Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταπολίτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταπολίτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νίκος Ανδρουλάκης: «Μια Νέα Μεταπολίτευση, μια Νέα Αλλαγή, που θα ανοίξει νέα σελίδα στον τόπο και θα ξαναδώσει πίστη και όραμα στον ελληνικό λαό»

     Ομιλία Νίκου Ανδρουλάκη, Προέδρου ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στην ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής για την επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας


Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, στην ομιλία του, στη σημερινή συνεδρίαση στη Βουλή για την επέτειο των 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ανέφερε ότι η 24η Ιουλίου του 1974 σηματοδοτεί ταυτόχρονα τη λυτρωτική έξοδο της χώρας από την επταετή στρατιωτική δικτατορία των Συνταγματαρχών και την έναρξη μιας πορείας προς ένα μέλλον ευημερίας, ισότητας και ελευθερίας.

Πρόσθεσε ότι η σημερινή επέτειος υπενθυμίζει «τις τραγωδίες που γέννησαν την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία», όπως είπε, «την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον «Αττίλα», τη βάρβαρη εισβολή και διχοτόμηση της Κύπρου, μια ανοιχτή πληγή, που ακόμα δεν έχει επουλωθεί και αποτελεί την προδοτική κληρονομιά που μας άφησε η επταετής δικτατορία».

Ο κ. Ανδρουλάκης σημείωσε ότι σήμερα πρέπει «να βρισκόμαστε σε εγρήγορση, ειδικά σε μια περίοδο που αναθεωρητές ηγέτες, όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιμένουν στη διχοτόμηση και την ίδρυση δύο κρατών στη Κύπρο…..

Να μη δεχτούμε καμμιά πολιτική διχοτόμησης του νησιού από μια χώρα, που δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της και τα κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών».

    

Η ομιλία του Νίκου Ανδρουλάκη στη Βουλή


«Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι

Συμπληρώνονται σήμερα πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Η 24η Ιουλίου του 1974 σηματοδοτεί ταυτόχρονα τη λυτρωτική έξοδο της χώρας από την επταετή στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών και την έναρξη μιας πορείας προς ένα μέλλον ευημερίας, ισότητας και ελευθερίας.

Πρόκειται για μια τομή στην πολιτική ιστορία του τόπου και στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας σε σημείο που σήμερα κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί μια ζωή χωρίς δημοκρατικούς θεσμούς, χωρίς ίσα δικαιώματα και ελευθερίες.
Αυτό όμως, συγχρόνως, έχει και ένα μειονέκτημα: Πολλές φορές υποτιμούμε κινδύνους, που μπορούν να ανατρέψουν αυτή την εμπεδωμένη μας βεβαιότητα.

Κάθε επέτειος είναι και μια υπενθύμιση. Δεν πρέπει, συνεπώς, να ξεχνάμε τις τραγωδίες, που γέννησαν την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που άναψε τη σπίθα και άνοιξε τον δρόμο για μια Ελλάδα χωρίς δικτατορία. Οι νεκροί του Πολυτεχνείου, οι νεκροί εκείνης της σκοτεινής περιόδου, είναι οι πραγματικοί μάρτυρες της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, γιατί η σύγχρονη Ελλάδα γεννήθηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ηρωική θυσία όσων αγωνίστηκαν και αντιστάθηκαν ενάντια στη Χούντα, εντός και εκτός της χώρας.

Δεν πρέπει, όμως, να ξεχάσουμε και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον «Αττίλα», τη βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο, την ανοιχτή πληγή,

που ακόμα δεν έχει επουλωθεί και αποτελεί μια προδοτική κληρονομιά,

που μας άφησε η επταετής δικτατορία. Στις 20 Ιουλίου του 1974, τέσσερις μέρες πριν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η κυπριακή τραγωδία χαράχθηκε βαθιά στην εθνική και δημοκρατική συνείδηση του τόπου, έγινε μέρος της ταυτότητας μας. Το προδοτικό πραξικόπημα,

η παράνομη τουρκική εισβολή, η κατοχή της Μεγαλονήσου είναι γενετικά στοιχεία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, της ιστορικής μας συνείδησης.

Έχει, λοιπόν, σημασία σήμερα να βρισκόμαστε σε εγρήγορση, ειδικά σε μια περίοδο όπου αναθεωρητές ηγέτες, όπως ο Ρ. Τ. Ερντογάν επιμένουν στη διχοτόμηση και την ίδρυση δύο κρατών στη Κύπρο. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί ποτέ.

Οφείλουμε να είμαστε όλοι ξεκάθαροι ότι δεν θα ανεχθούμε καμιά πρόκληση, όπως αυτή που έγινε ακόμα και την ημέρα της μαύρης επετείου, όταν ο Ερντογάν «βάπτισε» τον αιματοβαμμένο «Αττίλα»

ως «ειρηνευτική επιχείρηση».

Να μη δεχθούμε καμιά πολιτική διχοτόμησης του νησιού από μια χώρα, που δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της και βέβαια παραβιάζει και κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών.

Συνάδελφοι,

Αυτές τις ημέρες για τα 50 χρόνια από την μαύρη αυτή επέτειο της κυπριακής τραγωδίας, γράφτηκαν πάρα πολλά. Κάποιοι, είναι προφανές, ότι θέλουν να ξαναγράψουν την Ιστορία. Όμως, σε αυτήν τους την προσπάθεια βρίσκουν σθεναρό εμπόδιο την ιστορική μνήμη του ελληνικού λαού. Ο βασικός λόγος που έμεινε στην ιστορία, η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», είναι γιατί κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα, εκείνα τα χρόνια, γνώριζε τη βαρβαρότητα της αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, τον ρόλο των Αμερικανών στο ξενοκίνητο πραξικόπημα και άλλων ισχυρών του κόσμου απέναντι στα εθνικά μας δίκαια.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι

Το ΠΑΣΟΚ καθόρισε εν πολλοίς το κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Σε εκείνη την Ελλάδα, που έβγαινε ξανά η κοινωνία στο φως μετά το σκοτάδι της Χούντας, το 40% του εργατικού δυναμικού ήταν αγρότες και μόλις ένας στους τρεις είχε τη στοιχειώδη εκπαίδευση.

Παρά το δυσμενές παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, τη ραγδαία αλλαγή νομισματικής ιδίως πολιτικής των ΗΠΑ και τις δύο σοβαρές πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί, οι πρώτες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου εγκαινίασαν μια περίοδο επέκτασης του κοινωνικού κράτους, που ενίσχυσε το αίσθημα της απελευθέρωσης του πολίτη με κοινωνικούς και οικονομικούς όρους.

Εμπεδώθηκε για πρώτη φορά, μεταπολεμικά, η ραγδαία ανοδική κοινωνική κινητικότητα, με αποτέλεσμα τις πολλές ευκαιρίες για τις νεότερες γενιές και τη μείωση των ανισοτήτων.

Οι μη προνομιούχοι και τα μικρομεσαία στρώματα απέκτησαν προοπτική για μια καλύτερη ζωή. Πετύχαμε ως χώρα, κάθε νέα γενιά να ζει καλύτερα από την προηγούμενη.

Δώσαμε αξία στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από τις πολιτικές του πεποιθήσεις, κάτι που δεν υπήρχε τα μετεμφυλιακά χρόνια.

Και μαζί με τον πολίτη, η ίδια η χώρα απελευθερώθηκε από τα δεσμά της υστέρησης και της εξάρτησης. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού το 1982 οι εργαζόμενοι είδαν μετά από πάρα πολλά χρόνια ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων τους. Όπως και ο αγροτικός κόσμος που είδε παραγωγή με αξιοπρέπεια. Η επέκταση της συνταξιοδοτικής προστασίας

σε ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες ενίσχυσε το δικαίωμα και το αίσθημα της συνοχής και της δικαιοσύνης.

Με τις αλλαγές στη πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και ανώτατη εκπαίδευση εκδημοκρατίστηκε η δημόσια Παιδεία και απέκτησαν πρόσβαση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Και πάνω απ’ όλα με τη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το ΠΑΣΟΚ έβαλε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στο κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, κάνοντας τη δημόσια υγεία προτεραιότητα, κάτι που σήμερα υποβαθμίζεται. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έλεγε ότι «μπροστά στην αρρώστια και τον θάνατο, δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί». Και πράγματι, πετύχαμε να μην μείνει κανένας μόνος, κανένας πίσω. Όλοι μαζί, όλοι μπροστά. Επίσης, με την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου και την ενίσχυση των δικαιωμάτων των γυναικών, έγινε πράξη η ολόπλευρη χειραφέτηση του ελληνικού λαού.

Σήμερα έχουμε ανάγκη μια Νέα Μεταπολίτευση, μια Νέα ουσιαστική Αλλαγή που θα ανοίξει νέα σελίδα στον τόπο έπειτα από μια πολύ δύσκολη δεκαετία πολλαπλών επώδυνων κρίσεων.

Που θα ξαναδώσει πίστη και όραμα στον ελληνικό λαό, για μια νέα γενιά που θα μπορεί να είναι ανταγωνιστική με ελπίδα και που θα ξαναβάλει στο επίκεντρο τους μη προνομιούχους της εποχής.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν η χώρα χάραξε μια πορεία με μεγάλα θεσμικά και κοινωνικά επιτεύγματα, αλλά και με ελλείψεις, λάθη και αστοχίες και πρέπει να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας.

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τα προβλήματα του ελληνικού κράτους, της δημόσιας διοίκησης, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε τον βηματισμό μας σε αυτό το νέο παγκόσμιο σκηνικό, που διαμορφώνεται συνεχώς. Έχουμε ανάγκη από πολιτικές, που θωρακίζουν το κράτος δικαίου και εγγυώνται την ενίσχυση των θεσμών και τη διάκριση των εξουσιών.

Πολιτικές που ενισχύουν και οικοδομούν ένα μοντέρνο κοινωνικό κράτος, με υψηλής ποιότητας δημόσιο σύστημα παιδείας και δημόσιο σύστημα υγείας.

Πολιτικές που προωθούν τη δίκαιη πράσινη μετάβαση, η οποία θα στηριχθεί σε ένα εκτεταμένο δίκτυο υψηλής διασυνδεσιμότητας, που θα εγγυηθεί την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, το χαμηλό κόστος παραγωγής και την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.

Πολιτικές που συγκρούονται με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, τα ολιγοπώλια και τις πελατειακές σχέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης.

Διασφαλίζουν τα δικαιώματα και την ευημερία των εργαζομένων. Προωθούν ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα εγγυηθεί την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Και όχι σε κάθε παγκόσμια αναταραχή, ο λαός μας να βιώνει τις χειρότερες επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη.

Όλα αυτά, όμως, είναι δυνατό να επιτευχθούν μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνικής και πολιτικής Ευρώπης, μιας Ένωσης που προωθεί την αλληλεγγύη και τη σύγκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αντιμετωπίζοντας την οικονομική, γεωπολιτική και κλιματική ανασφάλεια.

Γιατί είναι χρέος μας να εγγυηθούμε ένα μέλλον κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής αξιοπρέπειας για όλους, τη μεσαία τάξη και τους πιο ευάλωτους πολίτες.

Χωρίς αμφιβολία, στα πενήντα χρόνια ύπαρξης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, συναντήσαμε πολλά στο δρόμο μας, μικρές και μεγάλες περιπέτειες. Τα όσα συνέβησαν τις προηγούμενες πέντε δεκαετίες

έχουν να μας διδάξουν πολλά σε πολιτικό, κοινωνικό , οικονομικό και εθνικό επίπεδο.

Όμως, το κυριότερο μάθημα που πήραμε αυτά τα χρόνια, ήταν ότι δεν μπορούμε πλέον να υποστηρίζουμε απερίσκεπτα και ελαφρά τη καρδία ότι στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τη Δύση συνολικά, το μέλλον της δημοκρατίας είναι δεδομένο και προδιαγεγραμμένο. Αυτή η αντίληψη είναι πλέον απαρχαιωμένη. Είναι ξεπερασμένη. Τα τελευταία χρόνια με όσα συμβαίνουν και στις ισχυρότερες χώρες του κόσμου είναι μονόδρομος να αγωνιζόμαστε καθημερινά για τη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών, ατομικά και συλλογικά. Σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων, πολεμικών συγκρούσεων και αναθεωρητικών δυνάμεων,

οι κίνδυνοι, που απειλούν ένα δημοκρατικό πολίτευμα, είναι αυξημένοι και δεν μπορούμε να στρουθοκαμηλίζουμε.

Αφενός, έχουμε χρέος να προστατεύσουμε τη δημοκρατία τόσο από τις σύγχρονες αντιδημοκρατικές, ακροδεξιές δυνάμεις, που συνεχώς αυξάνουν την επιρροή τους και αμφισβητούν ανοιχτά τους θεσμούς μας.

Αφετέρου -και θέλω να σταθούμε ιδιαίτερα σε αυτό- πρέπει όλοι μας, κάθε βουλευτής και κάθε Έλληνας πολίτης να κρίνουμε αυστηρά όλες, και τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι οποίες σε όλη τη Δύση και στη χώρα μας, όμως, στον βωμό της εξουσίας χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα που προσβάλλουν τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και τον μέγιστο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα που έχουμε κατακτήσει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πρέπει να κρίνουμε αυστηρά πολιτικές, που αυξάνουν τις ανισότητες, επιταχύνουν την κλιματική κρίση, υποβαθμίζουν το κράτος δικαίου

και απομακρύνουν τους πολίτες από την ενεργό συμμετοχή. Είναι ιστορικό μας καθήκον να αντικρίσουμε με θάρρος και σοβαρότητα τις προκλήσεις του σήμερα και την ποιότητα της Δημοκρατίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.»


Ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή, στην επετειακή συνεδρίαση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (vid)

     Παρεμβαίνοντας στην ειδική συνεδρίαση στην Ολομέλεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε μηνύματα πως πολλαπλές κατευθύνσεις, σημειώνοντας πως το 2027, «όταν θα ξανασυναντηθούμε στις κάλπες», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η Ελλάδα θα είναι πολύ καλύτερη από σήμερα, χαρακτηρίζοντας ως μονόδρομο, η χώρα να τεθεί σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και θέτοντας ως νούμερο ένα στόχο τη σύγκλιση με τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.


«Υποδεχόμαστε, τον μισό αιώνα της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας οπλισμένοι με περισσότερη αυτογνωσία και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ζυγίζοντας τις παλιές μας αδυναμίες προκειμένου να μεταφραστούν σε νέες δυνάμεις και κρατώντας πρώτα και πάνω απ' όλα στέρεους τους δεσμούς μας με την κοινωνία», τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία στη Βουλή στην επετειακή συνεδρίαση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

«Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας. Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ' όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.

Επισήμανε ότι η ημέρα δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι' αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι' αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.


Η ομιλία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή 

«Δημοκρατία, κ. Πρόεδρε, είναι η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης εντός του Κοινοβουλίου, έστω κι όταν αυτά τα οποία ακούγονται και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται δυστυχώς δεν συνάδουν με το κλίμα της ημέρας.

Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι, αυτή την ημέρα γιορτής των 50 χρόνων από την επιστροφή της Δημοκρατίας στη γη που τη γέννησε, θέλησα να βρεθώ στο Κοινοβούλιο, στον χώρο που η δικτατορία βεβήλωσε και αιχμαλώτισε για επτά χρόνια, για να αποτελεί σήμερα σύμβολο της πιο μακράς δημοκρατικής περιόδου στη σύγχρονη ιστορία μας, δηλώνοντας με την δράση του ότι το πολίτευμά μας είναι πιο ισχυρό από ποτέ.

Είμαι εδώ, επίσης, γιατί τα γενέθλια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι’ αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι’ αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.

Με τη Μεταπολίτευση να αναδεικνύεται σε έναν κομβικό σταθμό, ο οποίος σφράγισε την πορεία του τόπου, επηρεάζοντας όλες τις επόμενες γενιές.

Ο ιστορικός χρόνος είναι πυκνός. Δεν αλλάζει ωστόσο το γεγονός ότι πριν από μισό αιώνα τίποτα από όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα δεν υπήρχε στη ζωή μας.

Η Ελλάδα ολόκληρη ασφυκτιούσε κάτω από τη μπότα της Χούντας, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους σε φυλακές και σε εξορίες, χωρίς ελευθερία, χωρίς εκλογές, χωρίς ατομικά δικαιώματα, με καθηλωμένη την οικονομία της και στο περιθώριο της διεθνούς σκηνής.

Αυτή η εικόνα αποτυπώνει και την καθοριστική σημασία αυτών των πέντε δεκαετιών και μαζί τον ρόλο όλων των πρωτοπόρων που αντιστάθηκαν στους συνταγματάρχες. Την ανθεκτικότητα ενός λαού ο οποίος κράτησε ζωντανή την πίστη του στα δημοκρατικά ιδανικά.

Κυρίως, όμως, την τόλμη αλλά και τη σοφία όλων όσοι υλοποίησαν τη δύσκολη αυτή μετάβαση στην ομαλότητα και στον κοινοβουλευτισμό, με κορυφαίο, βέβαια, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον ηγέτη που ανέλαβε τη βαριά ευθύνη να ανατάξει τη χώρα αλλά και να διαχειριστεί την τραγωδία της Κύπρου.

Εκεί όπου βρέθηκα τη «μαύρη» επέτειο της τουρκικής εισβολής, για να επαναλάβω ότι ο Ελληνισμός σύσσωμος αντιστέκεται και διεκδικεί. Αλλά και για να συλλογιστώ πόσο κακό προκάλεσε στη Μεγαλόνησο εκείνο το καθεστώς.

Με γνώση και ωριμότητα το 1974 ο Καραμανλής θεράπευσε τις πληγές που είχαν αφήσει ανοιχτές οι επίορκοι αξιωματικοί. Σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας χωρίς να αφήσει τις όποιες ιδεολογικές παρωπίδες να τον βγάλουν από τον στόχο του, να ακυρώσει, δηλαδή, παλιές δομές, να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, να νομιμοποιήσει όλα τα πολιτικά κόμματα, ανάμεσά τους και το Κομμουνιστικό Κόμμα, και να ανοίξει έτσι τον δρόμο προς τη Δημοκρατία.

Και με μοναδική οξυδέρκεια ίδρυσε λίγο μετά τη Νέα Δημοκρατία. Συσπειρώνοντας, όπως και ο ίδιος τόνιζε, εμπειρίες αλλά και νέες, προοδευτικές αλλά και ριζοσπαστικές, πολιτικές δυνάμεις. Για να οργανώσει αργότερα τις πρώτες, μετά από πολλά χρόνια, ελεύθερες εκλογές, σε μια κάλπη όπου η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων στήριξαν εμφατικά το φιλόδοξο όραμά του.

Αυτός ήταν ο πρόλογος ενός σχεδίου με τέσσερις πυλώνες: την πολιτική σταθερότητα, την εθνική ενότητα, την οικονομική ανάπτυξη και φυσικά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αρχές που συνόδευσαν την πατρίδα μας και μετά την επίσημη καθιέρωση της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975, το μακροβιότερο ως τώρα, αφού η ισχύς του ξεπερνάει ήδη εκείνο του 1864.

Ένα εξαιρετικά καινοτόμο κείμενο το οποίο πλέον όλοι δέχονται ότι υπήρξε ένα φωτεινό μονοπάτι, όχι μόνο για την εδραίωση του πολιτεύματος και για την οριστική απαλλαγή από τη βασιλεία, αλλά και για την εμβάθυνσή του στα πρότυπα της Ευρώπης, με διατάξεις οι οποίες ήταν πολύ προχωρημένες για την εποχή τους, έδιναν μεγάλο βάρος στα ανθρώπινα δικαιώματα, με ρυθμίσεις άλλες, πρωτοπόρες, όπως τα ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Καθόλου τυχαία, λοιπόν, τα γενέθλια της Δημοκρατίας συμβαδίζουν και με τα γενέθλια της Νέας Δημοκρατίας, γιατί οι ίδιες αξίες διατρέχουν και τη δική μας ιδρυτική διακήρυξη. Με την πυξίδα της παράταξης να δείχνει πάντα προς μία κατεύθυνση, μόνο μπροστά, ώστε, όπως σημειώνει η διακήρυξή μας, το κόμμα «να υπηρετεί τα συμφέροντα του έθνους πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της δεξιάς, του κέντρου ή της αριστεράς».

Αυτή τη θεμελιακή εντολή ακολουθούμε εδώ και πέντε δεκαετίες, βαδίζοντας δίπλα-δίπλα με την Ελλάδα, σε μία πορεία κοινή, κορυφαία στιγμή της οποίας ήταν η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, πάλι με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Επιλογή που, θυμάστε, αμφισβητήθηκε τότε έντονα, και μέσα σε αυτή την αίθουσα. Μέσα στον χρόνο, όμως, πέτυχε τελικά να συντρίψει σχεδόν κάθε αμφισβήτησή της, να μεταπείσει πολλούς -όχι όλους αλλά πολλούς- αντιπάλους της και να αποτελεί στην κυριολεξία σήμερα ένα σημαντικό εθνικό κεκτημένο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα άλλαξαν πολλά στη χώρα μας, με συμβολή πολλών πολιτικών δυνάμεων. Ο κοινοβουλευτισμός εδραιώθηκε, η σημαντικότερη κατάκτηση της Δημοκρατίας, διαφορετικά κόμματα να μπορούν να εναλλάσσονται ειρηνικά στην εξουσία, πιστά στη λαϊκή εντολή.

Ο πατριωτισμός πιστεύω ότι, παρά τις όποιες ακραίες φωνές μπορεί να ακούγονται ακόμα σε αυτή την αίθουσα, επανήλθε στις γνήσιες διαστάσεις του, μετά την άγρια κακοποίησή του από τη χούντα. Και οι πολίτες εγκατέλειψαν πολλές -όχι όλες αλλά πολλές- από τις δοξασίες που άλλοτε τους χώριζαν.

Παράλληλα, η οικονομία αναπτύχθηκε. Με τη συνδρομή της Ευρώπης, κρίσιμες υποδομές κατασκευάστηκαν σε όλη την επικράτεια. Η τοπική αυτοδιοίκηση ρίζωσε. Εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο. Κατακτήσαμε τη δημοτική γλώσσα, τις αδιάβλητες πανελλαδικές εξετάσεις, το αξιοκρατικό ΑΣΕΠ. Μπήκαμε στην ΟΝΕ και στη συνέχεια στο ευρώ, ενώ από κοινού πολιτικές δυνάμεις πέτυχαν ιστορικές νίκες, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ευρώπη.

Η χώρα, τέλος, ξανασυναντήθηκε με τον πολιτισμό της και την άνθιση της δεκαετίας του 1960, που τολμώ να πω ότι μολύνθηκε από την κακογουστιά της 21ης Απριλίου. Σε μια πολύπλευρη έκρηξη, από τη μουσική, το θέατρο, το σινεμά, μέχρι το βιβλίο, την εικαστική δημιουργία, αλλά και δίπλα σε ένα ευρύτερο κύμα ανάτασης με τη νέα γενιά σε πρώτο ρόλο.

Με λίγα λόγια, αναμφισβήτητα η Ελλάδα προχώρησε, όχι όμως, κ. Πρόεδρε -και θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σε αυτή την αίθουσα-, όσο έπρεπε και όσο θα μπορούσε, καθώς χάθηκαν και μεγάλες ευκαιρίες. Σπαταλήθηκαν συχνά στην κατανάλωση κοινοτικοί πόροι οι οποίοι προορίζονταν για παραγωγικές επενδύσεις, που θα βελτίωναν, αν είχαν αξιοποιηθεί σωστά, περισσότερο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.

Αναγκαίες αλλαγές συχνά έμειναν μισές, ιδίως στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της τεχνολογίας. Ένα κράτος το οποίο συχνά συμβιβάστηκε με τις αγκυλώσεις του. Και, δυστυχώς, με κυβερνήσεις που συχνά, ναι, δείλιασαν μπροστά στο πολιτικό κόστος. Μια σύγκριση με κράτη τα οποία εντάχθηκαν στην Ευρώπη μετά από εμάς αρκεί για να διαπιστωθούν τα παραπάνω.

Θέλω να διαβάσω, κ. Πρόεδρε, γιατί νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, το οπισθόφυλλο από ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγο και ο συγγραφέας του κάνει την εξής πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση.

Γράφει: «Το 1974, τρεις οικογένειες με εισόδημα ίσο με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους -μία στην Αθήνα, η δεύτερη στο Δουβλίνο, η τρίτη στη Λισαβόνα- απέκτησαν από ένα παιδί. Τα τρία παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, μπήκαν στην αγορά και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Σήμερα είναι μεσήλικες και καλά στην υγεία τους, ζουν πάντα στις πόλεις όπου γεννήθηκαν, με εισόδημα το οποίο συμπορεύεται με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους, ώστε και οι τρεις απολαμβάνουν σήμερα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από εκείνο των γονιών τους. Όμως, τα μεταξύ τους επίπεδα διαφέρουν σημαντικά». Προσέξτε: «Ο Ιρλανδός ζει 3, 4 φορές καλύτερα από τους γονείς του το ’74. Ο Πορτογάλος ζει 2, 3 φορές καλύτερα από τους δικούς του γονείς. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, όμως, είναι μόλις 1, 2 φορές υψηλότερο από εκείνο των γονιών του πριν από μισό αιώνα».

Καταθέτω αυτό το κείμενο -δεν αμφισβητούνται αυτά τα οικονομικά στοιχεία- γιατί κινδυνεύουμε μερικές φορές, μέσα στην αυτοαναφορικότητα και στην ικανοποίηση, η οποία προφανώς μας διακατέχει αυτή την ημέρα, για τη μεγάλη επιτυχία της θεσμοθέτησης της πιο στέρεας Δημοκρατίας στην ιστορία μας, να ξεχάσουμε αυτές τις μεγάλες οικονομικές χαμένες ευκαιρίες.

Και γι’ αυτό ακριβώς, καθώς συμπληρώσαμε 50 χρόνια Δημοκρατίας, ο στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη γρήγορη σύγκλιση με τις πιο προηγμένες χώρες της Ένωσης στους μισθούς αλλά και στους θεσμούς, στην πιο αποτελεσματική κρατική λειτουργία, στην πιο παραγωγική οικονομία, στις θεσμικές αλλαγές, αλλά, ναι, και στις ατομικές συμπεριφορές.

Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια μάχη τολμηρών μεταρρυθμίσεων, που ήδη δίνει η Ελλάδα, προκειμένου να απαλλαγεί από τα φρένα τα οποία την κράτησαν πίσω εδώ και δεκαετίες: από τη φοροδιαφυγή και τις πολεοδομικές αυθαιρεσίες, μέχρι τη βία στα γήπεδα και τις γειτονιές, από τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία και τα πολλά εκπαιδευτικά κενά, μέχρι τις τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης.

Μιλώ για προβλήματα τα οποία προφανώς και δεν ξεπερνιούνται με μία απόφαση ή με έναν νόμο. Που απαιτούν χρόνο, καθώς η λύση τους συχνά υπερβαίνει και τους εκλογικούς κύκλους. Απαιτούν, όμως, και επιμονή, αφού γύρω τους ρίζωσαν συμφέροντα που έμαθαν να διαβιούν μέσα στην παραλυσία που συχνά προκαλούν.

Οι εκσυγχρονιστικές τομές, βλέπετε, πάντα ξεβολεύουν μερικούς. Όμως στο τέλος ευνοούν τους πολλούς. Πολύ περισσότερο, όταν τα τελευταία 15 χρόνια ο τόπος απέδειξε ότι έχει πράγματι αστείρευτες δυνάμεις. Αν και υπέμεινε μια πρωτοφανή οικονομική κατάρρευση, κατόρθωσε πια να βρίσκεται σε δυναμική ανάπτυξη. Μείωσε την ανεργία, στήριξε τα εισοδήματα, ενώ, στο μεταξύ, κατάφερε και ξεπέρασε διαδοχικά εμπόδια, από την πανδημία, το μεταναστευτικό, τις εθνικές προκλήσεις, μέχρι την ενεργειακή κρίση και πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές.

Είναι μία ξεχωριστή εμπειρία στο μεταπολιτευτικό τόξο, το οποίο όμως τέμνει καταλυτικά το στίγμα της χρεοκοπίας. Ουσιαστικά τα 50 χρόνια χωρίζονται σε 40 συν 10. Ένα συλλογικό σοκ, το οποίο πήρε τις πιο δραματικές του διαστάσεις το καλοκαίρι του 2015, όταν η πατρίδα κινδύνευσε να τεθεί εκτός Ευρώπης, όμηρος τότε ολέθριων κυβερνητικών χειρισμών, και με συνέπειες που έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την εθνική ανάταξη.

Από την άποψη αυτή, στις μέρες μας φαίνεται να ενώνεται ξανά το νήμα των κεντρικών εθνικών στόχων. Γιατί η χούντα μπορεί να διέκοψε βίαια την απόπειρα της μεταπολεμικής Ελλάδος να ανορθωθεί και να υπερβεί τελικά τον εμφύλιο, ενώ τα μνημόνια βύθισαν την πατρίδα σε έναν καινούριο λαβύρινθο οπισθοχώρησης.

Τώρα, συνεπώς, και οι δύο αυτές επιδιώξεις συμπίπτουν σε ένα ζητούμενο: το ζητούμενο της γρήγορης ευρωπαϊκής σύγκλισης.

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα έλεγα ότι αυτή η περίοδος των τελευταίων 50 ετών, ήταν, ναι, περίοδος των ιστορικών τομών, αλλά ήταν και περίοδος των χαμένων ευκαιριών.

Η εποχή που φτάνει τώρα πρέπει να είναι η εποχή των διδαγμάτων αλλά και των τολμηρών αλμάτων, με όσα γνωρίσαμε στην περιπέτεια του περιθωρίου και του λαϊκισμού να γίνονται θετικά εφόδια στην πορεία της χώρας προς το 2030.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτήν ακριβώς την προοπτική διεκδικούμε σήμερα, αντλώντας συμπεράσματα από το χθες.

Γιατί όπως η αδύναμη βαλκανική χώρα του 1974 σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μία ισχυρή ευρωπαϊκή Δημοκρατία, έτσι και η Ελλάδα της καθήλωσης και του διχασμού πέτυχε να ανορθώσει την οικονομία της και να ενώσει περισσότερο την κοινωνία.

Και όπως το 2023, όταν έγιναν οι τελευταίες εθνικές εκλογές, η χώρα ήταν καλύτερη από το 2019, έτσι και το 2027, όταν θα ξανασυναντηθούμε στις κάλπες, θα είναι πολύ καλύτερη από σήμερα.

Σε αυτήν την τελευταία φάση, μάλιστα, σημειώθηκαν κατακτήσεις καθόλου εύκολες και καθόλου αυτονόητες. Δεν είναι εξάλλου απλό μία χώρα καθημαγμένη από τεράστια βάρη να μπορεί να απαλλάσσεται από 50 φόρους και ταυτόχρονα να αυξάνει το ΑΕΠ της με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ούτε ένας τόπος ο οποίος ήταν πολιορκημένος από μετανάστες, που διέσχιζαν αφύλακτα σύνορα, να είναι σήμερα πιο ασφαλής και να μπορεί να εξοπλίζεται με υπερσύγχρονα όπλα.

Απλή δεν ήταν, επίσης, ούτε η αναγέννηση των επενδύσεων, ούτε οι 400.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν, ούτε η μείωση της ανεργίας από το 18% στο 10%, ούτε η αύξηση των συντάξεων και των μισθών στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα.

Όλα αυτά συνοδεύουν τον επίλογο μισού αιώνα, προβάλλοντας μπροστά μας, όπως είπα, παλιές εκκρεμότητες δίπλα σε νέα αιτήματα. Την ανάγκη ενός ισχυρού Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αυτή η ανάγκη να συναντά τώρα την πολιτική προστασία, την οποία ζητάει η κλιματική κρίση. Ή η διαχρονική μάστιγα της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής να διασταυρώνεται τώρα με την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την ακρίβεια και να στηρίξουμε τα ελληνικά νοικοκυριά. Αλλά, ταυτόχρονα, να αναπροσανατολίσουμε και το κράτος και να το κάνουμε πιο αποτελεσματικό.

Με άλλα λόγια ένα πολύπλοκο παρόν μας καλεί, ταυτόχρονα, να κλείσουμε λογαριασμούς με το παρελθόν, αλλά να αντιμετωπίσουμε και τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος. Να επιτύχουμε, επιτέλους, τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες, με νομιμότητα παντού, στα γήπεδα, στις παραλίες, στα σχολεία, στις συνοικίες, με αναβαθμισμένα νοσοκομεία, με δωρεάν προληπτικές εξετάσεις για όλους.

Σε ένα μέτωπο διπλό, που από τη μία πλευρά θα στηρίζει τα νοικοκυριά με έκτακτες πρωτοβουλίες, όπως αυτές που ανακοινώσαμε πριν από λίγες μέρες για την ενέργεια, κυρίως όμως με σταθερές αυξήσεις που θα ισχύουν μόνιμα. Και από την άλλη θα διαμορφώνει τη σύγχρονη παιδεία του 21ου αιώνα, με ψηφιακά σχολεία, με δεκάδες χιλιάδες διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών, αλλά και τη νέα Ελλάδα, με δεκάδες μεγάλα έργα τα οποία ανακουφίζουν την καθημερινότητα του πολίτη.

Δεν θα κρύψω τις παγίδες και τις αστοχίες που κρύβει αυτό το εγχείρημα. Αποτελεί, ωστόσο, μονόδρομο. Μονόδρομο ώστε η χώρα να τεθεί, επιτέλους, σε μια τροχιά ισχυρής διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Κάτι που θεωρώ ότι συνειδητοποιούν, αθόρυβα και πολλές φορές σιωπηλά αλλά σταθερά, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Διαπιστώνοντας, σήμερα, ότι πολλά από τα δόγματα της μεταπολίτευσης δεν ήταν παρά σκιάχτρα. Σκιάχτρα τα οποία τελικά υψώνονταν εναντίον της προόδου.

Έτσι ερμηνεύω και την πιο ευρεία αποδοχή απόψεων που παλιά ήταν ταμπού, όπως η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων, η συνεργασία μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτικών φορέων, η κοινή παραδοχή ότι η ασφάλεια είναι προϋπόθεση ελευθερίας και ευημερίας, η αποστροφή στο ψέμα και η συμφωνία πλέον σε λύσεις, πρακτικές λύσεις, αποτελεσματικές λύσεις, πέρα από ξεπερασμένα θεωρητικά σύνορα. Με τον διαχωρισμό μεταξύ των πολιτών να δύει μαζί με τον παλαιοκομματισμό.

Πρόκειται για πρόοδο η οποία διατρέχει τόσο τους θεσμούς όσο και τη στάση των ψηφοφόρων. Θυμίζω ότι στο εξής τα προγράμματα των κομμάτων επιβάλλεται να κοστολογούνται από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ώστε να απαλλαγούμε, επιτέλους, στις επόμενες εθνικές εκλογές από την ανέξοδη πλειοδοσία. Ενώ όλο και περισσότερο η κοινή γνώμη αφήνει πίσω ιδεολογήματα, αναζητώντας, πρώτα και πάνω απ’ όλα, χειροπιαστά αποτελέσματα.

Το ίδιο μήνυμα θα έλεγα ότι διατρέχουν και εκπέμπουν και αλλαγές οι οποίες επηρεάζουν τελικά και τις ίδιες τις συμπεριφορές των συμπολιτών μας. Η οικολογική ευαισθησία, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη νέα γενιά, η πρόοδος του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης, αλλά και η αυξανόμενη συμμετοχή, της τόσο κακοποιημένης αυτής έννοιας της ατομικής ευθύνης, στις δημόσιες δράσεις, κάτι το οποίο το βλέπουμε να εκδηλώνεται ήδη, κυρίως με πρωτοβουλίες της Πολιτικής Προστασίας.

Τα παραπάνω θεωρώ ότι συνιστούν, κ. Πρόεδρε, δείγματα ωριμότητας που μας δίνουν πρόσθετη αισιοδοξία για το αύριο. Αποδεικνύοντας πως οι Ελληνίδες και οι Έλληνες νιώθουν πως έχει έρθει πια ο καιρός της αναμέτρησης με όσα υπονόμευαν επί δεκαετίες την πορεία μας. Κερδίζοντας τον χρόνο ο οποίος δεν αξιοποιήθηκε και μειώνοντας γρήγορα την απόσταση που δυστυχώς ακόμα μας χωρίζει από την ευρωπαϊκή καθημερινότητα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτό το σταυροδρόμι των 50 ετών, το ισοζύγιο κατακτήσεων και αδυναμιών που μεσολάβησε πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να είναι δίκαιο. Γιατί οι τελευταίες ασφαλώς δεν λείπουν. Είτε αυτές αφορούν τις δυσκολίες της συγκυρίας, όπως την υπαρκτή ακρίβεια, είτε συνδέονται με χρόνιες καθυστερήσεις του κράτους.

Όμως, όσο αυτοκριτικοί και αν θέλουμε να είμαστε, θα ήταν λάθος στη σημερινή ημέρα οι επιμέρους σκιές να κρύψουν τη συνολική εικόνα μιας συγκεκριμένης εθνικής διαδρομής.

Γιατί είναι αλήθεια πως η Ελλάδα του 2024 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 1974. Είναι μία σύγχρονη Δημοκρατία, με τα σύνορά της προστατευμένα, την εθνική της άμυνα θωρακισμένη, τη διπλωματία της πλαισιωμένη από ισχυρές συμμαχίες, την οικονομία της πιο στιβαρή, στην πρώτη γραμμή, και ναι, και με την κοινωνία της, παρά τους διαχωρισμούς, πιο ενωμένη από ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Παράλληλα, το πολίτευμά μας βάθυνε και αυτό, στρέφοντας το ενδιαφέρον του πρωτίστως στην προστασία των πιο ευάλωτων.

Για σκεφτείτε, πολίτες με αναπηρία, συμπολίτες μας με αναπηρία δεν είναι πια αόρατοι για την πολιτεία, όπως ήταν για πολλές δεκαετίες. Ομάδες που ζούσαν στο περιθώριο έχουν σήμερα πια όλα τα δικαιώματα που τους παρέχει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός.

Και δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία έκθεση του κράτους δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύεται σήμερα, ανήμερα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αυτή η έκθεση κατατάσσει την Ελλάδα στις 9 χώρες, μεταξύ των 27, με τις λιγότερες συστάσεις. Και αυτό σε πείσμα όσων διαλαλούν ότι είμαστε τάχα μία «αυταρχική» Δημοκρατία.

Στο μεταξύ, κ. Πρόεδρε, πρέπει να αναγνωρίσουμε και την πρόοδο που έχουμε πετύχει στην ίδια την κοινοβουλευτική διαδικασία. Σε αυτή την αίθουσα συχνά μπορούμε και πρέπει να διαφωνούμε και μάλιστα έντονα. Όμως, η Βουλή λειτουργεί και λειτουργεί πολύ καλά επί πέντε δεκαετίες. Ενίσχυσε το νομοθετικό της έργο με πολλές πρόσθετες επιτροπές. Ανάμεσα σε πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις, ενέκρινε, επιτέλους, και την επιστολική ψήφο, δείγμα ότι και το Κοινοβούλιό μας ακολουθεί πράγματι τα μηνύματα των καιρών.

Δύο ακόμα παρατηρήσεις, κ. Πρόεδρε, για τη δράση του Σώματος όλο αυτό το διάστημα. Πρώτον έδειξε ότι ξέρει και μπορεί να περιφρουρεί τις διαδικασίες του, αποβάλλοντας εκείνους που το προσβάλλουν με αντιδημοκρατικές επιθέσεις. Και δεύτερον, ναι, το Κοινοβούλιο ανοίχτηκε στους πολίτες, όχι μόνο με κινήσεις ενημέρωσης, αλλά δίνοντας και έμπρακτα το «παρών» σε κάθε δύσκολη στιγμή που βίωσε η ελληνική κοινωνία.

Απόσταγμα, ωστόσο, κάθε θετικής εμπειρίας δεν μπορεί να είναι μόνο η καταγραφή της, όσο η αναμέτρηση με το μέγεθος το οποίο θα μπορούσε να έχει. Κάτι που οδηγεί και πάλι στα σημερινά μεγάλα στοιχήματα του πολιτικού συστήματος.

Να κινηθούμε, δηλαδή, ταχύτερα και να συναντηθούμε, όπου αυτό είναι εφικτό, σε συναινέσεις, αλλά κυρίως σε ρεαλιστικές θέσεις, μακριά από διαιρέσεις που χτίζονται συνήθως πάνω σε ψεύτικες υποσχέσεις.

Ενώ, από την άλλη, να στραφούμε με πραγματισμό και με ευθύνη απέναντι στις αναγκαίες τομές που χρειάζεται η χώρα την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με στόχο τα διδάγματα του χθες να γίνουν ισχυρά προτάγματα του σήμερα.

Τιμώντας έμπρακτα με αυτόν τον τρόπο τον μισό αιώνα Μεταπολίτευσης και μετατρέποντας τα μεγάλα άλματα του παρελθόντος στα επόμενα άλματα του μέλλοντος. Σε αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση ήδη προωθεί μια σειρά από αλλαγές που βελτιώνουν την καθημερινότητα του πολίτη.

Αλλά θα ήθελα να κλείσω επισημαίνοντας ότι η σημερινή μέρα σίγουρα είναι μία μέρα που δεν ενδείκνυται για άγονες αντιπαραθέσεις και για κομματικούς διαξιφισμούς. Αυτό, ωστόσο, δεν με εμποδίζει να απευθυνθώ για ακόμα μία φορά ειλικρινά στις πτέρυγες της αντιπολίτευσης, ζητώντας πάντα σαφείς και θετικές προτάσεις, στο πλαίσιο μιας κουλτούρας ουσιαστικού, προωθητικού διαλόγου.

Τα μεγάλα προβλήματα τόσο πιο εύκολα αντιμετωπίζονται όσο πιο μεγάλο είναι και το μέτωπο το οποίο ορθώνεται απέναντί τους. Η Μεταπολίτευση, άλλωστε, μπορεί να μοιάζει με μία περίοδο σχετικά μικρή σε εμάς και τα παιδιά μας, σε σχέση με τον ιστορικό χρόνο, όμως, παράλληλα, δεν παύει να αποτελεί το εν τέταρτον ολόκληρης της ως τώρα ζωής του ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Και υπό αυτό το πρίσμα τα 50 χρόνια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτούν άλλη διάσταση. Συγκροτούν αναμφίβολα ένα σχετικά αυτοτελές ιστορικό κεφάλαιο στη διαδρομή του τόπου, έχοντας εγείρει όμως στη διάρκειά τους μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα, με πρώτο τον εκσυγχρονισμό. Ερωτήματα τα οποία μένουν ανοιχτά, ως προκλήσεις για το μέλλον.

Η Μεταπολίτευση έτσι καθίσταται το τέλος και η αρχή. Μια αρχή που γεννά καθορισμένα καθήκοντα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, με πυξίδες τον ρεαλισμό και το αποτέλεσμα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως είπα και εισαγωγικά, δεν είναι τυχαίο ότι τα γενέθλια της Δημοκρατίας συμπίπτουν με αυτά της παράταξής μας. Όπως συμπίπτουν τελικά και οι μεγάλες εθνικές επιλογές με τις διαχρονικές θέσεις του κόμματός μας: την ευρωπαϊκή προοπτική, την ανοιχτή οικονομία, το κοινωνικό κράτος, τη λαϊκή ενότητα, πάνω από όλα την ανεξάρτητη και ισχυρή πατρίδα.

Και στον ίδιο δρόμο του υπεύθυνου πατριωτισμού βαδίζουμε και στις μέρες μας. Σε μια μεγάλη προσπάθεια τα 50 χρόνια από την επιστροφή της Δημοκρατίας να γίνουν αφετηρία και για μια καλύτερη δημόσια ζωή αλλά και για μια καλύτερη Ελλάδα.

Γι’ αυτό και θεωρώ τη σημερινή επέτειο συλλογικό ξεκίνημα για τη συνολική αναβάθμιση της λειτουργίας και του πολιτικού μας συστήματος.

Από την πλευρά της, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να γίνεται σε λίγο 50 ετών, τη διαπερνά ωστόσο η ίδια εκείνη ορμή της εκκίνησης του 1974, που στο πέρασμα του χρόνου ενώθηκε με τον εφηβικό ριζοσπαστισμό και αργότερα με την ενήλικη ωριμότητα, για να μετουσιωθεί τελικά σε μια πολιτική διαρκούς εξέλιξης, που ενσωματώνει προωθητικά την παράδοση, όπως ακριβώς θα το ήθελε και ο ιδρυτής μας.

Σε ένα κόμμα δυναμικό, το οποίο θέλει να καινοτομεί, χωρίς πάντως να χάνει την ταυτότητά του, να διευρύνεται, χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές του, κρατώντας τις ρίζες του δυνατές ώστε να μπορεί να απλώνεται και πέρα από τη σκιά του.

Γι’ αυτό και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα όπου συναντώνται πολίτες από διαφορετικές αφετηρίες, με τον ίδιο σκοπό όμως πάντα: ένα κράτος σύγχρονο και δημοκρατικό, παραγωγικό και δίκαιο.

Υποδεχόμαστε, λοιπόν, τον μισό αιώνα της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας οπλισμένοι με περισσότερη αυτογνωσία και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ζυγίζοντας τις παλιές μας αδυναμίες προκειμένου να μεταφραστούν σε νέες δυνάμεις και κρατώντας πρώτα και πάνω απ’ όλα στέρεους τους δεσμούς μας με την κοινωνία.

Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας.

Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί.

Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη Δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ΄ όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις.

Θα ορίσουμε έτσι τις συντεταγμένες της πορείας μας για τα επόμενα 50 χρόνια, με την ίδια τόλμη που έδειξαν και οι πρωτεργάτες της μεγάλης αλλαγής του 1974. Με το όραμά τους ολοζώντανο στον πυρήνα των πολιτικών μας, τη σκέψη τους να πυροδοτεί τη δράση μας και τις πράξεις τους να μας καλούν να γίνουμε όχι απλά θεματοφύλακες ενός ιστορικού παρελθόντος, αλλά και διαμορφωτές ενός σπουδαίου μέλλοντος.

Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία μας.»

ΜέΡΑ25: «Να αντιταχθούμε στην ολιγαρχία που καταβρόχθισε τις κατακτήσεις μας»

     Η μεταπολίτευση ήρθε με τίμημα το δράμα και την προδοσία της Κύπρου και τις ζωές εκείνων που αντιστάθηκαν στη χούντα. Αυτό που κατάφερε στις πρώτες δεκαετίες δεν ήταν λίγο. Εγκαθίδρυσε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που δεν ήταν «αναιμική», δημιούργησε έναν νέο δημόσιο χώρο, κατοχύρωσε πρωτοφανή στοιχεία οικονομικής δημοκρατίας, γέννησε νέα πολιτιστικά ρεύματα, τροφοδότησε ιδέες και δράσεις. 


Σε κοινή τους δήλωση για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, οι συντονιστές της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25, Ηρώ Διώτη και Νίκος Θεοχαράκης, αναφέρουν:


«Η μεταπολίτευση ήρθε με τίμημα το δράμα και την προδοσία της Κύπρου και τις ζωές εκείνων που αντιστάθηκαν στη χούντα. Αυτό που κατάφερε στις πρώτες δεκαετίες δεν ήταν λίγο. Εγκαθίδρυσε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που δεν ήταν «αναιμική», δημιούργησε έναν νέο δημόσιο χώρο, κατοχύρωσε πρωτοφανή στοιχεία οικονομικής δημοκρατίας, γέννησε νέα πολιτιστικά ρεύματα, τροφοδότησε ιδέες και δράσεις. Απήλλαξε τον τόπο από την κατάρα της εθνικοφροσύνης, του αντικομουνισμού και του φόβου του χωροφύλακα. Αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, εκσυγχρόνισε το οικογενειακό δίκαιο, δημιούργησε τα θεμέλια ενός κοινωνικού κράτους στην παιδεία, στην υγεία και στις συντάξεις και θεσμοθέτησε ένα προοδευτικό πλαίσιο στις εργασιακές σχέσεις.

Για τον λόγο αυτό πολεμήθηκε ανηλεώς από ένα σύστημα ισχύος, πολιτικής και οικονομικής, το οποίο δεν έπαψε επί χρόνια να κηρύσσει το τέλος της.

Οι κατακτήσεις αυτές δεν κράτησαν για πολύ. Η επόμενη φάση οδήγησε στη διαφθορά, το πελατειακό κράτος και την επικράτηση οικονομικών πολιτικών που οδήγησαν σε μια οικονομία και κοινωνία που γιγαντώθηκε πάνω σε πήλινα πόδια. Η στρεβλή αυτή ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα – και παρά τους αγώνες του λαού μας – οδήγησε στην Ελλάδα των μνημονίων που πλήρωσε την ένταξή της σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που γινόταν ολοένα πιο αντιδραστική και νεοφιλελεύθερη.

Από τα μνημόνια και μετά – και παρά τις Αλκυονίδες μέρες του 2015 που έδειχναν ότι μπορούσαμε και αλλιώς – η Ελλάδα έπαψε να είναι δημοκρατία. Η οικονομική, κοινωνική και εξωτερική της πολιτική πλέον υπαγορεύεται από τους δανειστές και το ΝΑΤΟ, οι εργασιακές σχέσεις έχουν ρυθμιστεί προς όφελος του κεφαλαίου, ο δημόσιος και ιδιωτικός πλούτος έχει πέσει στα χέρια των λίγων (ντόπιων και ξένων), τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται σε ένα όργιο καταστολής και αυθαιρεσίας, το σύνταγμα κατακουρελιάζεται, το κοινωνικό κράτος αποδομείται, το εργατικό δυναμικό μεταναστεύει, η ακρίβεια κάνει τον βίο αβίωτο, η στέγαση είναι χτικιό, και τα δρεπανηφόρα άρματα του νεοφιλελευθερισμού και της διαφθοράς θερίζουν τις προϋποθέσεις για μια αξιοπρεπή ζωή για τους πολλούς.

Τελικά η ολιγαρχία, με τους δανειστές και τις κυβερνήσεις υπηρέτες τους, πέτυχαν την άρση κάθε πολιτικής και οικονομικής δημοκρατικής δομής στη χώρα. Μισό αιώνα μετά, το ΜέΡΑ25 αποδίδει φόρο τιμής στους ανθρώπους που πάλεψαν για την πτώση της φασιστικής στρατιωτικής χούντας, στους ανθρώπους που εργάστηκαν για την κοινωνική αναγέννηση έξω από τα σκοτάδια του δεξιού κράτους, για την κατοχύρωση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων στην υγεία, την παιδεία, τη στέγαση, τις μεταφορές.

Στις σκοτεινές μέρες που ζούμε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη υπηρεσία στη δημοκρατία από το να παλέψουμε για την ανάκτηση αυτών των κοινωνικών δικαιωμάτων, για ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη, ειρήνη, και περιβαλλοντική ισορροπία – από το να δημιουργήσουμε την κοινωνική και πολιτική αντιπαράταξη στην ολιγαρχία αυτή που καταβρόχθισε τις κατακτήσεις της Δημοκρατίας.»

Σωκράτης Φάμελλος: «Οι αξίες της Μεταπολίτευσης παραμένουν επίκαιρες και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για ένα κοινωνικά δίκαιο και ισχυρό κράτος» (vid)

     Οι αξίες της Μεταπολίτευσης παραμένουν επίκαιρες και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για ένα κοινωνικά δίκαιο και ισχυρό κράτος.

50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αποτελεί χρέος μας να μην λησμονήσουμε τους αγώνες του λαού μας για Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία. Η μεταπολίτευση δεν αποτέλεσε μόνο την πολιτική στιγμή της αποκατάστασης της δημοκρατίας, την επιβεβαίωση και κατοχύρωση της καθολικής λαϊκής βούλησης για δημοκρατικό πολίτευμα και ατομικά δικαιώματα. Αποτέλεσε και την πολιτική στιγμή κατοχύρωσης της αξίας και του ρόλου των δημόσιων αγαθών, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Αλλά και της αξίας της πολιτικής και της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, που κινητοποίησε και τις παραγωγικές δυνάμεις εκείνης της εποχής.

Και τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις εκφράζοντας και αποτυπώνοντας το παλλαϊκό κοινωνικό αίσθημα συναγωνίστηκαν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις φέρνοντάς μας πιο κοντά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, πριν τις τυπικές ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις.

Η Μεταπολίτευση αποτελεί μία ιστορική περίοδο σημαντικών τομών, μετασχηματισμών, υπερβάσεων και επιτυχιών αλλά ταυτόχρονα και μια περίοδο χαμένων ευκαιριών, συμβιβασμών, ελλειμμάτων και ανεπαρκειών.

Δεν ήταν και δεν είναι μία γραμμική πορεία και δυστυχώς δεν ήταν και δεν είναι μία αύξουσα συνάρτηση.



Η ομιλία του Σωκράτη Φάμελλου στη Βουλή

«Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και Κύριοι βουλευτές,

50 χρόνια δημοκρατικού πολιτεύματος συμπληρώνονται σήμερα, η πιο μακρά περίοδος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και πολιτικής σταθερότητας στη χώρα μας, και το γεγονός αυτό καθαυτό συνιστά μια μεγάλη κατάκτηση του ίδιου του ελληνικού λαού.

Σήμερα τιμούμε πρώτα από όλα όσες και όσους πάλεψαν ενάντια στη χούντα των Συνταγματαρχών για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Τους χιλιάδες αγωνιστές που υπέστησαν βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες, θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια τους τη ζωή για τη δημοκρατία. Τους δημοκράτες, τους αριστερούς, τους πατριώτες.

Και δηλώνουμε ότι οι πράξεις τους θα αποτελούν πάντοτε φωτεινό παράδειγμα για μια κοινωνία δίκαιη, ελεύθερη και ανθρώπινη. Και δεσμευόμαστε ότι θα υπηρετήσουμε αυτούς τους στόχους.

Η σημερινή επέτειος είναι όμως και μια διαρκής υπενθύμιση των κινδύνων του φασισμού, της αξίας της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Και βλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις και στην Ευρώπη και στη χώρα μας, την άνοδο της ακροδεξιάς και των νεοναζί, τις ιαχές του μίσους, του φόβου και της βίας οφείλουμε να επιβεβαιώσουμε και να υπενθυμίσουμε προς όλη την κοινωνία και ιδιαίτερα προς τη νέα γενιά ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία και την ελευθερία δεν σταματά ποτέ.

Η σημερινή ημέρα είναι και μία γιορτή της αντίστασης, μία υπενθύμιση της αξίας της αντίστασης. Γιατί η αντίσταση του ελληνικού λαού δοξάστηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Γιατί η αντίσταση αποτέλεσε την προϋπόθεση προόδου.

Και αυτό οφείλουμε να το υπενθυμίζουμε σήμερα, που το σύστημα εξουσίας καλεί τους πολίτες και ιδιαίτερα τη νέα γενιά, σε συμβιβασμό, περιορισμένες προσδοκίες και υπόκλιση σε πελατειακές σχέσεις.

Για αυτό μεθοδευμένα αποσιωπάται η αξία της αντίστασης και ο ρόλος της στην κοινωνική πρόοδο. Και για το λόγο αυτό οφείλουμε να διατηρούμε και να αναδεικνύουμε τους μαρτυρικούς τόπους της Γυάρου και της Μακρονήσου και να μην επιτρέψουμε την απώλεια της ιστορικής μνήμης και την αποιδεολογικοποίηση της αντιδικτατορικής πάλης.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αποτελεί χρέος μας να μην λησμονήσουμε τους αγώνες του λαού μας για Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία. Η μεταπολίτευση δεν αποτέλεσε μόνο την πολιτική στιγμή της αποκατάστασης της δημοκρατίας, την επιβεβαίωση και κατοχύρωση της καθολικής λαϊκής βούλησης για δημοκρατικό πολίτευμα και ατομικά δικαιώματα. Αποτέλεσε και την πολιτική στιγμή κατοχύρωσης της αξίας και του ρόλου των δημόσιων αγαθών, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Αλλά και της αξίας της πολιτικής και της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, που κινητοποίησε και τις παραγωγικές δυνάμεις εκείνης της εποχής.

Και τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις εκφράζοντας και αποτυπώνοντας το παλλαϊκό κοινωνικό αίσθημα συναγωνίστηκαν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις φέρνοντάς μας πιο κοντά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, πριν τις τυπικές ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις.

Η Μεταπολίτευση αποτελεί μία ιστορική περίοδο σημαντικών τομών, μετασχηματισμών, υπερβάσεων και επιτυχιών αλλά ταυτόχρονα και μια περίοδο χαμένων ευκαιριών, συμβιβασμών, ελλειμμάτων και ανεπαρκειών.

Δεν ήταν και δεν είναι μία γραμμική πορεία και δυστυχώς δεν ήταν και δεν είναι μία αύξουσα συνάρτηση.

Η μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από μεγάλες τομές όπως:
  • Το προοδευτικό Σύνταγμα του 1975.
  • Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
  • Η ένταξη και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
  • Η μεγάλη πολιτική αλλαγή του 1981.
  • Η πολιτική επικράτηση του τρίπτυχου «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση», που αντικατόπτριζε την κατοχύρωση των αξιών αυτών στην κοινωνική συνείδηση.
  • Η θεμελίωση του κοινωνικού κράτους με κεντρικό υπόδειγμα το ΕΣΥ αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης για την Ελλάδα των μη προνομιούχων.
  • Αλλά και πρόσφατα η έξοδος από τα μνημόνια από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα.
  • Και η ιστορική συμφωνία των Πρεσπών.

Όλες αυτές οι τομές επιβεβαίωσαν και κατοχύρωσαν την αξία της πολιτικής.

Από την άλλη πλευρά η μεταπολίτευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια διπλή τραγωδία για τον ελληνισμό, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την de facto διχοτόμηση του Νησιού, που παραμένει 50 χρόνια.

Ταυτόχρονα όμως κηλίδωσαν τη δημοκρατία μας:
  • οι πελατειακές σχέσεις,
  • η αναξιοκρατία, η αδιαφάνεια η επικράτηση της κομματοκρατίας
  • η διαφθορά, η οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία.

Πρέπει όλοι μας να αναρωτηθούμε αν σημαίνει κάτι πλέον η μεταπολίτευση για τους νέους μας. Αν συνεχίζει να συνδέεται με τις της προόδου και της δημοκρατίας. Γιατί η κοινωνία και ιδιαίτερα η νεολαία βιώνει μία ύφεση και στην πρόσβαση στα αγαθά της προόδου αλλά και στις προσδοκίες.

Κάνοντας σήμερα έναν απολογισμό οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το πολιτικό σύστημα ανταποκρίνεται όλο και λιγότερο στις μεγάλες τομές που εισήγαγε η μεταπολίτευση:

τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της, τη διαφάνεια και το κράτος δικαίου, την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια αγαθά και στο δικαίωμα στην ευημερία.

Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει μία αξιοσημείωτη και επικίνδυνη υποχώρηση αξιών. Μία συντηρητική και αναχρονιστική υποχώρηση στο πεδίο των ιδεών.

Σήμερα ζούμε την κυριαρχία της οικονομικής εξουσίας, των συμφερόντων πάνω στην πολιτική, που απλά τα υπηρετεί. Το σύστημα εξουσίας έβαλε στο στόχαστρο και εκδικήθηκε την πολιτική. Την απαξίωσε γιατί ήταν ξεκάθαρο ότι μόνο η πολιτική μπορούσε και μπορεί να αμφισβητήσει την αναπαραγωγή ενός άδικου συστήματος οικονομικής εξουσίας.

Η Δημοκρατία μας αδυνατίζει. Απομακρυνόμαστε ταχύτατα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η πολιτική βρίσκεται στο ναδίρ της αξιοπιστίας.

Οι πολλαπλές παραβιάσεις του κράτους δικαίου και η απαξίωση του Συντάγματος, που καταγράφονται και στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και από πλείστες άλλες εκθέσεις, τροφοδοτούν την περαιτέρω απαξίωση των λειτουργιών της πολιτείας, αλλά και απολιτικές, αντιπολιτικές, σκοταδιστικές, αντιεπιστημονικές και ακροδεξιές στάσεις και συμπεριφορές, τα αποτελέσματα των οποίων βιώνουμε όλοι και όλες.

Και τα βλέπουμε και μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Απόδειξη η αποχή ρεκόρ στις ευρωεκλογές του Μαΐου, που αποτέλεσε ηχηρή αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος και προμηνύει ρήξεις στην κοινωνική συνοχή με πιθανά επικίνδυνα κοινωνικά φαινόμενα.

Η πολιτική πρέπει να ανακτήσει την αξιοπιστία της, την εμπιστοσύνη των πολιτών και της κοινωνίας, κυρίως των νέων που αποτελούν το μέλλον της πατρίδας μας.

Ιδιαίτερα σήμερα που οι γεωπολιτικές αλλαγές, η δημογραφική κρίση και η επερχόμενη κλιματική καταστροφή θέτουν νέες υψηλότερες απαιτήσεις για ενίσχυση της πολιτείας και της επάρκειάς της. Ενώ στην Ελλάδα ζούμε ακριβώς το αντίθετο.

Αλλά και για ένα καινοτόμο και απαιτητικό νέο παραγωγικό μοντέλο, τομέα στον οποίο δεν έχουμε επιδείξει στη μεταπολίτευση επιτυχία και αποτελεσματικότητα.

Και όπως απέδειξε και η μεταπολίτευση αλλά και οι θετικές της στιγμές, η πολιτική οφείλει να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει την ελληνική κοινωνία.

Οφείλουμε να πατήσουμε γερά στις αξίες της μεταπολίτευσης. Η ειρήνη, η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, ο πολιτισμός, η προστασία και ενίσχυση των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις ενός κοινωνικά δίκαιου και ισχυρού κράτους.

Η απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα απαιτεί αλλαγή πολιτικής με βαθιές μεταρρυθμίσεις και υπεράσπιση των αξιών της δημοκρατίας. Μόνο και μόνο τότε μπορεί να εξασφαλιστεί μια βιώσιμη πορεία για τη χώρα, βασισμένη σε αρχές αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και αειφορίας.

Μόνο και μόνο τότε θα πάψει η νέα γενιά να φεύγει για το εξωτερικό και θα επανέλθει η βεβαιότητα της Μεταπολίτευσης ότι οι νεότερες γενιές θα ζουν καλύτερα από τις παλιότερες.

Γιατί μια κριτική ματιά στα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης μας δείχνει ότι οι θετικές στιγμές και οι κατακτήσεις μας στηρίχτηκαν σε αυτές τις αξίες ενώ οι αρνητικές στιγμές εκμεταλλεύτηκαν την υποχώρηση αυτών των αξιών, … και της πολιτικής.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές

Το κράτος δικαίου εμφανίζεται αποδυναμωμένο μετά από το σκάνδαλο των υποκλοπών, την έλλειψη πολυφωνίας των ΜΜΕ, την βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, την τραγωδία των Τεμπών, τις επιθέσεις και στοχοποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών, τη διαρροή προσωπικών δεδομένων εκλογέων και τη χρήση τους για ψηφοθηρικούς σκοπούς.

Το σκάνδαλο των υποκλοπών στιγματίζει τη δημοκρατία μας, όσο δεν αποδίδονται ευθύνες. Και συνδέεται και με τα θέματα εθνικής ασφάλειας εφόσον επιβεβαιωμένα αφορούσε και στην ηγεσία του στρατού. Από την υποβάθμιση του κράτους δικαίου και την απαξίωση της πολιτικής επωφελούνται μόνο οι μισαλλόδοξες ακραίες φωνές.

Και όπως σταθερά προτείνει ο ΟΗΕ στους δείκτες για τη βιώσιμη ανάπτυξη, στις μεγάλες κρίσεις και αβεβαιότητες του μέλλοντος χρειαζόμαστε μια κοινωνία ενεργών πολιτών και όχι απομονωμένων στην ατομικότητα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μπροστά στις νέες μεγάλες αβεβαιότητες οφείλουμε να εργαστούμε για μια προοδευτική διέξοδο.

Αυτό ήταν και το μήνυμα της μεταπολίτευσης και της θυσίας των αγωνιστών της αντιδικτατορικής αντίστασης.»
πηγή: famellos.eu