Ακόμα κι αν ο κ. Τζανερίκος αρνήθηκε τη συναλλαγή προκύπτουν ερωτήματα για το είδος της διαπλοκής ανάμεσα στα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης και την κυβέρνηση
Αν οι καταγγελίες του παραιτηθέντος αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου, δημιούργησαν ένα προφανές πολιτικό ζήτημα με υπόλογη την κυβέρνηση, είναι σαφές ότι με ανάλογο τρόπο έρχονται να προστεθούν σε μια σκοτεινή εικόνα της Δικαιοσύνης, και ιδιαίτερα των ανώτατων κλιμακίων της, τα τελευταία χρόνια. Ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος ο μέχρι πρότινος επικεφαλής του Α1 Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου εμφανίζει τον εαυτό του να αρνείται τις επίμονες κυβερνητικές προτάσεις εξαγοράς του, δεν παύει να περιγράφει ένα είδος σχέσης μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, το οποίο πολύ απέχει από το να είναι θεσμικό.
Ο Τζανερίκος επικαλέστηκε τουλάχιστον μία συνάντηση με τον υπουργό Επικρατείας -και ουσιαστικό αντ’ αυτού του πρωθυπουργού- Γιώργο Γεραπετρίτη στο Μέγαρο Μαξίμου και ακόμα μία επικοινωνία με κυβερνητικό στέλεχος, οι οποίες είχαν πάντα ως επίδικο κάποιου τύπου συναλλαγή. Μάλιστα, σ’ αυτό συμφωνούν και οι δύο πλευρές, δεδομένου ότι ο μεν Τζανερίκος υποστηρίζει πως του προσφέρθηκε θέση επικεφαλής σε ανεξάρτητη Αρχή προκειμένου να διασφαλίσει τη συνηγορία του στην τροπολογία που κατέθεσε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο, η δε κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πως ο Τζανερίκος ήταν χολωμένος από την επιλογή Ντογιάκου -αντί για τον ίδιο- ως εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, οι δικαστικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι ο Τζανερίκος δεν ήταν αδιάφορος για τη θέση, αλλά επίσης και ότι η επιλογή Ντογιάκου έγινε κατά παράβαση της δικαστικής ιεραρχίας και με προφανή τα ιδιοτελή κίνητρα της κυβέρνησης. Το ερώτημα που προκύπτει ωστόσο είναι αν είθισται αυτά τα τελευταία τριάμισι χρόνια οι δυσαρεστημένοι (ή όχι) αρεοπαγίτες να καλούνται από την κυβέρνηση για διαπραγματεύσεις - και τι είδους. Ακόμα κι αν εν προκειμένω ο Χρ. Τζανερίκος αρνήθηκε τη συναλλαγή, προκύπτουν ερωτήματα για το είδος της διαπλοκής ανάμεσα στα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης και την κυβέρνηση ή ακόμα και το περιβάλλον του πρωθυπουργού.
Τα ερωτήματα αυτά, που δεν γεννήθηκαν βέβαια χθες και εντείνουν ένα κλίμα ανησυχίας για την κατάσταση στη Δικαιοσύνη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επανέρχονται με αφορμή την κίνηση ενός πρώην αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να μετατραπεί στον «αυτοφωράκια» του Κασιδιάρη, παριστάνοντας τον επικεφαλής του μορφώματος που ίδρυσε ο καταδικασμένος ναζί. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Αναστάσιος Κανελλόπουλος, που υπήρξε ο πρώτος πολύ αρνητικός πρωταγωνιστής της περασμένης εβδομάδας από τον δικαστικό χώρο, λειτούργησε απολύτως ατομικά και απομονωμένα ή αποτέλεσε de facto τον εκπρόσωπο του βαθέως ακροδεξιού κράτους στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης. Δεν είναι άλλωστε πολύς καιρός από τότε που προήχθη η εξωφρενική εισαγγελέας της δίκης της Χρυσής Αυγής Αδαμαντία Οικονόμου, ενώ υπάρχει πλήθος δικαστικών που έχουν ξεπλύνει ή ρίξει στα μαλακά τους ναζί κατά το παρελθόν. Ανάμεσά τους, ο νυν εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον ακρωτηριασμό του κατηγορητηρίου στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Ωστόσο, έχει τη σημασία του ότι σ’ αυτή τη συγκεκριμένη φάση σχεδόν κανένας δικαστικός ή νομικός δεν έχει εκφραστεί ρητά υπέρ της τροπολογίας, με την εξαίρεση του Ευάγγελου Βενιζέλου, που απλώς συνηγόρησε ότι δεν παραβιάζει το σύνταγμα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι εναντίον της τροπολογίας τάχθηκαν και οι δύο τάσεις της διχασμένης Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, τόσο η υπερσυντηρητική πλειοψηφία όσο και τα έξι δημοκρατικά μέλη του Δ.Σ. υπό τον Χριστόφορο Σεβαστίδη.
πηγή: Η ΑΥΓΗ / Γιάννης Ανδρουλιδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου