Τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους προτείνει ως λύση το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σε ειδική έκθεσή του «Το χρέος μετά το τέλος του «Μνημονίου» (2014)».
Μάλιστα, σύμφωνα με την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ οι οικονομολόγοι του Γραφείου προκρίνουν τη λύση του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ οι οικονομολόγοι του Γραφείου προκρίνουν τη λύση του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας.
Επειδή, όμως, αναγνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο έχει «ηθικούς κινδύνους» για τις άλλες χώρες, παραδέχονται πως θα πρέπει να «συνοδευθεί, αν τελικά γίνει με δικλείδες ασφαλείας».
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού «ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος ενός λόγου χρέους 124% ΑΕΠ έως το 2020 η κατάσταση δεν θα είναι διατηρήσιμη!». Για αυτό και παραθέτει παράδειγμα από το οποίο προκύπτει ότι η «σταθεροποίηση και πολύ περισσότερο η φιλόδοξη μείωσή του στο 110% από το επίπεδο του 175,5% του ΑΕΠ το 2013, διευκολύνεται αν υπάρξει περικοπή του αποθέματος του χρέους (σε τεχνική γλώσσα: stock relief)». Και οι οικονομολόγοι του Γραφείου συμπληρώνουν πως δεν μπορεί «κανείς να αναμένει σοβαρή μείωση του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων».
Γενικά, πολύ μεγάλα χρέη σε απόλυτα μεγέθη και ως ποσοστό του ΑΕΠ γίνονται ανεξέλεγκτα («μη βιώσιμα»), προκαλούν αβεβαιότητες και κινδύνους (με αποτέλεσμα οι δανειστές να απαιτούν υψηλά πριμ ρίσκου, ιδιαίτερα αν εκτιμούν ότι η χώρα στο τέλος θα χρεοκοπήσει, οδηγώντας την έτσι στην χρεοκοπία) και αφαιρούν από τις κυβερνήσεις δυνατότητες αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων, αναφέρεται στην έκθεση. Ακόμη και αν τα χρέη δεν οδηγούν την αναπτυξιακή διαδικασία σε πλήρη κατάρρευση, όμως τείνουν να την επιβραδύνουν. Επίσης, σημειώνεται πως το μέγεθος του χρέους (και του λόγου χρέους) καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία.
«Επομένως, ένα «κούρεμα» του χρέους εντός της Ευρωζώνης, θα επιτάχυνε την ανάπτυξη, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και μειώνοντας την πίεση για πρωτογενή πλεονάσματα. Το κλειδί είναι η μεγέθυνση» συμπεραίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Μάλιστα, προσθέτει ότι «η χώρα είναι αδύνατο να επιστρέψει στις αγορές κεφαλαίου για να αναχρηματοδοτήσει το τεράστιο χρέος της με λογικούς όρους. Το μέγεθός του θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πιθανούς δανειστές. Η οργανωμένη διαγραφή μέρους του χρέους εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης θα δημιουργούσε νέα δεδομένα. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα ενσωματωνόταν σύντομα στις προσδοκίες των αγορών. Επίσης, θα κατένεμε πιο ισόρροπα τα βάρη ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες, συνεισφέροντας έτσι στη σταθεροποίηση της ΕΕ. Υπενθυμίζουμε ότι και στο ΔΝΤ είχαν γίνει σχετικές προτάσεις για όλες τις χώρες αλλά προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητες τότε αντιδράσεις».
Πάντως, η έκβαση μιας διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση του χρέους εξαρτάται (και) από την αξιοπιστία της χώρας, η οποία με τη σειρά της μετράται με την εξέλιξη της δημοσιονομικής πολιτικής μας, των μεταρρυθμίσεων και της αξιοποίησης των φυσικών πόρων, σύμφωνα με το Γραφείο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες ανάγκες για περαιτέρω στήριξη μετά το 2014.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι οικονομολόγοι του Γραφείου αναφέρουν ότι η διαγραφή χρέους θα μπορούσε να γίνει με τρόπου που δεν θα παρέπεμπαν σε «κούρεμά» του. Και αναφέρουν δύο τρόπους:
1. Την ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) πράγμα που θα μείωνε το χρέος περίπου κατά 30 δις ευρώ που είναι οι συμμετοχές του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις τράπεζες, ίσως μάλιστα και περισσότερα.
2. Την «αμοιβαιοποίηση» μέρους του χρέους ή ένα σύμφωνο απόσβεσης όπως έχει προταθεί από το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας και, σε παραλλαγές, από άλλους ερευνητές. Η πρόταση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων προβλέπει μια ποσοτικά και χρονικά περιορισμένη κοινή εγγύηση για το μέρος του χρέους που ξεπερνά το όριο του Μάαστριχτ 60% του ΑΕΠ. Αυτό θα γίνει με αυστηρούς όρους. Τα κράτη θα πρέπει να αποσβέσουν τα νέα ομόλογα σε διάστημα 25 ετών, να προσδιορίσουν φόρους, τα έσοδα από τους οποίους θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πληρωμές τόκων και χρεολυσίων και θα πρέπει, για να έχουν πρόσβαση στις εγγυήσεις, να τηρούν τους όρους του Δημοσιονομικού Συμφώνου και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης
Πέραν αυτών, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει ότι μια νέα δανειακή σύμβαση για το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού δίνει μόνο προσωρινή λύση για ένα-δύο χρόνια. «Ουσιαστικά αναβάλλει την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που είναι ο όγκος του Δημόσιου Χρέους της χώρας» αναφέρει και συμπληρώνει πως «βασική παραδοχή μας είναι ότι το χρέος (και ο λόγος χρέους) δεν πρόκειται να τεθεί σε τροχιά μείωσης και να γίνει «βιώσιμο» ως το 2020 ή 2022 αποκλειστικά με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (=δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς οποιαδήποτε αναδιάρθρωση (=νέο «κούρεμα») ή και αναδιάταξη (=επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής χρεών) και άλλες διευκολύνσεις».
Επίσης, σημειώνουν ότι αν και η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους μέσω νέου πακέτου δανείων δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον «είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους συν τυχόν έκτακτες ανάγκες. Μόνο για τα χρεολύσια, οι απαιτήσεις τα επόμενα χρόνια ανέρχονται σε 70,5 δις ευρώ (2014-2020)». Πάντως, παραδέχονται ότι «μια συμφωνία για νέα δάνεια στήριξης ή και άλλες διευκολύνσεις (μείωση επιτοκίων κλπ) είναι η πιθανότερη λύση με τα σημερινά δεδομένα».