Αποχαιρέτα το στρατηγικό πλεονέκτημα που φεύγει

Σωτήρης Ρούσσος, Βαλκάνια, συμφωνία των Πρεσπών,

Η διαμόρφωση απλά μιας περιφερειακής συμμαχίας δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν από τους ελληνικούς στόχους. Σε μια συμμαχία με την ΠΓΔΜ, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και ίσως τη Σερβία, υπό αμερικανική επιτροπεία, ο αλβανικός αλυτρωτισμός θα συνέχιζε να καλπάζει απτόητος και μάλιστα τώρα πια με αμερικανική ομπρέλα...


του Σωτήρη Ρούσσου*

Θα μπορούσε με σχετική ασφάλεια να ισχυριστεί κανείς ότι η περιοχή από τα νότια Βαλκάνια μέχρι την άκρη της Μεσοποταμίας παρουσιάζει έντονα στοιχεία αλληλεπίδρασης. Ιδιαίτερα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα δύο άκρα της ενδιάμεσης (μεταξύ Ευρώπης και Ασίας) αυτής περιοχής δοκιμάστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από συγκρούσεις, αλλά και άμεση επέμβαση της μοναδικής υπερδύναμης. Θυμίζω την τραγική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον πόλεμο στη Βοσνία και την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ και την επέμβαση των ΗΠΑ στα δύο άκρα αυτής της περιοχής. Σήμερα η Συρία, αλλά και το Ιράκ, βρίσκονται ακόμη σε επικίνδυνα ρευστή κατάσταση, παρά τη σημαντική μείωση των εχθροπραξιών. Στο άλλο άκρο, το Κοσσυφοπέδιο παραμένει πηγή ανησυχίας και μαγνήτης αλυτρωτισμών, διεθνούς εγκλήματος και «νομαδικής» τρομοκρατίας. Και η διεθνής πολιτική βρίσκεται σε αναζήτηση ισορροπίας ενός αδιαμόρφωτου ακόμη μονο-πολυπολικού συστήματος.

Σε αυτή τη ρευστή κατάσταση, η Ελλάδα βρίσκεται στην χειρότερη οικονομική και κοινωνική κρίση μετά τον Εμφύλιο. Έχει απέναντί της την Τουρκία, μια χώρα σε μετάβαση από μια μορφή κοινοβουλευτισμού υπό στρατιωτική επιτροπεία, σε ένα αυταρχικό μοντέλο με όχημα την κοινωνική επιρροή του τουρκικού Ισλάμ. Η μεταβατική αυτή κατάσταση οδηγεί τον από δεκαετίες εδραιωμένο τουρκικό αναθεωρητισμό της σε απρόβλεπτη νευρικότητα. Η Τουρκία αιφνιδιάζει και τους πιο στενούς συμμάχους της και χρησιμοποιεί μεθόδους που όχι μόνο βρίσκονται μακράν της διεθνούς νομιμότητας αλλά και παραβιάζουν κανόνες συμπεριφοράς των κρατών που έχουν γίνει αποδεκτοί από τον 19ο αιώνα, με πράξεις όπως η κράτηση ομήρων για επίτευξη πολιτικών σκοπών. Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν θα λήξει σύντομα και ακόμη και η –πολιτική ή φυσική- αποχώρηση του Ερντογάν από την εξουσία δεν θα επαναφέρει τη χώρα σε κοινωνική και πολιτική ισορροπία.

Ο ρόλος της Τουρκίας


Ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνοδεύεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες από μια αντίληψη περί του ηγετικού ρόλου της Τουρκίας στο διεθνές προσκήνιο, ιδιαίτερα στον κόσμο του Ισλάμ. Αυτή η αντίληψη περιλαμβάνει όχι μόνο τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, αλλά και τα Βαλκάνια, ειδικότερα τη Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και την Αλβανία. Οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της ΠΓΔΜ, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας βρίσκονται επίσης στο στόχαστρο των τουρκικών επιδιώξεων και είναι γεγονός ότι έχει επιτύχει σημαντική διείσδυση στις χώρες αυτές και με διακρατικές συμφωνίες και συνεργασίες (ρητές και άρρητες) και με σημαντική διείσδυση στην κοινωνική, εκπαιδευτική και οικονομική ζωή των μουσουλμανικών πληθυσμών στα Βαλκάνια.
Την διείσδυση αυτή διευκόλυναν δύο παράγοντες: πρώτον, η ουσιαστική αδιαφορία των δυτικών συμμαχιών, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για τα Δυτικά Βαλκάνια την τελευταία εικοσαετία και, δεύτερον, η πρόθεση σημαντικών ευαγών ιδρυμάτων των μοναρχιών του Κόλπου να προωθήσουν την εκδοχή του υπερσυντηρητικού Ισλάμ στις μουσουλμανικές κοινωνίες των Βαλκανίων.

Ο ρόλος της Ελλάδας


Έναντι αυτών των εξελίξεων, η Ελλάδα θα έπρεπε να βρει τρόπο να μειώσει την επιρροή της Τουρκίας και του υπερσυντηρητικού Ισλάμ στην περιοχή και να αναδειχθεί η ίδια σε ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια. Ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό ΑΕΠ ακόμη και στους χαλεπούς καιρούς της χρεωκοπίας παραμένει περίπου ίσο με το συνολικό ΑΕΠ των χωρών της Βαλκανικής (η Κροατία, η Σλοβενία και η Βοσνία δεν περιλαμβάνονται). Ο μόνος τρόπος για να πετύχει τη μείωση της τουρκικής επιρροής, ήταν να στρέψει τα Δυτικά Βαλκάνια προς την ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία. Πρόκειται για τη μοναδική προοπτική, όπου η τουρκική επιρροή δεν μπορεί να παίξει κανέναν ρόλο. Αντιθέτως, λόγω των σημερινών προβληματικών σχέσεων της Τουρκίας με ισχυρά κράτη-μέλη της ΕΕ, τα Δυτικά Βαλκάνια θα έπρεπε να απομακρυνθούν από την Τουρκία για να πείσουν ότι επιθυμούν πραγματικά να προσεγγίσουν την ευρωπαϊκή προοπτική. Και βέβαια η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα λειτουργήσει ως προθάλαμος για αυτήν προοπτική.

Κανείς δεν είναι αφελής να πιστεύει ότι η ένταξη στην ΕΕ θα επιλύσει μονομιάς τα προβλήματα των Δυτικών Βαλκανίων, τα οποία σχετίζονται περισσότερο με την εκτεταμένη διαφθορά και τον πολυπλόκαμο ρόλο του οργανωμένου εγκλήματος, ούτε ότι θα επιλύσει άμεσα εθνοτικά ζητήματα. Ρεαλιστικά μιλώντας, ο στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι η επίλυση αυτών των θεμάτων, αλλά πρωτίστως η μείωση της τουρκικής επιρροής. Χωρίς τη στήριξη, άλλωστε, της Άγκυρας και ο αλβανικός αλυτρωτισμός θα χάσει τη δυναμική του και το υπερσυντηρητικό Ισλάμ το προνομιακό του πεδίο. Το κλειδί για να συμβούν αυτά ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός με τα Σκόπια, η «Συμφωνία των Πρεσπών».

Η συμφωνία των Πρεσπών


Η διαμόρφωση απλά μιας περιφερειακής συμμαχίας δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν από τους παραπάνω στόχους. Σε μια συμμαχία με την ΠΓΔΜ, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και ίσως τη Σερβία, υπό αμερικανική επιτροπεία, ο αλβανικός αλυτρωτισμός θα συνέχιζε να καλπάζει απτόητος και μάλιστα τώρα πια με αμερικανική ομπρέλα. Θα ήταν πολύ δύσκολο για την Ουάσιγκτον να αποκλείσει την Τουρκία από μια τέτοια συμφωνία, αφού κάτι τέτοιο θα υποστηριζόταν από τα Τίρανα, αλλά και από τις εθνικιστικές παρατάξεις στα Σκόπια. Αν, μάλιστα, η ένταξη της Τουρκίας σε μια «αμερικανόπνευστη» βαλκανική συμμαχία σήμαινε και κάποια απομάκρυνσή της από τη Μόσχα, τότε η Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν θα είχε αντίρρηση, αλλά θα επιδίωκε την ένταξη αυτή. Με λίγα λόγια θα ξαναγυρίσουμε στο διπλωματικό βάλτο της προηγούμενης εικοσαετίας και στην περίπτωση αυτή όλο το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας ως ατμομηχανή της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων χάνεται και η χώρα θα συνεχίσει να είναι ουραγός των τουρκικών πρωτοβουλιών.

Όταν ο υπουργός Άμυνας διέρρεε τις «ιδέες» του για plan Β σχετικά με την ΠΓΔΜ, ήταν βέβαιο ότι επρόκειτο για μια σοβαρότατη δολιοφθορά εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρώτον, «έκοβε τα πόδια» του Ζάεφ και των υποστηρικτών της συμφωνίας στα Σκόπια, αφού αποδυνάμωνε το βασικό τους επιχείρημα προς την κοινωνία: «συμφωνία ή διαρκής απομόνωση». Η εθνικιστική αντιπολίτευση θα μπορούσε τώρα να κραδαίνει τις ιδέες του plan B για βαλκανική συμμαχία υπό αμερικανική ομπρέλα ως χειροπιαστή εναλλακτική λύση και μάλιστα κρατώντας το κεκτημένο της αναγνώρισης της ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία» από 90 και περισσότερες χώρες (μόνο η Ελλάδα θα την αποκαλούσε ΠΓΔΜ). Δημιουργούσε, δεύτερον, εικόνα μη σοβαρής χώρας σε γείτονες, εταίρους και συμμάχους και έτσι υπονόμευε οποιαδήποτε ηγετική πρωτοβουλία της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Κυρίως, όμως, αφαιρούσε από την Ελλάδα το βασικό στρατηγικό της πλεονέκτημα απέναντι στη μοναδική πραγματική απειλή, τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Ένας μόνος τρόπος υπήρχε για να αποκατασταθεί και το δίλημμα «συμφωνία ή διαρκής απομόνωση» και να ανακτηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα. Να αποπεμφθεί ο υπουργός Άμυνας.

* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών.
πηγή:  Η Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου