«Οι ανισότητες στην Ελλάδα σήμερα και ο ρόλος του κράτους» / Συνέντευξη ENA με τον Βλάση Μισσό

Κράτος, ανισότητες, κοινωνία, οικονομία, Ινστιτούτο ΕΝΑ, Βλάσης Μισσός, Αγγελική Μητροπούλου,
Χώρες με αδύναμο παραγωγικό υπόβαθρο και υψηλές ανάγκες σε εισαγωγές, όπως η Ελλάδα, βυθίστηκαν στην ύφεση και δυσκολεύτηκαν ή άργησαν να ανακάμψουν....

  • Ποιος ρόλος επιφυλάσσεται σήμερα στο κράτος όσον αφορά την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μιας χώρας; Τι διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε σχετικά με το λεγόμενο «αναπτυξιακό κράτος» από την ιστορική εμπειρία της εκβιομηχάνισης προηγμένων βιομηχανικά χωρών;
  • Γιατί στις μέρες μας έχουμε ανάγκη το κοινωνικό κράτος περισσότερο από ποτέ και τι συνέπειες παράγει ο υποβιβασμός του σε δίχτυ προστασίας από την ακραία φτώχεια;
  • Ποια θα μπορούσε να είναι η δυναμική της αύξησης του κατώτατου μισθού και τι παρεμβάσεις απαιτούνται για τη συγκράτηση των τιμών της ενέργειας, της στέγασης και άλλων βασικών προϊόντων και αγαθών;

Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί μεταξύ άλλων να απαντήσει ο ερευνητής στο ΚΕΠΕ, διδάσκων πολιτικής οικονομίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Βλάσης Μισσός στη συνέντευξη που παραχώρησε στην επιστημονική συνεργάτιδα του ΕΝΑ, υπ. δρ. στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Αγγελική Μητροπούλου.

 

Ο καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ, Βλασης Μισσός

Η συνέντευξη του Βλάση Μισσού στην Αγγελική Μητροπούλου

  • Αγγελική Μητροπούλου: Για τι είδους ανάπτυξη μπορούμε να μιλάμε σήμερα, όταν παρατηρείται διεθνώς τόσο μεγάλη όξυνση των ανισοτήτων; Πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση μετά και το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης;

- Βλάσης Μισσός: Νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για μια άνιση ανάπτυξη: Πλάι σε χώρες υψηλού εισοδήματος υπάρχουν άλλες, όπως η χώρα μας, που παραμένουν υπαναπτυσσόμενες, όχι υπανάπτυκτες. Δηλαδή χώρες που συστηματικά δεν καταφέρνουν να βελτιώσουν το επίπεδο διαβίωσης σε κάποιον επιθυμητό στόχο. Αναγκάζονται τελικά να προσαρμόζουν τον πήχη ολοένα και χαμηλότερα, αποδεχόμενες την υποτιμημένη τους θέση στον διεθνή καπιταλισμό και αφομοιώνοντας την πεποίθηση μιας φυσικής ή μόνιμης υστέρησης. Τέτοιες εκφράσεις νομοτελειακής αδυναμίας είναι εντονότερες σε περιόδους κρίσης. Γι’ αυτό στην οικονομική γλώσσα χρησιμοποιούμε τους όρους recession και depression για την οικονομική κρίση. Ο πρώτος όρος αφορά στην ύφεση ή σε μια πτώση του ΑΕΠ. Ο δεύτερος όμως επισημαίνει κάτι βαθύτερο και εγκλωβιστικό, χαρακτηρίζει μια κοινωνία που έχει πέσει σε κατάθλιψη ή που μοιάζει ανήμπορη μέσα στα αδιέξοδά της.

Όσο κι αν είναι χιλιοειπωμένο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νεοφιλελεύθερη φάση του διεθνούς καπιταλισμού, που ξεκινάει περίπου από τα τέλη του ’70, χαρακτηρίστηκε από την άρση των περιορισμών κίνησης κεφαλαίων αλλά και από τη διάρρηξη του παλαιότερου πλαισίου ρύθμισης των σχέσεων εργαζομένων – εργοδοτών. Το ρυθμιστικό πλαίσιο εξασφάλιζε καλύτερους μισθούς. Τέσσερις δεκαετίες μετά, η άρση των περιορισμών έχει επιφέρει φυγή κεφαλαίου προς τις μητροπόλεις και παράλληλη παραγωγική εξασθένιση των περιφερειών.

Η οξύτητα των ανισοτήτων που υφαίνονταν μέχρι και το 2020 εκφράστηκε και στους διαφορετικούς τρόπους ανταπόκρισης των οικονομιών στην κρίση του Covid. Χώρες με αδύναμο παραγωγικό υπόβαθρο και υψηλές ανάγκες σε εισαγωγές, όπως η Ελλάδα, βυθίστηκαν στην ύφεση και δυσκολεύτηκαν ή άργησαν να ανακάμψουν, ενώ εκείνες που διατηρούσαν μια παραγωγική και τεχνολογική βάση ανταποκρίθηκαν πιο σθεναρά. Οι αποστάσεις μεταξύ των χωρών διευρύνονται και οι πολιτικές σύγκλισης μοιάζουν κενό γράμμα. Άρα, η ανισότητα ανάγεται σε κορυφαίο ζήτημα διεθνώς.

  • Αγγελική Μητροπούλου: Ποιος μπορεί να είναι σήμερα ο ρόλος του κράτους στην παραγωγική αναβάθμιση της οικονομίας και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού και πώς υπηρετούνται τα παραπάνω από τη θεωρία και πρακτική του αναπτυξιακού κράτους;

- Βλάσης Μισσός: Δυστυχώς, δεν υπάρχει γρήγορη απάντηση σ’ αυτό. Η ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι αναπόσπαστο τμήμα της παραγωγικής αναβάθμισης. Αυτά τα δύο συνδέονται στενά μέσα από την τροχιά της παραγωγικότητας.

Το κράτος, από την άλλη, πάντοτε είχε –και συνεχίζει να έχει– πρωταγωνιστικό ρόλο και στα δύο, δηλαδή και στην ενίσχυση της βιομηχανίας αλλά και στη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης μέσω του κοινωνικού κράτους. Από τη Γερμανία μέχρι τις ΗΠΑ και από την Ιαπωνία μέχρι την Ολλανδία και την Ταϊβάν, οι βαριές και τεχνολογικά προηγμένες βιομηχανίες βρίσκονται είτε υπό συνεχή κρατικό έλεγχο είτε υπό κυβερνητική επιδότηση και προστασία, πολλές φορές μάλιστα με εμφανή παρουσία κρατικών αξιωματούχων μέσα στα διοικητικά συμβούλια. Το παράδειγμα της Κάτω Σαξονίας με την Volkswagen είναι, νομίζω, ενδεικτικό.

Ιστορικά, δεν καταγράφεται καμία χώρα που να απέκτησε ισχυρή παραγωγική βάση, δηλαδή βιομηχανία, μέσω της εφαρμογής μέτρων απελευθέρωσης και δημοσιονομικής περιστολής. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν οδηγεί σε παραγωγική αναβάθμιση των χωρών της περιφέρειας. Οδηγεί στο αντίθετο: βαθαίνει τις διαφορές. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα υπήρχαν μερικές εμπνευσμένες και διορατικές φωνές, όπως ο αείμνηστος Νίκος Κιτσίκης, που διέβλεπαν καθαρά την προοδευτική διάλυση του παραγωγικού μας ιστού από τη σύνδεσή μας με την Ενιαία Αγορά, τον προάγγελο της ΕΟΚ. Η συζήτηση οφείλει να επανέλθει ενεργά, σε πείσμα της μοιρολατρικής τάσης που κυριεύει τον δημόσιο διάλογο.

Σε ό,τι αφορά το κράτος, ο κατεξοχήν ρόλος του είναι να επιχειρεί ενεργά και να επενδύει άμεσα σε δημόσιες υποδομές, όπως σχολεία, νοσοκομεία, φράγματα, οδικό δίκτυο, λιμάνια κ.λπ. Οι οικονομολόγοι της δεκαετίας του ’60 ονόμαζαν αυτό το θέμα social overhead capital, δηλαδή «υποδομές ως κοινωνικό κεφάλαιο». Εάν, για παράδειγμα, δεν υπήρχε μια δημόσια επιχείρηση τηλεφωνίας, αμφιβάλλω κατά πόσο κάθε απομακρυσμένο σπίτι της ελληνικής επαρχίας και της νησιωτικής Ελλάδας θα είχε υποδομή τηλεφωνικής γραμμής. Πόσο μάλλον πρόσβαση σε νερό ή ηλεκτρική ενέργεια, όπου το κόστος κατασκευής δικτύου είναι τεράστιο. Ακόμα και σήμερα, οι προηγμένες, υποτίθεται, ιδιωτικές εταιρίες τηλεφωνίας, που μεγεθύνθηκαν «πατώντας» πάνω στο παλαιό δίκτυο του ΟΤΕ, τοποθετούν δικές τους γραμμές μόνο σε αστικά κέντρα, όχι σε ολιγοπληθή χωριά. Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αναλάβουν ή να συντονίσουν το μέγεθος της επένδυσης. Για να μην αναφερθούμε στην ποιότητα των υπηρεσιών, που είναι πολύ χαμηλή και που αναβαθμίζεται αργά και άναρχα. Το ίδιο ακριβώς –και σε σημαντικότερο ίσως βαθμό– ισχύει και για τη βιομηχανία: Χωρίς το κράτος δεν μπορεί να δημιουργηθεί σοβαρή βιομηχανική βάση. Η εκβιομηχάνιση είναι αποτέλεσμα κρατικής πολιτικής.

Έρχομαι τώρα σε αυτό που με ρωτήσατε: Το αναπτυξιακό κράτος (developmental state) δεν είναι απλώς μια εύηχη έκφραση. Είναι μια συγκεκριμένη θεωρία ανάπτυξης μιας κρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, που αναδείχθηκε μέσα από την ιστορική εμπειρία εκβιομηχάνισης των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, π.χ. την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Ένα από τα ερωτήματα που κυριαρχούν στη συζήτηση για το αναπτυξιακό κράτος αφορά στο πώς μια φτωχή χώρα στις αρχές του 20ού αι., όπως η Νότια Κορέα, κατέληξε να βρίσκεται σήμερα μεταξύ των πρωτοπόρων βιομηχανικών δυνάμεων του πλανήτη. Τι πολιτικές εφαρμόστηκαν και ποια η σχέση κράτους, βιομηχάνων και εργαζομένων; Τι είδους αναπτυξιακές συμμαχίες δημιουργήθηκαν; Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η επιτυχία των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας βασίστηκε σε αμιγώς κρατικές πολιτικές, σαν αυτές που αποτάσσονται οι Βρυξέλες.

Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την πραγματικά αξιέπαινη διαχείριση της πανδημίας του Covid από την Νότια Κορέα. Μου έκανε εντύπωση το ότι δεν συζητήθηκε επαρκώς η –αναμφίβολα υψηλού κόστους, αλλά εξαιρετικά οργανωμένη– πολιτική της, η οποία, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στην αξιοποίηση του ισχυρού κρατικού μηχανισμού της.

Η θεωρία του αναπτυξιακού κράτους μάς εξηγεί ότι η βιομηχανία χρειάζεται πολλά πράγματα που στην ΕΕ μοιάζουν αδιανόητα: δεκαετίες ελλειμματικών πολιτικών, αύξηση δημοσίου χρέους, δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας και επίμονη προσπάθεια βελτίωσης ενός στρατηγικού αναπτυξιακού προγράμματος μακροχρόνιων παραγωγικών επενδύσεων. Παράλληλα, απαιτείται ο επενδυτικός συντονισμός μέσω μιας ισχυρής δημόσιας διοίκησης, πράγμα που δυστυχώς η Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ. Υπάρχει άμεση ανάγκη να αντιληφθούμε τη σημασία πανεπιστημιακών τμημάτων δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας.

Με δυο λόγια, η λειτουργία του αναπτυξιακού κράτους στηρίζεται στη δυνατότητά του να ασκεί την –ξεχασμένη σήμερα– βιομηχανική πολιτική. Εμείς δεν έχουμε πλέον καν Υπουργείο Βιομηχανίας. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιλάμε διαρκώς για κοινή αγροτική πολιτική, κοινό νόμισμα, κοινή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αλλά ποτέ δεν γίνεται λόγος για μια κοινή ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Αυτή η κουβέντα έχει λησμονηθεί. Αλλά στην ΕΕ υπάρχει μια άρρητη βιομηχανική πολιτική που βασίζεται στην ελευθερία κίνησης κεφαλαίων από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας στον πυρήνα. Εκτός από την αγοραστική μας δύναμη, εκτός από το εισόδημά μας, οι μεγάλες οικονομίες της ΕΕ απορροφούν καταθέσεις και ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι εκροές είναι εξαιρετικά υψηλές και διασφαλίζουν τη συνέχιση της υπεροχής των βιομηχανικών χωρών.

Δεν μπορεί λοιπόν μια οικονομία πολυεπίπεδων ελλειμμάτων να στηρίξει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της. Είναι αναγκαίο ν’ ανοίξουμε σοβαρά τη συζήτηση για το αναπτυξιακό πρότυπο χωρίς ταμπού, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς τη μονοφωνία που επιβάλλεται από την ΕΕ περί ανθεκτικότητας και ανταγωνιστικότητας.

  • Αγγελική Μητροπούλου: Ποια είναι η εικόνα που έχουμε σήμερα για τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας; Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ύψος και η διάρθρωση των κοινωνικών δαπανών έχουν οδηγήσει σε μια ποιοτική μετάλλαξη του κοινωνικού κράτους;

- Βλάσης Μισσός: Βεβαίως και μπορεί! Το κοινωνικό μας κράτος, παρά τα προβλήματά του, υποβιβάστηκε ραγδαία και υπέστη ποιοτική μετάλλαξη, σε βαθμό που ο προσδιορισμός «κοινωνικό» μοιάζει με απολειφάδι του παρελθόντος. Από το 2009/10 οι δημόσιες δαπάνες για παιδεία, υγεία και κοινωνική ασφάλιση στοχοποιήθηκαν ως κύριες υπαίτιες του σπάταλου κράτους μας. Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Εδώ και δύο αιώνες περίπου, η κυρίαρχη οικονομική θεωρία κατηγορεί το κράτος που παρεμβαίνει, το κράτος που επιδοτεί, το κράτος που προνοεί, που επικουρεί και βεβαίως κατηγορεί το κράτος που επιχειρεί.

Ένας βασικός λόγος ύπαρξης του κράτους πρόνοιας είναι η λυπηρή αναγνώριση ότι οι ανισότητες μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων πηγάζουν από τις κοινωνικοοικονομικές καταβολές μας: Δεν είμαστε όλοι και όλες ίσοι και ίσες σε αυτή την κοινωνία. Θέλουμε να γίνουμε, αλλά δεν είμαστε. Δεν μπορώ να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου ως ίσο με μία συνομήλική μου που μεγάλωσε σε περιβάλλον φτωχής οικογένειας, ενδεχομένως με άνεργους γονείς, χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις. Όχι! Οι αφετηρίες μας είναι εξαιρετικά άνισες. Μερικοί έχουν την εισοδηματική δυνατότητα να πάνε σε ακριβά σχολεία ιδιωτικής εκπαίδευσης και να καλλιεργήσουν τα ταλέντα τους, να ταξιδέψουν και να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού ή όπου τους κάνει κέφι, να ντυθούν με ακριβά ρούχα, να αδιαφορούν για το κόστος απόκτησης προϊόντων τεχνολογίας και να απολαμβάνουν τις χαρές της ζωής. Άλλοι ζουν σε σπίτια χωρίς θέρμανση και αναγκάζονται να πιάσουν δουλειά από τα δεκαπέντε τους. Οι ευκαιρίες στη ζωή είναι εξαιρετικά άνισες. Τη δεκαετία του ’50-’60 παιδιά φτωχών οικογενειών παρατούσαν το σχολείο λέγοντας ότι είναι ανίκανα να διαβάσουν, διότι δεν «παίρνουν τα γράμματα». Δεν είναι όμως έτσι. Όλες και όλοι έχουμε ταλέντα και δυνατότητες που θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε και να εξελίξουμε.

To κοινωνικό κράτος λοιπόν αναγνωρίζει τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας μας και ο ρόλος του είναι η δημόσια παροχή παιδείας σε όλους και όλες, ανεξαιρέτως.

Μαζί με την παιδεία, πρέπει να προσφέρει και υπηρεσίες υγείας. Σκεφτείτε ένα παιδί φτωχής οικογένειας που αντιμετωπίζει ένα απλό ιατρικό θέμα. Για παράδειγμα, μπορεί να χρειάζεται σιδεράκια στα δόντια του ή να έχει κάποιο μυοσκελετικό πρόβλημα, όπως κύφωση. Αναλογιστείτε την ανισότητα που δημιουργείται από την εισοδηματική αδυναμία των γονιών του να του παρέχουν τη δέουσα φροντίδα και ιατρική κάλυψη. Τι αρνητικό ρόλο θα μπορούσε ένα τέτοιο απλό ζήτημα να παίξει στην αυτοπεποίθησή του παιδιού, στην αποδοχή του από συνομηλίκους του κ.λπ. Καταλαβαίνετε ότι μπορούν να δοθούν πολύ πιο σοβαρά παραδείγματα. Αυτά είναι πραγματικά, υπαρκτά θέματα, και είναι δυστύχημα ότι χρειάζεται να τα υπενθυμίζουμε.

Το κοινωνικό κράτος διαμορφώνει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Δεν το διαμορφώνει η ελεύθερη αγορά. Η ελεύθερη αγορά είναι απλώς ο μηχανισμός «πιστοποίησης της τάξης μας», που μας υπενθυμίζει την αδυναμία να αντεπεξέλθουμε στις ανάγκες μας. Αντιμετωπίζουμε την ακρίβεια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς μόνες και μόνοι, ανυπεράσπιστοι. Εάν το κοινωνικό κράτος ήταν ανάγκη τη δεκαετία του ’80, σήμερα είναι ακόμα περισσότερο.

Στην Ελλάδα, από το 2012 και ύστερα, ο χαρακτήρας του κοινωνικού κράτους αλλοιώθηκε, σε βαθμό που, όπως υποστηρίζω, έχει μετατραπεί σε ένα δίχτυ προστασίας (safety net). Δηλαδή παρέχει ορισμένες ελάχιστες, υποτυπώδεις υπηρεσίες για την ακραία φτώχεια. Βλέπετε, ο νόμος επινοεί μια ειδική, εσωτερική ομάδα ανθρώπων, που εντοπίζονται εντός των φτωχών, τους ακραία φτωχούς. Για να έχουμε την στήριξη του κράτους, δεν φτάνει να είμαστε φτωχοί, αλλά πρέπει να βρισκόμαστε στο κάτω άκρο της φτώχειας. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα επιτελεί ακριβώς αυτόν το νεοφιλελεύθερο ρόλο.

Μια τέτοια μεταβολή αντανακλά τις ακραίες ιδέες του κοινωνικού δαρβινισμού, σαν η φτώχεια να είναι φυσικό φαινόμενο και η ευθύνη για το ότι γεννήθηκα σε μια φτωχή οικογένεια να βαραίνει εμένα τον ίδιο.

  • Αγγελική Μητροπούλου: Μπορεί η αύξηση του κατώτατου μισθού να συμβάλει καθοριστικά στην άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων στην Ελλάδα σήμερα; Δεδομένης της εκτίναξης των τιμών των τροφίμων, της ενέργειας και ειδών πρώτης ανάγκης και της αύξησης του στεγαστικού κόστους, αρκεί ένα μέτρο στήριξης του εισοδήματος ή χρειάζονται και άλλου είδους παρεμβάσεις; Ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές;

- Βλάσης Μισσός: Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα πρέπει να αυξηθεί άμεσα. Το πόσο πρέπει να αυξηθεί είναι περίπλοκη συζήτηση, αλλά θα τολμήσω να συγκλίνω με την πρόταση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, που κάνει λόγο για 826 ευρώ ακαθάριστα. Επί της ουσίας στην Ελλάδα σήμερα δεν έχουμε κατώτατο μισθό. Η ισχύουσα αμοιβή στα 713 ευρώ ακαθάριστα, σε περιβάλλον πληθωρισμού και με ένα κόστος στέγασης ικανό να εκτοπίσει οικογένειες και νεολαία από τις γειτονιές τους, μοιάζει κοροϊδία. Ο σημερινός κατώτατος μισθός δεν αντιπροσωπεύει τίποτα το ουσιαστικό. Ούτε κάποιο καλάθι διαβίωσης, ούτε κάποιον μέσο όρο παραγωγικότητας της εργασίας. Είναι ένα χαμηλό νούμερο που έχει οριστεί από το Υπουργείο Εργασίας και συμφέρει τους εργοδότες των μεγάλων τουριστικών επιχειρήσεων και τις μεγάλες αλυσίδες ρούχων, τεχνολογίας, τηλεφωνίας κ.λπ.

Έχει ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΕΦΚΑ και της ΕΡΓΑΝΗΣ, καταγράφεται μια σταδιακή έλξη των μισθών του ιδιωτικού τομέα γύρω από τον υποτιμημένο κατώτατο μισθό. Για παράδειγμα, τα επίσημα δεδομένα δείχνουν ότι το 60% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με λιγότερα των 1.000 ευρώ ακαθάριστα. Θέλω να πω ότι ο κατώτατος μισθός δεν είναι απλά ένα κατώτατο όριο της ανειδίκευτης εργασίας, αλλά αποτελεί και κάτι παραπάνω: Είναι ένα ορόσημο σύγκρισης των υπόλοιπων μισθωτών. Εάν οι κυβερνήσεις αδιαφορούν για την έγκαιρη, τακτική και σοβαρή αναθεώρησή του και αφήνουν τον κατώτατο μισθό να διολισθαίνει, η νοοτροπία αυτή διαχέεται στο σύνολο των αμοιβών σε όλα τα κλιμάκια και βεβαίως στους κοντόφθαλμους εργοδότες.

Από την άλλη μεριά, το ύψος του εισοδήματος πρέπει να συνδυάζεται με τις τιμές. Στη χώρα μας η κατάσταση είναι εξαιρετικά σύνθετη, διότι, στα μάτια μου, ο καταγεγραμμένος πληθωρισμός δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές αυξήσεις των τιμών. Από την άλλη, αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις τελευταία ανακοινώνουν εξαιρετικά μεγάλες αυξήσεις στα ετήσια κέρδη τους. Συνεπώς, η αύξηση των τιμών στα ράφια των καταστημάτων ή στις αντλίες καυσίμων δεν αντικατοπτρίζει μόνο την αύξηση του κόστους. Εμπεριέχει κάτι παραπέρα, το οποίο μοιάζει εξαιρετικά επιθετικό.

Εκτός από τη βελτίωση του εισοδήματος, χρειάζεται ένα πλέγμα επιβολής ανώτατων τιμών σε αγαθά διατροφής, ενέργειας και στέγασης. Διάβαζα την έρευνα του ΕΝΑ για την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα και έχω συγκρατήσει ότι το 70% όσων πληρώνουν ενοίκιο θεωρούν το μίσθωμα υψηλό. Σκεφτείτε να μην υπήρχε και υψηλή ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα.

Μπορεί να παρέμβει το κράτος; Βεβαίως και μπορεί. Για παράδειγμα, από την 1η Ιανουαρίου ο Καναδάς απαγόρευσε την αγορά κατοικιών από μη Καναδούς πολίτες, προκειμένου να συγκρατήσει τις τιμές και να επιλύσει την κρίση κατοικίας (Βλ. Prohibition on the purchase of residential property act). Πρόκειται για άμεση παρέμβαση του κράτους, για να ανακόψει τη ζήτηση από το εξωτερικό. Στη χώρα μας, παρότι τα εισοδήματα συρρικνώνονται, οι τιμές των κατοικιών είναι δυσανάλογα υψηλές και συνεχώς αυξάνονται. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι αγορές ακινήτων από κάτοικους εξωτερικού αυξήθηκαν ραγδαία από 220 εκατομμύρια ευρώ το 2016, σε 1 δισεκατομμύριο ευρώ κατ’ έτος την περίοδο 2018-2021. Πρόκειται για πολύ μεγάλη και απότομη αύξηση, που συμπαρασύρει όλη την αγορά κατοικίας. Για να μη μιλήσουμε για τη λαίλαπα της τουριστικοποίησης τύπου Airbnb, που συμβάλλει περαιτέρω σε αυτό. Δεν πρέπει λοιπόν να ενδιαφερθούμε για το κόστος κατοικίας όπως ενδιαφέρονται οι Καναδοί; Δεν πρέπει να βάλουμε σε προτεραιότητα τις οικογένειες και τη νεολαία του τόπου μας;

Άρα, χρειάζονται γενναίες παρεμβάσεις και στα δύο σκέλη, οι οποίες όμως –δεν έχω αυταπάτες– δεν πρόκειται να γίνουν υπό αυτές τις συνθήκες.

  • Αγγελική Μητροπούλου: Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους σχετικά με τις ανισότητες στην Ελλάδα;
- Βλάσης Μισσός: Είναι τόσοι πολλοί, που, εάν ζούσε σήμερα ο Αίσωπος, θα γινόταν οικονομολόγος! Καταλαβαίνω ότι οι μύθοι για τους οποίους με ρωτάτε αφορούν σε ψευδείς εντυπώσεις. Για παράδειγμα, υπάρχει μια γενικά ψευδής εντύπωση ότι η ανισότητα δημιουργεί κίνητρα και περιθώρια αυτοβελτίωσης, ενώ η ισότητα ελαττώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων και οδηγεί την εφευρετικότητα ή την επιχειρηματικότητα σε τέλμα.

Επίσης, διαχέεται μια ψευδής εντύπωση ότι οι ανισότητες εισοδήματος μεταξύ των χωρών της Ευρώπης ήταν υψηλότερες πριν από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι το οποίο είναι εντελώς λάθος.

Αλλά, επειδή με ρωτάτε συγκεκριμένα για την Ελλάδα, θα αναφερθώ στην εισοδηματική ανισότητα και ειδικότερα στη φτώχεια, χωρίς να αναφέρω τις τεχνικές λεπτομέρειες. Σύμφωνα με την Eurostat, καθορίζουμε ένα εισοδηματικό όριο (ή «κατώφλι φτώχειας»), και το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο από αυτό το όριο θεωρείται φτωχό. Κυκλοφορεί λοιπόν η ιδέα ότι η φτώχεια σχετίζεται κυρίως με την ανεργία, δηλαδή ότι στην Ελλάδα εάν είσαι άνεργος/η, τότε είσαι και φτωχός/ή. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Αντιθέτως, στην Ελλάδα παρατηρείται έντονα το φαινόμενο των εργαζόμενων-φτωχών. Συντριπτικό ποσοστό των φτωχών είναι εργαζόμενες και εργαζόμενοι, που σημαίνει ότι οι μισθοί τους είναι πολύ χαμηλοί και ότι δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσης.

Προσοχή! Δεν υπονοώ ότι ένας μισθός δεν φτάνει για να καλύψει μία νεαρή ή ένας νεαρός τη διατροφή της/του ή κάποιες δαπάνες στέγασης και ένδυσης. Αλίμονο εάν ακόμα θεωρούμε πως η κάλυψη αυτών των στοιχειωδών αναγκών ενός νέου είναι ικανοποιητικό αποτέλεσμα! Αυτό είναι φτώχεια. Το ερώτημα είναι εάν οι μισθοί καλύπτουν τις ανάγκες ενός νοικοκυριού με αξιοπρέπεια. Τα παιδιά και τα εξαρτώμενα μέλη των νοικοκυριών θέλουν φροντίδα, που σήμερα είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Επίσης, η κατοχή ενός απλού αυτοκινήτου από μια τετραμελή οικογένεια δεν είναι πολυτέλεια.

Κατά συνέπεια, τα δεδομένα της ανισότητας εισοδήματος δείχνουν πλέον ολοένα και περισσότερο καθαρά ότι η εργασία δεν είναι σίγουρη διέξοδος από τη φτώχεια και ότι, συγκρινόμενη με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η Ελλάδα αποκλίνει. Δεν θα μου κάνει εντύπωση λοιπόν εάν οι εξαιρετικά σημαντικές μισθολογικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία αναζωπυρώσουν ένα νέο μεταναστευτικό κύμα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου