Η εκποίηση ως «παλιγγενεσία»

Χρήστος Γιανναράς, Επανάσταση 1821, εορτασμός, παλιγγενεσία,
Μοιάζει πραγματικά απίστευτο, να έχουμε οι σημερινοί Ελληνόφωνοι συμφιλιωθεί με τη μειονεξία που μεθοδικά μας μεταγγίζει η δύο αιώνων εμπειρία ταπεινώσεων και εξευτελισμού μας από τις κοινωνίες που αφελέστατα θαυμάζουμε...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε (το κράτος εντέλλεται) τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821: Τη λαϊκή εξέγερση που ελευθέρωσε από την τουρκική τυραννία ένα ελάχιστο κομμάτι ελληνικής γης και ένα επίσης ολίγιστο ποσοστό πληθυσμού. Τι άραγε θα γιορτάσουμε; Μια ιστορική επιτυχία ή ένα φιάσκο; Η εξέγερση ήταν (μάλλον καταγωγικά) παγιδευμένη σε σχιζοείδεια οπτικής και σκοπών: Η πλειονότητα των εξεγερμένων έβλεπε σαν στόχο «να ξαναπάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» – να αποκατασταθεί, έστω εν σμικρώ, ο «τρόπος» της πολυεθνικής και πολυφυλετικής, ελληνικής (στη γλώσσα και στους θεσμούς) αυτοκρατορίας.

Μια μειονότητα των εξεγερμένων ήταν σαφώς επηρεασμένη ή και ενθουσιασμένη με τη νεογέννητη τότε στη Δύση ιδέα του «εθνικού κράτους»: Δεν είναι ο «πολιτισμός» (γλώσσα, παραδόσεις, Τέχνη, «νόημα» της ύπαρξης και του βίου) που γεννάει τη συνοχή της συνύπαρξης σε ενιαίο κράτος. Αλλά είναι η νομική σύμβαση (Σύνταγμα) που εξασφαλίζει, με χρηστική λογική, την οργανωμένη συμβίωση.

Εγινε σύντομα φανερό ότι οι αρχές και εξουσίες στην Ευρώπη απέρριπταν, με μαχητικό πείσμα, κάθε ενδεχόμενο να απελευθερωθεί έστω και μικρό τμήμα του ελληνικού χώρου. Οπως τίμια ομολογεί ο Γάλλος μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff, ο μεγάλος και μισητός αντίπαλος της ευρωπαϊκής Δύσης δεν ήταν ποτέ οι Τούρκοι, ήταν οι Ελληνες, το «Βυζάντιο», η «Πόλη». Ανακουφίστηκαν, όταν «εάλω η Πόλις» και στα τετρακόσια χρόνια στυγνής δουλείας των Ελλήνων μπόρεσαν να σφετεριστούν και να μονοπωλήσουν την αρχαιοελληνική κληρονομιά, ονομάζοντας τον στρεβλωτικό σφετερισμό «Αναγέννηση».

Η εξέγερση του 1821 παγιδεύτηκε σε δυο διαφορετικές εκδοχές του στόχου της: Η πλειονότητα των εξεγερμένων θεωρούσε αυτονόητο ότι απελευθέρωση από τους Τούρκους σήμαινε «να πάρουμε την πόλη και την Αγια-Σοφιά» – να αποκατασταθεί, έστω «εν σμικρώ», ο τρόπος της πολυεθνικής και πολυφυλετικής, ελληνικής (στη γλώσσα και στους θεσμούς) αυτοκρατορίας.

Η μειονότητα των εξεγερμένων ήταν θαυμαστές της νεογέννητης τότε στη Δύση ιδέας του «εθνικού κράτους»: να κατοχυρώνεται σε χρηστική βάση η πολιτειακή συγκρότηση και η λειτουργική συνοχή της. Ετσι, η μαχητική άρνηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην απελευθέρωση του Ελληνισμού συμβιβάστηκε με την παραχώρηση τυπικής ανεξαρτησίας σε ένα συμβατικό κρατίδιο, που άφηνε έξω από τα σύνορα τα 4/5 των ελληνικών πληθυσμών. Το κρατίδιο ήταν συνεχώς εξαρτημένο οικονομικά από «δάνεια», που με βασανιστική γλισχρότητα του παρείχαν τα ισχυρότερα κράτη της Δύσης. Και εξαρτημένο απολύτως, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, από τις πρεσβείες των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. (Εως σήμερα ακόμα, διακόσια χρόνια από την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, οι υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί Εξωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, ίσως και άλλοι, είναι πολύ δύσκολο να καμουφλάρουν την παρέμβαση ξένων πρεσβειών στην πολιτική τους καριέρα.)

Μοιάζει πραγματικά απίστευτο, να έχουμε οι σημερινοί Ελληνόφωνοι συμφιλιωθεί με τη μειονεξία που μεθοδικά μας μεταγγίζει η δύο αιώνων εμπειρία ταπεινώσεων και εξευτελισμού μας από τις κοινωνίες που αφελέστατα θαυμάζουμε. Οι εορτασμοί που ετοιμάζουμε προϋποθέτουν ότι, για τετρακόσια χρόνια, ο Ελληνισμός ήταν ιστορικά νεκρός: Δεν είχε γλώσσα, υψηλή ποίηση, εκπληκτική εκφραστική, δεν είχε Τέχνη, συναρπαστική σε κάλλος και σοφία αρχιτεκτονική, απίστευτης ευαισθησίας μουσική, θαυμαστή ζωγραφική, χορούς, φορεσιές, κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και λόγια παράδοση, επιστημοσύνη σκόρπια, αγεωγράφητη.

Είναι πραγματικά εξωφρενικό, αν όχι «ύβρις», να διαγράφουμε ως ανύπαρκτη την οργανική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να θεωρούμε «παλιγγενεσία» (επαναγέννηση) τη μεθοδική και βίαιη, ολοκληρωτική και άκριτη υποταγή μας στον δάνειο τρόπο βίου, τάχα και πολιτισμό, της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Να πανηγυρίζουμε σαν έξοδο από την ιστορική ανυπαρξία τον εξευτελιστικό μιμητισμό, τον πιθηκισμό του εθνοκρατικού δυτικού μοντέλου.

Ξεχνάμε ότι η Επανάστασή μας του 1821 ξεκίνησε ταυτόχρονα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο – ο γεωγραφικός χώρος ήταν αυτονόητα ελληνικός, με κριτήριο όχι τον εθνοφυλετισμό της Δύσης, αλλά τον πολιτισμό, δηλαδή τον τρόπο των Ελλήνων. Θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει η εξέγερση στην Αίγυπτο, στη Μικρασία ή στον Πόντο – μας καλεί σήμερα το κωμικό μας κράτος να «γιορτάσουμε» την επέτειο της μεταμόρφωσης του Ελληνισμού από αυτοκρατορία και πολιτισμική «οικουμένη» σε θλιβερό απολειφάδι παρακμιακής επαρχιωτίλας: δήθεν κράτος που ζει μόνο με δανεικά έχοντας ενεχυριάσει ακόμα και τα αρχαιολογικά του θησαυρίσματα και τις έκπαγλες ακρογιαλιές του.

Είναι τουλάχιστον εξωφρενικό, αν όχι «ύβρις»: Μιαν επέτειο που ο εορτασμός της έχει νόημα μόνο σαν δήλωση, επίκαιρη, συλλογικής ταυτότητας και τεθειμένου στόχου (ποιοι είμαστε οι Ελληνες σήμερα και τι ξεχωριστό κομίζουμε στη διεθνή κοινότητα), αυτόν τον εορτασμό να τον παραδίδουμε, με ιλιγγιώδη επιπολαιότητα, σε μια κυρία αξιοθαύμαστη για τις ικανότητές της, αλλά μόνο στο πάλκο του εντυπωσιασμού και της ξιπασιάς. Αυτό μας ενδιαφέρει; Ποιους θα καλέσουμε και πώς θα ντυθούμε; Εκεί τελειώνει η μετοχή μας σήμερα στο ιστορικό γίγνεσθαι;

Ο πρωθυπουργός που εξήγγειλε τον εορτασμό και τη θλιβερή φιγούρα της συντονίστριας, συνειδητοποιεί τη λέξη «παλιγγενεσία»; Δηλαδή οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, οι Παλαιστίνιοι είναι πεθαμένοι λαοί, επειδή τα διεθνή συμφέροντα τους στερούν.

____________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου