Οι εξελίξεις στις αγορές εντός κι εκτός συνόρων δείχνουν διατήρηση ή και ένταση της ακρίβειας. Αυξήσεις σε αέριο και πετρέλαιο
Άσχημα μαντάτα για τις τιμές στην ενέργεια προεξοφλούν οι εξελίξεις στις αγορές εντός κι εκτός συνόρων, δείχνοντας διατήρηση ή και ένταση της ακρίβειας στην καρδιά του χειμώνα. Η απότομη άνοδος που σημειώνεται τον Ιανουάριο στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου εν μέσω αυξανόμενης ζήτησης και των ευρύτερων κυρώσεων των ΗΠΑ στη Ρωσία προκαλεί νέες ανησυχίες για τη διαμόρφωση των τιμών των ζωτικών καυσίμων που εισάγει η Ευρώπη.
Στην εγχώρια αγορά οι χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και αυτόν τον μήνα, κάτι που σημαίνει ότι και οι λογαριασμοί ρεύματος του Φεβρουαρίου θα είναι φουσκωμένοι. Ήδη το πρώτο μισό του Ιανουαρίου κλείνει με μέση τιμή στα 130 ευρώ ανά μεγαβατώρα, σχεδόν στα ίδια επίπεδα με αυτά του περασμένου Δεκεμβρίου (129,81 ευρώ), που κατέληξαν σε ονομαστικά τιμολόγια λιανικής πάνω από τα 15-16 λεπτά/κιλοβατώρα. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι μέσα στην εβδομάδα που πέρασε υπήρξε μια απότομη εκτόξευση της χονδρεμπορικής τιμής στην εγχώρια αγορά. Συγκεκριμένα, στις 15 Ιανουαρίου η μέση τιμή ημέρας σκαρφάλωσε στα 205,78 ευρώ/κιλοβατώρα (+46,80% μέσα σε μια ημέρα), καταγράφοντας υψηλό διμήνου (από τον Νοέμβριο του 2024). Η δε μέγιστη τιμή ημέρας υπερδιπλασιάστηκε, καθώς εκτινάχθηκε στα 452,13 ευρώ/μεγαβατώρα στις 6 το απόγευμα. Βασικό χαρακτηριστικό της ημέρας αυτής υπήρξε η ενισχυμένη συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, που κάλυψε σχεδόν τις μισές ανάγκες (48,12%).
Αύξηση τιμής και εξάρτησης από το αέριο
Το φυσικό αέριο πλέον έχει εξελιχθεί σε βασικό ρυθμιστή της αγοράς ενέργειας και στην Ελλάδα, καθώς πρόκειται για το κυρίαρχο καύσιμο των μονάδων βάσης στην ηλεκτροπαραγωγή, οπότε οι διεθνείς τιμές του επηρεάζουν και την τιμή του ρεύματος. Θυμίζουμε ότι με την έλευση της νέας χρονιάς, στις 2 Ιανουαρίου η τιμή αναφοράς στην Ευρώπη (TTF) έσπασε το όριο των 50 ευρώ/μεγαβατώρα, επίπεδα που έχουμε να δούμε από τον Νοέμβριο του 2023. Τον περσινό χειμώνα η τιμή του αερίου κινήθηκε κοντά στα 35 ευρώ. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου στο TTF στην Ολλανδία ήταν υψηλότερα κατά 27% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Η άνοδος αποδίδεται στην αυξανόμενη ζήτηση λόγω ψυχρότερου καιρού στο βόρειο ημισφαίριο, ενώ οι αποθήκες της Ε.Ε. είναι γεμάτες σε ποσοστό κάτω από το 70% της δυναμικότητάς τους, όμως πλέον αδειάζουν με ταχύτερους ρυθμούς. Ανοδικά, πάντως, κινείται η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα, η οποία μάλιστα αυξήθηκε κατά 30,03% το 2024 σε σχέση με το 2023. Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα ο ΔΕΣΦΑ, η μερίδα του λέοντος στην κατανάλωση, ήτοι το 68,65%, αφορά και πάλι τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ στην κατηγορία αυτή σημειώθηκε και σημαντική αύξηση ύψους 31,59% έναντι του 2023.Στο μεταξύ, η Ε.Ε. σκοπεύει να αφήσει το «πλαφόν» της τιμής του φυσικού αερίου να λήξει, όπως αναμενόταν, στα τέλη του μήνα, το οποίο εισήχθη τον Δεκέμβριο του 2022, δηλαδή εκ των υστέρων, αφού ήδη οι τιμές του αερίου είχαν κλιμακωθεί μέχρι και πάνω από τα 300 ευρώ/μεγαβατώρα (Αύγουστος του 2022). Σήμερα το όριο αυτό των 180 ευρώ -που ποτέ δεν τέθηκε σε εφαρμογή- μοιάζει εξωπραγματικό, καθώς η σφοδρή κρίση των τιμών φαίνεται να έχει περάσει, όμως οι συνθήκες παραμένουν επισφαλείς. Προφανώς τα 50 ευρώ στα οποία έφτασε προ ημερών το συμβόλαιο του αερίου στον ολλανδικό κόμβο TTF απέχουν μακράν από τις ακραίες τιμές του 2022, όμως παραμένουν υψηλότερα από ό,τι πριν από έναν χρόνο και σίγουρα έναντι των προ κρίσης επιπέδων. Η Ιταλία, μάλιστα, είχε προτρέψει τις Βρυξέλλες να επαναπροσδιορίσουν χαμηλότερα το ανώτατο όριο, και συγκεκριμένα στα 60 ευρώ.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση εξαντλείται σε εκκλήσεις προς την Κομισιόν, προωθώντας την περασμένη εβδομάδα την τρίτη επιστολή, με την οποία ζητά την παρέμβασή της για την απόκλιση των τιμών μεταξύ Νοτιοανατολικής και Βόρειας Ευρώπης. Από το καλοκαίρι, πάντως, που στάλθηκε η πρώτη επιστολή του Κ. Μητσοτάκη, αφού διαμαρτυρήθηκαν πρώτα στην Ε.Ε. οι βιομηχανικοί καταναλωτές της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, δεν έχει υπάρξει κάποια σοβαρή εξέλιξη.