενος δε στην πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και την κατάργηση του υποκατώτατου, σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπή μεταρρυθμίσεων, που βελτιώνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας, εξέφρασε την πεποίθηση ότι ¨ενδέχεται να καθυστερήσουν την αποκλιμάκωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας και να στρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις προς άτυπες μορφές απασχόλησης¨.

Αντίστοιχα, κατά τον κ. Στουρνάρα, η υψηλή φορολογία και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την επενδυτική εμπιστοσύνη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ενώ κίνδυνοι για την πορεία της προκύπτουν και από την αργή απομείωση του όγκου των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, καθώς και από το ότι τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους αποκλιμακώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς.

Αναφερόμενος στα πρωτογενή πλεονάσματα, υποστήριξε ότι η διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο (πχ, 3,5% του ΑΕΠ ώς το 2022), επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. ¨Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το δημόσιο χρέος ώς ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 180% στο τέλος του 2018, προκύπτει ότι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι κατά 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από ό,τι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος¨ είπε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Στουρνάρας πρότεινε ακόμη πέντε παρεμβάσεις πολιτικής, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία:

- 1) την ταχεία αποκλιμάκωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με ενεργοποίηση των σχεδίων της ΤτΕ και του υπουργείου Οικονομικών,
- 2) την αλλαγή στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης, πχ, προς τις δημόσιες επενδύσεις,
- 3) τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων (μάλιστα, σε αυτό το πεδίο πρότεινε μεταξύ άλλων την ενίσχυση των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα και στην κοινωνική ασφάλιση και την υγεία),
- 4) την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με την άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και
- 5) η διατήρηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας.

¨Η ελληνική οικονομία¨, κατέληξε ο κ.Στουρνάρας, ¨συνεχίζει να αναπτύσσεται, παρά τη μεγάλη επιβράδυνση της παγκόσμιας και τις σημαντικές προκλήσεις και κινδύνους που αντιμετωπίζει. Για να τεθεί σε στέρεες βάσεις η ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών

Ευρωπαϊκή ρύθμιση για (μελλοντικά) κόκκινα δάνεια

Νέους κανόνες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υιοθετεί η ΕΕ. Μεταξύ άλλων θεσπίζεται ανώτατο όριο για τα δάνεια αυτά, ενώ οι τράπεζες καλούνται να δημιουργήσουν αποθεματικό για την κάλυψη των κινδύνων.


Σήμερα το καθεστώς των μη εξυπηρετούμενων «ανοιγμάτων»- που διέπει στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, αλλά  και επιχειρηματικά ανοίγματα- ρυθμίζεται από κανονισμό του 2013, ο οποίος δεν προσφέρει αποτελεσματική και κυρίως ομοιογενή λύση για τα προβλήματα που ανέκυψαν στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. «Το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν έχει ένα ενιαίο πλαίσιο για να αντιμετωπίσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια» λέει ο Μίλτος Κύρκος, ευρωβουλευτής με «Το Ποτάμι». Όπως επισημαίνει «αυτό έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, έχει επιπτώσεις στη μη προστασία του καταναλωτή, έχει επιπτώσεις και στο ότι πολλά δάνεια βγήκαν μη εξυπηρετούμενα επειδή έπεσαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Επίσης πολλά τραπεζικά προϊόντα δίνονταν χωρίς να προστατεύεται ο δανειολήπτης, ειδικά με τη χρήση μικρών γραμμάτων, τα οποία ο καταναλωτής πολλές φορές δεν καταλαβαίνει...»

Την έλλειψη αποτελεσματικής και ομοιογενούς προστασίας του δανειολήπτη επισημαίνει και ο Κύπριος ευρωβουλευτής Κώστας Μαυρίδης. «Με δεδομένο ότι εκ των πραγμάτων η τράπεζα είναι ο δυνατός και ο δανειολήπτης-καταναλωτής ο αδύνατος, όπως καθορίζεται και στην ευρωπαϊκή οδηγία περί καταχρηστικών ρητρών, η προστασία του δανειολήπτη σημαίνει ότι εμείς θα πρέπει να παρεμβαίνουμε και να διερευνούμε καταγγελίες για μη αποτελεσματική εφαρμογή της συγκεκριμένης οδηγίας. Σας αναφέρω λοιπόν ότι ιδιαίτερα στην περίπτωση της Κύπρου η οδηγία δεν εφαρμόζεται με αποτελεσματικό τρόπο και σε άλλα κράτη-μέλη δεν εφαρμόζεται με ομοιόμορφο τρόπο».

Δικλείδες ασφαλείας για το μέλλον


Το νέο πλαίσιο προβλέπει ότι όλα τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να δημιουργήσουν ειδικό αποθεματικό για την κάλυψη των κινδύνων. Επιπλέον, για πρώτη φορά προβλέπεται δεσμευτικό όριο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Γιατί όμως δεν επαρκούσε ο προηγούμενος κανονισμός για την προστασία των τραπεζών; Όπως λέει ο Μίλτος Κύρκος στην Deutsche Welle «υπάρχουν κριτήρια, τα οποία ήταν διαφορετικά από τράπεζα σε τράπεζα και πολλές φορές χρησιμοποιούνταν όχι με καλό τρόπο, για να μεταφέρουν δάνεια από κατηγορία σε κατηγορία και να ελαφρύνουν προσωρινά έναν ισολογισμό. Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο προσπαθούν να βάλουν έναν ενιαίο κανόνα».

Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο εγκρίθηκε αυτή την εβδομάδα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αναμένεται να τεθεί σύντομα σε ισχύ, καθώς το Συμβούλιο Υπουργών έχει ήδη συμφωνήσει. Το πρόβλημα είναι ότι οι νέοι κανόνες θα ισχύσουν μόνο για δάνεια που χορηγούνται μετά την ολοκλήρωση της νομοθετικής διαδικασίας και όχι για εκείνα που έχουν ήδη συσσωρευθεί στη διάρκεια της κρίσης. Και αυτό παρότι η κρίση αποτελεί βασική αιτία για την υπερβολική συγκέντρωση των κόκκινων δανείων, όπως επισημαίνει και ο εισηγητής του Ευρωκοινοβουλίου Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι. «Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο βασικός λόγος για τη συσσώρευση των κόκκινων δανείων είναι η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και οι αρνητικές επιπτώσεις από την πολιτική λιτότητας σε μερικά κράτη-μέλη» λέει ο Ιταλός ευρωβουλευτής. «Είναι επίσης αλήθεια ότι σε ορισμένα κράτη-μέλη δεν υπήρξαν διαφανή κριτήρια για τη χορήγηση δανείων».

Η περίπτωση της Ελλάδας


Για τους δανειολήπτες στην Ελλάδα που έχουν ήδη εκκρεμότητες με τις τράπεζες ο κανονισμός δεν δίνει άμεση λύση. Υπάρχουν όμως ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, επισημαίνει ο ευρωβουλευτής Μίλτος Κύρκος. «Καθυστερημένα πολύ, τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ένα ορθό μέτρο, που προβλέπει επιμήκυνση των δανείων σε χρόνο και επιδότηση των επιτοκίων γι αυτούς που δεν έχουν την ικανότητα να πληρώσουν» τονίζει ο Έλληνας ευρωβουλευτής. «Είναι καθυστερημένο και δεν περιλαμβάνει μέτρα για την καταπολέμηση της συμπεριφοράς των κακοπληρωτών, που έχουν μεγάλες περιουσίες, αλλά δεν εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Γι αυτό και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθυστέρησε την εκταμίευση της δόσης. Επαναλαμβάνω: θετικό μέτρο, πολύ αργά, αλλά έστω και αργά είναι πολύ σωστό».
DW

Αναζητείται λύση Πρεσπών και στο Αιγαίο

Νέες «επιτυχίες» της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής...


Την αίθουσα της Γερουσίας στη Βουλή, στην κοινή συνεδρίαση της Υποεπιτροπής για τη Δημοκρατική Διακυβέρνηση και της Υποεπιτροπής για τις Διατλαντικές Σχέσεις της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ, αξιοποίησε ο εκπρόσωπος της τουρκικής αντιπροσωπείας, Οσμάν Ασκίν Μπακ για να εκφράσει, με τον πιο επιθετικό τρόπο τις θέσεις της τουρκικής διπλωματίας: «Η Τουρκία είναι η τελευταία πλευρά που έχει το φταίξιμο με την Κύπρο. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη ακτογραμμή προς το Αιγαίο. Είναι μια διαμάχη και προϋποθέτει διαπραγματεύσεις που μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει κατορθωτές γιατί η ελληνική πλευρά εμμένει στις μονομερείς ενέργειες και ερμηνείες». Και συνέχισε: «Στην Κύπρο υπάρχουν δύο μέρη. Αν υπάρχει ανάγκη για υδρογονάνθρακες θα γίνει μετά την επίλυση ή με κοινή συμφωνία των δύο πλευρών για να μοιράζονται τις άδειες. Όταν όμως οι εξορύξεις σε μια περιοχή που ανήκει σε δύο περιοχές γίνονται μονομερώς αυτό δεν είναι αποδεκτό και έχει συνέπειες».

Θα ανέμενε κανείς μια αιτιολογημένη απάντηση από την ελληνική αντιπροσωπεία. Μάταια. Αντιθέτως είχαμε συνέχεια του γνωστού δόγματος του «κατευνασμού» του θηρίου.

«Σθεναρή» απάντηση


Η ελληνική αντιπροσωπεία, που αποτελείτο από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Δουζίνα και Χ. Καραγιαννίδη, σύμφωνα με τις διορθωτικές δηλώσεις που οι ίδιοι έκαναν μετά τις σχετικές δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, ανταπάντησαν ότι δεν είναι αρμόδια αυτή η επιτροπή να ασχοληθεί με το θέμα και ότι αναζητείται μια συμφωνία ανάλογη με εκείνη των Πρεσπών για την «ειρηνική επίλυση μέσω συμβιβασμών» των ελληνοτουρκικών διαφορών με την προϋπόθεση της αμοιβαίας αναγνώρισης του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου των Θαλασσών. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της επιτροπής, Κ. Δουζίνας, διευκρίνισε ότι «αναφέρθηκα αναλυτικά στην κατοχή του 1/3 του νησιού από τα τουρκικά στρατεύματα, την απαίτηση της αποχώρησης του στρατού κατοχής και του τέλους των εγγυήσεων, τις οποίες ονόμασα ένα “αποικιοκρατικό απομεινάρι σε μια μετα-αποικιοκρατική εποχή”».

Ακόμα και με αυτές τις διευκρινήσεις το ερώτημα παραμένει. Τι ακριβώς διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση και σε τι αποσκοπούν τα λεγόμενα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης; Ποιες είναι οι ελληνοτουρκικές διαφορές που αναγνωρίζει η κυβέρνηση;
Η ελληνική διπλωματία θα όφειλε να καταγγείλει την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας και να πασχίζει για την διεθνή καταδίκη των απειλών της. Να πασχίζει για τη διεθνή απομόνωση της και να επιχειρεί να εξασφαλίσει συμμαχίες αποτροπής του σχεδίου της Άγκυρας για «επίλυση» μέσω απειλών και πολέμου των μονομερών βλέψεων της
Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει απλά το Δίκαιο της Θάλασσας. Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη της Λωζάννης που, μεταξύ άλλων, οριοθετεί τα σύνορα των δύο χωρών. Και μάλιστα δεν την αναγνωρίζει όχι στα πλαίσια μιας διπλωματικής ή νομικής διεργασίας αλλά στη πράξη χρησιμοποιώντας την στρατιωτική ισχύ και την συνεχή απειλή ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών. Διατηρεί μια ισχυρότατη ένταση στο Αιγαίο που σταδιακά εξαπλώνει σε ολόκληρη τη Ν.Α. Μεσόγειο. Αμφισβητεί ανοικτά την διεθνώς αναγνωρισμένη ΑΟΖ της Κύπρου και απειλεί να ακυρώσει, με τη χρήση βίας, το ενεργειακό της πρόγραμμα. Διευρύνει συστηματικά τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας φθάνοντας στο σημείο να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία ακόμα και επί της Κρήτης. Εντείνει τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες σε ολόκληρη την Βαλκανική στηρίζοντας κάθε απαίτηση των γειτονικών χωρών όχι μόνο επί θεμάτων προς συμφωνία (ΑΟΖ Ιονίου) αλλά και αυτής ακόμα της αναγνώρισης των σημερινών συνόρων μεταξύ Ελλάδας-Αλβανίας. Διατηρεί μονομερώς το casus belli και δεν χάνει ευκαιρία για προκλητικές επιθέσεις σε βάρος της χώρας.

Άλλη κατεύθυνση


Η ελληνική διπλωματία θα όφειλε να καταγγείλει αυτή την επιθετική συμπεριφορά από μια δήθεν σύμμαχο χώρα και να πασχίζει για την διεθνή καταδίκη των απειλών της. Να πασχίζει για τη διεθνή απομόνωση της, όχι μόνο στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών που παίρνει μέρος (ΟΗΕ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ), αλλά απευθυνόμενη σε όλα τα μέλη του πολυπολικού κόσμου (Κίνα, Ρωσία, Λατινική Αμερική, αραβικός κόσμος) να επιχειρεί να εξασφαλίσει συμμαχίες αποτροπής του σχεδίου της Άγκυρας για «επίλυση» μέσω απειλών και πολέμου των μονομερών βλέψεων της.

Τίποτα από όλα αυτά δεν γίνεται, εδώ και δεκαετίες. Αντίθετα η διατεταγμένη πολιτική υπαναχωρήσεων και κατευνασμού, που σήμερα εμπνέεται από το υπόδειγμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, ενδυναμώνει τον τούρκικο επεκτατισμό και τον αποθρασύνει.

Την ίδια στιγμή η επιλογή της πλήρους ένταξης της χώρας στις επιλογές των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στη Μ. Ανατολή και τα Βαλκάνια όχι μόνο δεν εξασφαλίζει εγγυήσεις για τη χώρα αλλά την οδηγεί σε διπλωματική απομόνωση από έως τώρα συμμάχους και την εκθέτει άμεσα στους τεράστιους κινδύνους που κρύβει η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσία σε ολόκληρη την περιοχή.
Σπύρος Παναγιώτου / Δρόμος της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Aπό το όνειρο της εισόδου στην ΕΕ, στη συζήτηση για την έξοδο (Mε αφορμή το BREXIT)

Το BREXIT έδειξε πως η ρήξη με την ΕΕ, είναι σαφώς εφικτή, χωρίς να έρθει κάποιος Αρμαγεδδών. Αυτό απαντά και στο ερώτημα της Ελλάδας του καλοκαιριού του 2015 και της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ στην ΕΕ και τους δανειστές με αγνόηση του ΟΧΙ.


του Παναγιώτη Μαυροειδή *

Στις δεκαετίες  70/80, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, έτρεχαν να μπουν τότε ΕΟΚ, εν μέσω των υποσχέσεων των ηγεσιών τους για διασφάλιση της δημοκρατίας και οριστική αποτροπή του ενδεχόμενου δικτατοριών.

Στη δεκαετία του 90, ήταν η σειρά χωρών της Ανατολικής Ευρώπης να ζητούν την είσοδό τους στην ΕΕ. Αυτή το φορά οι προσδοκίες αφορούσαν την υπόσχεση  οικονομικής ευημερίας.

Το 1999/2000 γινόταν το «μεγάλο βήμα» της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης και της εισαγωγής του ευρώ. Η είσοδος  στη ζώνη του ευρώ παρουσιαζόταν ως η απόλυτη θωράκιση απέναντι στις οικονομικές κρίσεις.

Από το 2008 και το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και ειδικά της κρίσης στην ευρωζώνη, όλα έχουν γυρίσει ανάποδα.

Λαοί και χώρες συζητούν το ενδεχόμενο της εξόδου από την ευρωζώνη ή/και την ΕΕ ή αδιαφορούν για αυτήν.
  • Το 2015 ο ελληνικός λαός σήκωσε το γάντι της πρόκλησης και ψήφισε πανηγυρικά ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, παρά την απόλυτη σύνδεση ενός ΟΧΙ με τον κίνδυνο εξόδου από την ΕΕ, που έκανε η προπαγανδιστική μηχανή της ΕΕ. Η ταπεινωτική συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια, είναι άλλο ζήτημα
  • Το 2016, οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ (BREXIT). Οι μανούβρες που γίνονται από την κυβέρνηση των Συντηρητικών και της ηγεμονικής μερίδας της αστικής τάξης στη χώρα να μείνει αυτή η επιλογή κενό γράμμα, είναι άλλης τάξης θέμα.
  • Το 2018 στο δημοψήφισμα στη Βόρεια Μακεδονία, ο λαός της χώρας αγνόησε το παραπλανητικό ερώτημα «θέλετε την ένταξη σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, με αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας μας;» και απείχε σε συντριπτικό ποσοστό. Δε θεώρησε ότι η είσοδος στην ΕΕ θα μπορούσε να υπερκεράσει την ταπείνωση με την επιβολή ονομασίας της χώρας από άλλη ισχυρότερη γειτονική χώρα. Ο «παράδεισος» της ΕΕ έχει γίνει κακόφημος ή τέλος πάντων είναι υπό συζήτηση
Πλέον, η  ίδια η ΕΕ αντί να θέτει όρους συμμόρφωσης και προϋποθέσεις για την είσοδο χωρών, απειλεί με  θεούς και δαίμονες τους λαούς σε χώρες που ζητούν  την έξοδο.

Τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της εξόδου χωρών από την ΕΕ δίνουν και παίρνουν. Η αλλαγή είναι ολοφάνερη, ανεξάρτητα από την κατάληξη  που κάθε φορά υπάρχει. Η ΕΕ και το καμάρι της, δηλαδή η ευρωζώνη και το ευρώ, είναι σε σοβαρή κρίση.

Έλεγε η Μέρκελ το 2011: «Το ευρώ είναι κάτι παραπάνω από ένα νόμισμα. Είναι η εγγύηση της ενωμένης Ευρώπης. Αν αποτύχει το ευρώ, αποτυγχάνει η Ευρώπη». Σήμερα, πράγματι συμβαίνουν και τα δύο.

Είναι στην επικαιρότητα η συζήτηση για το BREXIT και την τύχη που αυτό θα έχει. «Σκληρό» ή «μαλακό» BREXIT; Με συμφωνία με την ΕΕ ή χωρίς συμφωνία;

Οι Συντηρητικοί πηγαίνουν από ήττα σε ήττα στη Βουλή, αναζητώντας κατά βάση ένα «BREXIT χωρίς BREXIT», δηλαδή αποχώρηση με ταυτόχρονη πρόσβαση της Βρετανίας στην Ενιαία Αγορά και Τελωνειακή Ένωση.

Οι Εργατικοί μετεωρίζονται διαρκώς. Προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ μιας εργατικής εκλογικής βάσης που ψήφισε με φανατισμό και μαζικά υπέρ του BREXIT και της κομματικής μεσοαστικής και αστικής γραφειοκρατίας του κόμματος που αποκλείει κατηγορηματικά ένα «BREXIT χωρίς συμφωνία», ενώ βλέπει θετικά ένα νέο δημοψήφισμα με την ελπίδα να κερδίσει το στρατόπεδο της παραμονής στην ΕΕ (REMAIN).

H αστική τάξη διχάζεται μεταξύ των φιλοδοξιών και αυταπατών για «ελευθερία κινήσεων» στην παγκόσμια αγορά στη βάση και της συμμαχίας με ΗΠΑ και τις σχέσεις με χώρες της πρώην Κοινοπολιτείας και του πανικού της απώλειας πρόσβασης στην Ευρωπαϊκή αγορά.

Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν σε μια φράση: Πολιτική και κοινωνική κρίση που οδηγεί σε αδυναμία την ίδια την κυρίαρχη αστική τάξη να διαμορφώσει μια ενοποιητική στρατηγική για τα συμφέροντά της που ταυτόχρονα να μπορεί να την παρουσιάσει ως καθολικό «εθνικό συμφέρον». Αυτό ακριβώς προκαλεί κρίση στα κόμματά της και στις διεθνείς της συμμαχίες.

Η βαθιά αυτή κρίση έχει σαφέστατο ταξικό υπόβαθρο. Κυρίως καταγράφει το μίσος και την εχθρότητα της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των εργατογειτονιών στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της χώρας. Το «πρόβλημα» με αυτό τον κόσμο που ψήφισε μαζικά BREXIT, είναι ότι δεν περιμένει τίποτα απολύτως από το REMAIN, ενώ μάλλον περιμένει ελάχιστα και από το BREXIT. Για αυτό και δεν εκβιάζεται, ούτε τρομοκρατείται εύκολα. Δεν υπάρχει αντικείμενο εκβιασμού.
Οι «κοσμοπολίτες» remainers  αντιθέτως, έχουν πολλά να χάσουν για αυτό και κα΄νουν θόρυβο. Μιλώντας περιφρονητικά για τον εργατόκοσμο των ερημοποιημένων εργατικών κοινοτήτων όπου πλέον αφθονούν η ανεργία ή οι uber-jobs, χρησιμοποιούν δύο κλασικές εκφράσεις: Αναφέρονται στους «left behind» (αυτούς που έχουν μείνει πίσω) ή σε “turkeys who voted for christmas” (γαλοπούλες που ψηφίζουν για την τύχη τους τα Χριστούγεννα). Το «πρόβλημα» είναι ότι, αυτοί οι χαρακτηρισμοί, λιγότερο προκαλούν το θυμό του φτωχού κόσμου που ψήφισε BREXIT και περισσότερο επιβεβαιώνει τις σκέψεις και φόβους του: Τόσο η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», όσο και ειδικότερα η ΕΕ που προσφέρουν κοσμοπολίτικη  λάμψη στα global centers του Λονδίνου, για αυτούς σημαίνει άθλιες κατοικίες, ανεργία, φτηνή και ευάλωτη εργασία, τρένα που δε περνούν στην ώρα τους, υποβάθμιση του εθνικού συστήματος υγείας. Αλλά σημαίνουν επιπλέον  περιφρόνηση προς την εργατική τάξη, τη ζωή και  κουλτούρα της, την εμπειρία της, καθώς θεωρείται συλλήβδην οπισθοδρομική, συντηρητική ή/και ρατσιστική. Όταν γη, άνθρωποι και εργασία, καθίστανται φτηνά εμπορεύματα, το να εμφανίζονται λαμπροί χορτάτοι και ασφαλείς άνθρωποι όπως ο Μπέγκαμ ή/και αστέρες της «αριστεράς» όπως ο Βαρουφάκης, να φωνάζουν για τους κινδύνους ενός BREXIT, τόσο πείθεται αυτός ο κόσμος ότι πρέπει να φωνάξει «Έξω» και «Όχι» στην ΕΕ, παρά το γεγονός ότι αδυνατούν να απαντήσουν στο ερώτημα «Μέσα και Ναι, σε ποιόν δρόμο;».

Είναι αλήθεια ότι για πρώτη φορά αυτός ο κόσμος, ένιωσε πως με την ψήφο υπέρ του BREXIT, έπαψε να είναι αόρατος και τουλάχιστον ταρακούνησε ένα κόσμο που όλο και περισσότερο όχι απλά δεν τον περιέχει, αλλά ρητά  τον αποκλείει.

Τι θα γίνει όμως τελικά με το BREXIT;

Δεν έχει  μικρή σημασία να δούμε πριν από όλα τι ΔΕΝ έγινε με την ψήφο υπέρ του BREXIT.
  • Λίγο πριν το δημοψήφισμα του 2016, με επίσημη παρέμβασή τους ΟΟΣΑ, ΕΕ και ΔΝΤ, είχαν προβλέψει ότι στην περίπτωση ακόμη και της ψήφου υπέρ της BREXIT, η Βρετανία θα έμπαινε σε μια δίνη κρίσης βαθύτερης από αυτήν του 2008.
  • Ένα μήνα πριν στηθούν οι κάλπες, «μελέτη» του Υπουργείου Οικονομικών, ανακοίνωνε με κάθε σοβαρότητα και επισημότητα ότι και μόνο με εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του BREXIT, το ΑΕΠ θα έπεφτε από 3,6 έως 6% και η ανεργία θα αυξανόταν κατά 820.000 ανθρώπους.
  • Ο πολύς G. Osborne, έβγαζε και αυτός μια εκτίμηση από την κοιλιά του, ότι ακόμη  500.000 άνθρωποι θα έμπαιναν στις λίστες των ανέργων.
Τι έγινε δύο χρόνια μετά από αυτές τις δραματικές προειδοποιήσεις;

Τίποτα απολύτως!

Η Βρετανική οικονομία έκλεισε με 2,7% άνοδο το 2017 (αμέσως μετά δηλαδή), ενώ ανοδικά κινήθηκε  και το 2018, με τους γνωστούς βέβαια χαμηλούς ρυθμούς αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης παγκόσμια και ακόμη πιο χαμηλούς στην ευρωζώνη και την ΕΕ.

Η ανεργία είχε συνακόλουθα μια οριακή πτώση, ενώ οι βιομηχανικές επενδύσεις στη χώρα αυξήθηκαν και δεν μειώθηκαν, αλλά και οι εξαγωγές είχαν τη μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ των χωρών του G7 στο ίδιο διάστημα. Τα σενάρια καταστροφής, αποσκοπούσαν και αποσκοπούν  απλά στην τρομοκράτηση και βέβαια στην καταστροφή του BREXIT. Τα σενάρια αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί έναντι της καταληκτικής ημερομηνίας για συντεταγμένη αποχώρηση (29 Μαρτίου).

H ζωή των εργαζομένων και των ανέργων, βελτιώθηκε μετά την ψήφο υπέρ του BREXIT; Η ερώτηση είναι ρητορική, ειρωνική από μεριάς των υποστηρικτών της ΕΕ, είναι όμως και πραγματική.

Το BREXIT έδειξε πως η ρήξη με την ΕΕ, είναι σαφώς εφικτή, χωρίς να έρθει κάποιος Αρμαγεδδών. Αυτό απαντά και στο ερώτημα της Ελλάδας του καλοκαιριού του 2015 και της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ στην ΕΕ και τους δανειστές με αγνόηση του ΟΧΙ.

Στη Βρετανία το BREXIT και η ρήξη με την ΕΕ, δεν έφερε κάποια καταστροφή, ενώ στην Ελλάδα η μισή ψευδορήξη με την ΕΕ έφερε απλά τα capital controls με την πρωτοβουλία στα χέρια του αντιπάλου και πολύ περισσότερο η επιλογή της ΜΗ ρήξης έφερε το Τρίτο Μνημόνιο και την απογοήτευση.

Το BREXIT και η έξοδος γενικά μιας χώρας από την ΕΕ, δεν αποτελεί την αυτόματη λύση, αλλά μια ζωτική προϋπόθεση λύσης, δηλαδή εισόδου σε ένα άλλο δρόμο, όπου το ζητούμενο θα είναι η δουλειά για όλους με πλήρη δικαιώματα, η αξιοπρεπής ζωή σε ένα αλληλέγγυο κοινωνικό περιβάλλον, η δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία.

Η έξοδος είναι η αναγκαία, αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για ένα αντικαπιταλιστικό δρόμο, ενάντια και έξω από τους νόμους και τους οργανισμούς του κεφαλαίου. Είναι μια επιλογή ρήξης που συμβάλει στην ωρίμανση των προϋποθέσεων για ρήξη με το αστικό πλαίσιο και την κεφαλαιοκρατική εξουσία γενικά, σε σοσιαλιστική, κομμουνιστική κατεύθυνση. Είναι ένας δρόμος διεθνιστικός, συνεργασίας των λαών, στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και γενικότερα, που αλυσιδωτά μπορεί να  ακολουθηθεί και επιβληθεί.

Το «έξω» από την ΕΕ και το καπιταλιστικό πλαίσιο, αφήνει ενεργή την ελπίδα, ακόμη και όταν δεν είναι επαρκής η προετοιμασία για το «μέσα» σε ένα άλλο δρόμο. Αντίθετα, η παραμονή στο σφαγείο της ΕΕ, είναι απόφαση αργού θανάτου, χωρίς καμία ελπίδα.

Δυστυχώς η συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς, ακόμη και αν συχνά ονομάζεται κομμουνιστική ή αντικαπιταλιστική, είδε στην καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ, την πρόοδο και τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού ή έστω σε μια πιο «πολιτικά ορθή» ερμηνεία,την  «εν δυνάμει» διεθνοποίηση και  άρνηση του αστικού εθνικισμού.

Οι θεωρήσεις αυτές απέτυχαν παταγωδώς. Κοντά μισό αιώνα από τότε που το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αναζητούσε την προγραμματική βάση κυβέρνησης  με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αποδεχόμενο τη ρητή απαίτηση του δεύτερου για στήριξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης και 16 χρόνια από τότε που στη Φλωρεντία της Ιταλίας η ευρωπαϊκή αριστερά ορκιζόταν πως «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή», σήμερα στις δύο αυτές χώρες κάνει πάρτι η ακροδεξιά με Λεπέν και Σαλβίνι.
Η φανταστική «ευρωπαϊκή εργατική τάξη» ως δήθεν ενιαίο υποκείμενο που θα σχηματιζόταν στο πλαίσιο της ΕΕ, με δυνατότητες μετασχηματισμού της, δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ ως τέτοια μέσω της ΕΕ. Αντίθετα, η ΕΕ, ως συνασπισμένη πολιτική, οικονομική (τώρα και στρατιωτική) ένωση του κεφαλαίου, αποτέλεσε και αποτελεί ακριβώς την ακύρωση αυτών των δυνατοτήτων, ενώ παράλληλα κατακερματίζει τις εργατικές τάξεις με την προώθηση της ελαστικής εργασίας και  την επίθεση στις συλλογικές εκφράσεις της. Μεταφέρει το πεδίο από τη “διαπραγμάτευση”  της σχέσης μισθών/κερδών σε αυτό του “ανταγωνισμού” των κεφαλαίων, επιδιώκοντας την πλήρη ηγεμόνευσής της επί του κόσμου της εργασίας. Η ΕΕ δεν ασκεί απλώς «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές που δυνητικά μέσω άλλων κυβερνήσεων ή και «ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής διακυβέρνησης» μπορούν να αλλάξουν, όπως αφελώς προτείνει και πάλι ο Βαρουφάκης, αλλά αποτελεί ακριβώς την συνεκτική οργάνωση του αμερικάνικου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στο πεδίο της Ευρώπης. Εξ αρχής και οργανικά.

Η ΕΕ ήταν και είναι πάντα αντιδραστική, ακριβώς γιατί διαστρέφει σε όφελος των πολυεθνικών και των καπιταλιστικών κερδών και με συντριβή των εργατικών τάξεων,  τις δυνατότητες και τάσεις διεθνοποίησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Για αυτό ακριβώς  το πλαίσιό της, με την αναγόρευση του «ανταγωνισμού» ως κεντρικής αξίας, αποδεικνύεται εξίσου ευεπίφορο στην ανάπτυξη εθνικιστικών, ρατσιστικών,  φιλοπόλεμων και ακροδεξιών, μεταφασιστικών και νεοφασιστικών ρευμάτων. Η ΕΕ των δήθεν ανοιχτών συνόρων και της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων, εμπρευμάτων και αντεργατικών συνταγών, είναι η ίδια ΕΕ που πνίγει χιλιάδες προσφύγων στη Μεσόγειο, που σκοτώνει διαδηλωτές στη Γαλλία, που φακελώνει τους πάντες.

Υπάρχει ωστόσο μια μεγάλη τομή στην πορεία της από την αφετηρία της Συνθήκης της Ρώμης το 1957. Στην πρώτη περίοδο,  οι προτεραιότητες για απομάκρυνση μιας νέας πολεμικής ανάφλεξης στην Ευρώπη, στερέωσης της Αμερικάνικης ηγεμονίας σε αυτήν και «άμυνας» απέναντι στο «υπαρκτό σοσιαλισμό», περνούσαν κυρίως  μέσα από την αστική σταθεροποίηση των κρατών μελών της σε εθνικό επίπεδο, κατά βάση με παραλλαγές κευνσιανισμού και αντίστοιχου κοινωνικού συμβολαίου.

Μετά την μεγάλη κρίση του 70 και την εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού ως απάντηση, αλλά και την σταδιακή είσοδο στο στάδιο ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού, εκκινεί μια δεύτερη περίοδος. Είναι μια πορεία μετασχηματισμών στην ΕΟΚ (ΕΕ), που τελικά μεταφέρουν όλο και πιο δυναμικά κρίσιμες λειτουργίες στο πεδίο των υπερεθνικών ρυθμίσεων και θεσμών. Η κρίση του 2008 συντάραξε την Ευρωπαϊκή Ένωση, την έπληξε πολιτικά, την καθήλωσε οικονομικά, αλλά ταυτόχρονα επιτάχυνε και κλιμάκωσε  την πορεία αντιδραστικών μετασχηματισμών με τη συγκρότηση της Οικονομικής Διακυβέρνησης, του Δημοσιονομικού Συμφώνου, του ESM, των μηχανισμών μόνιμης επιτήρησης και επιτροπείας όλων των χωρών, σαρώνοντας ταυτόχρονα “συμβόλαια” και καταχτήσεις μιας προηγούμενης εποχής.

Το οικοδόμημα της ΕΕ, στα μάτια των λαών της ορθώνεται πλέον απέναντί τους, όλο και πιο απροσπέλαστο, απόμακρο, εχθρικό και ανεξέλεγκτο, μη υποκείμενο στην παρέμβαση της ταξικής πάλης και κάθε είδους διεκδικήσεων.

Το ταξικό ένστικτο των λαϊκών στρωμάτων σε όλες τις χώρες τις Ευρώπης, οδηγεί στη διαπίστωση πως η υπεράσπιση  της λαϊκής κυριαρχίας σε κάθε χώρα, του δικαιώματος οι λαοί να καθορίζουν την τύχη τους και να μετέχουν της πορείας τους, αποτελεί καθοριστικό πεδίο ταξικής διαπάλης.

Η τάση αυτή είναι αναπτυσσόμενη, έστω ανισόμετρα και αποτελεί αποπροσανατολισμό ή/και προσβολή να περιγράφεται με όρους «ευρωσκεπτικισμού» ή και «εθνικιστικής αναδίπλωσης». Αυτό αποτελεί ένα μεγάλο δώρο στην ακροδεξιά και δίνει φτερά στα μαύρα πανιά της. Είναι τραγικό, αλλά είναι η ίδια εκείνη η ευρωπαϊκή, κοσμοπολίτικη και τρελαμένη με την «ανοιχτότητα» αριστερά, που πανικόβλητη πλέον από την άνοδο της ακροδεξιάς, τρέχει να την αντιγράψει αναπαράγοντας τη ρητορική της «εθνικής κυριαρχίας» ή των «μέτρων κατά της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης», με κορυφαία παραδείγματα του Μελανσόν στη Γαλλία και της Βάγκενετ στη Γερμανία. Η άλλη όψη του ίδιου (ευρωπαϊκού) νομίσματος.

Μας αξίζει κάτι καλύτερο…
 ___________________________________________

* Ο Παναγιώτης Μαυροειδής, είναι κορυφαίο στέλεχος της κομμουνιστικής αριστεράς, μέλος του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και υποψήφιος ευρωβουλευτής και βουλευτής στην Αττική με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αρθρογραφεί στον ιστοχώρο pandiera.gr και άλλες ιστοσελίδες του χώρου..
  πηγή: pandiera.gr

«Όλα τα τουρκικά ΜΜΕ στα χέρια ενός»

Η τουρκική αντιπολίτευση καθώς και πολλές ενώσεις δημοσιογράφων στην Τουρκία καταγγέλλουν ότι πάνω από το 90% των ΜΜΕ ελέγχονται πλέον από την κυβέρνηση. Την κατηγορία αυτή αρνούνται ευθαρσώς μέλη του κυβερνώντος ΑΚΡ.


«Το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) ως κυβερνών κόμμα ελέγχει το 95% των ΜΜΕ στην Τουρκία. Στερεί τον λαό από την αλήθεια. Συγχρόνως αυξάνεται ο αριθμός των ειδήσεων που υπόκεινται σε απαγόρευση μετάδοση». Αυτά τα στοιχεία αναφέρει το κεμαλικό CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα), το μεγαλύτερο τουρκικό αντιπολιτευόμενο κόμμα σε έκθεση με στοιχεία που γνωστοποίησε στο τουρκικό κοινοβούλιο ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών. Ο τίτλος της είναι: «Η αυταρχική Τουρκία και η καταστροφή των ΜΜΕ». Αμέσως μετά τη δημοσίευσή της ξεκίνησε ένας μεγάλος δημόσιος διάλογος στην Τουρκία για την ανεξαρτησία των τουρκικών ΜΜΕ με αφορμή τη δημοσιογραφική κάλυψη των επικείμενων αυτοδιοικητικών εκλογών. Δημοσιογραφικές ενώσεις επιβεβαιώνουν ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει αυξήσει την πίεση στον τουρκικό Τύπο ενόψει των εκλογών της 31ης Μαρτίου.

Η έκθεση του CHP περιλαμβάνει στοιχεία προγενέστερης μελέτης του Πανεπιστημίου Kadir Has του 2018, σύμφωνα με την οποία τρεις στους πέντε ερωτηθέντες εκτιμούν ότι δεν υπάρχει ελευθερία του τύπου στην Τουρκία. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από τον Δείκτη του Ινστιτούτου Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αναφορικά με την Τουρκία. Από τη θέση 99, στην οποία βρισκόταν από το 2002 έως το 2018, η Τουρκία πλέον βρίσκεται στη θέση 157 σε σύνολο 181 χωρών.

Πίεση σε εφημερίδες και φυλακίσεις δημοσιογράφων, λογορισία


Από το καλοκαίρι του 2016 και την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν η τουρκική κυβέρνηση επιβάλει κάθε τόσο απαγόρευση ειδήσεων για «λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας». Το AKP βρίσκεται στην εξουσία 17 χρόνια ήδη, ενώ από το 2011 έως το 2018 καταγράφηκαν 468 σχετικές απαγορεύσεις. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι στους δύο πρώτους μήνες του 2019 καταγράφηκαν 34 απαγορεύσεις.

Από την πλευρά της η Ένωση Δημοσιογράφων ΤCG και ο επικεφαλής της Ναζλί Μπιλγκίν ανησυχεί ιδιαίτερα για τους περιορισμούς στα ΜΜΕ ενόψει των επερχόμενων εκλογών, δεδομένου ότι περιορίζουν το δικαίωμα των πολιτών για πληροφόρηση. Όπως δήλωσε στη DW «τα τουρκικά ΜΜΕ βρίσκονται στα χέρια ενός. Έχουμε ένα σύστημα πληροφόρησης, όπου το 90% των ΜΜΕ είναι υπέρ της κυβέρνησης. Οι αντιπολιτευόμενες φωνές είναι ελάχιστες. Παρατηρούμε δεκάδες εφημερίδες να κλείνουν η μια μετά την άλλη. Η εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ έχει κλονιστεί». Σύμφωνα με τον Μπιλγκίν δεν υπάρχει καμία πιθανότητα οι Τούρκοι πολίτες να έχουν αντικειμενική ενημέρωση για τις τοπικές εκλογές. Ο ίδιος υπενθυμίζει επίσης ότι από το 2014 πάνω από 150 δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή λόγω «προσβολής του προέδρου».

ΑΚP: «Όλα ψέματα!»


Την ίδια ώρα τα ελάχιστα ΜΜΕ που παραμένουν ανεξάρτητα, όπως το FOX TV και το Halk TV, πέφτουν διαρκώς θύματα μιας προσπάθειας φίμωσης ενώ η ποικιλομορφία στο τουρκικό μιντιακό τοπίο, όπως εκτιμά ο Μπιλγκίν, δεν υπάρχει πια. Aπό τη δική του πλευρά ο Γκεκάν Ντουρμούς, επικεφαλής του Συνδικάτου Τούρκων Δημοσιογράφων TGS αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια η δουλειά των δημοσιογράφων έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολη. «Δεν λαμβάνουμε αντικειμενικές πληροφορίες. Δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα» λέει χαρακτηριστικά.»

Αλλά τι απαντά το ΑΚP στις κατηγορίες για περιορισμό της ελευθερίας του τύπου; Εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης αναφέρει απλώς ότι «όλα είναι ψέματα!», τονίζοντας ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει στην Τουρκία από το καλοκαίρι του 2016 και ότι έκτοτε η τουρκική κυβέρνηση μάχεται κατά των γκιουλενιστών, που φέρονται ως υποκινητές της απόπειρας πραξικοπήματος. «Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με την ελευθερία του Τύπου. Το πρόβλημά μας είναι η τρομοκρατία». Αυτό είναι, όπως φαίνεται, το βασικό μότο της κυβέρνησης αλλά και των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Προς νέο πολιτικό σκηνικό στη χώρα;

Η συμφωνία των Πρεσπών λειτούργησε δυναμικά στην πολιτική σκηνή της χώρας. Κόμματα έφτασαν στο όριο της διάλυσης, βουλευτές άλλαξαν στρατόπεδα, νέες συμμαχίες βρίσκονται στα σκαριά. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται ένα νέο πολιτικό τοπίο...


του Γιάννη Ανδρουλιδάκη *

Η συμφωνία των Πρεσπών λειτούργησε δυναμικά στην πολιτική σκηνή της χώρας. Κόμματα έφτασαν στο όριο της διάλυσης, βουλευτές άλλαξαν στρατόπεδα, νέες συμμαχίες βρίσκονται στα σκαριά. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται ένα νέο πολιτικό τοπίο. Ζήσαμε σκηνές ευτελισμού των κοινοβουλευτικών θεσμών και της Δημοκρατίας. Πρωταγωνιστές το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός.

Από τη διαδικασία αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε κερδισμένος σε επίπεδο κοινοβουλίου και η κυβέρνηση εμφανίζεται ως η μόνη διέξοδος σε ένα σάπιο πολιτικό σύστημα. Ο κ Τσίπρας εκτός από το φιλολαϊκό προφίλ που προβάλλει επιχειρεί να δημιουργήσει το πρότυπο του ηγέτη , ο οποίος μπορεί να ενώνει και να σχηματίζει «εθνικές κυβερνήσεις». Αυτό φάνηκε με την κυβερνητική διεύρυνση που έκανε στους δύο τελευταίους ανασχηματισμούς προς τα δεξιά και προς το κέντρο. Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές οι υποσχέσεις για αποκατάσταση αδικιών θα αιωρείται ακόμη και αν δεν εκφωνείται από επίσημα κυβερνητικά χείλη. Επιπλέον, η δικαστική διερεύνηση υποθέσεων που όζουν θα προπαγανδίζεται συστηματικότερα. Στόχος του να πετύχει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση των ψηφοφόρων του και να πάρει όσο γίνεται περισσότερους ψήφους από την κεντροαριστερά. Εκεί αποβλέπει και η θνησιγενής πρωτοβουλία «ΓΕΦΥΡΑ» στην οποία έχουν συσπειρωθεί πρόσωπα με ελάχιστη επιρροή στους πολίτες και η οποία αναμένεται να έχει την τύχη παρόμοιων προσπαθειών που έγιναν στο παρελθόν (58, ΕΛΙΑ, κλπ). Η τελική επιδίωξη να μειώσει ή να εξανεμίσει τη διαφορά που δείχνουν οι αμφίβολης αξιοπιστίας σφυγμομετρήσεις και να είναι κυρίαρχος στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας την επομένη των εκλογών. Τι θα συμβεί, όμως, αν δεν το πετύχει;

Η Ν.Δ. εμφανίζεται από τα ίδια γκάλοπ να προηγείται με μεγάλη διαφορά. Στο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών ο κ. Μητσοτάκης μετακινήθηκε σε πιο ακραίες θέσεις σε μια προσπάθεια να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο. Κατάφερε πράγματι να μην έχει απώλειες ούτε από τους ακραίους ούτε από τους κεντρώους, οι οποίοι είχαν στο παρελθόν διαφορετική θέση. Στην περίπτωση που γίνει πρωθυπουργός δε θα έχει στα χέρια του την καυτή πατάτα, αλλά θα εφαρμόσει τη συμφωνία κατά γράμμα παρά τη φημολογία που σκοπίμως διαρρέουν κύκλοι της Ν.Δ. περί του αντιθέτου. Το κόμμα του μπορεί να κέρδισε ελάχιστα σε επίπεδο κοινοβουλίου, φαίνεται , όμως, να παίρνει πολλά σε επίπεδο κοινωνίας, η οποία για μια ακόμη φορά κάνει συντηρητική στροφή και ίσως να ξαναφέρει στην εξουσία εκείνους που ευθύνονται για το κατάντημα της χώρας και υπόσχονται την εφαρμογής μιας σκληρής και ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής . Βεβαίως, αν η διαφορά των δύο κομμάτων στις εκλογές είναι μικρή, αυτό θα θεωρηθεί ως αποτυχία και εκεί αρχίζουν τα δύσκολα. Ποια θα είναι η στάση των ακραίων που τον έχουν υπό ομηρία, αλλά και όσων συμφωνούσαν με τη συνθήκη των Πρεσπών και φιμώθηκαν;

Τα υπόλοιπα κόμματα υπέστησαν μόνο ζημιές. Το ΠΟΤΑΜΙ, ΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ μοιάζει αδύνατον περάσουν την πόρτα της επόμενης Βουλής. Μόνο το ΚΙΝΑΛ τα καταφέρνει με μικρό, ωστόσο, ποσοστό. Η κα Γεννηματά ξέρει ότι βασικός της αντίπαλος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τα δύο κόμματα αντλούν ψήφους από την ίδια δεξαμενή. Γι αυτό και η οργισμένη αντίδραση της στην κυβερνητική μετεγγραφή δύο στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Γνωρίζει, ότι απέτυχε να δημιουργήσει την παράταξη που ονειρεύονταν οι υποστηρικτές της και επιπλέον είδε το ΚΙΝΑΛ να διαλύεται εξ ων συνετέθη και στην πραγματικότητα να περιορίζεται στο παλιό ΠΑΣΟΚ. Με λόγο απαρχαιωμένο, βγαλμένο από ναφθαλίνη, συνδεδεμένο με πρόσωπα και αρνητικές συμπεριφορές του παρελθόντος βαδίζει, πιθανώς, προς μια μεγάλη ήττα. Την επόμενη μέρα η θέση της θα είναι επισφαλής και αυτό προσπαθεί να αποφύγει.

Οι διεργασίες σε όλους τους χώρους, οι μετακινήσεις και η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών θα είναι χαρακτηριστικό της επόμενης ημέρας. Αυτό αφορά και τη ριζοσπαστική αριστερά καταφέρει δεν καταφέρει να εκπροσωπηθεί στο Κοινοβούλιο. Το μετεκλογικό τοπίο, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, λίγες ομοιότητες θα έχει με το σημερινό. Το αστικό πολιτικό σύστημα χρειάζεται επειγόντως βαθύ εκσυγχρονισμό για να επιβιώσει και αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι κινούν τις μαριονέτες πίσω από τον μπερντέ.

* O Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 5ο ΓΕΛ Καλαμάτας