Κομισιόν: Νέα μέτρα αν δεν πετύχει το πρόγραμμα!

Προκλήσεις για τις τράπεζες από την έκρηξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη φυγή των τραπεζικών καταθέσεων και τις ανάγκες τους σε νέα κεφάλαια που δημιούργησε το PSI, διαπιστώνει η Κομισιόν στην έκθεσή της που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.

Απειλεί πως αν δεν εφαρμοστούν τα μέτρα των 13,5 δισ. ευρώ, λόγω των αντιδράσεων θα επιβληθούν νέα, ενώ παραδέχτηκε πως η ύφεση της οικονομίας ήταν κατά 8% βαθύτερη των αρχικών εκτιμήσεων της τρόικας, αλλά θα ήταν βαθύτερη, αν δεν υπήρχαν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις.

Εντοπίζει κινδύνους βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, καθώς όπως σημειώνει αν σημειωθούν αστοχίες στην υλοποίηση του προϋπολογισμού, στις αποκρατικοποιήσεις και στην ταχύτητα επανόδου της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή σε συνδυασμό όλων αυτών το χρέος μπορεί να φτάσει το 2020 στο 147% του ΑΕΠ, αντί του 124% του ΑΕΠ που προβλέπει το πρόγραμμα. Αντίθετα αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές το χρέος μπορεί να υποχωρήσει το 2020, μέχρι και στο 106% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα, λίγες μέρες μετά τη συμφωνία για την ανακατανομή των δόσεων και τα πρόσθετα μέτρα για τη μείωση του χρέους, η Κομισιόν διαπιστώνει πως θα υπάρξει πρόσθετο κενό χρηματοδότησης ύψους 1,1 δισ. ευρώ, το 2014.

Από την έκθεση δεν λείπουν και οι επικρίσεις για την έκταση των πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων, που υποστηρίζει πως καθυστέρησαν τις αλλαγές και βάθυναν την ύφεση, όπως επίσης και για την «απογοητευτική επίδοση» στο πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων.

Οι κοινοτικοί

Σημαντική ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια και μάλιστα υπό αντίξοες συνθήκες, όπως η βαθύτερη κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες ύφεση από εκείνη που είχε υπολογιστεί το 2010. Αυτό υπογράμμισαν κοινοτικοί αξιωματούχοι οι οποίοι παρουσίασαν χθες την αξιολόγηση της έκθεσης σχετικά με το δεύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Οπως είπε η ύφεση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση του χρέους, αλλά δεν έπεσε έξω μόνο η τρόικα για την Ελλάδα, αλλά και οι προβλέψεις για το σύνολο της Ευρωζώνης, επίσης, δεν επιβεβαιώθηκαν σχετικά με την ανάπτυξη. Επιπλέον, αρνητικό αντίκτυπο είχαν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης-Παπανδρέου, οι δηλώσεις του κ. Παπανδρέου για διεξαγωγή δημοψηφίσματος και οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν, πρόκειται για εξελίξεις που δεν μπορούσαμε τότε να προβλέψουμε ανέφερε ο αξιωματούχους.

Για τις ιδιωτικοποιήσεις ανέφερε ότι σε καμία περίπτωση δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα κι αυτό το απέδωσε σε πολιτικούς λόγους, ωστόσο εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι με την προεργασία που έγινε του χρόνου τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα.

Για τις αποφάσεις του Εurogroup αναγνώρισε ότι από την επαναγορά των ομολόγων δημιουργείται μια τρύπα στη χρηματοδότηση, επισημαίνοντας πάντως, ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούμε πρόσθετα μέτρα από την πλευρά των εταίρων για την κάλυψη του κενού, και σε κάθε περίπτωση αυτό θα εξεταστεί το 2014. Διευκρίνισε ότι η αναστολή της πληρωμής των τόκων δεν είναι δώρο, θα γίνει ανατοκισμός και θα δοθούν στη συνέχεια, διαφορετικά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής θα έχανε χρήματα, κάτι που δεν μπορεί να γίνει.

Σημειώσαμε πρόοδο σε πολλούς τομείς, η νέα κυβέρνηση πέτυχε να καλύψει το χαμένο έδαφος, υπάρχουν, όμως, και κίνδυνοι, όπως είπε, ενώ αναφέρθηκε σε οργανωμένα συμφέροντα, πολιτικές αντιστάσεις και ομάδες πίεσης που αντιστέκονται. Υπάρχουν επίσης και κίνδυνοι μακροοικονομικοί, αλλά είμαστε προσεκτικοί στις προβλέψεις μας τόνισε ο αξιωματούχος, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι εάν υλοποιηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής μεταρρύθμισης την Ανοιξη, τότε όλα θα πάνε καλά.

Τέλος, αναφέρθηκε και στην κοινωνική κατάσταση, τονίζοντας ότι υπάρχουν κίνδυνοι εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας και θα πρέπει να δώσουμε έμφαση στις ενεργές πολιτικές απασχόλησης και να ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση να προωθήσει μια φορολογική πολιτική, ευνοϊκή για την αγορά εργασίας.

Η βιωσιμότητα του χρέους

Κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους και την αποκλιμάκωσή του στο 124% του ΑΕΠ, μετά και την υλοποίηση των μέτρων που αποφάσισε το Eurogroup, εντοπίζει η έκθεση της Κομισιόν, αν σημειωθούν αστοχίες στην υλοποίηση του προϋπολογισμού στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων και στην ταχύτητα επανόδου της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Οι προοπτικές για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι ευαίσθητη στις εξελίξεις βασικών παραμέτρων, που αφορούν σε εσωτερικούς και σε εξωγενείς παράγοντες.

Αναλυτικότερα οι επισημάνσεις της Κομισιόν είναι οι ακόλουθες:

- Οικονομική ανάπτυξη: Μια ισχυρότερη δυναμική ανάπτυξης -μετά και τις αποφάσεις του Eurogroup που βελτιώνουν το κλίμα-, θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά την έξοδο της οικονομίας από την παρατεταμένη ύφεση ταχύτερα από ό,τι προβλέπεται. Ωστόσο η Ε.Ε. παρατηρεί πως από την άλλη πλευρά, μια βραδύτερη από το αναμενόμενο εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του προγράμματος ή αν το διεθνές περιβάλλον είναι λιγότερο θετικό, θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. Ο αντίκτυπος των ετήσιων προς τα πάνω ή προς τα κάτω αναθεωρήσεων του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1 ποσοστιαία μονάδα κάθε χρόνο από το 2013 και μετά θα μετακινήσει το δείκτη του χρέους από την αρχική τιμή του 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, σε 113% και 136% του ΑΕΠ, αντιστοίχως. Επίσης το 2030, το αποτέλεσμα αυτών των δύο σεναρίων θα ήταν μια μετατόπιση από την αρχική τιμή του 79% έως 59% και 103%, αντίστοιχα.

- Επιτόκια: Οι προβλέψεις, σύμφωνα με την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους, βασίζονται σε παραδοχές επιτοκίων, οι οποίες στηρίζονται στις τρέχουσες καμπύλες απόδοσης και των σχετικών spreads για την Ελλάδα (για GLF, EFSF και χρηματοδότηση της αγοράς). Όμως τονίζει πως ευρύτερες μεταβολές των επιτοκίων από τις προβλέψεις του προγράμματος μπορεί να έχουν αντίκτυπο στις τιμές της αγοράς και την τελική επιβάρυνση της Ελλάδας από τόκους. Δεδομένου του υψηλού χρέους, οι μεταβολές των επιτοκίων έχουν σημαντικό αντίκτυπο για την πορεία του χρέους. Ο αντίκτυπος μιας αναθεώρησης προς τα κάτω από 50 μονάδες βάσης (θετικό σοκ) ή προς τα άνω αναθεώρηση του 150bps του επιτοκίου που ισχύει για το ελληνικό χρέος θα φέρει το λόγο του χρέους στο 120% και 136% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, το 2020, και 71% ή 107% του ΑΕΠ το 2030.

- Εσοδα ιδιωτικοποιήσεων: Τα αναμενόμενα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις κατά την περίοδο αναφοράς, έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω σημαντικά, κατά 10 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2016, από 23 δισ. ευρώ που είχαν προγραμματιστεί το Μάρτιο. Κατά την περίοδο από το 2012 μέχρι το 2020, οι αναμενόμενες εισπράξεις ανέρχονται σε 22 δισ. ευρώ. Τα σενάρια για την πορεία των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις μέχρι το τέλος του 2020, κατά 8 δισ. ευρώ, πάνω ή κάτω από το στόχο, οδηγούν σε μια αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ από 120% ή 128% του ΑΕΠ το 2020 και 75% ή 83% του ΑΕΠ το 2030, αντίστοιχα.

- Οι δημοσιονομικές επιδόσεις: Το πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με το σενάριο αναφοράς, θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 4,4% του ΑΕΠ από το 2016-2020 και 4,0% του ΑΕΠ στην περίοδο 2021 - 2030. Τα σενάρια που εξετάζει η Ε.Ε., προβλέπουν πως το πρωτογενές ισοζύγιο είτε θα είναι 0,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερο από ό, τι θεωρεί το σενάριο αναφοράς, ή κατά 1 εκατοστιαία μονάδα χειρότερα, στο αρνητικό σενάριο. Στο πλαίσιο αυτό, ο δείκτης του χρέους γίνεται σε αυτά τα σενάρια 120% και 131% του ΑΕΠ το 2020, αντίστοιχα, και το 2030, 70% και 97% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.

- Συνδυασμός αστοχιών (σοκ): Είναι το χειρότερο σενάριο, καθώς μια αποδυνάμωση στην εφαρμογή του προγράμματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνδυασμένο σοκ. Σε ένα τέτοιο σενάριο η Ε.Ε. υποθέτει ότι (i) η αδυναμία εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ 1 εκατοστιαία μονάδα κάτω από το στόχο, (ii) έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις θα είναι 8 δισ. ευρώ λιγότερα από το στόχο και το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 1 εκατοστιαία μονάδα κάτω από το στόχο. Ως αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμένου σοκ, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ το 2020 θα είναι 147% το 2020, 138% το 2022, και 127% το 2030. Αντίθετα, παρατηρεί η Κομισιόν, η ισχυρή εφαρμογή της πολιτικής, η επιστροφή και η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και η ισχυρότερη ανάπτυξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε: (i) έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις κατά 8 δισ. ευρώ υψηλότερα από το στόχο (ii) αύξηση του ΑΕΠ είναι 1 εκατοστιαία μονάδα πάνω από το στόχο και (iii) το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι 0,5 εκατοστιαία μονάδα πάνω από το στόχο. Εφόσον υλοποιηθεί το «καλό» σενάριο το αποτέλεσμα θα είναι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ το 2020 να διαμορφωθεί στο 106%, στο 90% το 2022 και στο 48% το 2030.
Νίκος ΜΠΕΛΛΟΣ, Πάνος ΚΑΚΟΥΡΗΣ, Τάσος ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ στη naftemporiki.gr