Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Χρήστος Γιανναράς: Μεθοδευμένη αρνησιπατρία

Στις προσχηματικές δημοκρατίες, να είσαι υπουργός, δεν σημαίνει ότι ασκείς πολιτική. Κατά κανόνα, περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας με τηλεφωνήματα και επισκέψεις της εκλογικής σου πελατείας. Αν τα περιθώρια για ρουσφέτια έχουν αναγκαστικά περιοριστεί, παρέχεις στην πελατεία σου ψυχολογική τόνωση και παρηγορητική κατανόηση...


Όταν η δημοκρατία είναι μόνο πρόσχημα και κενή ρητορεία, τα περιθώρια ενδοκυβερνητικών και εσωκομματικών διαφορών και αντιθέσεων διευρύνονται στο έπακρο. Τότε τα ίδια τα κόμματα δεν είναι πολιτικοί σχηματισμοί, δεν εκφράζουν ανάγκες και στόχους συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Ομολογούν με αφελή καύχηση ότι είναι «πολυσυλλεκτικά», όχι μόνο ψήφων αλλά και απόψεων, ιδεολογικών αντιλήψεων, ιδιοτελών επιδιώξεων. Είναι, δηλαδή, α-πολιτικά συνδικάτα συμφερόντων.

Γι’ αυτό και τα κομματικά συνέδρια, οι κεντρικές επιτροπές, τα εκτελεστικά γραφεία των κομμάτων λειτουργούν στην προσχηματική «δημοκρατία» μόνο σαν εκφάνσεις ενός στερεότυπου τελετουργικού. Ούτε εκφράζουν κοινωνικά αιτήματα, ούτε παράγουν πολιτική. Φιλοξενούν ρητορικές κορόνες και υπηρετούν κενά προσχήματα – κυρίως τηλεοπτικές εντυπώσεις.

Δεν έχει, επομένως, κανένα νόημα η ηθικολογική προτροπή προς τους διαφωνούντες με την κυβέρνησή τους υπουργούς, να εκθέτουν τις διαφωνίες τους στα «κομματικά όργανα», προτού τις δημοσιοποιήσουν. Είναι σαν να τους προτρέπει κανείς να σπείρουν σιτάρι στην άσφαλτο. Να προσαγάγουν πολιτικές προτάσεις και πολιτικό προβληματισμό σε χώρους που έχουν συγκροτηθεί για να είναι πολιτικά άγονοι και μόνο εθιμοτυπικά διακοσμητικοί.

Στις προσχηματικές δημοκρατίες, να είσαι υπουργός, δεν σημαίνει ότι ασκείς πολιτική. Κατά κανόνα, περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας με τηλεφωνήματα και επισκέψεις της εκλογικής σου πελατείας. Αν τα περιθώρια για ρουσφέτια έχουν αναγκαστικά περιοριστεί, παρέχεις στην πελατεία σου ψυχολογική τόνωση και παρηγορητική κατανόηση. Το σπουδαιότερο έργο σου είναι να βρίσκεις τρόπους επιδέξιου συμβιβασμού με τα ενδοϋπουργικά και τα έξωθεν συμφέροντα που διαπλέκονται στον τομέα σου και υπαγορεύουν την πολιτική του υπουργείου σου. Αν είσαι ιδιαίτερα φιλόδοξος, προσπαθείς εσπευσμένα να προωθήσεις δυο-τρεις δευτερεύουσες πρωτοβουλίες που ξέρεις ότι θα είναι βραχύβιες, αφού ο διάδοχός σου στο υπουργείο θα τις ξηλώσει οπωσδήποτε, για να πειραματιστεί με δικές του.

Δεν μετέχουν σε συνολικές κυβερνητικές ευθύνες οι υπουργοί μιας προσχηματικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό και οι τολμηρότεροι (συνήθως όσοι αποβλέπουν στην πρωθυπουργική καθέδρα) δεν διστάζουν να δημοσιοποιούν την κριτική τους ή τις αντιρρήσεις τους για κάποιες πτυχές του κυβερνητικού έργου, για την καταλληλότητα ή όχι συναδέλφων τους, για τη στρατηγική συγκεκριμένου υπουργείου. Έτσι προσπαθούν να διασώσουν έναν διακοσμητικό, αλλά διακριτό ρόλο, αφού η άσκηση πολιτικής έχει αποκλειστεί από τις αρμοδιότητές τους. Λογικό και συγγνωστό.

Αλλά και σπάνιο. Κατά κανόνα, η υπουργοποιημένη κομματική υπαλληλία περιφέρεται σε τηλεοράσεις και ραδιοθαλάμους (είναι μέσα στις υποχρεώσεις του καθημερινού ασφυκτικού προγράμματος) μόνο για να εκθειάσουν τον πρωθυπουργό και το κυβερνητικό έργο, εξωραΐζοντας ακόμα και τις πιο εξόφθαλμες αποτυχίες της κυβέρνησης. Τότε είναι που ο αξιοπρεπής πολίτης δείχνει στα παιδιά του την εικόνα αυτών των θλιβερών θυμάτων της εξουσιολαγνείας, για να πει: «Προσέξτε, μην φθάσετε ποτέ σε τέτοιον ανθρώπινο εκπεσμό».

Όταν η δημοκρατία είναι μόνο πρόσχημα και κενή ρητορεία, τα περιθώρια ενδοκυβερνητικών και εσωκομματικών διαφορών και αντιθέσεων διευρύνονται στο έπακρο. Τα ίδια τα κόμματα δεν είναι πολιτικοί σχηματισμοί, δεν απηχούν ανάγκες και στόχους συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Το ομολογούν με αφελή καύχηση ότι είναι «πολυσυλλεκτικά», όχι μόνο ψήφων αλλά και απόψεων, ιδεολογικών αντιλήψεων, κοινωνικών επιδιώξεων. Δηλαδή, α-πολιτικά συνδικάτα συμφερόντων.

Τουλάχιστον να επιβιώνει έστω και σε ελάχιστο λήμμα λαού η συνείδηση: τι είναι «δημοκρατία» και τι ωμή απάτη. Για την ελληνική συνείδηση δημοκρατία θα είναι πάντα η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, η ευρύτερη οικογένεια κάθε ανθρώπου.
________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Χρήστος Γιανναράς: Το τίμημα της ποιότητας

Ας τολμήσουμε, επιτέλους, μια στατιστική έστω προσέγγιση: Να αντιληφθούμε, ποιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού είναι ανέλπιδα βυθισμένο στον πρωτογονισμό της ανέμελης αφέλειας....

Χρήστος Γιανναράς*

Ποιό ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο γλωσσικού (επομένως και ψυχικού) πρωτογονισμού; Είναι ένα μικρό, περιθωριακό ποσοστό, είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο αντέχουμε να παραδεχτούμε;

Οι δημοσκοπήσεις μας πληροφορούν, συνήθως, για τα ποσοστά λαϊκής προτίμησης που συγκεντρώνουν κατά καιρούς οι πολιτικοί και τα κόμματα ή για την ιεράρχηση από την κοινή γνώμη της σπουδαιότητας των προβλημάτων – διερευνούν, κατά κανόνα, ποσοστά απόψεων και γνωμών ανεξέλεγκτης σπουδαιότητας ή και μικρόνοιας. Δεν ενδιαφέρουν (γι’ αυτό και δεν δημοσιεύονται) στατιστικές που να καταμετρούν, ποιο ποσοστό του πληθυσμού κατανοεί (ή απλώς διαβάζει) το κύριο άρθρο μιας εφημερίδας, δημοσιογραφικές πολιτικές αναλύσεις, τους προβληματισμούς μιας επιφυλλίδας. Δεν ξέρουμε πόσοι Έλληνες σήμερα μπορούν να εντοπίσουν γεωγραφικά την Τσετσενία ή και τη Λήμνο, να κατανοήσουν τις πολύτιμες αναλύσεις του Ιωάννη Μάζη ή του Σάββα Καλεντερίδη, πόσοι μπορούν να διηγηθούν την «υπόθεση» ενός κινηματογραφικού έργου που μόλις παρακολούθησαν.

Γήπεδα, καφετέριες, σχολικά προαύλια, στρατόπεδα, χώροι κοινής σχόλης δίνουν συνήθως την εικόνα ότι η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού σήμερα είναι, μέχρι σημείου αναπηρίας, βυθισμένη σε γλωσσική (άρα και νοητική) υστέρηση. Το χρήμα, η τεχνολογία και οι σωματικές απολαύσεις είναι τα όσα κυρίως απασχολούν τον ανθρωπολογικό τύπο, που επίμονα προβάλλουν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια. Τον καμβά της εκφραστικής του Ελλαδίτη τον συνιστούν κυρίως λέξεις σεξουαλικών απηχήσεων – μοιάζει μάλλον ανίκανος να αρθρώσει ένα πλήρες νόημα, να διατυπώσει επιχείρημα, να χτίσει λογικό συμπέρασμα.

Δεν πρόκειται για περιθωριακή κοινωνική μερίδα, που υπάρχει και επιμένει (ολοφάνερα λένε οι στατιστικές) σε μορφωτική καθυστέρηση. Μάλλον μιλάμε για φαινόμενο γενικευμένου αυθυποβιβασμού και νεο-πρωτογονισμού, όπου ο καταναλωτισμός απολυτοποιείται, γίνεται μοναδική συλλογική στόχευση, ενιαία διακομματική επιδίωξη. Μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες, το «φροντιστήριο» έχει υποκαταστήσει το σχολείο, η συνδικαλισμένη ημιμάθεια έχει επιβάλει την κατάργηση της αξιοκρατίας και τον χλευασμό της αριστείας, ζούμε τον εφιαλτικό κρετινισμό να ταυτίζεται η «ακαδημαϊκή ελευθερία» με τη μόνιμη κατάληψη των πανεπιστημιακών χώρων και δημόσιων κτιρίων από τη νεολαιίστικη κομματική καφρίλα.

Ας τολμήσουμε, επιτέλους, μια στατιστική έστω προσέγγιση: Να αντιληφθούμε, ποιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού είναι ανέλπιδα βυθισμένο στον πρωτογονισμό της ανέμελης αφέλειας. Ρεαλιστικά, μοιάζει να μετρούν ποσοτικές αναλογίες ευήθειας μόνο οι πολιτικοί. Μόνο πατώντας σε έγκυρες διαγνώσεις απερισκεψίας των εκλογέων τους μπορούν να παραβλέπουν οι πολιτικοί τις κριτικές καταγγελίες και την οργή των σκεπτόμενων πολιτών. Ξέρουν οι επαγγελματίες της εξουσίας ότι τόσο ο λόγος τους όσο και τα έργα τους δεν θα περάσουν από τον λογικό κριτικό έλεγχο των πολιτών, το σχολείο στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (1974-2022) έχει μεθοδικά χειραγωγήσει τους Ελληνώνυμους υπηκόους του ΝΑΤΟ στην κατάφωρη αδυναμία να κρίνουν, να συγκρίνουν, να σκέφτονται, να επαληθεύουν εμπειρικά την πληροφορία, την είδηση, ενημέρωση, κριτική αποτίμηση.

Τις εκλογές τις κρίνει ο πρωτογονισμός της συνθηματολογικής προπαγάνδας, το μέγεθος και το πλήθος από αφίσες, η ψυχολογική υποβολή της ψευδολογίας των «σποτς», η πρόκληση ορμέμφυτων διχαστικών αντανακλαστικών. Γι’ αυτό και η κρατική προστασία που επισήμως προσφέρεται στον πρωτογονισμό, είναι κυριολεκτικά εξωφρενική: Πολυδάπανη αστυνομική προστασία του κρετινισμού των γηπέδων, διακριτική εύνοια για τους χούλιγκανς, που με τακτή περιοδικότητα καίνε και λεηλατούν περιουσίες, άκρατος λαϊκισμός στην ανοχή της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας, θεσμοποιημένη κατάργηση πειθαρχικών συμβουλίων και αξιοκρατικής ιεραρχίας σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου.

Με ποιο συνειδησιακό αντίκρισμα οι συγκεκριμένοι διαχειριστές της εξουσίας αναλαμβάνουν την ευθύνη και πρωτοβουλία τέτοιων εν ψυχρώ κοινωνικών εγκλημάτων; Είναι δυνατό, νοήμονες άνθρωποι να πιστεύουν ότι ο μεθοδικός εκμαυλισμός του δημόσιου και ιδιωτικού ήθους συνιστά «εκσυγχρονισμό», «φιλελευθεροποίηση», «δημοκρατία»; Τους καλύπτουν ψυχολογικά οι εξωραϊσμοί του μηδενισμού ως της μόνης πολιτικής φιλοσοφίας, με τους οποίους κατακλύζει τα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων η «προοδευτική» μας διανόηση;

Ας τολμήσουν, σαν τον βασιλιά του παραμυθιού, να εισχωρήσουν, μεταμφιεσμένοι και αγνώριστοι, σε γήπεδα, καφετέριες, σχολικά προαύλια, στρατόπεδα, χώρους κοινής σχόλης. Ή ας τολμήσουν (τουλάχιστον) μια στατιστική καταμέτρηση του πρωτογονισμού στην Ελλάδα σήμερα.
______________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Ακαδημαϊκή αμετροέπεια


Χρήστος Γιανναράς*

Μια ολόκληρη σελίδα στην «Κ» της Κυριακής 5.6.2022, είχε θέμα τον «αντιδυτικισμό» στη σύγχρονη Ελλάδα. Γεννούσε την απορία: Πού τον βρήκε τον αντιδυτικισμό στους σημερινούς Ελληνώνυμους ο αρθρογράφος, τι ελληνικό απόμεινε στην κοινωνία μας που να απειλεί ή να αναχαιτίζει τον εξευρωπαϊσμό μας και να δικαιολογεί άμυνα ολοσέλιδου άρθρου, κυριακάτικα;

«Με τον όρο αντιδυτικισμός, εξηγούσε το άρθρο, εννοούμε τις διάφορες στάσεις, επιχειρηματολογίες και προδιαθέσεις, που καταδικάζουν τη σχέση του νεότερου Ελληνισμού με τον δυτικό πολιτισμό και με τις δυτικές πραγματικότητες της ζωής και της πολιτικής. Αυτή η ιδέα εμπεριέχει κυρίως μια γενικότερη ηθική καταδίκη της Δύσης, του νεότερου πολιτισμού της και του τρόπου ζωής της, ως φαινομένων αλλότριων, ριζικά διαφορετικών προς τον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και πνευματικής ζωής και, επομένως, ηθικά καταδικαστέων».

Κοντολογίς, ο συγγραφέας του άρθρου μέμφεται την ελληνική κοινωνία που καθυστερεί δραματικά τον πλήρη αφελληνισμό της, δεν τα έχει δώσει ακόμα όλα στους επιβήτορες «προστάτες» της. Όλες οι δομές λειτουργίας κράτους και κοινωνίας είναι πειθήνιες απομιμήσεις των δυτικών πρωτοτύπων: σχολειά, πανεπιστήμια, Ακαδημία, κοινοβούλιο, κόμματα, ιδεολογίες, δικαστήρια, αστυνομία, στρατός, ΜΜΕ, η αγορά, το χρηματιστήριο, ο συνδικαλισμός, τα κόμματα, η διαστροφική αλλοτρίωση της Εκκλησίας σε κρατική θρησκεία – τα πάντα έχουν υποταχθεί στον πνιγμό της απαίτησης για εκδυτικισμό. «Να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι, για να γίνουμε άνθρωποι», είχε διακηρύξει ο μέγας Καραμανλής.

Αυτή η μεθοδική, άψογα σχεδιασμένη και στανικά επιβεβλημένη αλλοτρίωση ενός ιστορικού λαού, η πειθαναγκασμένη παραίτηση και αποξένωσή του από κάθε απόκτημα και κατάκτηση ζηλευτή, δεν ικανοποιεί τον συγγραφέα του ολοσέλιδου άρθρου στην «Κ» (5.6.22). Γι’ αυτόν, ο άνευ όρων εκδυτικισμός των Ελλήνων, η λεηλασία της εμπειρίας και των θησαυρισμάτων της, δεν αρκεί. Πιστοποιεί ότι παραμένει ακόμα ζωντανή στην ελληνική κοινωνία μια υποδόρια, λανθάνουσα «ηθική καταδίκη της Δύσης, του νεότερου πολιτισμού της και του τρόπου ζωής της».

Για να το λέει ο περιώνυμος ακαδημαϊκός αρθρογράφος, κάτι ξέρει, η βεβαιότητά του μας παρηγορεί. Να σώζεται, όμως, τουλάχιστον, η μνήμη των Ελλήνων που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους με ιδιοφυή σχεδιασμό των «συμμάχων» μας –στη Μικρασία, στον Πόντο, στην Ανατολική Ρωμυλία, στην Κύπρο, στη Βόρεια Ηπειρο– παντού και πάντοτε με φυσικούς αυτουργούς τους Τούρκους και εμπνευστές-σχεδιαστές τους Αγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς «συμμάχους» μας.

Το ολοσέλιδο άρθρο στην «Κ», στις 5.6.2022, δεν γίνεται να απαντηθεί με επιφυλλίδα τηλεγραφικής συντομίας. Εξάλλου διαφέρουν και οι ρόλοι, οι σκοποθεσίες των δημοσιευμάτων. Στόχος της επιφυλλίδας είναι να κινήσει το ενδιαφέρον και τα ερωτήματα του αναγνώστη, όχι να θωρακίσει ανταλλάξιμες και εύχρηστες «επικοινωνιακές» βεβαιότητες.

Με μια προϋπόθεση αδιαφιλονίκητη: Την κοινή ανάγνωση της γλώσσας με την οποία συν-εννοούμαστε. Διότι η διαφορά των γλωσσών είναι διαφορά εμπειρίας, όχι μόνο κατανόησης. Αλήθεια είναι η μη-λήθη, η φανέρωση, η εμφάνεια. Veritas είναι η adaequatio rei et intellectus. Ο αφορισμός cogito ergo sum, δεν θα μπορέσει ποτέ να συνταιριάξει με το ηρακλείτειο: καθότι αν κοινωνήσωμεν αληθεύομεν. Η δημοκρατία δεν έχει καμιά σχέση με την res publica.

Με τέτοιους παραλληλισμούς ίσως συναντηθούμε κάποτε στην κοινή εμπειρική βεβαιότητα που γεννάει το κοινωνείν. Και σοβαρέψουμε από τα επιπόλαια προπαγανδιστικά.
______________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Συνάρτηση επιβίωσης η γλώσσα





Τα επονομαζόμενα «Ελγίνεια μάρμαρα», έργα γλυπτικής της «κλασικής» Ελλάδας (τουλάχιστον 253 ακέραια έργα και θραύσματα), τεχνουργημένα στο μάρμαρο, εκλάπησαν από την Ακρόπολη των Αθηνών στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Την κλοπή οργάνωσε και πραγματοποίησε ο Βρετανός κόμης και διπλωμάτης Θωμάς Ελγίνος (Thomas Elgin).

Η αναίσχυντη κλοπή είχε (και συνεχίζει να έχει, διακόσια είκοσι χρόνια τώρα) μια «τετράγωνη λογική»: την πεποίθηση των «ευγενών Βρετανών» ότι οι μεταγενέστεροι της κλασικής Ελλάδας ελληνώνυμοι και ελληνόφωνοι πληθυσμοί δεν έχουν τις προϋποθέσεις καλλιέργειας για να κατανοήσουν και εκτιμήσουν τα έργα της Τέχνης των προγόνων τους. Τις προϋποθέσεις αυτές πληρούν τα πρωτόγονα στίφη των γερμανικών (αγγλοσαξονικών) φύλων, που κατέκλυσαν, στους λεγόμενους «μέσους αιώνες», τα εδάφη της άλλοτε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Εβδομήντα περίπου χρόνια από τότε που οι «ευγενείς Βρετανοί», εραστές κοσμοκρατορίας, οδηγούσαν στην αγχόνη εφήβους, κυπριωτόπουλα, που ζητούσαν μόνο την ελευθερία και την τιμή να είναι Ελληνες, από τότε έως σήμερα ο πολιτισμός (τρόπος και νόημα του βίου), σε κάθε περιοχή της γης, έχει αλλάξει ριζικά περιεχόμενο. Ο Ιστορικός Υλισμός, η απόλυτη προτεραιότητα της πλησμονής και της ηδονής, είναι η αυτονόητη προτεραιότητα του ατομικού βίου σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη.

Γι’ αυτό και οι Βρετανοί δεν δυσκολεύονται καθόλου να επιβιώνουν ιστορικά, στιγματισμένοι με την ιδιότητα του κλεπταποδόχου, να φιγουράρουν επιδείχνοντας τα προϊόντα του αμοραλισμού τους, όπως επιδείχνουν και τα «φυλακισμένα μνήματα» των παιδιών που οδηγήθηκαν στην αγχόνη τραγουδώντας το «χαίρε, ω χαίρε λευτεριά». Η Ελλάδα είχε εξαφανιστεί από τον παγκόσμιο χάρτη για τέσσερις ολόκληρους αιώνες –χρόνο άνετο για την απόσβεση κάθε ζωντανού ίχνους της πρότασης πολιτισμού που η λέξη ελληνικότητα κομίζει.

Ελεύθερη, σε ελάχιστο τμήμα της πατρώας γης, από τον πρωτογονισμό των Τούρκων, είχε η Ελλάδα την επισφαλή ή αφελή (παρακμιακή) επιπολαιότητα να εμπιστευθεί τους επικινδυνωδέστερους αντιπάλους της, σαν προστάτες και πρότυπά της. Το μοιραίο «ανήκομεν εις την Δύσιν» ήταν ο δραματικότερος και εφιαλτικότερος σε συνέπειες παραλογισμός στην ιστορία δύο χιλιάδων χρόνων του Ελληνισμού. Δεν ξέρουμε πια πού να κρύψουμε τα «φυλακισμένα μνήματα» των Καραολή και Δημητρίου, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Γρηγόρη Αυξεντίου, Κυριάκου Μάτση – να τα φυλάξουμε, σαν ζωντανή μνήμη, από την ντροπιαστική επαρχιωτίλα του νατοϊκού «ανεξάρτητου κράτους» μιας Κύπρου ανήκεστα ρεζιλεμένης από την πανίσχυρη και επιδεικτική τουρκική «εισβολή και κατοχή».

Το ρεζίλεμα γεννιέται και εκτρέφεται από το «εθνικό» Κέντρο. Σκεφθείτε τα ελληνικά σχολειά, παραδομένα, χωρίς μάχη, στη μεθοδική αγραμματοσύνη και στην ντροπή μιας φανερά εμπορεύσιμης διαστροφικής «ελευθεριότητας», τραγικά ανέραστης – σκεφθείτε τον ανθρωπολογικό τύπο τον διαπλασμένο από μια «παιδεία» που βεβαιώνει τον έρωτα σαν δικαίωμα στη διαστροφή, όχι σαν έκπληξη αυθυπέρβασης και μέθη αυτοπροσφοράς.

Διαβάζουμε στον Μακρυγιάννη: «Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια –φαίνονταν οι φλέβες τους, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες και στο Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων, χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες και τους μίλησα: Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν, μην καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».

Τα τελευταία πενήντα χρόνια, την Παιδεία στην Ελλάδα τη διαχειρίζονται πολιτευτές κατά κανόνα τυχάρπαστοι, σαν «αμοιβή» που τους παρέχει ο κομματάρχης για την προσφορά τους στο κόμμα. Μόνο ο Αντώνης Τρίτσης είχε τολμήσει να πει ότι «στην Ευρώπη θα μπούμε μόνο με τα Αρχαία Ελληνικά στο σχολειό». Δεν πρόλαβε ή δεν τον άφησαν να βεβαιώσει έμπρακτα του λόγου το αληθές.
_______________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η αλήθεια της ποιότητας

από την επίσκεψη του Ρώσου Προέδρουμ Βλαντιμίρ Πούτιν στο Άγιο Όρος (2016)

«Αυτή ήταν η εικόνα του Πούτιν, προσκυνητή στο Αγιονόρος, πριν έξι χρόνια. Σήμερα όμως ο ίδιος εκείνος Πούτιν εμφανίζεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα θορυβωδέστερα και εμπορικότερα, να είναι αυτός που σπέρνει όλεθρο και τρόμο, μαζί και την απειλή της πυρηνικής απειλής για τον πλανήτη....»

 

Χρήστος Γιανναράς*

Στη μνήμη κάποιων Ελλήνων έχουν, ίσως, αποτυπωθεί εικόνες τηλεοπτικές από την επίσκεψη του Βλαδίμηρου Πούτιν στο Άγιον Όρος, τον Μάιο του 2016. Ο μονοκράτορας του μαρξιστικού συνασπισμού «πασών των Ρωσιών», διάδοχος του Λένιν και του Στάλιν, σταυροκοπιόταν στο Αγιονόρος ορθόδοξα και παραδοσιακά, ασπαζόταν Εικόνες με την αυθορμησία μακροχρόνιου εθισμού, δίχως την παραμικρή αμηχανία ή προσποίηση επιδεικτικής ευσέβειας.

Ο,τι κι αν πίστευε ο καθένας μας για την ειλικρίνεια των κινήτρων και σκοπιμοτήτων του, είχαμε την ίδια έκπληξη: Βλέπαμε σε ζωντανή μετάδοση αυτό το σύμβολο της αθεϊστικής μονοτροπίας, με δεκάχρονη (περίπου) θητεία στην ηγεσία της σκληροπυρηνικής KGB, ταυτισμένον στις συνειδήσεις με τη φρίκη των Γκουλάγκ και της Κολιμά, να δηλώνει με σιωπηλά σταυροκοπήματα την πίστη του – «έκανε την προσευχή του με τα χέρια του» όπως λέει ο Τολστόι για τον αγράμματο «Αλιόσα τον τσούκαλο» στο ομώνυμο διήγημά του.

Αυτή ήταν η εικόνα του Πούτιν, προσκυνητή στο Αγιονόρος, πριν έξι χρόνια. Σήμερα όμως ο ίδιος εκείνος Πούτιν εμφανίζεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα θορυβωδέστερα και εμπορικότερα, να είναι αυτός που σπέρνει όλεθρο και τρόμο, μαζί και την απειλή της πυρηνικής απειλής για τον πλανήτη. Ως τώρα, μόνο με συμβατικά όπλα, ισοπεδώνει πόλεις ολόκληρες στεριώνοντας την κυριαρχία του σε κρίσιμες περιοχές της Ουκρανίας, χωρίς να λογαριάζει ούτε τις δικές του απώλειες, ούτε τον αριθμό των νεκρών αντιπάλων του, ούτε τα εκατομμύρια των προσφύγων, τις μυριάδες των αστέγων σε χειμώνα βαρύ. Για τα συστήματα «πληροφόρησης» που δικτυώνουν τον πλανήτη μας, άλλη δικαιολογία δεν υπάρχει, η ευθύνη για τη φρίκη αυτού του πολέμου βαραίνει αποκλειστικά τον Πούτιν.

Υπάρχει ωστόσο και το ελεύθερο ακόμα Διαδίκτυο, που σώζει άλλη δυνατότητα πληροφόρησης, με διαφορετική οπτική. Χωρίς κρατικά ή διακρατικά εχέγγυα «εγκυρότητας», μόνο με παραπομπές στη θυσιαστική εντιμότητα της τίμιας δημοσιογραφίας. Δείγμα τέτοιας εντιμότητας μοιάζει να είναι η επικαιρική ταινία μικρού μήκους του Ολιβερ Στόουν (Oliver Stone) Ukraine on Fire. Δίκοπο μαχαίρι η «πληροφόρηση», έντυπη, ραδιοφωνική, τηλεοπτική, μπορεί εύκολα να υποτάξει την αλήθεια της είδησης σε άθλιες σκοπιμότητες εξουσιαστικής ισχύος, εγωτικής αυταρέσκειας, μανιωδών ορέξεων κέρδους και ηδονής.

Η φρίκη και απανθρωπία ενός πολέμου μπορεί να είναι η απελπισμένη άμυνα αυθυπεράσπισης, ενός ή περισσότερων λαών, απέναντι σε απάνθρωπα συμφέροντα (ή βίτσια) σταλινικών επιγόνων ή του υπόκοσμου φασιστοειδών εκτρωμάτων ωραιοποιημένου νεοναζισμού. Η εξαγορασμένη από τη μια ή την άλλη παράταξη εξιδανίκευση της φρικώδους κακουργίας δεν ελέγχεται από τα θύματα. Κάθε πόλεμος είναι μια άκρως οδυνηρή οπισθοχώρηση της όποιας ευτυχίας θνητών υπάρξεων, μεγέθυνση ο πόλεμος της στέρησης, των δραματικών ελλείψεων, της ορφάνιας, της απατρίας, του απελπισμού. Αιώνες τώρα, ίδια η πίκρα και η απόγνωση που γεννάει ο κάθε πόλεμος στις μυριάδες των λογικών υπάρξεων που τον υφίστανται, χωρίς να τον έχουν επιλέξει. Και το κακό τέλος δεν έχει. Κάθε γενιά θα γεύεται, περισσότερο ή λιγότερο, άμεσα ή έμμεσα, την αγωνία και την αβάσταχτη πίκρα της απειλής πολέμων, δηλαδή ανθρωποθυσιών.

Ο Ελληνισμός αποτύπωσε στη χαρισματική μέσα στους αιώνες γλώσσα του, δύο γριφώδεις αφορισμούς για τη φρικώδη νομοτέλεια του πολέμου. Πρώτος, ο μέγιστος των μεγάλων Ηράκλειτος: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Frgm. 53). Ολα, τα θεϊκά και τα ανθρώπινα, προκύπτουν από την αντίθεση και τη διαμάχη. Οι αθάνατοι θεοί είναι αυτό που είναι, σε αντίθεση με τους εφήμερους και πεπερασμένους ανθρώπους, ελεύθεροι από αναγκαιότητες και περιορισμούς οι θεοί, δούλοι της ανάγκης και των περιορισμών οι άνθρωποι.

Και ο δεύτερος ιλιγγιώδης αφορισμός στη γλώσσα μας, ο ευαγγελικός: «Ο μείζων εν υμίν γενέσθαι ως ο διακονών. Τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; Ουχί ο ανακείμενος; Εγώ δε ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λουκ. 22, 26-27). Οι άνθρωποι λογαριάζουμε υπέρτερο ανάμεσά μας αυτόν που όλοι τον υπηρετούν. Κι όμως «μέγας», αληθινά υπέρτερος, είναι αυτός που ελεύθερος από την εγωκεντρική νομοτέλεια διακονεί τους πάντες με θυσιαστική και γενναία αυταπάρνηση.

Τόσο καίρια σημασία για την εκτίμηση και αξιολόγηση των ανθρώπων έχει η ελευθερία από το εγώ, από την άμυνα της ατομικότητας – η ετοιμότητα της αυτοπροσφοράς. Μακρινός στόχος, δυσκατόρθωτος, σε ώρες οδύνης και απελπισμού μοιάζει άχρηστος. Το θαυμαστό και παράδοξο είναι ότι ο στόχος, πέρα από κάθε χρηστική λογική, σώζει, ως σκοπούμενο τέλος, την αλήθεια και το «νόημα» της ύπαρξης.
_________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Πόσο φίλοι οι σύμμαχοι;» - Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά



Ένα βιβλίο που διαβάζεται «απνευ-στί». Μικρό, ευσύνοπτο (255 σελίδες), αρθρωμένο σε πενήντα ερωταποκρίσεις. Θέμα και τίτλος του βιβλίου: «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ». Συγγραφείς: Άγγελος Συρίγος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, πανεπιστημιακοί καθηγητές. Στις Εκδόσεις Πατάκη.

Αν το ξεκινήσει κανείς, δεν το αφήνει από τα χέρια του, το βιβλίο τον συνεπαίρνει. Γεννιέται στον αναγνώστη, αυθόρμητα, η ανάγκη να διαβαστεί αυτό το βιβλίο από ευρύ κοινό – για να συνεχίσει να υπάρχει ιστορικά ο Ελληνισμός, οι προϋποθέσεις θα γεννηθούν από την ευρύτερη δυνατή μελέτη της Μικρασιατικής Καταστροφής του.

Σκεφτόμουν μεθοδεύσεις: Λ.χ. στις πανελλήνιες εξετάσεις για την είσοδο σε πανεπιστημιακές σχολές, αλλά και στα απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη κρατικού λειτουργήματος, να προαπαιτείται αφομοιωμένος ο προβληματισμός αυτού του βιβλίου. Απαραίτητος είναι ο προβληματισμός, όχι οπωσδήποτε κοινές οι πεποιθήσεις.

Ίσως ο μοιραίος παράγων, που οδήγησε και στη Μικρασιατική Καταστροφή, να ήταν η αδυναμία του νεωτερικού Ελληνισμού να λειτουργήσει πολιτικά με συνείδηση, όχι εθνοφυλετικού κρατιδίου, αλλά με συνείδηση ακατάλυτης συνέχειας πολιτισμού. Μια τέτοια «συνέχεια» δεν μπορεί να προκύψει από την καλλιέργεια πεποιθήσεων, ψυχολογικού ρομαντισμού ή πολιτικής «εθνικοφροσύνης», ο πολιτισμός σαρκώνεται πάντοτε και μόνο στη συνέχεια της γλώσσας, της ιδιαιτερότητας των θεσμών, της αχρονίας των βιωματικών πεποιθήσεων.

Το ελλαδικό, μετά την Τουρκοκρατία, κρατίδιο το συγκρότησαν οι Βαυαροί με καίριες κατασφαλίσεις «εξευρωπαϊσμού», δηλαδή αφελληνισμού του. Το βιβλίο των Συρίγου και Χατζηβασιλείου καταγράφει τη σκόπιμη βοήθεια που πρόσφεραν στον Κεμάλ Γάλλοι και Ιταλοί (σελ. 229), σαφώς οι Μπολσεβίκοι, την ακραιφνώς ιδιοτελή στάση των Άγγλων. Απέναντι στο ενδεχόμενο να κερδίσουν οι Έλληνες την αναμέτρηση με τους Τούρκους, αναζωπυρωνόταν στην Ευρώπη η ανθελληνική υστερία φόβου και απέχθειας για το ενοχλητικό «Βυζάντιο». Οι πανελλήνιοι πανηγυρισμοί για την εφήμερη απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, οι σημαιοστολισμοί με τη γαλανόλευκη και τα δάκρυα χαράς του πλήθους, αφύπνιζαν έναν ξέφρενο ενθουσιασμό παλιγγενεσίας στην Ελλάδα, αλλά πολλή δυσαρέσκεια στη Δύση. Ήταν πολύ ενοχλητική η νεκρανάσταση της Ρωμιοσύνης.

Τώρα, που το παιχνίδι είναι οριστικά και τελεσίδικα χαμένο, μπορούμε (ακίνδυνα άραγε;) να διερωτηθούμε για τα τότε λάθη και το κόστος τους. Το βιβλίο καταφεύγει στα κοινώς παραδεκτά λάθη εμπάθειας, κοινωνικού διχασμού, κόπωσης από τους απελευθερωτικούς πολέμους μιας δεκαετίας περίπου. Αιωρούμενο μένει το κρίσιμο ερώτημα: Πόσο φίλοι μας ήταν οι τότε τάχα και σύμμαχοί μας, πόσο εγκληματικά ανυποψίαστοι ήμασταν εμείς, που πιστεύαμε ακόμα στον εμβληματικό στόχο της Ρωμιοσύνης, στην Αγια-Σοφιά τάχα και συνταιριασμένη με το «cogito» και τον Πύργο του Αϊφελ;

Να πολεμάμε με θυσία χιλιάδων παλικαριών για έναν στόχο που οι «σύμμαχοι» και «προστάτες» μας τον είχαν προγραμματικά αποκλείσει, ήταν εθελοτυφλία, ήταν τρέλα, ή απλώς η ενδημική στους Έλληνες επιπολαιότητα; Η αδούλωτη ελληνικότητα της Μικρασίας, αδιάπτωτη, από τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο ώς τον Ρωμανό τον Μελωδό, παγιδεύτηκε στην απατηλή νεωτερική σύμβαση του «έθνους-κράτους», στην εξευτελιστική μίμηση θεσμών και «καλλιέργειας», στον νεκροφόρο «πολιτισμό» των ατομοκεντρικών «δικαιωμάτων» και των «συμμαχιών» του συμφέροντος.

Το βιβλίο των Συρίγου και Χατζηβασιλείου είναι συναρπαστικό, αλλά και πρόκληση για κριτική αναμέτρηση με τον αυτονόητο αφορισμό «ανήκομεν εις την Δύσιν». Σήμερα πια το παιχνίδι είναι οριστικά χαμένο, ο Ελληνισμός (κράτος, κοινωνία, θεσμοί) οριστικά πειθαρχημένος στην αυτοκατάργησή του. Δεν είναι ακόμα θεωρητικά διατυπωμένη η υποχρεωτική πειθάρχηση λαών και κυβερνήσεων στον απόλυτο αυταρχισμό των απαιτήσεων του ΝΑΤΟ. Ίσως κάποιοι ελάχιστοι συντηρούν στη μνήμη τις συνέπειες που είχε η τόλμη του Καραμανλή να αποσύρει την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ μετά τη σκανδαλώδη αυθαιρεσία κατάληψης της Κύπρου από τους Τούρκους. Άλλη ελάχιστη μειονότητα ασφαλώς θα θυμάται τον φρικώδη εφιάλτη βομβαρδισμού και καταστροφής της Σερβίας, το 1999, από τη νατοϊκή αεροπορία. Η πουριτανική Δύση δεν αστειεύεται, κυρίως όταν έχει να κάνει με ετερόδοξους οιηματίες.

Το βιβλίο για τη ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ήρθε στην κατάλληλη στιγμή. Να μας θυμίσει ότι, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, το Σχίσμα της θρησκευτικής διαφοράς συνεχίζει να γεννάει εκατέρωθεν απανθρωπία. Η πίστη γεννάει πολιτισμό, η ιδεολογικοποιημένη πίστη, στην κυριολεξία, θάνατο.
__________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

…Όμως πατρίδα είναι η γλώσσα


Ύστερα από διακόσια χρόνια υποτιθέμενης κρατικής ανεξαρτησίας, η ελλαδική κοινωνία είναι ολοφάνερα παγιδευμένη στη μέγκενη ολοκληρωτικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Δύση... 

Προηγήθηκαν, σε ανύποπτο χρόνο, δυο έμμεσες, διακριτικές αμφισβητήσεις της αποτελεσματικότητας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, δύσπεπτες, κυρίως για κρατικοδίαιτα στομάχια: Πρώτος τόλμησε ο πολύπαθος Μακρυγιάννης ένα οδυνηρό, οδυνηρότατο ερώτημα: «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεό να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα πει πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη» Δεύτερη, η ανυπόκριτη έκρηξη του Παπαδιαμάντη: «Α! αι εκλογαί, η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφ’ ότου ηλευθερώθημεν, αφ’ ότου δηλαδή μεταλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον».

Χρήστος Γιανναράς *

EXOYME αφήσει πίσω μας την επετειακή χρονιά 2021 – συμπληρωμένα διακόσια χρόνια από την επανάσταση των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό. Το πέρας του εθιμοτυπικού εορτασμού επιτρέπει νηφάλιες, κατά το δυνατό, εκτιμήσεις, απροκατάληπτο προβληματισμό.

Προηγήθηκαν, σε ανύποπτο χρόνο, δυο έμμεσες, διακριτικές αμφισβητήσεις της αποτελεσματικότητας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, δύσπεπτες, κυρίως για κρατικοδίαιτα στομάχια: Πρώτος τόλμησε ο πολύπαθος Μακρυγιάννης ένα οδυνηρό, οδυνηρότατο ερώτημα: «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεό να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα πει πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη». Δεύτερη, η ανυπόκριτη έκρηξη του Παπαδιαμάντη: «Α! αι εκλογαί, η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφ’ ότου ηλευθερώθημεν, αφ’ ότου δηλαδή μεταλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον».

Δεν είναι εύκολη η κρίση για τον ρεαλισμό τόσο του διλήμματος του Μακρυγιάννη όσο και της απογοήτευσης του Παπαδιαμάντη. Θα ήθελα μόνο να καταθέσω την εκτίμησή μου (και δεν είναι πρώτη φορά) για το βιβλίο που πιστεύω ότι συγκεφαλαιώνει και τεκμηριώνει εμπεριστατωμένα τον «καημό της Ρωμιοσύνης» – την αποτυχία του Ελληνισμού, εδώ και δύο αιώνες, να ξαναβρεί την πολιτισμική του ταυτότητα, επομένως και την ιστορική του δυναμική.

Μιλάω για το μελέτημα της, πρόωρα χαμένης, Έλλης Σκοπετέα: Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα (Αθήνα 1988), το γονιμότερο και ωριμότερο μελέτημα που γνωρίζω για τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Το μελέτημα οριοθετείται χρονολογικά στην περίοδο 1830-1880. Είναι τα χρόνια όπου φτάνει στο απόγειο η σύγχυση ταυτότητας του εξεγερμένου, για την ελευθερία του και τον αυτοκαθορισμό του, Ελληνισμού.

Η σύγχυση μπορεί να καταδειχθεί μόνο με πολλή απλοποίηση, εγκαταλείποντας τη φιλοδοξία των «αποδείξεων» και επιλέγοντας τις «ενδείξεις». Τι σήμαινε «ελευθερία» για τους εξεγερμένους Έλληνες; Να ξαναπάρουν στα χέρια τους τη διαχείριση της ζωής τους, «να πάρουνε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» – στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ξαναστηθεί η «Ρωμιοσύνη», η ολοκληρωτικά εξελληνισμένη κάποτε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Η επανάσταση είχε για στόχο ό,τι ακριβώς για τους λαούς της υπόλοιπης Ευρώπης φάνταζε μισητός εφιάλτης. Η άλλοτε ρωμαϊκή Δυτική Ευρώπη, με τη «μεγάλη μετανάστευση των λαών», από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά, είχε κατακλυσθεί από βαρβαρικά φύλα (Ούννων, Λομβαρδών, Φράγκων, Γότθων, Αλαμαννών, Αβάρων) «εκχριστιανισμένα», μετασκευάζοντος το εκκλησιαστικό γεγονός σε ατομοκεντρική θρησκεία παιδαριώδους μεταφυσικής.

Παράλληλα, η μετα-ρωμαϊκή Δύση διεκδικούσε την αποκλειστικότητα διαχείρισης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, αφού οι Έλληνες είχαν «εκβαρβαρωθεί», κάτω από τον ζυγό και πρωτογονισμό των Τούρκων. Το όραμα αναβίωσης της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης, εφιάλτης των Δυτικών ξορκισμένος με τη στανική μετονομασία του σε «Βυζάντιο», συμβιβάστηκε με τη μετάπλαση της άλλοτε ελληνικής ρωμιοσύνης σε «εθνικό κρατίδιο», απόλυτα εξαρτημένο και ασφυκτικά ελεγχόμενο από «προστάτιδες Δυνάμεις» – με κωμική πιστότητα απομίμησης θεσμών και λειτουργιών των εθνών-κρατών της Δύσης.

Η βεβαιότητα του Παπαδιαμάντη ότι με την απελευθέρωση από τους Τούρκους απλώς «μεταλλάξαμεν τυράννους» συνοψίζει την ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού, που ήταν και παραμένει ανεπίγνωστη. Αρνούμαστε, διακόσια χρόνια τώρα, να δούμε – συνειδητοποιήσουμε – παραδεχθούμε ότι Ελληνισμός χωρίς «πόλιν», δηλαδή χωρίς αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα συνεπάγεται ριζική αλλαγή του σχολείου, την κοινωνία των σχέσεων ως αυταξία αυτοδιοίκησης, το καφενείο χωρίς τηλεόραση και μόνο ως «αγορά», την Εκκλησία σύναξη Γιορτής χωρίς παιδιαρίσματα ηθικολογίας. Πανεπιστήμια με συνεπή καταξίωση της σπουδής και όχι την ωφελιμοθηρία των «τυπικών προσόντων», την Οικονομία συνάρτηση της δημιουργικότητας σε όλα τα επίπεδα, της θεσμοποιημένης αξιοκρατίας και της έμπνευσης.

Ύστερα από διακόσια χρόνια υποτιθέμενης κρατικής ανεξαρτησίας, η ελλαδική κοινωνία είναι ολοφάνερα παγιδευμένη στη μέγκενη ολοκληρωτικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Δύση (συνθήκες προτεκτοράτου), με ταυτόχρονη και εφιαλτική τη συνεχή απειλή των συνόρων της από την Τουρκία με τις επευλογίες του ΝΑΤΟ.

Σαράντα και οχτώ ολόκληρα χρόνια από τη μεταδικτατορική μεταπολίτευση, τα θεσμικά-λειτουργικά πλαίσια Παιδείας, Πληροφόρησης, Θρησκευμάτων μεθοδεύουν, «ανεπαισθήτως» ή και απροκάλυπτα, μιαν «άλλη» κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Υπερβολή, υπόνοια, καχυποψία; Πάντως η πρόκληση κραυγαλέα.
_______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Ρεαλιστική ιερότητα της πολιτικής


Τα κόμματα λειτουργούν σαν εργοληπτικές εταιρείες. Υποβάλλουν στον λαό «προσφορές» (ρητορικές) προδιαγραφών εκτέλεσης του διαχειριστικού έργου και ο λαός καλείται να επιλέξει τον προτιμότερο εργολάβο. Ο σχεδιασμός του έργου είναι δεδομένος, τα περιθώρια των αποκλίσεων ελάχιστα, οι πηγές χρηματοδότησης ανελαστικές. Τα κόμματα σήμερα είναι εταιρείες εξαιρετικά περιορισμένης ευθύνης.

 
Χρήστος Γιανναράς*

Ποια συμπτώματα πιστοποιούν την παρακμή ενός κόμματος, μιας κυβέρνησης ή όποιου άλλου συλλογικού σχήματος;

Μιλάμε για συμπτώματα, όχι για αιτίες της παρακμής – ενδιαφέρει πρωταρχικά η διάγνωση. Καίριο λοιπόν σύμπτωμα παρακμής είναι πάντοτε ο ανέμελος εθισμός στην απουσία κεντρικού στόχου, σαφούς «οράματος». Δεν ενδιαφέρει ούτε προβληματίζει ο άξονας των αναγκών, η ιδιαιτερότητα των επιδιώξεων. Η παρακμή είναι πάντοτε μια επιπόλαιη περίσπαση στα δευτερεύοντα και επουσιώδη, είναι η απώλεια διάκρισης του ουσιώδους από το ασήμαντο, του πρωτεύοντος από το απλώς εντυπωσιακό, του καθολικού και μόνιμου από το αποσπασματικό εφήμερο.

Με αποτέλεσμα μιαν αδιέξοδη σύγχυση γλωσσών, την εύκολη καπηλεία και απάτη, την κυριαρχία παράλληλων και ασύμπτωτων μονολόγων. Όταν δεν υπάρχει κεντρικός άξονας πολιτικών διαφοροποιήσεων, τα κόμματα αναζητούν ειδοποιό διαφορά μόνο στην ικανότητα διαχείρισης της δημοσιότητας. Ολόκληρος ο κατ’ ευφημισμόν «πολιτικός» μας βίος εξαντλείται στην αξιολόγηση (ή και μόνο στην εντύπωση) «ποιος θα τα καταφέρει καλύτερα».

Τα κόμματα λειτουργούν σαν εργοληπτικές εταιρείες. Υποβάλλουν στον λαό «προσφορές» (ρητορικές) προδιαγραφών εκτέλεσης του διαχειριστικού έργου και ο λαός καλείται να επιλέξει τον προτιμότερο εργολάβο. Ο σχεδιασμός του έργου είναι δεδομένος, τα περιθώρια των αποκλίσεων ελάχιστα, οι πηγές χρηματοδότησης ανελαστικές. Τα κόμματα σήμερα είναι εταιρείες εξαιρετικά περιορισμένης ευθύνης.

Κάποτε άξονας των πολιτικών διαφοροποιήσεων ήταν οι κοινωνικές στοχεύσεις, το είδος της κοινωνίας στο οποίο αποσκοπούσε η οργάνωση του συλλογικού βίου. Υπήρχαν δύο βασικές προτάσεις: Μια πολιτική ατομοκεντρικών προτεραιοτήτων (η λεγόμενη «δεξιά» πολιτική) και μια πολιτική κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων (η λεγόμενη «αριστερή» πολιτική). Η πρώτη αποσκοπούσε στις θεσμικές και οργανωτικές προϋποθέσεις που θα εξασφάλιζαν την ανεμπόδιστη και κατά το δυνατό αποδοτικότερη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, με την ελπίδα ότι το άθροισμα των επιτευγμάτων ατομικής ωφελιμότητας θα συνιστούσε κοινό (συλλογικό) όφελος. Η δεύτερη απέβλεπε στον θεσμικό περιορισμό των ατομοκεντρικών επιδιώξεων για χάρη της δικαιότερης κατανομής του εθνικού εισοδήματος (προστασίας των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, ανάπτυξης δυνατοτήτων κρατικής πρόνοιας για την υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση κάθε μέλους του κοινωνικού σώματος).

Η αντιθετική διαφοροποίηση Δεξιάς και Αριστερής πολιτικής άρχισε εγκαίρως να αμβλύνεται, τον συμβιβασμό εκπροσώπησαν τα κόμματα που ονομάστηκαν «κεντρώα». Τελικά είναι το «Κέντρο» που επικράτησε σε όλο το πολιτικό φάσμα. Άνευρα συμβιβαστικό, το Κέντρο, αφομοιώνει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, για λόγους εντυπώσεων – σήμερα μιλάμε, σχεδόν αποκλειστικά, μόνο για «Κεντροδεξιά» και για «Κεντροαριστερά», η αμιγώς Δεξιά ή αμιγώς Αριστερά (θεωρία και πρακτική) έχουν συρρικνωθεί σε περιθωριακά φαινόμενα ιδεοληψίας ή περίπου θρησκοληψίας.

Ο άξονας των πολιτικών διαφοροποιήσεων εξαλείφθηκε, χωρίς να αντικατασταθεί με κάποιον άλλον. Οι προδιαγραφές άσκησης της εξουσίας είναι υποχρεωτικά κεντρώες, άχρωμες και συμβιβαστικές, η διαχειριστική ομοτροπία εξαντλεί την πολιτική στην αμφίβολη αξιολόγηση περισσότερο ή λιγότερο ικανών διαχειριστών. Η αξιολόγηση επαφίεται στον ψυχολογικό εντυπωσιασμό των ψηφοφόρων, ο ψυχολογικός εντυπωσιασμός μεθοδεύεται με τις τεχνικές διαφήμισης, τις ίδιες που χρησιμοποιούνται στην αγορά για οποιοδήποτε προϊόν.

Στην Ελλάδα η πολιτική διαφοροποίηση που σημαίνεται με τις λέξεις «Δεξιά» – «Κέντρο» – «Αριστερά» ήταν ένα δάνειο σχήμα, δίχως ρεαλιστικό αντίκρισμα στην ελληνική κοινωνία. Το σχήμα οργανωμένης συλλογικότητας, στο οποίο ζούσαν οι Έλληνες, ήταν αρχικά η πόλις-κράτος, στη συνέχεια, με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το διεθνοποιημένο Βασίλειο των Μακεδόνων και μετά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπάρχει τεράστιο κενό πληροφόρησης για τον τότε τρόπο της οργανωμένης συμβίωσης – γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία για τη λειτουργία της πόλης-κράτους, έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τα «βασίλεια» της μετακλασικής περιόδου, υπάρχει πολλή σύγχυση πληροφόρησης σχετικά με την επιβίωση των θεσμών λειτουργίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα βασίλεια και στις ηγεμονίες που προέκυψαν μετά την επικράτηση βαρβαρικών φύλων και φυλών στα εδάφη της.

Είναι αυθαίρετη, έστω με καλή θέληση, οποιαδήποτε σύγκριση του πολιτικού γεγονότος πριν από τον 19ο αιώνα και στη λεγόμενη «Νεωτερικότητα». Νομίζω ότι η θεμελιώδης διαφορά θα μπορούσε να σημανθεί με οποιουσδήποτε όρους παραπέμπουν στην «αποϊέρωση» της πολιτικής. Έμπρακτα και παγιωμένα, δεν υπάρχει πια παράγων που να δίνει νόημα (ερμηνεία αιτίας και σκοπού) στην οργανωμένη θεσμικά συλλογικότητα.

Όταν μιλάμε για «ιερότητα» της πολιτικής δεν αναφερόμαστε σε στοχεύσεις και πρακτικές που εξαργυρώνουν την εξουσιαστική ισχύ και την αυθεντία με μεταφυσικές αοριστίες. Μιλάμε για την πολιτική που προτάσσει την ποιότητα της ζωής έναντι του διεθνισμού της καταναλωτικής αποχαύνωσης. Επαγγέλλεται την επανενεργοποίηση της κοινότητας, το πρωτείο της παιδείας, την έκτακτη γλωσσική καλλιέργεια.
_______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Θριαμβικός αφελληνισμός

Με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών έφερε στο φως τη δυσδιάκριτη σχιζοείδεια που χαρακτηρίζει τον ελλαδικό κρατικό βίο, από τα πρώτα βήματα εκσυγχρονισμού – εξευρωπαϊσμού του.


Το πιο οδυνηρό: Με τη δικτατορία της επταετίας, 1967-1974, η σύγχυση εννοιών και οπτικής στο ελληνόφωνο κρατικό απολειφάδι κυριάρχησε ολοκληρωτικά. Οι «εκπαιδευτικές» μεταρρυθμίσεις, από το 1974 έως σήμερα, κατόρθωσαν τέτοια ρήξη της ελληνικής συνέχειας και τέτοιον αφελληνισμό των Ελληνωνύμων, που ούτε οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να ονειρευτούν.

Αυτοκτονική αρχηγοθηρία


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Σε δύο μήνες λήγει η επετειακή χρονιά – διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821. Θριαμβολογήσαμε για τον τότε ξεσηκωμό, μέτρια ευτυχώς αλλά και σαφώς δίχως επίγνωση ότι απλώς «μεταλλάξαμεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης). Κανένας θρήνος για τη χαμένη – ξεχασμένη αυτοκρατορία του κοσμοπολίτικου Ελληνισμού, τον καημό της Ρωμιοσύνης. Στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς είχαμε επιβιώσει με ενεργό τη συνείδηση του νικημένου άρχοντα κοσμοπολίτη, ενώ στα διακόσια τής δήθεν «ανεξαρτησίας» αφεθήκαμε στον εξευτελισμό του μίμου και μεταπράτη – «νάνου ανορθουμένου επ’ άκρων ονύχων και τανυομένου να φθάσει εις ύψος και φανή γίγας».

Υπέκυψαν και οι Τούρκοι στον πειρασμό του εκσυγχρονισμού – εκδυτικισμού. Όμως μοιάζει να μην έχασαν ποτέ τον αυτοσεβασμό, τη συλλογική τους περηφάνια. Χάρη στον Μουσταφά Κεμάλ κάποτε, και σήμερα χάρη στον Ταγίπ Ερντογάν, σώζουν τον «αέρα» (αυτοπεποίθηση και αγερωχία) αυτοκρατορίας σε νεωτερική μετάλλαξη. Δεν εξουσίασε την Τουρκία ούτε η ευήθεια της βενιζελικής αγγλοφιλίας ούτε η καραμανλική ξιπασιά («να γίνουμε Ευρωπαίοι για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»)!

Παραμένουμε δυσερμήνευτη περίπτωση οι Νεοέλληνες. Κάτω από τον ζυγό των Τούρκων σώζαμε τη μεγαλοσύνη και την τόλμη της αρχοντικής, αυτοκρατορικής μας καταγωγής, ενώ «απελεύθεροι» (με αλλοτριωμένο ριζικά τον πανάρχαιο «τρόπο» του Ελληνισμού) διολισθαίνουμε «ανεπαισθήτως» στον ακατάσχετο μιμητισμό και στην αλλοτρίωση – χαμένη πια η γεύση – εμπειρία της ελληνικής διαφοράς.

Και για να μην εγκλωβιζόμαστε σε αφηρημένες γενικότητες, ας επιστρατεύσουμε την τόλμη για τα χειροπιαστά δεδομένα: Με ποια κριτήρια, ποια λογική, ποιον αυτοσεβασμό επανεμφανίζονται στο ελλαδικό πολιτικό παλκοσένικο φιγούρες καταισχύνης από το παρελθόν και ζητάνε να ξαναπαίξουν, με την ψήφο μας, το ηδονοθηρικό τους παιχνίδι; Χάρη στη μεθοδευμένη ακρισία των μαζών, ακόμα και πολιτευτής με καταφανώς χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, αλλά με οικογενειακό όνομα πολυακουσμένο, μπορεί να βρεθεί, απρόσμενα, ίσως και στην πρωθυπουργία.

Φυσικά, τέτοιες θλιβερές περιπτώσεις μετριοτήτων με φημισμένο όνομα είναι ό,τι ακριβώς εξυπηρετεί τους ανταγωνιστές μας στη διεθνή σκακιέρα. Οι σημερινοί Ελλαδικοί εύκολα θα λησμονήσουμε το πώς ο υπερόπτης Γάλλος πρόεδρος, το 2011, εξευτέλισε κυριολεκτικά τον τότε θλιβερό Ελλαδίτη πρωθυπουργό απλώς με ένα μονοσύλλαβο ατιμωτικό χαρακτηρισμό – ισόβιο στίγμα. Το ότι δέκα χρόνια μετά, ο ίδιος Ελλαδίτης πολιτευτής διεκδικεί και πάλι αρχηγία κόμματος και πρωθυπουργία, αυτό πια δεν συνιστά παρά μόνο πρόβλημα συλλογικής (εθνικής) αξιοπρέπειας.

Πάντως, σε έναν διεθνή διασυρμό δεν αντιτάσσεις σιωπή, μάχεσαι – και οπωσδήποτε η μάχη για την αξιοπρέπεια δεν κερδίζεται με πανικόβλητα διαγγέλματα μέσα από γραφικές βαρκούλες στο Καστελλόριζο. Το μόνιμο και σταθερό πολιτικό μας πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα είναι η ελάχιστη ή καθόλου χρήση της κριτικής σκέψης, η ταύτιση της πολιτικής βούλησης με αξιολογήσεις αρέσκειας ή απαρέσκειας, ψυχολογικών εντυπώσεων, ορμέμφυτων (άλογων) παρορμήσεων.

Μια τίμια διάγνωση θα αναγνώριζε ως θεμελιώδες γνώρισμα της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα την αχρήστευση και ανυπαρξία της κριτικής σκέψης και, κατά συνέπεια, της ελεύθερης βούλησης. Η πολιτική (θεσμοί και προσωπικό) έχει ακέραια την ευθύνη αυτής της κυριολεκτικής γενοκτονίας: Ένας ιστορικός λαός αυτοκτονεί, όχι όταν αυτοχειριάζονται τα άτομα που τον συνιστούν, αλλά όταν αλλοιώνεται – αχρηστεύεται – χάνει τον εκφραστικό της πλούτο η γλώσσα του, αλλοτριώνεται ή αμβλύνεται η ιστορική του συνείδηση, αμβλύνεται, τυποποιείται ή εκλείπει η έκφραση Τέχνης των μεταφυσικών του ψηλαφήσεων.

Στα πρώτα εκατό χρόνια από την ίδρυση του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου ο κίνδυνος ιστορικής εξαφάνισης του είδους των Ελλήνων (της εμπειρικής αυτοσυνειδησίας και παράδοσης, της γλώσσας και της Τέχνης) μάλλον δεν ήταν ορατός, το κοινωνικό «κλίμα» άφηνε περιθώρια για την έκπληξη της Γενιάς του ’30. Στην αρχή σήμερα της τρίτης εκατονταετίας και παρά τη μεσολαβούσα έκπληξη της Γενιάς του ’60, τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά. Το στανικά επιβεβλημένο μονοτονικό απέδειξε ότι είναι ευκολότατο να κόψεις στα δυο την Ιστορία, να αποκόψεις έναν λαό, ριζικά και θριαμβικά, από τη μήτρα που τον συντηρούσε με ενιαία ταυτότητα τρεις, τουλάχιστον, χιλιετίες.

Το μονοτονικό ήταν ο κρίσιμος καταλύτης. Άμεσες επιπτώσεις του ήταν η υποκατάσταση των εννοιών από την εικόνα, της γνώσης από την πληροφορία, της πιστοποίησης από την εντύπωση, της συγγένειας από τη σύμβαση, της ζωής από την προτίμηση – επιθυμία. Περίπου.

Μπροστά σε τέτοιου βεληνεκούς ιστορικά εγκλήματα, ακόμα και η κρίση – κατάκριση αχρηστεύεται.

___________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Παιδεία: Άλγος διαρκές


Ρίγος τρόμου θα μας διέτρεχε αν μπορούσαμε οι ενήλικες να συλλάβουμε την αγωνία των εφήβων στην Ελλάδα σήμερα, όταν πιστοποιούν ότι το μέλλον τους το διαχειρίζονται «υπουργοί» δραματικά άσχετοι με τις αρμοδιότητες και δυνατότητες των υπουργείων τους.... 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Στη σημερινή Ελλάδα, κάθε κυβέρνηση κρίνεται προτού ορκιστεί, κρίνεται από τη σύνθεσή της. Η σύνθεση αποκαλύπτει αν η κυβέρνηση συγκροτήθηκε για να παραγάγει έργο ή για να εξασφαλιστούν εσωκομματικές ισορροπίες, να εξοφληθούν υποχρεώσεις έναντι οικονομικών υποστηρικτών, να ικανοποιηθούν ξένες πρεσβείες, να κολακευτούν εκλογικές περιφέρειες.

Στο απολυταρχικό καθεστώς της πρωθυπουργικής μοναρχίας που εγκαινίασε ο Ανδρέας Παπανδρέου (και ασμένως συντηρούν τα «κόμματα εξουσίας») η σύνθεση της κυβέρνησης είναι προνόμιο αποκλειστικό του κομματάρχη-προέδρου-μονάρχη. Προκλητικά, ενδεχομένως, μπορεί και να εμπαίζει ο πρωθυπουργός με τις επιλογές του την κοινή γνώμη, να είναι κατάφωρη η περιφρόνηση των κριτηρίων επάρκειας των εκλεκτών του.

Συνταγματική δυνατότητα να εκφράσουν οι πολίτες την αποδοκιμασία τους για τη σύνθεση μιας κυβέρνησης δεν υπάρχει. Ακόμα και η περίπτωση υπουργών με εξόφθαλμο πρόβλημα διανοητικής ανεπάρκειας ή προκλητικής απαιδευσίας ή ανάγωγου χαρακτήρα, είναι αδύνατο να καταγγελθεί. Υπήρξαν δύο περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που το Σύνταγμα των Ελλήνων ατιμάσθηκε, προκλητικά και αναιδέστατα, χωρίς να παραπεμφθεί κανένας από τους αυτουργούς υπουργούς στη Δικαιοσύνη ή έστω στον αποκλεισμό από την πολιτική. Πρώτη περίπτωση ήταν η αυθαίρετη ακύρωση της λαϊκής ετυμηγορίας (δημοψηφίσματος) το 2015, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Και δεύτερη περίπτωση, η αναγνώριση της ονομασίας «Μακεδονία» για το κρατίδιο των Σκοπίων, παρά την αντίσταση μεγάλης μερίδας πολιτών με συλλαλητήρια και ποικιλόμορφες διαμαρτυρίες.

Ρίγος τρόμου θα μας διέτρεχε αν μπορούσαμε οι ενήλικες να συλλάβουμε την αγωνία των εφήβων στην Ελλάδα σήμερα, όταν πιστοποιούν ότι το μέλλον τους το διαχειρίζονται «υπουργοί» δραματικά άσχετοι με τις αρμοδιότητες και δυνατότητες των υπουργείων τους. Το επαγγελματικό πρόβλημα των παιδιών (τον βιοπορισμό τους, την κοινωνική τους ένταξη, το ενδεχόμενο γάμου τους κ.ο.κ.) το εμπιστευόμαστε σε μια «πολιτική» (κεντρική μέριμνα για τα κοινά) υποταγμένη απολύτως σε μωροφιλοδοξίες κομματικής σκοπιμότητας, δηλαδή τέλειας αδιαφορίας για τα κοινά.

Το μέλλον, στη συνείδηση ενός παιδιού ή εφήβου σήμερα, μοιάζει μονόδρομος, επιλογές δεν υπάρχουν: Θα τελειώσει το σχολείο (ή θα το παρατήσει, αν οι γονείς του δεν έχουν τα χρήματα για «φροντιστήριο»), όμως ξέρει καλά ότι η ευτυχία του δεν θα κριθεί από τα γράμματα που ξέρει. Με πτυχίο ή χωρίς πτυχίο, το μέλλον του θα κριθεί από τις «ευκαιρίες»: δηλαδή από τις γνωριμίες, τα «τυχερά», τις λοβιτούρες.

Το επαγγελματικό πρόβλημα των παιδιών στην Ελλάδα σήμερα δεν συναρτάται με τις σπουδές ή τις μη σπουδές τους, ούτε με τα φυσικά προσόντα ευφυΐας τους, ούτε με το ήθος και την ποιότητα του χαρακτήρα τους. Στην Ελλάδα σήμερα κρίση αξιολογική μοιάζει να μη λειτουργεί πουθενά και για τίποτα, κανένας δεν αξιολογείται για τη δουλειά του και την ποιότητα της δουλειάς του – ούτε καν για την τήρηση των Νόμων ή την καταστρατήγηση των Νόμων. Η κριτική βαθμολόγηση του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο έχει καταργηθεί και στο Γυμνάσιο-Λύκειο λειτουργεί σαν γραφικότητα, που καθένας από τους διδάσκοντες τη διαχειρίζεται με τις δικές του πεποιθήσεις ή με τα γούστα του.

Χωρίς άμιλλα, χωρίς στόχους αριστείας, μια συλλογικότητα γίνεται πολτός ισοπεδωμένων συνειδήσεων και αρένα ανταγωνισμού για τυφλή επικράτηση ισχύος. Ο πολτός αναμηρυκάζει κρετινικές συνθηματολογίες για «ισότητα δικαιωμάτων» και θωράκιση ουδετεροποιημένων ατόμων –απαιτούμε δικαιοκρισία, αλλά στην πράξη το αιτούμενο είναι η ακρισία, εκ των πραγμάτων, όχι από πρόθεση. Σημαδεύει την περίπτωση της ακαδημαϊκής ειδικά παρακμής μας ένα γεγονός: Πριν ένα χρόνο, στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών προκηρύχθηκε η πλήρωση μίας έδρας Φιλοσοφίας. Υποβλήθηκαν τριάντα εννέα (ναι, 39) υποψηφιότητες. Και δεν εξελέγη κανείς! Οι εκλέκτορες δεν βρήκαν ούτε έναν από τους τριάντα εννέα που να τον εκτιμήσουν και αξιολογήσουν ισάξιον για συνάδελφό τους.

Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών στην Ελλάδα έχει φτάσει στο κατώτατο δυνατό σημείο παρακμιακής αναποτελεσματικότητας, κυριολεκτικά στο ναδίρ. Η έκπτωση είναι τόσο κραυγαλέα, που αποκλείεται να μην την αντιλαμβάνονται τα «κόμματα εξουσίας», οι κυβερνήσεις των τελευταίων σαράντα επτά ετών (οι μεταχουντικές). Είτε εσκεμμένη, είτε όχι αυτή η παρακμή, το σίγουρο είναι ότι μοιάζει πειθήνια συντονισμένη με τον φημολογούμενο κεντρικό προγραμματισμό ρόλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Οι Έλληνες χρειάζονται για γκαρσόνια, καμαριέρηδες, μικροπωλητές, μικροξενοδόχοι, κατώτερο προσωπικό των τουριστικών επιχειρήσεων.

Ποιες μορφές μπορεί να πάρει η συλλογική αντίσταση σε τόση κρατική παρακμή, τόση εσκεμμένη απανθρωπία;
______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Προνομιούχοι στο κάτεργο


Είναι τουλάχιστον αφορμή μειονεξίας και ντροπής, να σε λογαριάζει η Ιστορία γεννήτορα της πόλεως – πολιτισμού – δημοκρατίας, και συ, ο προνομιούχος της Ιστορίας, να δουλεύεις, δυο αιώνες τώρα, στο κάτεργο της εξάρτησης, αλλοτρίωσης, κακομοιριάς.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Από τότε που η λέξη Ελλάδα σηματοδοτεί κράτος, όχι πολιτισμό, ο εγχώριος πολιτικός λόγος είναι μονόλογος της εξουσίας. Κομπασμοί και αυταρέσκεια του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές, αμυντικές μυθοπλασίες εντυπωσιασμού η αντιπολίτευση. Όσο πιο μικρονοϊκές οι στελεχώσεις των κομμάτων, τόσο η σπουδαιοφάνεια πλεονάζει, καμουφλαρισμένη με κενολογία διακηρύξεων, πομφόλυγες επαγγελιών.

Διακόσια χρόνια τώρα, κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, μιλάνε την ίδια, ανάλλαχτη, ναρκισσιστική και α-νόητη γλώσσα, που τρέφει την αντιδικία σαν αυτοσκοπό. Με τα χρόνια, η α-νοησία έχει φτάσει στο ζενίθ – πολιτικοί και πολίτες, άρχοντες και αρχόμενοι, γνωρίζουμε όλοι ότι τη χώρα μας την κυβερνάνε τα στρατηγεία των δανειστών μας, όμως αυτό το κατάντημα δεν το συζητάμε, τα αντανακλαστικά αντίδρασης στον διασυρμό έχουν νεκρωθεί.

Δεν συζητάμε. Ούτε καν διαμαρτυρόμαστε. Απεργούμε, διαδηλώνουμε, νεκρώνουμε κάθε τόσο δρόμους και πλατείες, γνωρίζοντας ότι καμιά έκρηξη της οργής ή του απελπισμού μας δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα μας. Και μοίρα μας, δύο αιώνες τώρα, είναι η ατολμία, ο συμβιβασμός, ο ραγιαδισμός.

Αδιέξοδο στον συλλογικό μας βίο συνιστά η εισαγόμενη παγίδευσή μας σε καλοστημένες ψευδαισθήσεις. Νομίζουμε (ή προφασιζόμαστε) ότι διαθέτουμε κοινοβουλευτισμό, επειδή με τις εκλογές «μεταλλάσσομεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης, ήδη το 1892!). Κοροϊδευόμαστε ότι έχουμε «δημοκρατία», όταν ο πρωθυπουργός διορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων – κάθε αρχή και εξουσία στη χώρα, διορισμένη.

Βαυκαλιζόμαστε ότι έχουμε κράτος υπηρετικό της κοινωνίας, όταν η συντριπτική πλειονότητα των Δημόσιων Λειτουργών είναι διορισμένοι με κομματικό ρουσφέτι, η αδικία στον καθορισμό του ύψους των συντάξεων είναι ένας παγιωμένος παραλογισμός και οι εργολήπτες δημόσιων έργων η πάμπλουτη μειονότητα μιας κατ’ εξακολούθησιν πτωχευμένης και παρανοϊκά υπερχρεωμένης χώρας. Αναρίθμητα τα θεσμοποιημένα τεχνάσματα, με τα οποία η ελλαδική κοινωνία έχει μεθοδικά μετασχηματιστεί σε κλασικό μόρφωμα τριτοκοσμικής ανισότητας δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα (για λόγους αδιάντροπης ψηφοθηρίας) κάθε σχεδόν κεφαλοχώρι έχει προικοδοτηθεί με νεόκοπες, κωμικής ευτέλειας «πανεπιστημιακές» σχολές, προγραμματικά αναξιολόγητες.

Από καιρό σε καιρό, σε στήλες εφημερίδων και σπάνια από τηλεοπτικό κανάλι, κάποιες φωνές τολμούν διαμαρτυρία: Η δημοκρατία δεν είναι συνταγή θεσμική, είναι κοινωνικό κατόρθωμα: Δεν αρκεί ένα Σύνταγμα, που συντάχθηκε με τη λογική της δημοκρατίας και με τη γλώσσα – ορολογία της δημοκρατίας, για να υπάρξει, ένσαρκο στην πράξη, το θεσμικό κατόρθωμα της δημοκρατίας.

Αυτός είναι ο λόγος που το Σύνταγμά μας των Νεοελλήνων ορίζει στο ακροτελεύτιο άρθρο του: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται, με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».

Στο σημείο αυτό (στο άκουσμα του ακροτελεύτιου άρθρου του Συντάγματος) είναι αναπότρεπτο να γελάει ο πολίτης. Όλοι σκεπτόμαστε το ίδιο ερώτημα: ποιον κοροϊδεύει το Σύνταγμα; Όταν ο πρωθυπουργός διορίζει, απολύτως ανεξέλεγκτος, τους Προέδρους της Δημοκρατίας, της Βουλής, των Ανώτατων Δικαστηρίων, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ποια περιθώρια «αντίστασης», δηλαδή υπακοής στο Σύνταγμα, απομένουν στον πολίτη; Πώς είναι δυνατό να ονομάζεται «δημοκρατία» ένα πολίτευμα απόλυτης μοναρχίας, με τους πολίτες παθητικούς θεατές της αυθαιρεσίας – παντοδυναμίας του πρωθυπουργού;

Σήμερα, καθεστώτα δικτατορίας, ανεξέλεγκτης μοναρχίας, υπάρχουν όχι πια συνδεδεμένα με μικρονοϊκά απομεινάρια ολοκληρωτικών ιδεολογημάτων. Η αυθαιρεσία της εξουσίας εξασφαλίζεται συνδεδεμένη με τον ατομοκεντρισμό του μοντέλου της «δημοκρατίας»: την ταύτιση της ελευθερίας με την κατασφάλιση όχι της κοινωνίας των σχέσεων, αλλά με τη θωράκιση των «ατομικών δικαιωμάτων».

Όταν η ελευθερία – δημοκρατία μετατεθεί έξω από το πεδίο της προσωπικής ευθύνης, έξω από την αμεσότητα των σχέσεων που συγκροτούν την κοινότητα ή την πόλιν, όταν, δηλαδή, η ελευθερία – δημοκρατία γίνουν ατομικό δικαίωμα και όχι αυθυπερβατικό κατόρθωμα σχέσεων κοινωνίας, η εξουσία είναι οπωσδήποτε ανελευθερία – τυραννία.

Είναι τουλάχιστον αφορμή μειονεξίας και ντροπής, να σε λογαριάζει η Ιστορία γεννήτορα της πόλεως – πολιτισμού – δημοκρατίας, και συ, ο προνομιούχος της Ιστορίας, να δουλεύεις, δυο αιώνες τώρα, στο κάτεργο της εξάρτησης, αλλοτρίωσης, κακομοιριάς.
______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η λοιμική της κενολογίας


Η μεθοδική «αποτοξίνωση» των Ελλήνων από την ελληνικότητά τους πήρε χαρακτήρα καταιγιστικό από το 1974, με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κάθε αναφορά στον πατριωτισμό, στη γενέθλια γη και κοινότητα, στην παράδοση, Ιστορία, πολιτισμό των Ελλήνων, «μύριζε» χούντα, κάθε νουνεχής την απέφευγε. Καθάρθηκε το λεξιλόγιο ταχύτατα, δεν υπήρξε κόμμα που να αντισταθεί στην εμπεδωμένη, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τρομοκρατία των «προοδευτικών» δυνάμεων.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Με την εκδημία του ο Μίκης Θεοδωράκης χάρισε σε όλους εμάς, τους συμπατριώτες του, μια μάλλον τελευταία αναζωπύρωση του χαμένου πια βιώματος της φιλοπατρίας. Επιβίωσε πολυτραγουδισμένη η φιλοπατρία του Μίκη, της αποδόθηκαν τιμές, έστω και με κοινότοπες άψυχες φλυαρίες, από τους θεσμικούς ενταφιαστές της ελληνικότητας – πολιτικούς, δημοσιογράφους, Δεξιούς και Αριστερούς υπέρμαχους του Ιστορικού Υλισμού.

Η μεθοδική «αποτοξίνωση» των Ελλήνων από την ελληνικότητά τους πήρε χαρακτήρα καταιγιστικό από το 1974, με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κάθε αναφορά στον πατριωτισμό, στη γενέθλια γη και κοινότητα, στην παράδοση, Ιστορία, πολιτισμό των Ελλήνων, «μύριζε» χούντα, κάθε νουνεχής την απέφευγε. Καθάρθηκε το λεξιλόγιο ταχύτατα, δεν υπήρξε κόμμα που να αντισταθεί στην εμπεδωμένη, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τρομοκρατία των «προοδευτικών» δυνάμεων. Θεωρήθηκε η «μεγάλη ώρα» της ελλαδικής Αριστεράς, η οργανωτική της υπεροχή τής έδινε τη δυνατότητα να αστυνομεύει κάθε έκφραση ενημέρωσης ή παιδαγωγίας –ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, πολιτιστικούς συλλόγους, σχολεία, πανεπιστήμια–, κάθε δημόσιος λόγος απηχούσε την υποταγή ή και συστράτευση στη φοβία για τον πατριωτισμό. Ο «μέγας» Καραμανλής και οι πολιτικοί του υπήκοοι ήταν τα εμφατικότερα υποδείγματα έμφοβης υποταγής στη διεθνιστική (καπιταλιστική ή «προοδευτική») προπαγάνδα.

Μεθοδικότατα, ο διεθνισμός του προλεταριάτου φρόντισε να αλώσει πρώτες (συχνά με εξωφρενική αυθαιρεσία) τις τότε Παιδαγωγικές Ακαδημίες και στη συνέχεια τα πανεπιστημιακά Τμήματα που ετοίμαζαν λειτουργούς της εκπαίδευσης. Κατορθώθηκε ο τάχα και «αριστερός» διεθνισμός να επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία σαν αναγκαία συνάρτηση της «προόδου».

Το μεγάλο προσόν και κατόρθωμα του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ότι δεν υποτάχθηκε στις κομματικές παρωπίδες. Κράτησε ανόθευτη, στη ζωή του και στη δουλειά του, την ελληνικότητα που μεταγγίζει η βιωματική λαϊκή παράδοση: Είχε το αισθητήριο να διακρίνει την ελληνική γνησιότητα, όση επιβίωνε στον στανικό «εξευρωπαϊσμό» των θεσμών και της οργάνωσης του βίου. Είδε στην απελευθέρωση από τη χούντα μια συναρπαστική ευκαιρία, να αφυπνισθεί η Ελλάδα, να αποτινάξει τη σχιζοφρένεια της δάνειας διχοστασίας. Γι’ αυτό δήλωνε ο ίδιος «κομμουνιστής», ενώ ταυτόχρονα στήριζε τον Καραμανλή σαν αντέρεισμα της απειλής των τανκς – δέχθηκε ο «κομμουνιστής» Μίκης να υπουργοποιηθεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Την πολιτική του ταυτότητα τη δήλωνε η μουσική του δημιουργία – ήταν κάτι συναρπαστικό, μια επανάσταση στη νοο-τροπία. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη δογματική ιδεολογία, την προπαγάνδα. Οραμά του ήταν η ελληνική διαφορά, που την έκανε τραγούδι για να τη σώσει από το ιδεολόγημα. Έτσι, χάρη στον Μίκη, είδαμε την ελληνική διαφορά να μην απομονώνει την Ελλάδα, αλλά να γίνεται όχημα εισόδου στον διεθνή στίβο. Από την ίδρυσή του το πλασματικό ελλαδικό κρατίδιο οργανώθηκε και λειτούργησε μιμητικά, μεταπρατικά, υποταγμένο ασφυκτικά στη δυτική πατρωνία – υπουργεία, κοινοβούλιο, κόμματα, ιδεολογίες, Δίκαιο και δικαστήρια, σχολεία και πανεπιστήμια, εμπόριο και βιομηχανία, πολεοδομία και αρχιτεκτονική, ακόμα και η εκκλησία, τα πάντα «κάλπικο δάνειον», όπως το είπε ο Μακρυγιάννης, όλα ξενόφερτα, όλα απομιμήσεις, ξιπασιά «νάνου ορθουμένου επ’ άκρων ονύχων και τανυομένου να φθάσει εις ύψος και φανή και αυτός γίγας» (Παπαδιαμάντης).

Από το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών ώς σήμερα η αλλοτρίωση του Ελληνισμού συντελείται με ταχύτητα φωτιάς που κατακαίει κατάξερο δάσος – όμως στον στίβο παντοδαπής εκφραστικής η ελληνικότητα επιβιώνει. Οχι με οργανωμένη πυρόσβεση, αλλά στις «υπόγειες στοές» που αινιγματικά τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Σπιθαμιαίοι πρωθυπουργίσκοι, τόσο ασήμαντοι όσο και οι ημιπαράφρονες δασοεμπρηστές, ξηλώνουν από παντού την ελληνικότητα σαν να δαιμονίζονται που ακόμα επιζεί. Περνούν και αφανίζονται οι σπιθαμιαίοι. Και παραδόξως επιβιώνει η αοπλία της ποιότητας: Μάνος Χατζιδάκις, Διονύσης Σαββόπουλος, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Νίκος Ξυδάκης, Γιάννης Μαρκόπουλος. Ποιο ηχηρό όνομα από την πολιτική αγορά μπορεί να αναμετρηθεί με το θησαύρισμα ελληνικής αυτοσυνειδησίας, που άφησαν κληροδότημα ο Χρήστος Βακαλόπουλος και ο Κωστής Παπαγιώργης;

Ποιος κομματάνθρωπος είναι ικανός να υποκλιθεί στους δύο ζώντες κορυφαίους της ελληνικής ποίησης σήμερα: Νίκο Παναγιωτόπουλο και Ανθή Λεούση; Ελπίδα για τον Ελληνισμό είναι η «μέσα Ελλάδα» όπως την ονομάτιζε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ποιος θυμάται σήμερα (και γιατί να θυμηθεί) τον δήμαρχο της Αλεξάνδρειας, όταν ζούσε εκεί ο Καβάφης, ή τους πρωθυπουργούς τότε στην Αθήνα; Με την ίδια λογική αξιολογήσεων της ποιότητας του βίου ή πολιτισμού οφείλουμε, όχι άγνοια ή παράκαμψη, αλλά «ανάθεμα» παλλαϊκό σήμερα σε υπουργούς Παιδείας και πρωθυπουργούς, που επέβαλαν το μονοτονικό, κατάργησαν το γλωσσικό πρωτείο των Αρχαίων Ελληνικών, υποκατέστησαν το σχολείο με το φροντιστήριο.

«Πατρίδα» θα πει: να οφείλεις στα παιδιά σου μια «κοινωνία σχέσεων», όχι μια «κοινωνία αγορών».
___________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η ιστορική μας αυτεξαφάνιση


Αναξιοπρεπές επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν, πτυχίο ή εξειδίκευση, ούτε και προϋπηρεσία ευδόκιμη – τίποτα...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Αναξιοπρεπές επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν, πτυχίο ή εξειδίκευση, ούτε και προϋπηρεσία ευδόκιμη – τίποτα. Ακόμα και με χαμηλότατο δείκτη ευφυΐας, με ανικανότητα έκφρασης και κωμική άγνοια της μητρικής του γλώσσας, μπορεί ένα κομματικό στέλεχος να υπουργήσει τα καίρια του συλλογικού βίου. Είναι για την κοινωνία μας αυτονόητο.

Τους αποδεχόμαστε σαν ικανούς να διαχειριστούν οποιαδήποτε αρμοδιότητα. Γι’ αυτό και μεταπηδούν από υπουργείο σε υπουργείο, σαν σοφοί παντογνώστες, «αντιστάσεως μη ούσης». Από την άκρα επιστημονική πολυπλοκότητα της σύγχρονης πολεμικής τεχνολογίας και στρατηγικής μεταφέρονται, ως αυτονοήτως ειδήμονες, στον σχεδιασμό της βιομηχανικής ανάπτυξης, στη διαχείριση των παραγωγικών λειτουργιών και των απαιτήσεων της αγοράς. Από τα ερμητικώς εξειδικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης «μεταφυτεύονται» (χωρίς την παραμικρή προετοιμασία ή προειδοποίηση) στα λαβυρινθώδη προβλήματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος.

Γνωστή η αιτιολογία που προβάλλεται – αυτός, λένε, ήταν πάντοτε ο ρόλος των πολιτικών, η πολιτική είναι ταλέντο ηγετικό, όχι επιστήμη. Να ξέρεις να λειτουργείς «επιτελικά» σε οποιονδήποτε τομέα: να ιεραρχείς προτεραιότητες, να συντονίζεις ευθύνες, να αναθέτεις αρμοδιότητες. Κυρίως, να εξασφαλίζεις τον κοινωνικό χαρακτήρα κάθε κρατικής λειτουργίας. Είναι άλλης τάξεως από την επιστημονική εξειδίκευση η λογική της πολιτικής. Δύσκολο να αναλυθεί σε μια επιφυλλίδα το πραγματικό αντίκρισμα τέτοιων επιχειρημάτων σήμερα. Εξ άλλου, γνωρίζουμε, λίγο-πολύ, όλοι, σε τι δαπανάται κατά κανόνα το πολιτικό «ταλέντο ηγεσίας» στις μέρες μας. Πρώτιστο (ίσως και μοναδικό) έργο κάθε υπουργού είναι να εξισορροπεί με συμβιβασμούς τα άνομα ιδιωτικά συμφέροντα που λυμαίνονται το πεδίο αρμοδιοτήτων του υπουργείου του. Να εξασφαλίζει, ταυτόχρονα, και κάποια οικονομικά ωφελήματα για το κόμμα. Να ικανοποιεί πελατειακά αιτήματα της εκλογικής του περιφέρειας. Να τρέχει συνεχώς σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, για να διατηρεί το status του «πρωτοκλασάτου» στο κόμμα. Κι αν απομείνει χρόνος και κουράγιο, να επιδείξει και κάποιες εντυπωσιακές «μεταρρυθμίσεις» ξέροντας ότι ο διάδοχός του υπουργός ασφαλώς θα τις καταργήσει.

Την περασμένη Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου του 2021, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κ» άρθρο του επίτιμου προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Σωτήριου Ρίζου, με τίτλο: «Το κράτος και το δάσος». Το άρθρο επισημαίνει (ορθότερα: καταγγέλλει) τους αυτουργούς ενός πελώριου και φρικιαστικού κοινωνικού εγκλήματος, που έχει ήδη εξασφαλίσει την ατιμωρησία. Αντιγράφω:

«Στις 23 Ιουλίου 2021, ο πρώτος τίτλος στην ιστοσελίδα Dasarxeio.gr ήταν ο εξής: “Ανοίγει η πλατφόρμα για τις δηλώσεις αυθαιρέτων εντός δασών”. Ακολουθούσε το κείμενο μιας αποφάσεως του υπουργείου Περιβάλλοντος, που εξειδικεύει το πλαίσιο υποβολής των αιτήσεων νομιμοποίησης αυθαιρέτων εντός δασών. Έχει (ήδη) δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μία ημέρα πριν. Στηρίζεται στον νόμο 4685/1920 (ΦΕΚ Α΄ 92/7.5.2020). Η ειρωνεία της τύχης (;) ήταν ότι: ΜΕΤΑ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, περίπου, αρχίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές στη χώρα μας. Συνολική απώλεια: 1.275.660 στρέμματα. Στην Αττική: 186.290 στρέμματα»!!

Ο επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ διερωτάται: «Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπάντεχη;». Και απαντάει: «Με βάση τα νομοθετικά δεδομένα και σε συνδυασμό με τον διατιθέμενο διοικητικό μηχανισμό», η φρικτή καταστροφή ήταν νομοτελειακά σίγουρη, απολύτως προβλέψιμη. Απρόβλεπτο μόνο το «πότε» και το μέγεθος της καταστροφής.

Η φράση του Χαρίλαου Τρικούπη «η Ελλάς θέλει να ζήσει (ή: προώρισθαι να ζήσει) και θα ζήσει» λειτουργεί σαν ηδονικό υπνωτικό 125 χρόνια τώρα. Έχουμε πιστέψει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ότι είμαστε «εκλεκτός», «περιούσιος» λαός, «προορισμένος» να ζήσει απεριόριστα. Θα είχε ίσως κάποιον ρεαλισμό αυτή η ελπίδα, αν τουλάχιστον εμψύχωνε μια προσπάθεια να σώσουμε τη γλώσσα και τους θεσμούς που σάρκωσαν την ελληνική ιδιαιτερότητα. Με πλοηγό της Παιδείας των Ελληνωνύμων την πολιτισμικά αφασική κυρία Κεραμέως ή τον αφελή του μαρξιστικού παλαιοημερολογιτισμού κύριο Φίλη, ο Ελληνισμός συνιστά ντροπή και ο διεθνισμός την εκούσια ιστορική μας αυτεξαφάνιση.
_______________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

A-νόητη ύπαρξη και συνύπαρξη

Ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα πέτυχε να χωρίσει την κοινωνία από τη θρησκεία. Αιώνες ολόκληρους (τους «μέσους» ή «σκοτεινούς» αιώνες) οι κοινωνικοί θεσμοί, ο πολιτικός βίος, κάθε μορφή οργάνωσης της συλλογικότητας στη Δύση, είχε αυτονόητα υποταχθεί στην κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία – συχνά και στη θεσμική εκπροσώπηση της θρησκείας. Ηταν για τον δυτικό άνθρωπο μια ιστορική εμπειρία άκρως αρνητική, πρώτη εμπειρία ολοκληρωτισμού (: αστυνόμευσης των ηθών και των πεποιθήσεων). Από αντίδραση σε αυτή την εμπειρία, η θρησκεία στη δυτική νεωτερικότητα έγινε ιδιωτική υπόθεση. Είναι ατομική επιλογή, αφορά σε ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές συναισθηματικές ικανοποιήσεις. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την οργάνωση της συλλογικότητας, δεν πρέπει να επηρεάζει, ούτε στο ελάχιστο, τους κοινωνικούς θεσμούς, τον πολιτικό βίο. Βασικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών είναι ο χωρισμός θρησκείας και εξουσίας, Εκκλησίας και κράτους, «ιερού» και «κοσμικού». Αποτέλεσμα του χωρισμού και συνέπεια της ιδιωτικοποίησης είναι η ραγδαία παρακμή των θρησκειών στα πλαίσια των δυτικού τύπου κοινωνιών. Ειδικά ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

Οι θρησκευτικοί θεσμοί προσπάθησαν πανικόβλητοι να αντιδράσουν. Δεν διανοήθηκαν, βεβαίως, να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση της θρησκείας – ο δυτικός Χριστιανισμός, με πρωτοπόρους τον Αυγουστίνο, τον Αλκουίνο, τον Άνσελμο, είχε «εσωτερικεύσει» την πίστη, δηλαδή την είχε μεταβάλει από εκκλησιαστικό (κοινωνούμενων σχέσεων) γεγονός σε ατομοκεντρικών επιτευγμάτων (ορθοφροσύνης και αυτοκυριαρχίας) επίτευγμα. Ηταν αγωνιώδης η προσπάθεια να προσαρμοστεί και ο Χριστιανισμός, ως ατομική θρησκευτική επιλογή, στους όρους της Νεωτερικότητας: Να εξορθολογιστεί, να βάλει στην άκρη τα «μυθολογικά» του στοιχεία (Entmythologisierung), να αποδείξει τη χρηστική του ωφελιμότητα.

Ετσι, ο λόγος του νοήματος της ύπαρξης και της ελευθερίας που γνωρίζεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, αλλοτριώθηκε σε χρησιμοθηρικό κήρυγμα, σε υστερικά «πρέπει» και «οφείλεις», δηλαδή σε ουτοπική δεοντολογία. Εγινε λόγος ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός, καταιγισμός έντυπης προπαγάνδας στην υπηρεσία διόρθωσης των κοινωνικώς εσφαλμένων. Αγνοήθηκε προκλητικά κάθε εμπειρικό έρεισμα της μεταφυσικής ελπίδας.

Φυσικά, ο «εκσυγχρονισμός» του κηρύγματος δεν ανέκοψε τη ραγδαία επέκταση του ορθολογικού μηδενισμού και αμοραλισμού, την περιφρόνηση της θρησκείας. Ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος δέχεται να παρηγορήσει την υπαρξιακή του αγωνία με το γεγονός ότι η «θρησκεία» του έχει θαυμαστή φιλανθρωπική δραστηριότητα και ηθικοπλαστικές πρωτοβουλίες; Ποιος δέχεται να εξαρτήσει την εντιμότητά του και το ήθος του από την «καθοδήγηση» ιδεόληπτων προπαγανδιστών; Ποιο νέο παιδί θα δεχθεί να «ψυχαγωγηθεί» τραγουδώντας γλυκερά θρησκευτικά ασμάτια σε μουσική ροκ;

Στην Ελλάδα, την πραγματικότητα του θρησκευτικού αποχρωματισμού, πραγματικότητα της «εκκοσμίκευσης», τη συσκοτίζει και την αποκρύβει μια εθνικιστική ρητορεία, τελευταίο απομεινάρι του επίσημου κρατικού μας πατριωτισμού. Αποτύχαμε ολοφάνερα στο πρόταγμα, να έχει ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός Ελληνισμός οργανική συνέχεια ιστορικής ύπαρξης στη Νεωτερικότητα. Μπήκαμε στη Νεωτερικότητα συναινώντας στη ριζική και ολοκληρωτική αλλαγή της ιστορικής μας υπόστασης και ταυτότητας – αρνηθήκαμε την πόλη-κράτος και τη μεσαιωνική της συνέχεια: τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, δεχθήκαμε να υποκατασταθεί η πολιτική κοινωνία των σχέσεων με τις συμβατικές κατασφαλίσεις των «ατομικών δικαιωμάτων».

Οι «ηγετικές» κοινωνικές ομάδες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες) δείχνουν να ξέρουν για την «εκκλησία του δήμου» και την «εκκλησία των πιστών» μόνο αφελείς παιδαριωδίες ή τυποποιημένα ιδεολογήματα, που τους άφησε ως ανάμνηση ένα ανιαρό μάθημα «θρησκευτικών» στο σχολείο. Αλλά, μια σοβαρή μελέτη των φαινομένων τόσο του «θρησκευτικού αποχρωματισμού» της κοινωνίας όσο και της παράλληλης «εκκοσμίκευσης» των εκκλησιαστικών θεσμών, μπορεί να γίνει με βάση το υλικό του «επίσημου» κηρυγματικού και κατηχητικού λόγου. Να μελετηθούν, λ.χ., οι εγκύκλιοι και τα επίσημα περιοδικά της Ιεράς Συνόδου και των επιμέρους επισκοπών και «μητροπόλεων», συνεντεύξεις και αρθρογραφία επισκόπων, προγράμματα εκκλησιαστικών ραδιοφωνικών σταθμών.

Ίσως μια δημοσκόπηση, με προκλητικά ερωτήματα, ειδικά στους επισκόπους, θα μπορούσε να καταδείξει το πραγματικό μέγεθος της αλλοτρίωσης: «Τι ακριβώς σημαίνει για σας η “αιώνια ζωή” που κηρύττετε; Σημαίνει μιαν επ’ άπειρον παράταση κάθε ατομικής ύπαρξης; Δεν νιώθετε πανικό στη σκέψη να υπάρχετε ατελεύτητα, για δισεκατομμύρια χρόνια, έστω πανευτυχής; Γιατί κάποτε η Εκκλησία μιλούσε για “αλλαγή” του “τρόπου της ύπαρξης”; Ποια εμπειρία του χρόνου και ποια του χώρου προεικονίζει η εκκλησιαστική λατρεία και Τέχνη; Ποια η διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος της “σωτηρίας” από την ατομική σωτηρία της θρησκευτικής φλυαρίας; Τι είδους “σωτηρία” θα απολαμβάνει μια μάνα αν το παιδί της κολάζεται;».

Τα κηρύγματα σήμερα μιλάνε μόνο για κανόνες συμπεριφοράς και όχι για πληρότητα της ύπαρξης;

_______________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Των Νεοελλήνων η αυτοπαραίτηση


«Η απόλυτη προτεραιότητα της ατομικής αυταρχίας έναντι του αθλήματος της συνύπαρξης είναι αλλαγή του τρόπου της ύπαρξης και η αλλαγή αυτή συνεπάγεται όχι μορφολογικές μεταβολές, αλλά αληθινή κοσμογονία.»

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Θα ήθελα να συστήσω στον αναγνώστη ένα πρόσφατα εκδεδομένο βιβλίο, από τα θεμελιώδη, πιστεύω, για την οικοδόμηση της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας – ή για τον φωτισμό του κενού απουσίας της. Τίτλος του βιβλίου: Η Αθήνα ξένη στον εαυτό της – Η γένεση μιας νεοκλασικής πρωτεύουσας. Συγγραφέας, ο αρχιτέκτονας Γιάννης Τσιώμης (1944-2018), εκδότης οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Το βιβλίο σαφώς υπερβαίνει τον χαρακτήρα μελετημάτων αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, κεντρικό του θέμα είναι: πώς «κατασκευάζεται» μια κρατική «πρωτεύουσα», όχι για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες και οι στόχοι ενός εθνικού (ή πολυεθνικού) πληθυσμού, αλλά για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις και σκοπιμότητες συγκεκριμένου ιδεολογήματος. Στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα, η Αθήνα ήταν «μια ερειπωμένη, κατεστραμμένη κωμόπολη», το όνομά της όμως παρέπεμπε, τους νεήλυδες στον πολιτισμό έποικους της Ευρώπης, στη μοναδική δυνατότητα να επινοήσουν μια πολιτισμική τους διαφοροποίηση.

«Η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα προτού καν γίνει πόλη», από τοπωνύμιο μεταποιήθηκε σε ιδεολόγημα. Ας διαβάζαμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι (από την πλήθουσα, έντιμη δυτική ιστοριογραφία, τουλάχιστον το ξεστραβωτικό βιβλίο του Jacques Le Goff, Η Ευρώπη γεννήθηκε τον μεσαίωνα;): Θα συνειδητοποιούσαμε (φυσικά οι απροκατάληπτοι) ότι η ίδρυση του ελλαδικού κρατιδίου «επετράπη» από τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μόνο με την προϋπόθεση ότι η δομή, ο χαρακτήρας, οι θεσμοί και οι λειτουργίες του ελληνώνυμου σκευάσματος, θα απέκλειαν, με απροκάλυπτες, εξευτελιστικές εγγυήσεις, να ξανα-υπάρξει «Ελληνική Οικουμένη» (η χλευαστικά παρονομασμένη σε «Βυζάντιο»).

Από τα πρώτα βήματα της πλαστογραφίας –μεταποίησης ενός πολιτισμικού «παραδείγματος» σε θεμελιωδώς αλλοτριωμένο «εθνικό» κρατίδιο– ήταν να συνδεθεί η ελληνώνυμη συλλογικότητα απευθείας με την κλασική Αρχαιότητα, παρακάμπτοντας την «Πόλη και την Αγια-Σοφιά». Πρώτο βήμα: «Να σχεδιάσουν οι αρχιτέκτονες το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών πάνω σε μια πραγματική tabula rasa… Ξηλώθηκε η οργάνωση του χώρου που ίσχυε στην πρώην οθωμανική επαρχία… με σκοπό την ένταξή της σ’ έναν άλλο, ευρωπαϊκό, νεωτερικό, καπιταλιστικό» σχεδιασμό.

Ο Τσιώμης δείχνει, με διαυγέστατη κριτική οξύνοια και αφομοιωμένη γνώση του δυτικού «παραδείγματος» ότι ο «νεοκλασικισμός» που επελέγη, σαν αισθητική έκφραση της καθαρμένης από το «Βυζάντιο» Ελλάδας, ήταν «μια ανανεωμένη εκδοχή του Διαφωτισμού… παιδί του Διαφωτισμού… απότοκο και μια από τις νεωτερικές μετενσαρκώσεις του στην πολιτική του διάσταση».

Σε ένα κεφάλαιο, που ο συγγραφέας το επιγράφει «Βία κατά του χώρου», τίθεται το ερώτημα: «Μπορούμε άραγε να συλλάβουμε την τιτάνια προσπάθεια που απαιτήθηκε, ώστε ένας χώρος, που ώς τότε αποτελούσε απειροελάχιστο τμήμα μιας αυτοκρατορίας, να συγκροτηθεί σε κρατικό μόρφωμα; Το ζητούμενο δεν ήταν μόνο να οριοθετηθεί η επικράτεια μέσα σε νέα σύνορα, αλλά και να εδραιωθεί στη συνείδηση των κατοίκων της (στην εθνική συνείδηση) ως νέα γεωγραφική οντότητα, όπου θα ίσχυαν εφεξής νέοι νόμοι και νέοι κοινωνικοί συσχετισμοί. Και για να γίνει αυτό, έπρεπε να ξεριζωθούν οι προηγούμενοι, να δημιουργηθεί ένα κέντρο αναφοράς, μια πρωτεύουσα, να οικοδομηθεί ένα κράτος».

«Αυτό το τοπίο μετάλλαξε ο νομοθέτης (ο τάχα και πολιτικός), μετά την ανεξαρτησία της χώρας, φτάνοντας στο σημείο να παραχαράξει και να μεταλλάξει την ίδια τη γεωγραφία». Από καταγωγής του το ελλαδικό κράτος, δέσμιο στον στείρο μιμητισμό της Δύσης, αγνοεί τη διαφορά (μοιάζει να την παραβλέπει) της ελληνικής κοινωνίας από την societas της Δύσης. Η κοινωνία είναι ένα κατόρθωμα υπέρβασης των αναγκαιοτήτων που διέπουν την πρακτική της χρησιμότητας, για χάρη του αυτοσκοπού της υπαρκτικής ελευθερίας. Societas είναι «ο εταιρισμός επί κοινώ συμφέροντι», η προτεραιότητα της ατομικής κατασφάλισης έναντι των διακινδυνεύσεων που συνεπάγεται η περιπέτεια της σχέσης, δηλαδή της αυθυπέρβασης.

Ο τίτλος «βία κατά του χώρου» είναι ένας εύστοχος εντοπισμός της αγεφύρωτης διαφοράς που διαστέλλει και διαφοροποιεί πολιτισμούς, όχι συμπτώματα, όχι μορφολογικά απλώς χαρακτηριστικά. Διαφοροποιεί «καισαρικά» τον Πύργο του Αϊφελ από τον Παρθενώνα, τη δημοκρατία από τη res publica, τα «ατομικά δικαιώματα» από την «ιερότητα» της πολιτικής, τη γνώση ως φωτισμό από τη γνώση ως χρηστική κατανόηση – και μύριες ανάλογες διαφορές. Η απόλυτη προτεραιότητα της ατομικής αυταρχίας έναντι του αθλήματος της συνύπαρξης είναι αλλαγή του τρόπου της ύπαρξης και η αλλαγή αυτή συνεπάγεται όχι μορφολογικές μεταβολές, αλλά αληθινή κοσμογονία. Το συναρπαστικό βιβλίο του Γιάννη Τσιώμη είναι μια ακόμα περίπτωση που ξαφνιάζει, συγκλονίζει, συναρπάζει, έστω κι αν το παιχνίδι μοιάζει οριστικά χαμένο. Έχουν αλλοτριωθεί οι θεμελιώδεις συντεταγμένες του ελληνικού αθλήματος της συνύπαρξης και η επιστροφή – επανεύρεσή τους προϋποθέτει μετάλλαξη των νάνων σε γίγαντες.

Όποιος θεωρεί «απαισιόδοξο» το συμπέρασμα, ας παρακολουθεί, όσο αντέχει, τον ευτελισμό του δημόσιου λόγου και της «πληροφόρησης»
__________________________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.