Κώστας Χρυσόγονος*: «Ο νόμος για τα Πανεπιστήμ​ια είναι κλινικά νεκρός»

Κώστας Χρυσόγονος
απο το aixmi.gr
Τον Σεπτέμβριο του 2011 η Βουλή, σε μια πρώτη δοκιμή της μετέπειτα συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ψήφισε με συμφωνία αμφοτέρων των μεγάλων κομμάτων ένα νόμο (τον 4009/2011) που ανέτρεπε άρδην τα δεδομένα στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Ήταν εξαρχής δεδομένο ότι {ο νόμος αυτός έβρισκε αντίθετους το σύνολο σχεδόν των φοιτητών και την πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ, όπως και τις εκλεγμένες πρυτανικές αρχές των ΑΕΙ,} την κατάργηση των οποίων επαγγελόταν (από τον Σεπτέμβριο του 2012).

Το ότι ο νόμος 4009/2011 πάσχει από πολλαπλές αντισυνταγματικότητες (βλ. αναλυτικά Κ. Χρυσόγονου, Το Σύνταγμα και ο νόμος 4009/2011, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011) ήταν επίσης γνωστό, αφού είχε επισημανθεί και στη σχετική έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.

Τούτο, όμως, αφήνει παγερά αδιάφορο το πολιτικό σύστημα, αφού ο απαρχαιωμένος και αναποτελεσματικός μηχανισμός διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας (από Ανώτατα Δικαστήρια, η ηγεσία των οποίων επιλέγεται από την κυβέρνηση) συχνά οδηγεί στη συγκάλυψη ακόμη και πρόδηλων παραβιάσεων του Συντάγματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η ΝΔ υπερψήφισε την ένσταση αντισυνταγματικότητας του ν. 4009/2011 -που είχε υποβάλει στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ- στη συνέχεια υπερψήφισε τον κατά την παραδοχή της αντισυνταγματικό αυτόν νόμο (!).

Το γεγονός, εξάλλου, ότι οι βασικές διοικητικές πράξεις εφαρμογής του ν. 4009/2011 έχουν προσβληθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που συνεδρίασε δημόσια για την υπόθεση στις 2.3.2012 και αναμένεται η έκδοση της απόφασής του για τη συνταγματικότητα του νόμου, έχει επιτηδείως «λησμονηθεί».

Ανεξάρτητα, όμως, από το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, τα κόμματα που ψήφισαν τον ν. 4009/2011 γνώριζαν εξαρχής ότι, πέρα από την αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας, υπάρχει μια μερίδα φοιτητών η οποία είναι αποφασισμένη να φθάσει την αντιπαράθεση με το νόμο, ή μάλλον γενικότερα με το κράτος, εξ αφορμής του νόμου, στα άκρα.

Εάν, λοιπόν, οι επαγγελματίες πολιτικοί μας ήταν σοβαροί στην πρόθεσή τους να εφαρμόσουν τον νόμο τους, θα έπρεπε να είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς σε ευρεία κλίμακα, προκειμένου να τον επιβάλουν με τη βία. Άλλωστε, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου με το άρθρο 3 του νόμου ακριβώς αυτή την ετοιμότητα υποδήλωνε. Η σοβαρότητα, όμως, είναι είδος σε ανεπάρκεια σ΄ ένα πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στη «συντεταγμένη» χρεοκοπία και τώρα ζει με τον φόβο μιας ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης.

Έτσι, μερικές συναθροίσεις διαμαρτυρίας στις εισόδους των χώρων, όπου υπετίθετο ότι θα διεξάγονταν οι ψηφοφορίες για την εκλογή των νέων «συμβουλίων» των ΑΕΙ, στάθηκαν αρκετές για να ματαιώσουν την εκλογή, ενώ το αρμόδιο υπουργείο, οι εισαγγελίες και οι αστυνομικές αρχές είχαν άλλες, πιεστικότερες ασχολίες. Η κατάργηση του ασύλου αποδείχθηκε ότι ήταν λεονταρισμός κενός περιεχομένου.

Το ότι ο ν. 4009/2011 είναι ήδη κλινικά νεκρός, αφού έχουν προ πολλού χαθεί όλες οι προθεσμίες που έθετε ο ίδιος για την εφαρμογή του, είναι εμφανές σε όλους. Επίσης εμφανές είναι ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αναζητούν τρόπους απεμπλοκής από το αδιέξοδο, στο οποίο με δική τους υπαιτιότητα περιήλθαν. Ίσως ο πιο εύσχημος τέτοιος τρόπος να είναι μια δικαστική κρίση περί αντισυνταγματικότητας, ειδικά των διατάξεων των σχετικών με τα «συμβούλια» και τους δοτούς «κοσμήτορες» – τοποτηρητές των Σχολών. Διαφορετικά, η πολιτική τάξη θα βρεθεί στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να χρειασθεί να προχωρήσει η ίδια στην ταφή του θνησιγενούς τέκνου της.

Αποτελεί ιστορική ειρωνεία το γεγονός ότι στην ίδια αυτή θέση είχε βρεθεί τα Χριστούγεννα του 1979 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε σχέση με τον νόμο 815, και ότι τότε στις πολυήμερες φοιτητικές καταλήψεις των ιδρυμάτων συμμετείχαν «αρμοδίως» κάποιοι από αυτούς που ψήφισαν τον ν. 4009, τριαντατρία χρόνια μετά. Οι άνθρωποι αδυνατούν να αντλήσουν διδάγματα όχι μόνο από την ιστορία γενικά, αλλά ακόμη και από τη δική τους προσωπική ιστορία.

*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου