Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ανδρέας Πάτσης: Ποινική δίωξη για δύο πλημμελήματα για τα "Πόθεν Έσχες" και τις εταιρείες του.


Δύο κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος απήγγειλε ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών στον ανεξάρτητο βουλευτή Ανδρέα Πάτση για την υπόθεση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των τεσσάρων τελευταίων ετών που είχε υποβάλλει, καθώς και για τη συμμετοχή του σε αλλοδαπές εταιρείες

Ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος άσκησε ο Εισαγγελέας Εφετών σε βάρος του ανεξάρτητου βουλευτή Ανδρέα Πάτση για τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των τεσσάρων τελευταίων ετών.

Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν σε βάρος του μέχρι πρότινος βουλευτή της ΝΔ αφορούν τα αδικήματα της ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης καθώς και της συμμετοχής σε εταιρείες με έδρα την αλλοδαπή αυτοπροσώπως και δια παρένθετου προσώπου κατ’εξακολούθηση.

Η δίωξη στρέφεται και κατά την πρώην και της νυν συζύγου του βουλευτή.

Η μεν νυν σύζυγος κατηγορείται πλέον για συνέργεια σε συμμετοχή σε αλλοδαπή εταιρεία δια παρένθετου προσώπου ενώ η πρώην σύζυγος του κ. Πάτση είναι αντιμέτωπη με κατηγορία για ανακριβή και ελλιπή δήλωση πόθεν έσχες του υπόχρεου συζύγου.
Τι αναφέρει η δικογραφία

Η δικογραφία φέρεται να αφορά το διάστημα από 17 Ιουλίου 2019 έως και τις 25 Φεβρουαρίου 2022 και σε αυτή αναφέρεται, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι ο Ανδρέας Πάτσης:
  1. Το 2019, με ημερομηνία οριστικοποίησης της δήλωσης 20.7.21 και ημερομηνία αναφοράς 17.7.2019, στα δηλωθέντα ακίνητα, δεν καταχώρησε πισίνα 28 τμ επ’ ονόματι της τότε συζύγου του σε ακίνητο στη Νέα Πεντέλη. Επίσης ότι ανέγραψε ως έκταση σε δικό του αγροτεμάχιο στο Λουτράκι αντί των 4029 τμ που αναγράφονται στο συμβόλαιο γονικής παροχής, μικρότερο εμβαδόν 2.635 τμ.

  2. Στη δήλωση 2021, ανέγραψε εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα της συζύγου του ύψους 15.149 ευρώ αντί 37.694 ευρώ.

  3. Σε 8 δανειακές υποχρεώσεις δικηγορικής εταιρείας του, από τράπεζα εξωτερικού ανέγραψε λανθασμένο ποσό και επιπλέον παρέλειψε να προσκομίσει βεβαίωση για τις υπόλοιπες οφειλές ποσού 70.000 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία της συμμετοχής σε αλλοδαπή εταιρεία, του αποδίδεται ότι δεν δήλωσε ότι συμμετείχε αυτοπροσώπως ή δια παρένθετου στο κεφάλαιο συνολικά τριών εταιρειών στην Κύπρο ενώ η νυν σύζυγος του δεν δήλωσε συμμετοχή σε εταιρεία με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο.

Την υπόθεση θα αναλάβει Εφέτης Εδικός Ανακριτής που θα οριστεί από την Ολομέλεια Εφετών, προκειμένου να διενεργήσει την κύρια ανάκριση.

ΛΑΡΙΣΑ: Συγκαλείται σήμερα η Ολομέλεια Εφετών για τον ορισμό Εφέτη ειδικού Ανακριτή στην υπόθεση των Τεμπών

Μετά τον ορισμό των δύο ανώτερων δικαστικών λειτουργών η δικογραφία που χειρίζεται η ανακρίτρια Λάρισας θα διαβιβαστεί στο Εφετείο, ώστε οι δύο ειδικοί Ανακριτές να συνεχίσουν την έρευνα...
Η Ολομέλεια Εφετών Λάρισας θα συνεδριάσει στις 13:30, προκειμένου να αποφασίσει για την αναβάθμιση της κύριας ανάκρισης για τη φονική σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη και την ανάθεση της έρευνας σε Εφέτη Ειδικό Ανακριτή.

Το Σώμα των Εφετών, το οποίο απαρτίζεται από περίπου 20 δικαστικούς λειτουργούς, αφού εγκρίνει δια ψηφοφορίας τους λόγους για τους οποίους ζητήθηκε από τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Σταμάτη Δασκαλόπουλο η αναβάθμιση της έρευνας θα προχωρήσει με απόφαση του στον ορισμό ενός Εφέτη ως Ειδικού Ανακριτή και του αναπληρωτή του οι οποίοι αναμένεται να αναλάβουν άμεσα τα καθήκοντα τους.

Μετά τον ορισμό των δύο ανώτερων δικαστικών λειτουργών η δικογραφία που χειρίζεται η ανακρίτρια Λάρισας θα διαβιβαστεί στο Εφετείο, ώστε οι δύο ειδικοί Ανακριτές να συνεχίσουν την έρευνα.

Στο μεταξύ, χθες απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε τρεις νέους κατηγορούμενους οι οποίοι θα απολογηθούν για τα ίδια αδικήματα που βαρύνουν τον 59χρονο σταθμάρχη, δηλαδή για το κακούργημα της διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών και τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και σωματικών βλαβών από αμέλεια κατά συρροή. Εκτιμάται ότι οι τρεις νέοι κατηγορούμενοι θα λογοδοτήσουν στους Εφέτες που θα οριστούν σήμερα για να χειριστούν την πολυσύνθετη έρευνα.

Ο Ντογιάκος ζήτησε τη δικογραφία για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Άδενδρο το 2017! Η παρέμβαση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ι. Ντογιάκος ζήτησε τη δικογραφία για το σιδηροδρομικό δυστύχημα το Άδενδρο το 2017 για να συγκριθεί με την υπόθεση των Τεμπών

Η ανακρίτρια του τραγικού συμβάντος στα Τέμπη εξετάζει ως μάρτυρες σταθμάρχες που υπηρετούν στη Λάρισα και άλλους εργαζόμενους του ΟΣΕ, ενώ αναμένονται οι πραγματογνωμοσύνες που ήδη έχουν διαταχθεί από εισαγγελικής πλευράς και διενεργούνται για τα αίτια του πολύνεκρου δυστυχήματος.

Παράλληλα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος με παραγγελία του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζήτησε τη δικογραφία που είχε σχηματιστεί για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Άδενδρο το 2017 προκειμένου να διαπιστώσει αν είχαν διαπραχθεί αδικήματα από υπηρεσιακούς ή άλλους παράγοντες, σχετικά με την τότε κατάσταση του δικτύου.

Ακόμη, ο κ. Ντογιάκος θα εξετάσει, αν κριθεί αναγκαίο, να ανοίξει νέα έρευνα για το τραγικό συμβάν του 2017 μετά τα νέα δεδομένα της τραγωδίας στα Τέμπη.

Επίσης, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζήτησε τη δικογραφία για να μελετήσει το σκέλος εκείνο που αφορά τη διάπραξη τυχόν άλλων αδικημάτων από υπηρεσιακούς ή άλλους παράγοντες. Κι αυτό γιατί, οι καταγγελίες τότε μιλούσαν για άθλια συνθήκες στον σιδηροδρομικό δίκτυο, οι οποίες τότε το 2017 δεν ερευνήθηκαν και ίσως κριθεί σκόπιμο κάτι τέτοιο να γίνει τώρα.

Υπενθυμίζεται ότι το δυστύχημα είχε γίνει στις 13 Μαΐου 2017, όταν το απογευματινό Intercity από Αθήνα εκτροχιάστηκε έξω από το Άδενδρο, ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη. Τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ανάμεσα τους και ο ένας μηχανοδηγός του τρένου, ενώ άλλοι δέκα τραυματίστηκαν. Παράλληλα, ένας μηχανοδηγός παραπέμφθηκε σε δίκη ως υπεύθυνος του δυστυχήματος αλλά τελικά αθωώθηκε. Συγκεκριμένα, στις 10.10.2022 το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης αθώωσε τον μηχανοδηγό, ενώ το μοναδικό αδίκημα που ερευνήθηκε ήταν ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

ΣΥΡΙΖΑ για Ντογιάκο: «Ελπίζουμε να διατάξει αντίστοιχες έρευνες για τα 11 σιδηροδρομικά ατυχήματα από το 2020 έως το 2023»

«Οι έρευνες της Δικαιοσύνης πρέπει να ρίξουν φως στην αλήθεια που αναζητούν αυτή τη στιγμή τα θύματα, οι οικογένειές τους και η ελληνική κοινωνία», υπογραμμίζει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ σε ανακοίνωση του.

Αφού επισημαίνει ότι «ο κ. Ντογιάκος διέταξε έρευνα για το δυστύχημα του 2017 στο 'Αδενδρο», τονίζει ότι «ασφαλώς και να γίνει», για να σχολιάσει: «Ελπίζουμε να επιδείξει την ίδια επιμέλεια και να διατάξει αντίστοιχες έρευνες και για τα 11 σιδηροδρομικά ατυχήματα από το 2020 έως το 2023». Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ διερωτάται «γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει μεριμνήσει προκειμένου να γίνουν επιτόπιες έρευνες στα γραφεία στην Αθήνα του ΟΣΕ, της ΕΡΓΟΣΕ και της εταιρίας Hellenic Train προκειμένου να κατασχεθεί κάθε έγγραφο, αλληλογραφία, εξώδικο, ηχογραφημένες συνομιλίες και κάθε στοιχείο που είναι κρίσιμο για την αποκάλυψη της αλήθειας». «Τώρα, όχι 6 χρόνια μετά», σχολιάζει καταληκτικά. 
 

Πόπη Τσαπανίδου: Το επιχείρημα ότι για όλα φταίνε οι άλλοι και ποτέ η κυβέρνηση, εκτός από εξοργιστικό, είναι και ασέβεια προς τις οικογένειες των θυμάτων.


 
«Την ώρα που η ελληνική κοινωνία, οι νέοι άνθρωποι ζητούν απαντήσεις για την τραγωδία, για την κυβέρνηση φταίνε ο σταθμάρχης, η ρυθμιστική αρχή, οι προηγούμενες κυβερνήσεις... », τονίζει, σε σημερινή δήλωσή της, η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Πόπη Τσαπανίδου.
 
«Ο αρμόδιος υπουργός κ. Καραμανλής, -που άλλαξε τις συμβάσεις με την ΤΡΑΙΝΟΣΕ σε βάρος του Δημοσίου και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων- σαν να μη συνέβη τίποτα, θα είναι και πάλι υποψήφιος», σημειώνει η κ. Τσαπανίδου και καταλήγει: «Το επιχείρημα ότι για όλα φταίνε οι άλλοι και ποτέ η κυβέρνηση, εκτός από εξοργιστικό, είναι και ασέβεια προς τις οικογένειες των θυμάτων».

Δικάζονται σήμερα Τετάρτη ο Στάθης Λεουτσάκος και άλλα μέλη του κινήματος ενάντια στους πλειστηριασμούς

Την Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023 δικάζονται στο Πρωτοδικείο Αθηνών (κτίρια Ευελπίδων) αγωνιστές κατά των πλειστηριασμών, μεταξύ των οποίων και ο συντονιστής της ΠΓ της ΛΑΕ-ΑΑ Στάθης Λεουτσάκος...


Η Λαϊκή Ενότητα-Ανυπότακτη Αριστερά καταδικάζει την παραπομπή σε δίκη του συντονιστή της Πολιτικής Γραμματείας της ΛΑΕ-ΑΑ, Στάθη Λεουτσάκου, και άλλων αγωνιστών για τον αγώνα τους κατά της αρπαγής της λαϊκής περιουσίας.

Όπως αναφέρει το Γ.Τ. της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά:

«Την Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023 δικάζονται στο Πρωτοδικείο Αθηνών (κτίρια Ευελπίδων) αγωνιστές κατά των πλειστηριασμών, μεταξύ των οποίων και ο συντονιστής της ΠΓ της ΛΑΕ-ΑΑ Στάθης Λεουτσάκος.

Δεκάδες αγωνιστές σε όλη την Ελλάδα έχουν παραπεμφθεί σε δίκη για την δράση τους κατά των πλειστηριασμών και της αρπαγής της πρώτης κατοικίας και οι δικαστικές τους διώξεις στηρίζονται σε νόμους, που ψηφίστηκαν 2017-2018 (της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) με βάση τους οποίους ποινικοποιήθηκε η αλληλεγγύη σε όσους χάνουν τα σπίτια τους με πλειστηριασμό και κατέστη η διαμαρτυρία (ιδιώνυμο αδίκημα) ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ έχουν την πλήρη ευθύνη για τους πλειστηριασμούς και την λεηλασία της λαϊκής περιουσίας.

Δεν θα τους περάσει. Αντιδράσεις θα υπάρχουν Ο αγώνας θα συνεχιστεί.

Η Λαϊκή Ενότητα-Ανυπότακτη Αριστερά εκφράζει την αμέριστη αλληλεγγύη της στους διωκόμενους αγωνιστές και απαιτεί την αθώωση τους.

Το δικαίωμα στην στέγη είναι ιερό.
 
Το Γραφείο Τύπου 27.2.2023»

Θανάσης Καμπαγιάννης: « Ένας καταστροφικός δρόμος για τη Δικαιοσύνη»

Η νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας απαιτεί την έξωθεν καλή μαρτυρία των λειτουργών της...

 

 


Θανάσης Καμπαγιάννης *

Η ύπαρξη ενός χωριστού κλάδου της κρατικής εξουσίας (η «δικαιοσύνη», όπως συνήθως παραπλανητικά αποκαλείται η δικαστική εξουσία), που ελέγχει τη νομιμότητα και τις υπερβάσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, αποτελεί κορωνίδα της φιλελεύθερης σκέψης.

Χωρίς να υπεισέλθουμε στον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της διάκρισης των εξουσιών, είναι βέβαιο ότι η νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας απαιτεί την έξωθεν καλή μαρτυρία των λειτουργών της, την πεποίθηση δηλαδή της πλειοψηφίας των πολιτών ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί διατηρούν την ανεξαρτησία τους από τις υπόλοιπες εξουσίες, ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να τις ελέγχουν.

Εδώ βέβαια δεν αρκεί η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία με την οποία είναι ούτως ή άλλως νομοθετικά θωρακισμένοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Η ίδια η πρακτική τους, τόσο μέσα από τις αποφάσεις τους όσο και μέσα από τον γενικότερο βίο και την πολιτεία τους, πρέπει να πείθει διαρκώς τους πολίτες, σε ένα άτυπο αλλά διαρκές δημοψήφισμα επιβεβαίωσης της ανεξαρτησίας τους και νομιμοποίησης της εξουσίας τους.

Είναι προφανές ότι η νομιμοποίηση προς τη Δικαιοσύνη νοσεί σήμερα βαριά. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εμβριθής αναλυτής της κοινωνικής πραγματικότητας για να το διαπιστώσει. Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς των funds ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Ας δώσουμε στους ανώτατους και ανώτατες δικαστές του Αρείου Πάγου το ευεργέτημα της επίκλησης του πολιτικού χαρακτήρα της απόφασης που καλούνταν να λάβουν: μια απόφαση, της οποίας το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ανέλθει στα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που θα κοστίσει τυχόν κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος «Ηρακλής», είναι μια κατεξοχήν πολιτική απόφαση, που πρέπει να ληφθεί από το κομμάτι των θεσμών που απολαμβάνει ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή από τη Βουλή. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έπρεπε κατ’ ουσίαν να επιστρέψει το βάρος λήψης της απόφασης επί της τύχης των εκατοντάδων χιλιάδων πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας στον φυσικό της χώρο: στη νομοθετική και εμμέσως στην εκτελεστική εξουσία.

Το πραγματικό ερώτημα ήταν ο τρόπος που το «μπαλάκι» θα επιστρεφόταν στους πολιτικούς. Και εκεί η πλειοψηφία της Ολομέλειας επέλεξε να υποστηρίξει μια δήθεν εσωτερική συνοχή των νόμων του 2003 και του 2015 υπέρ των εταιρειών διαχείρισης του χρέους και κατά των οφειλετών. Η απάντηση της μειοψηφίας, ότι δηλαδή η εσωτερική συνοχή και η λογική ακολουθία θα μπορούσε κατ’ αντιστοιχία να γίνει αντικείμενο επίκλησης υπέρ των οφειλετών, διεκδικεί το βραβείο λεπτότερης ειρωνείας στην ιστορία της ελληνικής νομολογίας. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση θα ήταν το ίδιο: το πολιτικό σύστημα θα καλούνταν να νομοθετήσει. Με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρειου Πάγου, οι πλειοψηφήσαντες δικαστές εξέθεσαν –ως μη όφειλαν– την ήδη εύθραυστη νομιμοποίησή τους: γι’ αυτό και η ιστορία θα δικαιώσει τους μειοψηφήσαντες.

Αν θέλει να βρει κανείς πού οικοδομήθηκε αυτή η νοοτροπία αδιαφορίας απέναντι στις πεποιθήσεις της κοινωνίας, δεν έχει παρά να ανατρέξει σε στιγμές όπως η θλιβερή «γνωμοδότηση» του Ισ. Ντογιάκου για τις υποκλοπές, που μετέτρεψε την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε παράρτημα της εκτελεστικής εξουσίας, ή στις ανακοινώσεις καταδίκης του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», τις οποίες έσπευσε να εκδώσει η νέα πλειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Ακόμα και τα όσα αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες για τη συμμετοχή ανώτερων και ανώτατων δικαστών σε κοινωνικές εκδηλώσεις δραστήριου δικαστικού επιμελητή είναι ενδεικτικά της ίδιας στάσης αδιαφορίας για την έξωθεν καλή μαρτυρία των συμμετεχόντων, τη στιγμή που χιλιάδες πολίτες αγωνιούν αν κάποιος δικαστικός επιμελητής συνοδεία αστυνομίας θα χτυπήσει ξημερώματα την πόρτα του σπιτιού τους.

Αυτές τις μέρες, το Ευρωκοινοβούλιο συγκλονίζεται από το σκάνδαλο Qatargate και τους καταγγελλόμενους χρηματισμούς ευρωβουλευτών από εγκληματικό κύκλωμα με ιθύνοντα νου τον Antonio Panzerri, υπεύθυνο της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Fight Impunity. Κάθε δημόσια δράση και κάθε πρωτοβουλία τής εν λόγω οργάνωσης ελέγχεται σήμερα ως αφορμή τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Στην Ελλάδα έχουμε το προνόμιο οι τρεις πρόεδροι των ανώτατων δικαστικών σχηματισμών, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο υπουργός Δικαιοσύνης, να έχουν συμμετάσχει σε εκδήλωση τής ως άνω οργάνωσης στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών το 2021.

Θα περίμενε κάποιος, με δεδομένο τα όσα αποκαλύπτονται, να έχει υπάρξει, έστω εκ περισσού και για την αποφυγή οποιασδήποτε κακοήθειας, μια δημόσια δήλωση παροχής εξηγήσεων εκείνων που ενέπλεξαν τους ανώτατους δικαστές σε αυτή την εκδήλωση. Ομως, εξηγήσεις ουδέποτε δόθηκαν. Ισως γιατί, όπως ανέφερε πρόσφατα σε δήλωσή της η πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κυρία Στενιώτη, «πρέπει να τεθεί το ζήτημα… του περιορισμού της “απολογητικού χαρακτήρα” αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων». Κοινώς, είμαστε στη φάση που ωριμάζει μια γενικότερη στρατηγική αποχαλίνωσης της εξουσίας, σε όλες της τις εκφάνσεις, με κατεύθυνση «έτσι είναι και, αν δεν σας αρέσει, δεν θα απολογηθούμε κιόλας».

Για τη Δικαιοσύνη, η στρατηγική αυτή αποτελεί καταστροφικό δρόμο. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούν οι ταγοί της τόσο το καλύτερο. 

___________________________


*Θανάσης Καμπαγιάννης, Δικηγόρος, τ. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση-Δικηγορική Ανατροπή

**Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο έντυπο φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών (21/2/2023)

ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ: Δημοσιεύθηκε η απόφαση 1/2023 του Αρείου Πάγου - Όλη η απόφαση

Ο Άρεεος Πάγος με την 1/2023 αποφάνθηκε ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015,

Δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 1/2023 Απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η οποία συνεδρίασε στις 26 Ιανουαρίου 2023 προκειμένου να κρίνει αναφορικά με την νομιμοποίηση των Servicers που διαχειρίζονται απαιτήσεις οι οποίες τιτλοποιήθηκαν με το ν.3156/2003.

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.

Αντιθέτως, εννέα μέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι Αρεοπαγίτες Κωστούλα Πρίγγουρη, Ελένη Μπερτσιά, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κωνσταντίνα Νάκου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Ευτύχιος Νικόπουλος, Χρυσούλα Πλατιά και Βαρβάρα Πάπαρη, μειοψήφησαν και είχαν την ακόλουθη γνώμη:

«Δεν είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, για τους ακόλουθους λόγους: Επειδή η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομη σχέσεως και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι’ αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι “αυστηρή”.»

Τούτο σημαίνει ότι η ένταξη μιας περιπτώσεως στην κατηγορία του μη δικαιούχου η μη υπόχρεου διαδίκου πρέπει να στηρίζεται σε ρητή νομοθετική βούληση, δηλαδή σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου -και οπωσδήποτε όχι στην ιδιωτική αυτονομία- με την έννοια ότι απαιτείται από τις εν λόγω διατάξεις να προκύπτει άμεσα ότι πρόκειται για δικαστική άσκηση, στο όνομα ενός προσώπου, δικαιώματος που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή σε άλλο φορέα, χωρίς βεβαίως να απαιτείται να διατυπώνεται η εξαιρετική νομιμοποίηση κατά τρόπο πανηγυρικό. Λόγω της αυστηρότητας της ρύθμισης, οφειλομένης στο γεγονός ότι επί εξαιρετικής αποκλειστικής νομιμοποίησης αποξενώνεται από τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ο αληθής δικαιούχος ή υπόχρεος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής του δικαιώματος ακροάσεως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς το φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου.

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Απόφαση 1 / 2023 


Ειδικό Δικαστήριο: «Την απαλλαγή Παπαγγελόπουλου και Τουλουπάκη από όλες τις κατηγορίες, πρότεινε η εισαγγελέας»

«Η Εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου κυρία Ολγα Σμυρλή με την σημερινή, πλήρως απαλλακτική, εξαίρετη πρόταση της, άρτια νομικά και εμπεριστατωμένη ουσιαστικά, κονιορτιοποίησε την κατηγορία και επιβεβαίωσε τον κανόνα ότι οι Έλληνες Εισαγγελείς είναι ανεξάρτητοι...», δήλωσαν χαρακτηριστικά οι συνήγοροι υπεράσπισης.
 

Η εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου Όλγα Σμυρλή κατέρριψε το κατηγορητήριο, για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας και της παράβασης καθήκοντος

Αναλυτικότερα, η Όλγα Σμυρλή πρότεινε την απαλλαγή του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλου από την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος και, σύμφωνα με την εισαγγελέα της έδρας, οι καταγγελίες κατά του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, από τρεις εισαγγελικούς λειτουργούς (Ελένη Ράικου, Παναγιώτη Αθανασίου και Γεωργία Τσατάνη) δεν επιβεβαιώθηκαν από άλλα στοιχεία, ενώ οι μαρτυρίες τους κατά την εισαγγελέα, υπήρξαν αναξιόπιστες, αντιφατικές και αναληθείς.

Την ίδια στιγμή, η κ. Σμυρλή, πρότεινε την απαλλαγή της πρώην εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, η οποία δικάζεται για κατάχρηση εξουσίας σχετικά με την παράλειψη της να στείλει στη Βουλή αναφορές του ΚΙΝΑΛ για δύο πρώην υπουργούς Υγείας επί κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ για θέματα τιμολόγησης φαρμάκων.

Συγκεκριμένα, σχετικά τη κατάθεση του πρώην εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος Παναγιώτη Αθανασίου και συγκεκριμένα τις καταγγελίες σε βάρος του κ. Παππαγγελόπουλου, η εισαγγελέας της έδρας έκανε λόγο για αναξιόπιστη μαρτυρία, καθώς υποστήριξε, ότι ο μάρτυρας έπεσε σε αντιφάσεις, ενώ απέδωσε σε αυτόν «εμπάθεια σε βάρος του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου» εξ αφορμής της μη ανανέωσης της θητείας του στην Οικονομική Εισαγγελία.

Ο κ. Αθανασίου έχει καταγγείλει τον κ. Παπαγγελόπουλο για παρεμβάσεις στο έργο του σε χειρισμούς υποθέσεων, όπως φορολογικούς ελέγχους του ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΙ, Γιάννη Αλαφούζο, την υπόθεση του αποβιώσαντος επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου αλλά και του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Τα Νέα» Γιώργου Παπαχρήστου για τον οποίο - κατά την κατηγορία - του ζήτησε (σ.σ.: ο κ. Παπαγγελόπουλος) να κατασκευάσει σε βάρος του στοιχεία.

Κατά την κ. Σμυρλή, το να κατασκευαστούν στοιχεία κατά του κ. Παπαχρήστου ήταν αδύνατον, γιατί για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται η συμμετοχή πολλών κρατικών υπηρεσιών και πολλών προσώπων.

«Ο κ. Αθανασίου - τόνισε η κ. Σμυρλή - επισκεπτόταν συχνά τον Παπαγγελόπουλο για θέματα που αφορούσαν την Οικονομική Εισαγγελία. Ο Αθανασίου είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για ανανέωση της θητείας του και το είχε εκφράσει στην τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου. Ωστόσο, δεν προχώρησε λόγω υπηρεσιακών προβλημάτων που ανέκυψαν στην πορεία». «Εκδηλώνει στοιχεία εμπάθειας κατά του Δημητρίου Παπαγγελόπουλου για τη μη ανανέωση της θητείας του», συμπέρανε η κ. Σμυρλή, η οποία, επικαλούμενη σειρά υπηρεσιακών ζητημάτων για τον εισαγγελέα κ. Αθανασίου, κατέληξε ότι «ελέγχεται η αξιοπιστία του μάρτυρα».

Η εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση της, χαρακτήρισε αναξιόπιστη και τη μαρτυρία της Ελένης Ράικου κατά του κ. Παπαγγελόπουλου. Η κ. Ράικου είχε διατελέσει επικεφαλής της εισαγγελίας Διαφθοράς και παραιτήθηκε από τη θέση της, καταγγέλλοντας πιέσεις από τον δικαζόμενο υπουργό για κατασκευή στοιχείων σε βάρος πολιτικών για την υπόθεση της Novartis.

«Η Ράϊκου - τόνισε η κ. Σμυρλή - δεν είχε αναφέρει τίποτα για όσα εκ των υστέρων κατήγγειλε, ότι δέχθηκε πιέσεις για την υπόθεση της Novartis από τον κ. Παππαγγελόπουλο, ούτε στην τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κυρία Ξένη Δημητρίου, ούτε στον επόπτη της αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημήτρη Παπαγεωργίου».

Η κ. Σμυρλή ανέφερε ακόμη, ότι «στη δήλωση παραίτησής της, δεν έκανε καμία αναφορά για τηλεφωνήματα Παπαγγελόπουλου και δεν κατονόμασε κανέναν ως υπαίτιο για την παραίτησή της, αλλά αναφέρθηκε σε μεγάλα συμφέροντα στο χώρο του φαρμάκου και σε διεφθαρμένους αξιωματούχους».

Σύμφωνα με την κ. Σμυρλή, οι καταγγελίες Ράϊκου για παρεμβάσεις του κ. Παπαγγελόπουλου στο έργο της στην έρευνα για τις παράνομες πρακτικές της Novartis, είναι αναξιόπιστες, μη αληθείς και αβάσιμες και προσέθεσε ότι στο Ειδικό Δικαστήριο, η εισαγγελέας Ελένη Ράϊκου ανασκεύασε τα όσα είχε καταγγείλει σε βάρος του κ. Παπαγγελόπουλου, μιλώντας για «εκτίμηση της», επιχειρώντας έτσι να πάρει πίσω τις αρχικές καταγγελίες.

Σχετικά με την κατηγορία για κατάχρηση εξουσίας που βαρύνει την Ελένη Τουλουπάκη αλλά και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ως ηθικό αυτουργό, η πρόταση της κυρίας Σμυρλή υπήρξε απαλλακτική.

Η κατηγορία αφορούσε την παράλειψη της τέως εισαγγελέως Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, να στείλει στη Βουλή για τα περαιτέρω, αναφορές του ΚΙΝΑΛ κατά δύο πρώην υπουργών Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ (Παναγιώτη Κουρουμπλή και Ανδρέα Ξανθού) για θέματα που αφορούσαν την τιμολόγηση φαρμάκων.

Κατά την εισαγγελέα της έδρας, από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της ενοχής της δικαζόμενης εισαγγελικής λειτουργού, αλλά ούτε για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Κατά την εισαγγελική πρόταση, η κ. Τουλουπάκη δεν διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, γιατί ότι οι αναφορές ΚΙΝΑΛ κατά Παναγιώτη Κουρουμπλή και Ανδρέου Ξανθού, δεν είχαν αποτελέσει χωριστή δικογραφία και είχαν ενσωματωθεί ως έγγραφα στη μεγάλη δικογραφία για την υπόθεση της Novartis.

Όπως επεσήμανε η κ. Σμυρλή, δεν διαβιβάστηκαν στη Βουλή, ούτε όταν παρελήφθησαν από την προκάτοχο της Ελένης Ράικου, που είχε διατελέσει επικεφαλής στην εισαγγελία Διαφθοράς πριν από την Ελένη Τουλουπάκη.

Τέλος, κατά την κ. Σμυρλή, οι αναφορές του ΚΙΝΑΛ ήταν ασαφείς, χωρίς τεκμηρίωση και χωρίς στοιχείαα που να θεμελιώνουν τα καταγγελλόμενα, ότι δηλαδή δεν έγινε επί υπουργίας Παναγιώτη Κουρουμπλή τιμολόγηση των φαρμάκων.

Ακόμη, η εισαγγελέας της έδρας αντέκρουσε και την κατάθεση της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη και ειδικά ως προς τους χειρισμούς της στην υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου, αλλά και για επαφές που είχε με τον κ. Παπαγγελόπουλου (τηλεφωνικές και στο υπουργείο Δικαιοσύνης).

Οι Ιπποκράτης Μυλωνάς, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και Μάνος Ροδουσάκης, συνήγοροι υπεράσπισης του κ. Παπαγγελόπουλου δήλωσαν:

«Η Εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου κυρία Ολγα Σμυρλή με την σημερινή, πλήρως απαλλακτική, εξαίρετη πρόταση της, άρτια νομικά και εμπεριστατωμένη ουσιαστικά, κονιορτιοποίησε την κατηγορία και επιβεβαίωσε τον κανόνα ότι οι Έλληνες Εισαγγελείς είναι ανεξάρτητοι , έντιμοι και θαρραλέοι. Η πρόταση της Εισαγγελέως κυρίας Σμυρλή, αποκάλυψε και εξέθεσε ψεύδη και ψευδομάρτυρες που εκκινούμενοι από ταπεινά κίνητρα επιχείρησαν να πλήξουν το πρόσωπο του εντολέα μας».

Εισαγγελέας Ειδικoύ Δικαστηρίου: «Kονιορτοποίηση του κατηγορητηρίου» - Δεν προέκυψε στοιχείο ενοχής Παππά


 Η εισαγγελέας επικαλούμενη όσα προέκυψαν στη διάρκεια της διαδικασίας επισήμανε ότι κατά την κρίση της ο Ν. Παππάς δεν ξεπέρασε κανένα όριο, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες ήταν αδιάβλητος και δεν ξεπέρασε καμία κόκκινη γραμμή.

 Η εισαγγελέας της έδρας του Ειδικού Δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών Όλγα Σμυρλή πρότεινε την απαλλαγή του πρώην υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά και του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα.

Ο Άρειος Πάγος τάχθηκε υπέρ των Funds: Απόφαση "καρμανιόλα" για 700.000 δανειολήπτες!


Το δικαστικό θρίλερ που αφορά πάνω από 700.000 δανειολήπτες που ζούσαν με την αγωνία ότι τα σπίτια τους μπορούν να βγουν σε πλειστηριασμό από τα Funds που αγόρασαν για ελάχιστα χρήματα την πρώτη κατοικία τους από τις Τράπεζες, τελείωσε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.


Υπέρ της δυνατότητας των εταιρειών διαχείρισης «κόκκινων» ενυπόθηκων δανείων Servicers να βγάζουν σε πλειστηριασμό σπίτια, που αποτελούν πρώτη κατοικία, και α προβαίνουν σε πράξεις εκτέλεσης ως δικαιούχοι διάδικοι για λογαριασμό των Funds, απεφάνθη η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η διάσκεψη της οποίας πραγματοποιήθηκε με αστραπιαίους ρυθμούς, σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την εισαγγελική πρόταση.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento οι Αρεοπαγίτες που τάχθηκαν κατά των Funds δεν ξεπερνούν τους 10 (συνολικά ψήφισαν 66 Ανώτατοι δικαστές), καθώς η συντριπτική πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ.

Υπερ των Funds είχε ταχθεί και ο ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, στις 26 Ιανουαρίου, όπου και συζητήθηκε το θέμα στην Ολομέλεια.

Στο επίκεντρο της συνεδρίασης της 26ης Ιανουαρίου είχε βρεθεί η απόφαση 822/22, που εκδόθηκε από τμήμα του Άρειου Πάγου πριν τρεις μήνες, επικυρώνοντας ανάλογες αποφάσεις εφετείων, οι οποίες είχαν προηγηθεί και έκριναν ότι, οι Servicers που διαχειρίζονται κόκκινα ενυπόθηκα δάνεια τα οποία απέκτησαν ξένα Funds με βάση το νόμο του 2003, δεν έχουν το δικαίωμα βάσει του συγκεκριμένου νόμου να προχωρούν σε πλειστηριασμούς και άλλα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των δανειοληπτών.

Το πρόβλημα ανέκυψε επειδή Τράπεζες, Funds και Servicers επέλεγαν τον νόμο του 2003, καθώς δεν τους επέβαλε να υποβάλουν αιτιολογημένη πρόταση ρύθμισης στους δανειολήπτες όπως έκανε ο μεταγενέστερος νόμος του 2015 αλλά κι επειδή αυτός ο νόμος ορίζει ότι πως ό,τι βγάλουν από τη διαχείριση των κόκκινων δανείων (που αγοράζουν στο 8% της απαίτησης αλλά μέσω ενός πλειστηριασμού μπορεί να εισπράξουν έως και το 100% της απαίτησης) είναι καθαρό αφορολόγητο κέρδος.

Το δικαστικό θρίλερ που αφορά πάνω από 700.000 δανειολήπτες που ζούσαν με την αγωνία ότι τα σπίτια τους μπορούν να βγουν σε πλειστηριασμό από τα Funds που αγόρασαν για ελάχιστα χρήματα την πρώτη κατοικία τους από τις Τράπεζες, τελείωσε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Ξεκινά την Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου στο Ειρηνοδικείο Φλώρινας η δίκη για το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα»

Δικαστικό Μέγαρο Φλώρινας

Η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, με άρθρο της, όπου σχολίασε ως «νομικά ορθή και εθνικά επιβεβλημένη την ασκηθείσα ανακοπή από την Εισαγγελέα Φλώρινας».


Την Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου θα ξεκινήσει, Ειρηνοδικείου Φλώριναςμετά από παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, στο Πρωτοδικείο Φλώρινας η δίκη, για την ανατροπή της δικαστικής απόφασης με την οποία επιχειρήθηκε να τεθούν οι βάσεις για να εδραιωθεί «μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα», μέσω της έγκρισης λειτουργίας του σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα».

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, παρενέβη κατά της πρωτόδικης απόφασης, που ενέκρινε τη λειτουργία σωματείου για τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και ζήτησε την άσκηση ανακοπής.

Συγκεκριμένα ο ανώτατος εισαγγελέας, με παρέμβασή του, ζήτησε από την εισαγγελέα Πρωτοδικών Φλώρινας Αναστασία Καλαϊτζή, να ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Φλώρινας, με την οποία αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», και το οποίο μεταξύ των σκοπών του θέτει και τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και την «υποστήριξη της εισαγωγής της μακεδονικής γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα».

Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 27/7/2022 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, που τοποθετήθηκαν αρνητικά, μεταξύ των οποίων και η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, με άρθρο της, όπου σχολίασε ως «νομικά ορθή και εθνικά επιβεβλημένη την ασκηθείσα ανακοπή από την Εισαγγελέα Φλώρινας».

Σύμφωνα με το σκεπτικό της Eισαγγελέως Πρωτοδικών Φλώρινας, το καταστατικό του σωματείου θεωρεί δεδομένη την αυθαίρετη θέση «ότι υφίσταται στα όρια της ελληνικής επικράτειας ως ομιλούμενη μια ξένη γλώσσα, η «μακεδονική», οποία «ομιλείται ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας».

Όπως διευκρινίζει η Eισαγγελέας, ως «μακεδονική» αναγνωρίζεται η γλώσσα μόνο των πολιτών του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. «Ο προσδιορισμός της γλώσσας “μακεδονική”, που αναφέρεται στη συμφωνία των Πρεσπών, μόνο περιγραφική ομοιότητα ενέχει με τη γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας, που αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με αυτήν, ως σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο, κατά κάποιους, ομιλούνταν στα γεωγραφικά όρια της Μακεδονικής Περιφέρειας της Ελληνικής Δημοκρατίας… Αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν αυτή τη γλώσσα, αλλά Eλληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική γλώσσα, είναι πρόδηλο ότι οι ως άνω σκοποί του αναγνωρισθέντος σωματείου δεν είναι διόλου σαφείς, καθώς το καταστατικό του είναι αντικειμενικά πρόσφορο να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα και την εντύπωση ότι το αναγνωρισθέν σωματείο ενδεχομένως να επιδιώκει την προώθηση άλλου γλωσσικού ιδιώματος υπό τον τίτλο μακεδονική γλώσσα, μη υπαρκτού στην Ελλάδα…».

Παράλληλα, η εισαγγελική λειτουργός συμπληρώνει ότι, «από τη σκοπούμενη συστηματική καλλιέργεια σε βάθος χρόνου στον πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης μιας άλλης, ξένης γλώσσας που αναγνωρίζεται από την ελληνική πολιτεία ως γλώσσα ενός ξένου κράτους που συνορεύει με την ελληνική επικράτεια, προκύπτει αντίθεση του σκοπού του σωματείου με την ελληνική τάξη και ασφάλεια».

Επιστημονική μελέτη- σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου.


«Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση», με την προτροπή αυτή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κλείνει την παρέμβασή του ο συνταγματολόγος Ευάγγελος Βενιζέλος.


Επιστημονική μελέτη- σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου(*) στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ψηφιακό νομικό περιοδικό Constitutionalism.gr


Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών - Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου


Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου


Τέσσερα βασικά ζητήματα θέτει η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Πρώτον, το ζήτημα του σεβασμού των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με κριτήριο τη σχετική νομοθετική ρύθμιση και τη σχετική πάγια πρακτική της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Δεύτερον, το ζήτημα της ερμηνείας του Συντάγματος με σεβασμό όχι μόνο προς τις επιστημονικές μεθόδους ερμηνείας αλλά και προς τους επιτακτικούς νομικούς κανόνες ερμηνείας που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα.

Τρίτον, το ζήτημα των σχέσεων δικαστικής εξουσίας και ανεξάρτητων αρχών.

Τέταρτον, το ζήτημα του εύρους της συνταγματικής και διεθνούς προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών με βάση τη σχετική νομολογία κυρίως του ΕΔΔΑ και την τοποθέτηση, στο πεδίο αυτό, του πρόσφατου νόμου 5002/2022 «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών» ( Α´ 228).


I. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διατύπωσε την 1/2023 Γνωμοδότησή του επικαλούμενος για τη θεμελίωση της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας το άρθρο 29 παρ. 2 ν. 4938/2022 « Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών», όπου προβλέπεται ότι «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος». Ομοίου περιεχομένου διάταξη περιείχε και ο προγενέστερος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων ( άρθρο 25 παρ. 2 ν. 1756/1988 ).

Πάγια όμως θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά την άσκηση αυτής της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας, όπως ο εισαγγελικός θεσμός εκφράζεται διαχρονικά με την υπογραφή μακράς αλυσίδας Εισαγγελέων και Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, είναι ότι ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια, προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους, ενόψει και των προβλεπομένων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων». [ Ενδεικτικά βλ. Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα ΑΠ 7/2022 (Αρ. Χριστόπουλος), 5/2022 (Αν . Δημητριάδου), 3/2022( Δ. Παπαγεωργίου), 22/2021( Αν. Δημητριάδου), 20/2021( Λ. Σοφουλάκης ), 15/2021 (Δ. Παπαγεωργίου ), 12/2020( Λ. Σοφουλάκης ), 10/2018 ( Δ. Παπαγεωργίου ), 4/2014( Χ. Βουρλιώτης ) ]

Πάγια επίσης θέση του Εισαγγελέα του ΑΠ ως θεσμού είναι ότι δεν γνωμοδοτεί επί ερωτημάτων που θέτουν ιδιώτες ( όπως ο ΟΤΕ - Όμιλος εταιρειών ) και μάλιστα διάδικοι ή εν δυνάμει διάδικοι ή με οποιονδήποτε τρόπο εμπλεκόμενοι σε συναφή δικαστική διαδικασία στο πεδίο όλων των δικαιοδοτικών κλάδων ( βλ. ενδεικτικά Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ 3/2022 (Δ. Παπαγεωργίου ) για εκκρεμή ποινική υπόθεση και 22/2021 (Αν . Δημητριάδου ) για υπόθεση δεκτική ακυρωτικού ελέγχου ενώπιον του ΣτΕ ). Ο Εισαγγελέας γνωμοδοτεί, όπως δείχνει η πάγια πρακτική, απαντώντας σε ερωτήματα κατώτερων εισαγγελέων, υπουργών, κρατικών αρχών και υπηρεσιών, της ΕΛΑΣ κ.ο.κ. Πάντως όχι εταιριών υπαγομένων στον έλεγχο Ανεξάρτητων Αρχών.

Στην προκειμένη περίπτωση η 1/2023 Γνωμοδότηση διατυπώνεται επί θέματος που συνιστά αντικείμενο εκκρεμών ποινικών προκαταρκτικών εξετάσεων και κυρίως εν δυνάμει αντικείμενο διοικητικής δίκης που ενδέχεται να ανοίξει εφόσον η ΑΔΑΕ έχει επιληφθεί του ελέγχου επί των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μεταξύ των οποίων και ο αποδέκτης της γνωμοδότησης. Ένας ελεγχόμενος πάροχος όμως εφόσον προβάλλει νομικές αντιρρήσεις κατά της νομιμότητας των σχετικών (διοικητικών ως προς τη φύση τους) πράξεων της ΑΔΑΕ με τις οποίες παραγγέλλεται και διενεργείται έλεγχος σεβασμού του απορρήτου των επικοινωνιών, έχει τη δικονομική ευχέρεια να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και εντέλει ενώπιον του ΣτΕ.

Άλλωστε ρητά προβλέπεται στο άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ Συντ. ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την «άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων».

Ο Εισαγγελέας του ΑΠ δεν έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί θεμάτων που μπορούν να καταστούν αντικείμενο αυτής της δίκης ενώπιον του ΑΕΔ. Συνεπώς η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ έχει χορηγηθεί καθ´υπέρβαση αρμοδιότητας και θέτει ουσιώδη ζητήματα σεβασμού της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρμοδιότητας των Ανεξάρτητων Αρχών, της κατανομής της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων και της εσωτερικής ανεξαρτησίας των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών που έχουν επιληφθεί ή θα επιληφθούν διοικητικών διαφορών ή ποινικών υποθέσεων σχετικών με την ιδιωτική εταιρεία που απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα του ΑΠ και έτυχε της γνωμοδοτικής του προσοχής.


II. Η αντίληψη της 1/2023 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ για την ερμηνεία του Συντάγματος

Αν αγνοηθεί για τις ανάγκες της επιστημονικής συζήτησης το μείζον ζήτημα των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του ΑΠ και στρέψουμε την προσοχή μας στην ουσία της νομικής επιχειρηματολογίας της Γνωμοδότησης, η μήτρα του προβλήματος εντοπίζεται στην αντίληψη που απηχεί η Γνωμοδότηση ως προς τη θεσμική υπόσταση των προβλεπόμενων στο Σύνταγμα πέντε Ανεξάρτητων Αρχών και ιδίως της ΑΔΑΕ [ άρθρα 101 Α και 19 παρ. 2. Βλ. ενδεικτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο. Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21 ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, 2002, σελ 218 επ, με τις εκεί ειδικότερες αναφορές στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Αναθεώρησης του 2001 και τις επισημάνσεις μου υπό την ιδιότητα του Γενικού Εισηγητή της πλειοψηφίας. Επίσης, αντί πολλών, Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Νέα έκδοση, 2021, σελ. 581 επ. και περαιτέρω βιβλιογραφικές ενδείξεις, σελ 590-591.]

Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες στο Δίκαιο της ΕΕ αρχές, συνήθως ρυθμιστικές όπως η ΕΕΤΤ και η ΡΑΕ , τις οποίες ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να ευνουχίσει ή να απογυμνώσει από τις αρμοδιότητές τους. Κατά μείζονα λόγο, αρχές όπως η ΑΔΑΕ και η ΑΠΔΠΧ που είναι κατοχυρωμένες και κατά το Σύνταγμα και κατά το Δίκαιο της ΕΕ, έχουν την πολυεπίπεδη προστασία που τους προσφέρει το «επαυξημένο Σύνταγμα» ( βλ. Evangelos Venizelos, From the relativization of the Constitution to the “augmented Constitution”, ERPL/REDP, vol. 32, no 3, autumn/automne 2020, p. 973-1017 ).

Η Γνωμοδότηση σωστά θεωρεί ( σελ.10- 12) ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 19 Συντ. και η εκεί προβλεπόμενη Ανεξάρτητη Αρχή συνιστά θεσμική εγγύηση που περιβάλλει το απόρρητο των επικοινωνιών. Σφάλλει όμως όταν θεωρεί ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αφαιρέσει ουσιώδεις ελεγκτικές αρμοδιότητες από την Ανεξάρτητη Αρχή ή πολύ περισσότερο να της απαγορεύσει και μάλιστα με απειλή ποινικών κυρώσεων να ασκεί τη συνταγματική αρμοδιότητά της περιβάλλοντας ως αποτελεσματική θεσμική εγγύηση το «απολύτως» απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β Συν.)

Η αντίληψη ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να διαπλάσει νομοθετικά μια αδύναμη και ατελέσφορη ΑΔΑΕ, εξαρτά την υπερέχουσα πρόβλεψη και ισχύ του Συντάγματος που ρυθμίζει με κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος τον μακρύ ιστορικό χρόνο και εγγυάται την αρχή του κράτους δικαίου, δηλαδή τη φιλελεύθερη όψη της δημοκρατίας, από την κυμαινόμενη βούληση του υποδεέστερης νομικής ισχύος κοινού νομοθέτη. Αυτό όμως είναι το ερμηνευτικό ατόπημα της «σύμφωνης με τον νόμο» ερμηνείας του Συντάγματος που αποπειράται να εξουδετερώσει το εθνικό τυπικό Σύνταγμα αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε πολύ περισσότερο ενώπιον του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ. Τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια ελέγχουν με κανόνα αναφοράς το Δίκαιο της ΕΕ και την ΕΣΔΑ αντίστοιχα, το εθνικό Σύνταγμα ως πράξη που μπορεί να παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο ή την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται εντέλει από τα εθνικά δικαστήρια.

Η Γνωμοδότηση θεωρεί ότι το άρθρο 19 Συντ. έχει το κανονιστικό περιεχόμενο που του δίνει ο πρόσφατος ν. 5002/2022, όπως περιοριστικά αποπειράται να τον ερμηνεύσει η ίδια. Ευτυχώς για το συνταγματικό κράτος δικαίου και την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και την ΕΣΔΑ, το άρθρο 19 Συντ. έχει το μέγιστο δυνατό προστατευτικό περιεχόμενο που του προσδίδει η σύμφωνη με την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ ερμηνεία του και ο ν. 5002/2022 διασώζεται από πλευράς συνταγματικότητας μόνο ερμηνευόμενος σύμφωνα με το Σύνταγμα (πιο αναλυτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και ερμηνεία του Συντάγματος. Μαθήματα εμβάθυνσης στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2022, ιδίως σελ. 39 επ. , 59 επ., 184 επ . και περαιτέρω βιβλιογραφική τεκμηρίωση σελ. 75 επ., 279 επ. ).


III. Οι σχέσεις εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών

Από την εισαγωγή του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών στο Σύνταγμα με την Αναθεώρηση του 2001 έως σήμερα οι εισαγγελικές αρχές τις αντιμετώπισαν με δυσπιστία ή και ανοικτή εχθρότητα. Αυτό εκδηλώθηκε ιδίως στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η εισαγγελική αντίληψη μπορεί να συνοψιστεί στη θέση ότι το απόρρητο των επικοινωνιών και η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν παρεμποδίζουν τις ανακριτικές πράξεις. Άρα οι δικονομικές ευχέρειες του εισαγγελέα και του τακτικού ανακριτή δεν μπορεί να εξαρτώνται από την άδεια της ΑΔΑΕ ή της ΑΠΔΠΧ γιατί η ανεξάρτητη δικαιοσύνη και οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί παρέχουν μείζονες εγγυήσεις και δεν υπάγονται στον έλεγχο των Ανεξάρτητων Αρχών. Η Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ 14/2007 (Γ. Σανιδάς) είχε προκαλέσει την παραίτηση του προέδρου και των μελών της ΑΠΔΠΧ και η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής συνήλθε στις 28.11.2007 σε ειδική συνεδρίαση στην οποία ανέπτυξα ως μέλος της Επιτροπής της θέση μου υπό τον τίτλο: «Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;». Περιλαμβάνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής. [Βλ. επίσης ενδεικτικά τις Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα του ΑΠ 8/ 2008 ( Κυρ. Καρούτσος), 9/2009 ( Γ. Σανιδάς ) , 12/2009 ( Αθ. Κατσιρώδης ), 12/2009( Ι. Τέντες )]

Το υποκείμενο επιχείρημα ήταν ο σεβασμός της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Όμως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί και αντίστροφα, όπως σημειώθηκε προηγουμένως σε σχέση με το άρθρο 100 παρ.1 περ. δ Συντ. Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν περιορίζουν τις αρμοδιότητες της δικαιοσύνης, αλλά ενισχύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου ( άρθρο 25 παρ.1 Συντ.) .

Πρόσφατα μάλιστα το ΣτΕ ( Δ´ τμήμα ) με την 561/2022 απόφασή του έκρινε ότι η ΑΠΔΠΧ δεν δύναται να αρνηθεί να εξετάσει καταγγελία για παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τον λόγο ότι έχει ασκηθεί παραλλήλως αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τις ίδιες παραβάσεις. Επίσης η Ολομέλεια του ΣτΕ με την 1478/2022 απόφασή της ακύρωσε κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν ρυθμίζεται η απαλλαγή των μαθητών/μαθητριών από το μάθημα των θρησκευτικών, διότι πριν από την έκδοσή της δεν τηρήθηκε, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Το ΣτΕ δίνει το στίγμα του σεβασμού του θεσμικού ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών. Αυτό το στίγμα δίνει το προσεκτικό και όχι «απειλητικό» ύφος της Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ 13/2021 ( Δ. Παπαγεωργίου ) που απευθύνεται στον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι επίτιμος Πρόεδρος του ΑΠ ( και όχι σε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση υπαγόμενη στον έλεγχο του ΕΣΡ ). Γράφει χαρακτηριστικά η Γνωμοδότηση 13/2021, «Η προεκτεθείσα γνώμη μας (μετά παρρησίας εκφερομένη και προς επίτιμον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου απευθυνομένη) δεν απηχεί προσπάθεια να σας μεταπείσει …αλλά συνιστά απόπειρα ευσυνείδητης εκτέλεσης εισαγγελικού καθήκοντος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ ( μη διαφεύγουσα, ενδεχομένως, τον κίνδυνο αστοχίας …)».

Στην προκειμένη όμως περίπτωση της Γνωμοδότησης 1/2023 το ζητούμενο δεν είναι να ασκηθεί ο έλεγχος επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παρόχων από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας που ως δικαστική αρμοδιότητα προτάσσεται αυτής της ΑΔΑΕ, αλλά να μη ασκηθεί κανένας απολύτως έλεγχος !


IV. Το εύρος της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών μετά τον πρόσφατο ν. 5002/2022

Ο πρόσφατος νόμος 5002/2022 εισήχθη στη Βουλή και ψηφίστηκε υπό το κλίμα της ύπαρξης και λειτουργίας στην ελληνική επικράτεια, αλλά υπό άγνωστο έλεγχο, κατασκοπευτικών λογισμικών και κυρίως της υπόθεσης των «επισυνδέσεων», δηλαδή άρσεων του απορρήτου από την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας με διάταξη της τοποθετημένης εντός της ΕΥΠ εισαγγελικής λειτουργού.

Οι «επισυνδέσεις» αυτές χαρακτηρίστηκαν αρχικά τυπικά νόμιμες αλλά ουσιαστικά εσφαλμένες άρα παράνομες ως αναιτιολόγητες ή έστω εκδοθείσες καθ´υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας και των κριτηρίων που έχει διαμορφώσει η νομολογία του ΕΔΔΑ.

Στη συνέχεια επισήμως η κυβέρνηση δήλωσε ότι η ΕΥΠ έχει κινηθεί στα θέματα αυτά «εκτός πλαισίου» αλλά όχι εν γνώσει του Πρωθυπουργού.

Αιτιολογική βάση και πραγματολογικό πλαίσιο του νέου νόμου είναι, υποτίθεται, η ενίσχυση της διαφάνειας, η προσθήκη νέων εγγυήσεων, η εναρμόνιση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Ενώ στην αρχή υποστηρίχθηκε πολιτικά με πάθος η άποψη ότι τα πολιτικά πρόσωπα συμπεριλαμβανομένης της Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί και πρέπει να παρακολουθούνται ελεύθερα χωρίς ειδικές εγγυήσεις, τελικά ο νέος νόμος δέχθηκε τη θέση μου ότι πρέπει να υπάρχουν ειδικές εγγυήσεις και προέβλεψε τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Βουλής, διευρύνοντας μάλιστα την έννοια του πολιτικού προσώπου ώστε να περιλάβει και δημάρχους και περιφερειάρχες. Η εγγύηση που παρασχέθηκε μέσω του Προέδρου της Βουλής είναι υβριδική αλλά πάντως καλύτερη από την ωμή παραβίαση του Συντάγματος.

Ενώ στην αρχή υποστηρίχθηκε ότι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας πρέπει να είναι ευρύτατοι και να καταστρατηγούν το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. εντέλει έγινε δεκτός νομοθετικός ορισμός της έννοιας της εθνικής ασφάλειας που με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι εναρμονίζεται με τη θέση που υποστήριξα.

Ο νέος νόμος επανέφερε τη δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας που ο νομοθέτης είχε καταργήσει πριν λίγους μήνες, όμως έθεσε δυο σοβαρούς φραγμούς που είναι προβληματικοί από πλευράς αναλογικότητας και νομολογίας του ΕΔΔΑ. Ο πρώτος φραγμός είναι η πάροδος τριετίας, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα είναι δυσανάλογο και δεν δικαιολογείται. Ο δεύτερος φραγμός είναι η αφαίρεση της σχετικής αρμοδιότητας από την ΑΔΑΕ και η ανάθεσή της σε τριμελή επιτροπή με δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ποια είναι η νομική φύση της επιτροπής αυτής; Ενώπιον ποίου δικαστηρίου προσβάλλονται οι πράξεις της; Προφανώς είναι διοικητική ως προς τη φύση της και υπάγεται εντέλει στο γενικό ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ. Είναι όμως επιτροπή «δικαιοδοτικού χαρακτήρα» κατά το άρθρο 89 παρ. 2 Συντ. ώστε να επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών; Αν ναι, η κρίση περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι και αυτή δικαιοδοτική, όπως υποστήριξα εξαρχής. [Βλ. αναλυτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας- Η υπόθεση Ανδρουλάκη, Constitutionalism.gr, 4.9.2022 , Ευάγγελος Βενιζέλος, Η νομική φύση της εισαγγελικής διάταξης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας - Η επίκληση απορρήτου ενώπιον εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, 15. 9.2022,<https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/455-conferencespeech2022/6741-dsa-ev-venizelos-i-nomiki-fysi-tis-eisaggelikis-diataksis-arsis-tou-aporritou-ton-epikoinonion-gia-logous-ethnikis-asfaleias-i-epiklisi-aporritou-enopion-eksetastikis-epit>, Ευάγγελος Βενιζέλος, Ας εφαρμόσουμε το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, Καθημερινή της Κυριακής 20.11.2022 ].

Τώρα η Γνωμοδότηση 1/2023 υιοθετεί το εξής επιχείρημα: εφόσον η ενημέρωση για τυχόν άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να γίνει εάν το ζητήσει ο θιγόμενος μόνον μετά την πάροδο τριετίας και εφόσον η σχετική αρμοδιότητα για την παροχή ενημέρωσης έχει πλέον ανατεθεί σε τριμελή επιτροπή συγκροτούμενη από δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ , η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον την αρμοδιότητα να ασκεί ελέγχους επί των τηλεπικοινωνιακών παρόχων για την παρακολούθηση τηλεφωνικών επικοινωνιών με νόμιμη «επισύνδεση».

Κατά τη λογική αυτή, οι πάροχοι μόνοι τους ή σε συνέργεια με στελέχη της ΕΥΠ μπορούν να παρανομούν και να προβαίνουν σε οποίες ενέργειες θέλουν ανεξέλεγκτα! Στη γνωμοδότηση δεν διατυπώνεται η θέση ότι η ΑΔΑΕ δεσμεύεται από το χρονικό όριο της τριετίας και την αρμοδιότητα της τριμελούς επιτροπής και συνεπώς δεν δικαιούται να ενημερώσει τον παρακολουθηθέντα για τυχόν ευρήματα, αλλά η θέση ότι η ΑΔΑΕ δεν μπορεί να ασκεί έλεγχο και να συγκεντρώνει στοιχεία όχι για να ενημερώσει τον παρακολουθούμενο, αλλά τη Βουλή δια της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και βεβαίως την εισαγγελική αρχή προβαίνοντας σε αναγγελία εγκλήματος που περιήλθε σε γνώση της.

Αυτή όμως η ερμηνεία του ν. 5002/2022 θα καθιστούσε τον νόμο αντίθετο προς το άρθρο 19 Συντ. και προς το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Τίθεται επιπλέον το ερώτημα, οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές τι πλάτους και βάθους έλεγχο μπορούν να ασκήσουν επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παροχών αν κάποιος θεωρεί ότι παρακολουθείται παρανόμως και αντί να απευθυνθεί στην ΑΔΑΕ, απευθύνεται με έγκληση στον εισαγγελέα; Θα διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και με ποιον πρακτικά τρόπο; Ο εισαγγελέας θα διενεργήσει έλεγχο στον πάροχο, θα ερευνήσει την τήρηση των προϋποθέσεων νόμιμης άρσης του απορρήτου, θα ελέγξει το ενδεχόμενο να έχουν τελεστεί ή να τελούνται όλα τα συναφή εγκλήματα που τυποποιεί ο ΠΚ και η ειδική νομοθεσία με τελευταίο το ν. 5002/2022; Ή μήπως ο εισαγγελέας θα θέσει σε οιονεί καθεστώς αναστολής τη δικογραφία λέγοντας ότι πρέπει να περιμένει τρία χρόνια χωρίς μάλιστα να γνωρίζει ποια είναι η αφετηρία της τριετίας;


V.  Και τώρα;

Το absurdum είναι προφανές. Δικονομικά γίνεται ακόμη πιο καφκικό, αν υποθέσουμε ότι η ΑΔΑΕ ασκεί την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητάς της χωρίς προφανώς να ενημερώνει κανένα παρακολουθούμενο αλλά τη Βουλή και την εισαγγελική αρχή σε περίπτωση διαπίστωσης εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή η εμφατική υπόμνηση των εγκλημάτων που μπορεί να τελέσουν τα μέλη της ΑΔΑΕ με την οποία κορυφώνεται η γνωμοδότηση, τι θα απογίνει; Θα ασκηθούν διώξεις κατά του προέδρου και των μελών της ΑΔΑΕ;

Αυτή θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διεθνώς ποινική προδικασία και δίκη στην οποία θα συμπυκνωθεί όλη η συζήτηση για το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Στο μεταξύ οι πράξεις της ΑΔΑΕ τεκμαίρονται νόμιμες και εκτελούνται αυτογνωμόνως. Συμπεριλαμβανομένων των προστίμων και λοιπών κυρώσεων κατά των τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Τις πράξεις αυτές δεν τις ελέγχει δικαστικά ο Εισαγγελέας του ΑΠ αλλά ο διοικητικός δικαστής.

Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση.

 Προσωπικά θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν διάβαζα ή άκουγα επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι δεν κατανοήθηκε ορθά η γνωμοδότηση και ότι δεν υποστηρίζει θέσεις όπως αυτές που κατέστησαν αντικείμενο της επιστημονικής κριτικής και του νομικού σχολιασμού που προηγήθηκε. -
πηγή: evenizelos.gr
_____________________________________

* Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Γενικός εισηγητής της Αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001 - Πρώην εισηγητής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.

Οργή στον Πολιτικό και Νομικό κόσμο η "αντισυνταγματική" γνωμοδότηση Ντογιάκου περί αναρμοδιότητας της ΑΔΑΕ στις έρευνες των υποκλοπών!



Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει το αντισυνταγματικό "μπλόκο" του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου στην ΑΔΑΕ, καθώς με εισαγγελική γνωμάτευση ζητά να μην ελεγχθούν τα αιτήματα που έχουν καταθέσει πολίτες προκειμένου να ελεγχθεί εάν είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ...


Σε μια κρίσιμη στιγμή των ελέγχων της ΑΔΑΕ για τις υποκλοπές κι ενώ φαίνεται πως αυτοί απέδιδαν καρπούς επιβεβαιώνοντας τις παρακολουθήσεις και άλλων προσώπων από τις λίστες που δημοσίευσε το Documento, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έστειλε σήμερα στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας γνωμάτευση με την οποία απειλεί με ποινικές κυρώσεις την ΑΔΑΕ - Ευθεία βολή κατά του Συντάγματος και της Δημοκρατίας.

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, με γνωμοδότησή του την οποία κοινοποίησε στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) και στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, υποστηρίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα από την ισχύουσα νομοθεσία να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών, οι οποίοι ζητούν να πληροφορηθούν εάν υπήρξε παρακολούθηση των τηλεφώνων τους για λόγους εθνικής ασφάλειας ούτε να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους.

Ισίδωρος Ντογιάκος: «...η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν...η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν...»

Ακολουθεί εισαγγελική γνωμοδότηση Ισίδωρου Ντογιάκου:
«Ολόκληρο το κείμενο των διατάξεων και των βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι διατάξεις και τα βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».

Παράλληλα, η εισαγγελική γνωμοδότηση ως προς τον θιγόμενο πολίτη αναφέρει ότι μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί εάν το τηλεφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του τριμελούς οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.

Κατά αυτό το σκέλος της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα αρχηγός πολιτικού κόμματος ή άλλος πολιτικός παράγοντας. Ήδη εκκρεμεί αίτημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξη Τσίπρα, προς την ΑΔΑΕ για ενημέρωση.

Ακόμη, ο κ. Ντογιάκος τονίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε τριμελές όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.

Επίσης, η γνωμοδότηση αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα, που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης. Ειδικότερα, ως προς τις ποινές, στη γνωμοδότηση επισημαίνεται: «Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στον νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».

Επιπλέον, στη γνωμοδότηση αναφέρονται οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ όπως προκύπτουν από τον νόμο του 2003 και τονίζεται ότι η Αρχή ιδρύθηκε με συνταγματική διάταξη αλλά το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει πως οι αρμοδιότητες και η λειτουργία της καθορίζονται όχι από τον ίδιο αλλά από κοινό νόμο.

Ειδικότερα, στην εισαγγελική γνωμοδότηση σημειώνεται: «Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ “λευκή επιταγή”, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από τον νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι, δε, ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».


Απάντηση Χρήστου Ράμμου στη γνωμοδότηση Ντογιάκου: «Κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο ή εποπτεία στην ΑΔΑΕ»

Την έντονη αντίδραση του προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρήστου Ράμμου, προκάλεσε η γνωμοδότηση που εξέδωσε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος. Ο κ. Ράμμος επισημαίνει τα εξής:


«Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, αλλά σύμφωνα και με τα ισχύοντα ευρύτερα στα κράτη του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στα οποία ανήκει η χώρα μας, ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών προϋποθέτει την πραγματική και όχι απλώς στα χαρτιά ανεξαρτησία της λειτουργίας τους και δεν είναι συμβατός με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπό κηδεμόνευση ή καθ’ υπαγόρευση.

Ειδικότερα, η ρητή, κατά το άρθρο 19, παρ. 2, του Συντάγματος, συνταγματική κατοχύρωση της ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητης αρχής, διασφαλίζουσας μάλιστα το απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, έχει την έννοια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει επί της εν λόγω Αρχής οιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας (εντολή, κατευθυντήρια ερμηνευτική οδηγία κ.λ.π.).

Συνεπώς, και με δεδομένο ότι το Σύνταγμα φωτίζει την ερμηνεία των νόμων και όχι το αντίστροφο, το άρθρο 29 παρ. 2 του Ν.4938/2022, ερμηνευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ. 2, του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δεν δύναται, επικαλούμενος τη γενική αρμοδιότητά του να γνωμοδοτεί επί «νομικών ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος», να διατυπώνει γνώμη επί της ερμηνείας και εφαρμογής διατάξεων που αφορούν τις συνταγματικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, απευθύνοντας σε αυτήν κατευθυντήριες οδηγίες και απειλώντας μάλιστα με πρωτοφανή τρόπο τα μέλη της με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις, αν ασκήσουν τις αρμοδιότητες τους με τρόπο διαφορετικό από τον από αυτόν υιοθετούμενο. Η δε απαγόρευση έκδοσης τέτοιας αντισυνταγματικής γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ισχύει a fortiori, εάν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η ΑΔΑΕ έχει ήδη επιληφθεί αρμοδίως συναφών υποθέσεων και διενεργεί ήδη σχετικούς ελέγχους. Επομένως, η επίμαχη γνωμοδότηση του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πέρα από το γεγονός ότι νομικά δεν έχει παράγει καμία απολύτως δέσμευση (ως γνωστόν δέσμευση στην ελληνική έννομη τάξη παράγουν μόνο οι δικαιοδοτικές αποφάσεις των δικαστηρίων), παραβιάζει εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, η οποία μέχρι σήμερα είχε πάντοτε γίνει σεβαστή.

Περαιτέρω, η -ούτως ή άλλως προβληματική ως προς τη συμβατότητά της με την ΕΣΔΑ και το εθνικό Σύνταγμα- ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022 σχετικά με το ειδικό ζήτημα της ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας ουδόλως περιορίζει τις γενικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 §1 του ειδικότερου, εκτελεστικού του άρθρου 19 §2 του Συντάγματος, νόμου 3115/2003. Πρόκειται για δύο νόμους με μη διασταυρούμενα κανονιστικά πεδία. Εκτός, δε του γεγονότος ότι ουδόλως προκύπτει πως ο νομοθέτης θέλησε έναν τέτοιο περιορισμό, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η αποτελεσματική άσκηση αυτών των γενικών αρμοδιοτήτων συνδέεται από την ημέρα που ιδρύθηκε η ΑΔΑΕ, κατά τρόπο άρρηκτο και πολυποίκιλο, με τον συστηματικό έλεγχο των παρόχων και όλων των δημοσίων φορέων, στον τομέα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών · έλεγχο, ο οποίος δεν έχει ως μόνο σκοπό την ενημέρωση που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022. Κάτι που επιμένει να παραγνωρίζει ο κ. Εισαγγελεύς στην γνωμοδότηση του.

Θα ακολουθήσει εντός των αμέσως προσεχών ημερών εκτενής ανακοίνωση της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ επί των εν λόγω θεμάτων.

Χρήστος Ράμμος

Πρόεδρος της ΑΔΑΕ
Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.».


Αλέξης Τσίπρας προς Ισίδωρο Ντογιάκο: Αν η αναζήτηση της αλήθειας είναι έγκλημα, ελάτε να με συλλάβετε

Hχηρό μήνυμα προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά την πρωτοφανή κίνησή του να μπλοκάρει τις έρευνες της ΑΑΔΕ για τις υποκλοπές, στέλνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τονίζει ότι η γνωμοδότηση Ντογιάκου είναι αντισυνταγματική, ότι ο εισαγγελέας «επιχειρεί να εκφοβίσει τους λειτουργούς της Ανεξάρτητης Αρχής», αλλά και όποιον άλλο αναζητά στοιχεία, άρα και τον ίδιο: «Αν αυτή η ενέργεια διώκεται ποινικά, του δηλώνω ότι παραιτούμαι της βουλευτικής μου ασυλίας. Κύριε Εισαγγελέα, Σας περιμένω να με συλλάβετε»

Ο Αλέξης Τσίπρας τονίζει συγκεκριμένα:

«Στις 5 Δεκέμβρη του 2022 επισκέφτηκα τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αφορμή τα δημοσιεύματα για τη παρακολούθηση των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και σειράς πολιτικών προσώπων από την ΕΥΠ.

Του εξέθεσα τη βαθιά μου ανησυχία για την επιχειρούμενη δημοκρατική εκτροπή και του επισήμανα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία υπάρχουν στους παρόχους.

Του ζήτησα δε, να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί και να αναζητήσει την αλήθεια απευθυνόμενος ο ίδιος στους παρόχους, ώστε να μη μείνει καμία βαριά σκιά στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.

Έναν μήνα μετά, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου, αλλά με έκπληξη παρακολουθώ ότι σήμερα επιχειρεί με τρόπο πρωτόγνωρο να εμποδίσει την κατά το Σύνταγμα αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή να ασκήσει τα καθήκοντά της και να αναζητήσει την αλήθεια.

Η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος.

Κανένας νόμος και καμία γνωμοδότηση δε μπορεί να ακυρώσει το Σύνταγμα και την εκεί οριζόμενη αποστολή της ΑΔΑΕ να ελέγχει και να διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών.

Το χειρότερο, όμως, όλων είναι ότι ο κ. Εισαγγελέας δε στέκεται μόνο στη γνωμοδότηση, αλλά επιχειρεί και να εκφοβίσει τους λειτουργούς της Ανεξάρτητης Αρχής, διατυπώνοντας απειλές περί κάθειρξης όσων τολμήσουν να πράξουν το καθήκον τους και αντισταθούν στην εκτροπή αναζητώντας την αλήθεια.

Οι απειλές αυτές είναι γνωστές και διατυπωμένες από τους ενόχους και όσους τρέμουν την αποκάλυψη των παρανομιών που διέπραξαν, εδώ και μήνες.

Ωστόσο μιας και τις επαναλαμβάνει ο κ. Εισαγγελέας, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ουδείς άλλος πέραν του θιγόμενου έχει δικαίωμα να αναζητήσει στοιχεία, είναι προφανές ότι οι απειλές αυτές δεν αφορούν μόνο τα στελέχη της ΑΔΑΕ αλλά και εμένα προσωπικά. Αφού ως γνωστόν, έχω καταθέσει από τις 7 Δεκεμβρίου 2022, αίτημα ενώπιον της ΑΔΑΕ προκειμένου να αναζητηθούν στοιχεία σχετικά με την άρση του απορρήτου συγκεκριμένων προσώπων με κρίσιμο ρόλο στο δημόσιο βίο.

Αν αυτή η ενέργεια, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διώκεται ποινικά, του δηλώνω ότι παραιτούμαι της βουλευτικής μου ασυλίας και τον καλώ να προβεί στα νόμιμα σε βάρος μου.

Κύριε Εισαγγελέα, Πλατεία Ελευθερίας 1, είναι το γραφείο μου.

Σας περιμένω να με συλλάβετε.

Ας γνωρίζετε, όμως, τόσο εσείς όσο και όσοι απεργάζονται αυτές τις πρωτοφανείς και κατάφωρα αντισυνταγματικές ενέργειες πως ό,τι και να κάνετε, δεν θα εμποδίσετε την αλήθεια να λάμψει, ούτε θα καταφέρετε να φιμώσετε τη δημοκρατία.

Έχει βαθιές ρίζες σε αυτόν τον τόπο.»

SG 

Βασιλική Θάνου: «Δικαιολογημένα οι δηλώσεις Ντογιάκου θεωρήθηκαν απειλή σε όσους του ασκούν κριτική» (ηχητικό)


Μιλώντας στον ρ/σ 105,5 "ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ" για τις αποκαλύψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας με τις παρακολουθήσεις υπουργών και πολιτικών στελεχών, η κυρία Θάνου υπογράμμισε πως είναι αυτονόητο ότι «πρέπει να επεμβαίνουν αμέσως εισαγγελικές αρχές όταν έχουμε τέτοιες αποκαλύψεις»


Η πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, εξέφρασε την νομική άποψη ότι «θα έπρεπε να έχουν ενοποιηθεί οι δικογραφίες σε έναν εισαγγελέα»

Σκληρή κριτική στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισιδώρου Ντογιάκο, τόσο για την διεκπεραίωση της έρευνας αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών, όσο όμως και για τις απειλές προς τα μέσα ενημέρωσης που του ασκούν κριτική, διατύπωσε μιλώντας στο Κόκκινο και στους Γιώργο Τραπεζιώτη και Γιώργο Μελιγγώνη η πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου.

Μιλώντας για τις αποκαλύψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας με τις παρακολουθήσεις υπουργών και πολιτικών στελεχών, η κυρία Θάνου υπογράμμισε πως είναι αυτονόητο ότι «πρέπει να επεμβαίνουν αμέσως εισαγγελικές αρχές όταν έχουμε τέτοιες αποκαλύψεις». «Έχει εκτεθεί η Ελλάδα από τις υποκλοπές», επέμεινε η κυρία Θάνου, τονίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, θα έπρεπε να δίνεται μία προτεραιότητα «γιατί η καθυστέρηση», όπως είπε, «ενέχει τον κίνδυνο απώλειας αποδεικτικών στοιχείων». «Η δικαιοσύνη θα έπρεπε να είχε κοιμηθεί με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Ακριβώς την επόμενη μέρα, η εισαγγελία πρέπει να συλλέγει τα στοιχεία», τόνισε η κυρία Θάνου για να προσθέσει ότι «την βασιμότητα των στοιχείων έχει υποχρέωση να ελέγξει ο δικαστικός λειτουργός και όχι ο δημοσιογράφος». Η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου Εξέφρασε την νομική άποψη ότι «θα έπρεπε να έχουν ενοποιηθεί οι δικογραφίες σε έναν εισαγγελέα», ώστε, όπως είπε, να έχει την συνολική εικόνα της υπόθεσης και να αποκρουστεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.

Σε σχέση με τις δηλώσεις του Ισίδωρου Ντογιάκου κατά των μέσων ενημέρωσης που του ασκούν κριτική και την προειδοποίηση του για φορολογικούς ελέγχους, η Βασιλική Θάνου υπογράμμισε απερίφραστα ότι «ήταν λάθος οι δηλώσεις Ντογιάκου» για να προσθέσει ότι δικαιούται μέν να απαντήσει στην κριτική, ωστόσο «η διατύπωση του δικαιολογημένα θεωρήθηκε απειλή για όσους του ασκούν κριτική». «Απορώ πως δεν αντέδρασε η ένωση δικαστών και εισαγγελέων, της οποίας το βήμα χρησιμοποίησε ο κύριος Ντογιάκος», τόνισε με νόημα η Βασιλική Θάνου.

Σε σχέση με την γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην Cosmote σχετικά με την παροχή στοιχείων στην ΑΔΑΕ, η Βασιλική Θάνου υπογράμμισε πως όταν έχεις θέση εξουσίας, δε λες γνώμη σαν Ντογιάκος αλλά με βάση τις θέσεις που έχεις. Δεν υπάρχει άτυπη γνωμοδότηση, υπογράμμισε με έμφαση η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός.

Τέλος, ερωτηθείσα αν μπορεί να είναι ανέλεγκτη η εισαγγελέας της ΕΥΠ η Βασιλική Βλάχου, η Βασιλική Θάνου υπογράμμισε ότι ο εισαγγελέας αποσπάται στην ΕΥΠ για να ελέγχει την νομιμότητα, όχι για να προσυπογράφει. Θα έπρεπε να την είχε προβληματίσει πως γίνεται μέσα σε έναν χρόνο να χρειάζεται να παρακολουθούνται τόσες χιλιάδες, κατέληξε η Βασιλική Θάνου.

Γιάννης Μαντζουράνης: «Και μη χειρότερα, κύριε Ντογιάκο!» - Ανοικτή επιστολή



Η ανοικτή επιστολή του έγκριτου δικηγόρου Γιάννη Μαντζουράνη είναι μια απάντησή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο, για την κριτική και τις απειλές του στον τύπο κατά την ομιλία του στις 18/12/2023 στην Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.


Ανοικτή Επιστολή του Γιάννη Μαντζουράνη* για την ομιλία του Ισίδωρου Ντογιάκου στην Γ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.


«Διάβασα με κατάπληξη στα όρια της αγανάκτησης όσα εκστόμισε στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος. Και θεωρώ υποχρέωσή μου, ως μαχόμενος δικηγόρος και ενεργός πολίτης, να σχολιάσω τα ακόλουθα:

Είπε: «Δεν είναι άξιοι κάποιοι να φέρουν τον κάποτε άκρως τιμητικό τίτλο και ιδιότητα του εκδότη εφημερίδων ή περιοδικών».

Ποιοι είναι οι κάποιοι, κύριε Ντογιάκο; Γιατί δεν τολμάτε να τους κατονομάσετε; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι, εφόσον δεν τους κατονομάζετε, μετατρέπετε σε υπόπτους όλους τους εκδότες; Και εν πάση περιπτώσει, από που προκύπτει το δικαίωμά σας να κρίνετε ποιοι εκδότες και κατ’ επέκταση δημοσιογράφοι, είναι άξιοι και ποιοι όχι; Δεν καταλαβαίνετε πόσο ακραία υπέρβαση των αρμοδιοτήτων σας είναι αυτό;

Είπε: «Ένας εκτεταμένος φορολογικός έλεγχος σε αυτούς τους ολίγους θα αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες».

Εδώ, κύριε Ντογιάκο, εκτοξεύετε ευθεία απειλή και απροκάλυπτη συκοφαντία. Αφήνετε να αιωρείται, χωρίς στοιχεία και ονόματα, μια βαρύτατη κατηγορία για εκδότες και δημοσιογράφους. Παρεμβαίνετε έτσι σε μια λειτουργία της δημοκρατίας, τη συνταγματικά προστατευόμενη ελευθερία της ενημέρωσης των πολιτών, με τρόπο που αρμόζει σε λογοκριτή και όχι σε εισαγγελικό λειτουργό.
Είπε: «Δεν είναι δυνατόν να χλευάζουν και να απαξιώνουν δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς συγκρίνοντας αυτούς με δικαστές και εισαγγελείς χωρών του εξωτερικού με διαφορετικά δικονομικά συστήματα…».

Γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκρίνουν, επικρίνουν ακόμα και να χλευάζουν οποιονδήποτε φορέα κρατικής εξουσίας κύριε Ντογιάκο; Μήπως λησμονείτε ότι δεν ασκείτε ανεξέλεγκτη εξουσία, αλλά με τους όρους και περιορισμούς από το Σύνταγμα και τους νόμους;

Μήπως διαφεύγει της προσοχής σας ότι οφείλετε να λειτουργείτε εντός των πλαισίων του ισχύοντος Συντάγματος; Μήπως δεν κατανοείτε ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα ουδείς φορέας εξουσίας είναι υπεράνω των νόμων, υπεράνω του δημόσιου ελέγχου και κυρίως υπεράνω υποψίας, όταν αυτή γεννιέται – κατά την πλέον επιεική έκφραση – από αμφιλεγόμενες πράξεις και παραλείψεις του και μια τουλάχιστον περίεργη στάση, που αποκαλύπτει συγκεκριμένη ιδεολογική αφετηρία, η οποία έχει καταδικαστεί πλειστάκις από τον ελληνικό λαό σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά τη μεταπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα προδίδει απολύτως ασύμβατες με το δημοκρατικό φρόνημα πολιτικές απόψεις;

Γιατί ενοχλείστε και συμπεριφέρεστε ως θιγόμενος από συγκρίσεις με δικαστές και εισαγγελείς άλλων κρατών, όπως του Βελγίου πρόσφατα; Αισθάνεστε προσωπικά προσβεβλημένος από αυτή τη σύγκριση, η οποία αναφέρεται στον τρόπο, που αντιμετωπίζεται από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές το μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών;

Από πού και ως πού αναγορεύεστε «αισυμνήτης και τιμητής» των εντύπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ; Σε ποιες διατάξεις νόμων και Συντάγματος βρίσκεται η νομιμοποιητική βάση της εξουσίας, που σφετερίζεστε για να καθορίζετε τι είναι επιτρεπτό και τι ανεπίτρεπτο στη δημοσιογραφική κριτική, ή ακόμη και πολεμική των ΜΜΕ έναντι των φορέων κάθε εξουσίας στην Ελληνική Δημοκρατία; Συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των φορέων της δικαστικής εξουσίας χωρίς απολύτως καμία εξαίρεση, δηλαδή και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μη εξαιρουμένου;

Είπε: «Χωρίς τις υποκλοπές δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα».
Αντιγράψατε έτσι, κύριε Ντογιάκο, μια δήλωση Βέλγου Εισαγγελέα με αφορμή την υπόθεση Καϊλή, για να συσκοτιστούν τα όσα συμβαίνουν στο ελληνικό σκάνδαλο των υποκλοπών. Και αυτό γιατί:

α) Αποκρύπτετε ότι στο Βέλγιο οι παρακολουθήσεις έγιναν με σεβασμό στη νομιμότητα και τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες στο νόμο τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις,

β) Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ελέγχεται για υποκλοπές, που έχουν σχέση με το έγκλημα, αλλά για υποκλοπές, που η ίδια διαπράττει και είναι βαρύτατο έγκλημα. Και αφού πρώτα απαξιώσατε και απειλήσατε ακριβώς όσους εκδότες και δημοσιογράφους ερευνούν τη δυσώδη υπόθεση των υποκλοπών και επικρίνουν τη στάση της εισαγγελικής αρχής, της οποίας προΐστασθε, εν τέλει προσπαθείτε να «ξεπλυθεί» και το ίδιο το έγκλημα των υποκλοπών.

Προφανώς ξεχνάτε ότι η σταθερή νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας μόνιμα επαναλαμβάνει ότι η ελευθερία του Τύπου είναι δημιουργικός και θεσμικός παράγοντας (konstitutiv) του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί η πληροφόρηση και η γνώση αποτελούν την κύρια άμυνα του πολίτη κατά των αυθαιρεσιών των φορέων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Εν τέλει ως απλός πολίτης έχετε δικαίωμα να λέτε ό,τι θέλετε και συνεπώς να κρίνεστε γι’ αυτά. Ωστόσο, ως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεσμεύεστε από το Σύνταγμα που απαγορεύεται να υπερβαίνετε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων σας και την εκφορά δημόσιου λόγου. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία σας για να κρίνετε και ενεργείτε στα πλαίσια του λειτουργήματός σας και των αυστηρά καθορισμένων αρμοδιοτήτων σας. Παρόλα αυτά, όμως, σε καμία περίπτωση, οι δικαστές και εισαγγελείς δεν δικαιούνται να καθορίζουν οι ίδιοι τις αρμοδιότητές τους, να αυτονομούνται και να αυτονομιμοποιούνται για παρεμβάσεις στην πολιτική διαμάχη.

Εν ολίγοις, για το πώς λειτουργεί το Κράτος, η Κυβέρνηση, η Βουλή, τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν πέφτει στους δικαστές και εισαγγελείς κανένας μα κανένας απολύτως λόγος, όσο φοράνε την τήβεννο. Αν θέλουν να μπουν στον πολιτικό αγώνα, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, πλην όμως χωρίς την τήβεννο του Δικαστή και Εισαγγελέα (βλ. Δημήτρη Τσάτσου: Η μεγάλη παρακμή, σελ. 145-146, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006).»

Γιάννης Μαντζουράνης είναι δικηγόρος, μέλος της ΚΕ και Επικεφαλής του Τμήματος Δικαιοσύνης ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ..

Σκάνδαλο παρακολουθήσεων: Έφοδος εισαγγελικών αρχών σε έξι εταιρίες που εμπλέκονται με το λογισμικό Predator


Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας για τις παρακολουθήσεις, οι εισαγγελικές αρχές πραγματοποίησαν έφοδο σε τουλάχιστον έξι εταιρείες που σχετίζονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator.

Earn $1000 / Month For More Information Click Here https://alisufian.gumroad.com/l/earn1000dollarMonth

 

Εκτεταμένη επιχείρηση με αιφνιδιαστικές εφόδους σε εταιρίες που εμπλέκονται στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, βρίσκεται σε εξέλιξη από τις εισαγγελικές αρχές. Τουλάχιστον έξι εταιρίες έχουν τεθεί στο στόχαστρο των Εισαγγελέων που διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, οι οποίοι οργάνωσαν μία εκτεταμένη επιχείρηση με αιφνιδιαστικές εφόδους στα γραφεία τους.

Στόχος των εφόδων είναι ο εντοπισμός στοιχείων που μπορούν να συμβάλλουν στην έρευνα για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις. Τα στοιχεία που συλλέγουν οι εισαγγελείς θα αξιολογηθούν, στη συνέχεια, προκειμένου να αποφασιστούν οι επόμενες κινήσεις στο πλαίσιο της έρευνας.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, οι εισαγγελικοί λειτουργοί που «τρέχουν» τη μεγάλη έρευνα για τις καταγγελίες περί της χρήσης του κακόβουλου λογισμικού Predator για παρακολουθήσεις επικοινωνιών συγκεκριμένων προσώπων, αξιοποίησαν στοιχεία που τους κοινοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες, έγγραφα αλλά και μαρτυρικές καταθέσεις. Τα εν λόγω στοιχεία φαίνεται να οδηγούν στην εμπλοκή συγκεκριμένων προσώπων τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονται με εταιρίες που έχουν εμπλοκή με το λογισμικό. Έτσι, οργάνωσαν την επιχείρηση εφόδων ώστε να κατασχέσουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας που διενεργούν.

Όλο το υλικό που θα προκύψει θα αξιολογηθεί ώστε μετά να κριθεί από τους Εισαγγελείς η επόμενη ή οι επόμενες ποινικές ενέργειες στις οποίες θα προβούν.

Earn $1000 / Month For More Information Click Here https://alisufian.gumroad.com/l/earn1000dollarMonth

Earn $1000 / Month For More Information Click Here https://alisufian.gumroad.com/l/earn1000dollarMonth

© all rights reserved
customized with by antikry.gr