Κώστας Δουζίνας: Το κράτος των δικαστών (2): Οι ιδεολογικές πίστεις των δικαστών

Κώστας Δουζίνας, απόψεις, δικαστήριο, δικαιοσύνη, δικαστές, ιδεολογία,

Δεν ξέρω ούτε με ενδιαφέρει τι ψηφίζει η κα εισαγγελέας. Αλλά επειδή ξέρω, μαζί με την παγκόσμια κριτική βιβλιογραφία, ότι οι ιδεολογικές πεποιθήσεις των δικαστών αποτελούν ένα από τους βασικούς παράγοντες στις αποφάσεις τους, νομίζω ότι πρέπει και η Ελλάδα να βρει τρόπους για να γίνονται οι πεποιθήσεις αυτές δημόσια γνωστές και να λαμβάνονται υπ’ όψη όταν διορίζονται οι ηγεσίες μέσα σε μιά λογική ιδεολογικά ισορροπημένου δικαστικού σώματος...

γράφει ο Κώστας Δουζίνας*

Όπως πλησιάζουμε στις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές ένα θέμα άγνωστο σε μας έχει κεντρική θέση στην αντιπαράθεση: η σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου (Supreme Court). To Κογκρέσο θα ολοκληρώσει την επόμενη εβδομάδα τον διορισμό στο Δικαστήριο της Amy Barrett εκλεκτής του Trump. Η υπερσυντηρητική Barrett θα δώσει πλειοψηφία 5-4 στη δεξιά πλευρά του Δικαστηρίου. Έτσι μια σειρά ιστορικά φιλελεύθερων αποφάσεων θα κινδυνεύσουν και το Δικαστήριο θα μετατραπεί στον μεγαλύτερο υποστηρικτή της «πλουτοκρατίας και της διαπλοκής», όπως γράφει η Guardian. O Trump δήλωσε επανειλημμένα ότι θέλει την Barrett στο Supreme Court πριν τις εκλογές, μιας και μπορεί να κληθεί το Δικαστήριο να αποφασίσει το αποτέλεσμα τους. Έτσι έγινε το 2000 όταν το Δικαστήριο κατοχύρωσε την εκλογή του προέδρου G. W. Bush με ψήφους 5-4 απορρίπτοντας την προσφυγή του υποψήφιου των Δημοκρατικών Al Gore. Μια συνταγματική σύμβαση λέει ότι ο απερχόμενος Πρόεδρος δεν πρέπει να διορίζει δικαστές λίγο πριν τη λαϊκή ετυμηγορία. Αλλά ο Trump δεν πίστευε ότι υπάρχει ο κορονοιός, σιγά μη ακολουθούσε συμβάσεις και συμφωνίες κυρίων.

Το «μπούκωμα του δικαστηρίου» (court packing)

Οι Δημοκρατικοί απείχαν από την τελική ψηφοφορία για την επικύρωση της Barrett. Έβαλαν στις θέσεις τους εικόνες πολιτών που θα υποφέρουν από την εκλογή της επειδή θα χάσουν την περιορισμένη υγειονομική κάλυψη του νόμου Obamacare που οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν δηλώσει ότι θα καταργήσουν. Η κεντρική συνταγματική προσφυγή κατά του νόμου θα αποφασιστεί από το Δικαστήριο την αμέσως επόμενη περίοδο. Τι μπορούν να κάνουν οι Δημοκρατικοί για να αποκρούσουν τη συντηρητική πλειοψηφία. Το court packing είναι μια πιθανή απάντηση του Προέδρου Biden στον συντηρητικό εκβιασμό. Ο πιθανός νέος Δημοκρατικός Πρόεδρος δεν θέλει να περάσει τη θητεία του με συνεχείς ήττες από ένα αντιδραστικό Δικαστήριο που θα αποτελεί την πιο ισχυρή αντιπολίτευση στις πολιτικές του. Το court packing θα λειτουργήσει ως εξής: Με νόμο αυξάνεται ο αριθμός των μελών του Δικαστηρίου από 9 σε 11. Ο Πρόεδρος προτείνει δύο νέους δικαστές, το Δημοκρατικό πια Κογκρέσο τους αποδέχεται και η συντηρητική και Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία 5-4 γίνεται ένα φιλελεύθερο και Δημοκρατικό 6-5.

Θα μου πείτε είναι μια τελείως αντιθεσμική κίνηση, σίγουρα οι συνταγματολόγοι και οι τίμιοι πολιτικοί δεν θα την επιτρέψουν. Και όμως το New Deal, για το οποίο τόσο περηφανεύονται οι Αμερικάνοι, είναι ακριβώς αποτέλεσμα της απειλής του Προέδρου Roosevelt το 1937 να αλλάξει τη συντηρητική πλειοψηφία του Δικαστηρίου, αυξάνοντας τον αριθμό των δικαστών. Η τότε πλειοψηφία είχε επανειλημμένα υποστηρίξει την ιδιωτική περιουσία κατά της κρατικής παρέμβασης και πολλοί δικαστές είχαν κάνει σαφή τη διαφωνία με το New Deal. Η απειλή του Roosevelt οδήγησε έναν δικαστή να αλλάξει πλευρά δημιουργώντας μια νέα φιλελεύθερη πλειοψηφία η οποία αποδέχτηκε τα μέτρα του Roosevelt. Έτσι το σχέδιο για court packing δεν προχώρησε και το New Deal έσωσε την Αμερική και πιθανά και τον καπιταλισμό.

Η επιρροή της πολιτικής και κομματικής τοποθέτησης των δικαστών στις αποφάσεις τους έχει γίνει αντικείμενο πολλών ερευνών στην Αμερική σε αντίθεση με την Ελλάδα. Η πιο πρόσφατη μελέτη του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο New York University Zalman Rothschild που δημοσιεύτηκε τον τελευταίο μήνα είναι χαρακτηριστική. Ο Rothschild εξέτασε 74 περιπτώσεις προσφυγών Εκκλησιών και θρησκευτικών ιδρυμάτων σε ομοσπονδιακά δικαστήρια κατά πολιτειακών αποφάσεων επιβολής περιοριστικών μέτρων για την πανδημία. Τα ευρήματα είναι συγκλονιστικά: κανένας δικαστής που διορίστηκε από τους Δημοκρατικούς δεν αποφάσισε υπέρ των Εκκλησιών. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία (67%) των διορισμένων από τους Ρεπουμπλικάνους και όλοι οι εκλεκτοί του Τραμπ υποστήριξαν τα θρησκευτικά ιδρύματα.

Η φράση περί «ελεύθερης άσκησης της θρησκείας» στην Πρώτη Τροπολογία και η σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου έχουν μεγάλη σημασία. Πολλές πρόσφατες προοδευτικές αποφάσεις στηρίχτηκαν στην ερμηνεία της – όπως αυτή που υποχρεώνει τους εργοδότες να παρέχουν στους εργαζόμενους ασφάλιση υγείας που καλύπτει την αντισύλληψη και άλλη για νόμους που απαγορεύουν τις διακρίσεις κατά LGBTQ πολιτών. Αυτή η «αθώα» συνταγματική πρόβλεψη θα χρησιμοποιηθεί για να περιορίσει τις αμβλώσεις και τα δικαιώματα ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Όπως έγινε γνωστό η Barrett είναι κεντρικό στέλεχος της υπερσυντηρητικής και μυστικοπαθούς θρησκευτικής οργάνωσης People of Praise, μιάς Καθολικής μασωνίας με σκοπό τον επηρεασμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Έχει δηλώσει στο παρελθόν τη διαφωνία της με τμήματα του νόμου Οbamacare, με τις αμβλώσεις, τις πολιτικές κατά των διακρίσεων και την προσπάθεια περιορισμού του δικαιώματος κατοχής όπλων. Οι πολιτικές και ιδεολογικές της απόψεις όπως και οι αποφάσεις της έχουν εξεταστεί λεπτομερώς και οι Δημοκρατικοί δικαιολογημένα ανησυχούν για τη ψήφο της στις σημαντικές συνταγματικές αποφάσεις.

Η ελληνική περίπτωση

Θα μου πείτε πάλι άλλο οι ΗΠΑ άλλο η Ελλάδα. Στο προηγούμενο έδωσα λεπτομερή στοιχεία για τις δικαστικές αποφάσεις που κατάργησαν μια πλειάδα νόμων και πολιτικών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχουν υπάρξει στη χώρα μας μελέτες σαν την Αμερικανική που ανέφερα. Εν μέρει αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι δικαστές δεν επιλέγονται άμεσα από την κυβέρνηση. Είναι σημαντικό επίσης ότι οι απόψεις που εκφράζει η Αμερικανική μελέτη και αυτό το άρθρο δεν είναι γνωστές ή αποδεκτές στην Ελλάδα ενώ συζητιούνται εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία. Η μη άμεση πολιτική επιλογή των δικαστών δίνει την εντύπωση ότι η Ελληνική νομική επιστήμη έχει βρει ένα τρόπο να ουδετεροποιεί τις δικαστικές πεποιθήσεις και να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα και «ορθότητα» των αποφάσεων. Αποτελεί έναν νομιμοποιητικό μύθο.

Και στην Ελλάδα, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία διορίζει την ηγεσία των ανώτερων δικαστηρίων. Η κυβέρνηση επιλέγει αρκετούς υποψήφιους για τις διευθυντικές θέσεις βάσει της επετηρίδας και το υπουργικό συμβούλιο παίρνει την τελική απάφαση από ένα short-list τριών υποψηφίων που επιλέγει η Βουλή. Οι σύντομες και γενικόλογες ακροάσεις των υποψηφίων που εμφανίζονται ενώπιον της Βουλής διεξάγονται ως εάν δικαστές και βουλευτές δεν έχουν πολιτικές απόψεις. Τα μέλη της διάσκεψης των Προέρδρων, που κάνουν τις ακροάσεις, συμπεριφέρονται σαν να μην ξέρουν και να μην ενδιαφέρονται καν για τις πολιτικές θέσεις και προηγούμενες αποφάσεις των υποψηφίων. Όλα αυτά υπηρετούν την υποκριτική άποψη ότι το δίκαιο είναι υπεράνω της πολιτικής και οι δικαστές όταν δικάζουν ξεχνούν προσωρινά τις πολιτικές τους προτιμήσεις και το μυαλό τους γίνεται μιά ιδεολογική tabula rasa.

Η σημασία της ιδεολογικής κατεύθυνσης της ηγεσίας των δικαστηρίων έγινε παγκοίνως γνωστή όταν ο Προκόπης Παυλόπουλος αρνήθηκε να διορίσει την ηγεσία του Αρείου Πάγου και τους Αντιπρόεδρους του ΣΤΕ που πρότεινε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τις περσινές εκλογές. Η συζήτηση επικεντρώθηκε τότε στην συνταγματικότητα της απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας και την διαφωνία του με την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού. Το πραγματικό επίδικο αποσιωπήθηκε. Δεν ακούστηκε γιατί οι προτάσεις Τσίπρα δεν ήταν αποδεκτές από την δεξιά και γιατί αυτές του Μητσοτάκη υπογράφηκαν αμέσως μετά τις εκλογές. Δεν συζητήθηκαν δηλαδή οι πολιτικές απόψεις των υποψηφιών σαν να μην είχαν καμία σημασία παρ’ότι ήταν το πραγματικό διακύβευμα της διένεξης. Όπως εξήγησα στο προηγούμενο, η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων αποφασίζει την σύνθεση τους στις πολιτικά σημαντικές υποθέσεις οδηγώντας συνήθως στην επικράτηση των πολιτικών και νομικών απόψεων του προέδρου. Το ιδεολογικό φίλτρο των δικαστών λειτουργεί πλήρως και στην Ελλάδα αλλά όχι με την Αμερικανική «απλοϊκή» και τίμια διαφάνεια. Μια μελέτη σαν κι αυτή που ανέφερα θα ήταν χρήσιμη και στην Ελλάδα, αλλά δεν έχω πολλές προσδοκίες.

Ας δούμε επίσης την κατάληξη της δίκης της Χρυσής Αυγής. Μας έδωσε ένα σημαντικό παράδειγμα της επήρειας της ιδεολογίας των δικαστών. Οι νομικοί, οι πολίτες και η πολιτική τάξη – όπως εμφανίστηκε στο περίφημο πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών – ομόφωνα πίστευαν ότι οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι. Με αυτή την έννοια, δεν ήταν μόνο η Χρυσή Αυγή αλλά και η δικαστική εξουσία στο εδώλιο.

Οποιαδήποτε άλλη απόφαση από την καταδίκη θα αποτελούσε σημαντική υποχώρηση για την αξιοπιστία της δικαιοσύνης και την σχέση της με την κοινωνία. Εν τούτοις, η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την αθώωση των κατηγορουμένων και μετά την καταδίκη την αναστολή της φυλάκισης.

Δεν ξέρω ούτε με ενδιαφέρει τι ψηφίζει η κα εισαγγελέας. Αλλά επειδή ξέρω, μαζί με την παγκόσμια κριτική βιβλιογραφία, ότι οι ιδεολογικές πεποιθήσεις των δικαστών αποτελούν ένα από τους βασικούς παράγοντες στις αποφάσεις τους, νομίζω ότι πρέπει και η Ελλάδα να βρει τρόπους για να γίνονται οι πεποιθήσεις αυτές δημόσια γνωστές και να λαμβάνονται υπ’ όψη όταν διορίζονται οι ηγεσίες μέσα σε μιά λογική ιδεολογικά ισορροπημένου δικαστικού σώματος. Αλλά πρώτα πρέπει να απομυθοποιήσουμε τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι το δίκαιο είναι πάνω από την πολιτική και η δικαστική εξουσία είναι ιδεολογικά ουδέτερη. Αυτά στα επόμενα.
πηγή: tvxs.gr

(*)Ο Κώστας Δουζίνας, είναι Καθηγητής Νομικής στο Κολλέγιο του Birkbeck του University of London. Έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του στην Αθήνα, το Λονδίνο και το Στρασβούργο, και έχει διδάξει στα πανεπιστήμια του Middlesex, Lancaster, Prague, Αθηνών, Griffith και Nanjung. Είναι ιδρυτικό μέλος του Critical Legal Conference, της Νομικής Σχολής του Birkbeck, αλλά και του Ινστιτούτου για Ανθρωπιστικές Επιστήμες του Πανεπιστημίου του Birkbeck του οποίου είναι σήμερα Διευθυντής....

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου