του Νίκου Κοτζιά*
Οι προκλήσεις της Τουρκίας, κατοχικής δύναμης κράτους μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, με πολιτική στρατηγική την αναθεώρηση των διεθνών συνθηκών και γεωπολιτικών επιδιώξεων, με τη χρήση βίαιων μέσων, απαιτούν από την Ελλάδα μια συνεχή πολιτική ειρήνης, σταθερότητας και συνεννόησης, η οποία, ταυτόχρονα, να φροντίζει την αποτροπή χρήσης στρατιωτικών μέσων από την Τουρκία στις μεταξύ τους σχέσεις. Η κυβέρνηση της Τουρκίας πρέπει να αντιληφθεί, ότι η βία έναντι της Ελλάδα θα έχει για εκείνη πολλαπλά μεγαλύτερο κόστος από αυτό που είχε σε Συρία και Ιράκ και το κυριότερο θα είναι άμεσο. Ότι και για εκείνη ισχύει η υποχρέωση να επιλέξει τον δρόμο της ειρήνης και συνεργασίας με την Ελλάδα.Η ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων απαιτούν στην κυριολεξία την προώθηση όλων των μορφών διπλωματίας, ασφαλώς με αρχές και κανόνες, όπως είναι ο δομημένος διάλογος και οι διερευνητικές, η λήψη στρατιωτικών και μη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) η ανταλλαγή απόψεων, η εντατικοποίηση των επαφών των θεσμών και των κοινωνιών. Ένα από τα σημαντικά μέτρα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η διπλωματία είναι οι κυρώσεις, αρκεί να γίνεται με μέτρο και όχι για το θεαθήναι, χωρίς αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο δε, ότι στην εποχή μας η κατάχρηση των κυρώσεων οδήγησε στη διαφοροποίησή τους.
Μια πρώτη ομάδα κυρώσεων είναι αυτές με γενικευμένες επιπτώσεις που τελικά τις πληρώνει ολόκληρος ο πληθυσμός μιας χώρας ο οποίος ωθείται σε συσπείρωση γύρω από την «αντιστεκόμμενη» ηγεσία του. Μια δεύτερη ομάδα κυρώσεων είναι οι κλαδικές. Αυτή επιδρά πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά από τις άλλες ομάδες κυρώσεων. Η εφαρμογή τέτοιων κυρώσεων σε ορισμένους τομείς κλειδιά, όπως, επί παραδείγματι στον χρηματοπιστωτικό τομέα, έχει συχνά ουσιαστικές επιπτώσεις. Αυτόν τον τύπο κυρώσεων τον χρησιμοποιούν συστηματικά οι ΗΠΑ αξιοποιώντας την ιδιαίτερη θέση τους στο διεθνές σύστημα. Όμως και τα αποτελέσματα μιας κλαδικής κύρωσης μπορεί να είναι αμφίσημα. Να μην είναι αποτελεσματική στην επιθυμητή έκταση, ενώ να επηρεάσει αρνητικά τον πληθυσμό μιας χώρας. Η τρίτη μορφή κυρώσεων αφορά πρόσωπα, κύρια στον περιορισμό των ταξιδιών τους καθώς και στον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών τους στο εξωτερικό. Πρόκειται για κυρώσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα όλο και περισσότερο. Με τον καιρό, οι κυρώσεις αυτής της τρίτης ομάδας απέκτησαν περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα και σπάνια είχαν πραγματικές επιπτώσεις στα ευρισκόμενα στον κατάλογο πρόσωπα. Για αυτό τείνουν να λειτουργούν, πλέον, ως μέτρα επικοινωνίας και διάδοσης ηθικών μηνυμάτων.
Αυτή η τρίτη κατηγορία κυρώσεων είναι κατά κανόνα ένα αποδυναμωμένο μήνυμα έκφρασης δυσαρέσκειας, ενός φορέα που δεν βρίσκει άλλους τρόπους αντίδρασης. Στην καλύτερη περίπτωση λειτουργεί ως βιτρίνα μιας ήπιας ισχύος. Λειτουργεί ως υποκατάστατο μιας πολιτικής που θα απαιτούσε πιο σκληρά μέτρα, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι επιθυμητό. Οσο περισσότερο γίνονται οι κυρώσεις εκφραστές ήπιος συμβολικής ισχύος τόσο περισσότερο βαπτίζονται ως μορφές «έξυπνων κυρώσεων».
Η αυξανόμενη αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων συνδέεται και με την πορεία κάμψης ισχύος της Δύσης και την μειωμένη ικανότητά της να αντιμετωπίσει πολιτικές κρατών που χρησιμοποιούν την σκληρή ισχύ ως απάντηση στη διπλωματία. Συνδέεται, επίσης, με το γεγονός ότι τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Γερμανία / ΕΕ χρησιμοποιούν τις κυρώσεις όχι ως διακηρύττουν για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών καθώς και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά ως εργαλείο προώθησης ίδιων συμφερόντων, κατά κανόνα οικονομικών και σπανιότερα γεωπολιτικών. Ο βαθμός επιτυχίας τους τείνει να περιοριστεί όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές συσχετισμού ισχύος στον σημερινό κόσμο.
Σήμερα, η Ελλάδα ζητά εμπάργκο όπλων στην Τουρκία. Ορθά διότι δεν τα χρησιμοποιεί προκειμένου να προωθήσει τις όποιες δυτικές αρχές και αξίες. Αντίθετα. Ζητά, επίσης, κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, κύρια επί προσώπων, σε περιορισμένο βαθμό και επί επιχειρήσεων και θεσμών της. Οι φιλοτουρκικές δυνάμεις εντός της ΕΕ συστηματικά αποτρέπουν την λήψη απόφασης για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας. Αυτό το επιτρέπουν και δύο αδυναμίες της ελληνικής διπλωματίας.
- Πρώτον, η Ελλάδα υπό την παρούσα κυβέρνηση ουδέποτε έκανε συστηματική προετοιμασία ώστε να πετύχει την έγκριση αυτών των κυρώσεων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έπρεπε να οργανώσει κοινό μέτωπο με την Ευρωβουλή που είναι υπέρ των κυρώσεων, των κοινοβουλευτικών ομάδων στη Γερμανία και των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλη την ΕΕ. Να ενημερώσει και αξιοποιήσει μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα στις χώρες που έχουν αντιρρήσεις για τις κυρώσεις. Να διαπραγματευτεί την συγκατάθεσή της σε ζωτικά για εκείνες συμφέροντα. Να πιέσει, δηλαδή, δημοκρατικά και από μέσα εκείνους που κλείνουν τα μάτια τους στις τουρκικές προκλήσεις και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών της γείτονας.
Η Ελλάδα οφείλει να κάνει εξαρχής ξεκάθαρο ότι ενώ βρίσκει ορθό να επιβάλλονται κυρώσεις σε βάρος κυβερνήσεων που διώκουν την αντιπολίτευσή τους, δεν μπορεί, ταυτόχρονα, να μην λαμβάνονται μέτρα και για μια κυβέρνηση που έχει την αντιπολίτευση της χώρας της υπό διωγμό και την ηγεσία του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος, τους δημάρχους και εκλεγμένους εκπροσώπους μιας κοινότητας 18 εκατομμυρίων πολιτών στη φυλακή. Το θέμα δεν επιτρέπεται να γίνεται αντικείμενο παράκλησης ή χάρης. Πρέπει να είναι πολιτικό και να επιβάλλεται με τον συνδυασμό πολλών διαφορετικών δυνάμεων σε διαφορετικά επίπεδα. Αν μια κυβέρνηση, όπως αυτή της ΝΔ, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πολυπλοκότητα των απαιτήσεων του σημερινού κόσμου και δεν μπορεί να βρει σύνθετες απαντήσεις, καλό είναι να πηγαίνει.
- Δεύτερο, στην πορεία για την επιβολή κυρώσεων πρέπει κανείς να προσδιορίζει και να ιεραρχεί σε ποιόν τις επιβάλλει και πότε. Επί παραδείγματι, ως προς τις προκλήσεις της Τουρκίας στις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας και της Κύπρου οι παρανομούντες δεν είναι μόνο η Τουρκία. Αλλά και εκείνοι που την συνδράμουν σε αυτές τις παρανομίες, όπως προσωπικό, χρηματοδότες, εταιρίες παροχής γνώσης και υλικοτεχνολογικής υποδομής από τρίτες χώρες. Πρόκειται για εταιρείες κατά κανόνα δυτικές. Η επιβολή κυρώσεων σε αυτές δεν φέρνει απευθείας αντιμέτωπους τους φιλότουρκους ευρωπαίους με την Τουρκία. Επιβάλλει, όμως, τον νόμο και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου σε δυτικούς θεσμούς και επιχειρήσεις, ενώ ακυρώνει για ένα διάστημα τις τουρκικές παρανομίες. Εκτίμησή μου είναι ότι μπροστά σε τέτοιες απαγορευτικές κυρώσεις της ΕΕ, οι εν λόγω επιχειρήσεις, αρκετές προερχόμενες από την Νορβηγία και την Ελβετία, θα επιλέξουν την συμμόρφωσή τους με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Κατά συνέπεια, προκειμένου οι κυρώσεις να έχουν μια πραγματική λειτουργία θα πρέπει (α) να επιλέγονται ουσιαστικές κυρώσεις από την ορθή –για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση-ομάδα κυρώσεων, (β) στις σωστές θεματικές και (γ) για τα «ορθά» υποκείμενα μετά (δ) από συστηματική προετοιμασία σε όλα τα πεδία και τις πολιτικές-κοινωνικές οργανώσεις που μπορούν να συμβάλλουν στην προώθησή τους. Αλλιώς σε λίγο θα θυμίζουν τα «βέτο» του Μητσοτάκη που όλο τα προαναγγέλλει (από τη Λιβύη μέχρι και την Αλβανία) και ποτέ δεν τα θέτει σε αντίθεση με την περίοδο που ήμουν υπουργός. Τα έθετα, αλλά δεν έκανα με αυτά δημόσιες επικοινωνιακές πολιτικές.
*Ο Νίκος Κοτζιάς, είναι Ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Εξωτερικής Πολιτικής, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Μέλος του Κινήματος ΠΡΑΤΤΩ και συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου