Στις προσχηματικές δημοκρατίες, να είσαι υπουργός, δεν σημαίνει ότι ασκείς πολιτική. Κατά κανόνα, περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας με τηλεφωνήματα και επισκέψεις της εκλογικής σου πελατείας. Αν τα περιθώρια για ρουσφέτια έχουν αναγκαστικά περιοριστεί, παρέχεις στην πελατεία σου ψυχολογική τόνωση και παρηγορητική κατανόηση...
Γι’ αυτό και τα κομματικά συνέδρια, οι κεντρικές επιτροπές, τα εκτελεστικά γραφεία των κομμάτων λειτουργούν στην προσχηματική «δημοκρατία» μόνο σαν εκφάνσεις ενός στερεότυπου τελετουργικού. Ούτε εκφράζουν κοινωνικά αιτήματα, ούτε παράγουν πολιτική. Φιλοξενούν ρητορικές κορόνες και υπηρετούν κενά προσχήματα – κυρίως τηλεοπτικές εντυπώσεις.
Δεν έχει, επομένως, κανένα νόημα η ηθικολογική προτροπή προς τους διαφωνούντες με την κυβέρνησή τους υπουργούς, να εκθέτουν τις διαφωνίες τους στα «κομματικά όργανα», προτού τις δημοσιοποιήσουν. Είναι σαν να τους προτρέπει κανείς να σπείρουν σιτάρι στην άσφαλτο. Να προσαγάγουν πολιτικές προτάσεις και πολιτικό προβληματισμό σε χώρους που έχουν συγκροτηθεί για να είναι πολιτικά άγονοι και μόνο εθιμοτυπικά διακοσμητικοί.
Στις προσχηματικές δημοκρατίες, να είσαι υπουργός, δεν σημαίνει ότι ασκείς πολιτική. Κατά κανόνα, περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας με τηλεφωνήματα και επισκέψεις της εκλογικής σου πελατείας. Αν τα περιθώρια για ρουσφέτια έχουν αναγκαστικά περιοριστεί, παρέχεις στην πελατεία σου ψυχολογική τόνωση και παρηγορητική κατανόηση. Το σπουδαιότερο έργο σου είναι να βρίσκεις τρόπους επιδέξιου συμβιβασμού με τα ενδοϋπουργικά και τα έξωθεν συμφέροντα που διαπλέκονται στον τομέα σου και υπαγορεύουν την πολιτική του υπουργείου σου. Αν είσαι ιδιαίτερα φιλόδοξος, προσπαθείς εσπευσμένα να προωθήσεις δυο-τρεις δευτερεύουσες πρωτοβουλίες που ξέρεις ότι θα είναι βραχύβιες, αφού ο διάδοχός σου στο υπουργείο θα τις ξηλώσει οπωσδήποτε, για να πειραματιστεί με δικές του.
Δεν μετέχουν σε συνολικές κυβερνητικές ευθύνες οι υπουργοί μιας προσχηματικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό και οι τολμηρότεροι (συνήθως όσοι αποβλέπουν στην πρωθυπουργική καθέδρα) δεν διστάζουν να δημοσιοποιούν την κριτική τους ή τις αντιρρήσεις τους για κάποιες πτυχές του κυβερνητικού έργου, για την καταλληλότητα ή όχι συναδέλφων τους, για τη στρατηγική συγκεκριμένου υπουργείου. Έτσι προσπαθούν να διασώσουν έναν διακοσμητικό, αλλά διακριτό ρόλο, αφού η άσκηση πολιτικής έχει αποκλειστεί από τις αρμοδιότητές τους. Λογικό και συγγνωστό.
Αλλά και σπάνιο. Κατά κανόνα, η υπουργοποιημένη κομματική υπαλληλία περιφέρεται σε τηλεοράσεις και ραδιοθαλάμους (είναι μέσα στις υποχρεώσεις του καθημερινού ασφυκτικού προγράμματος) μόνο για να εκθειάσουν τον πρωθυπουργό και το κυβερνητικό έργο, εξωραΐζοντας ακόμα και τις πιο εξόφθαλμες αποτυχίες της κυβέρνησης. Τότε είναι που ο αξιοπρεπής πολίτης δείχνει στα παιδιά του την εικόνα αυτών των θλιβερών θυμάτων της εξουσιολαγνείας, για να πει: «Προσέξτε, μην φθάσετε ποτέ σε τέτοιον ανθρώπινο εκπεσμό».
Όταν η δημοκρατία είναι μόνο πρόσχημα και κενή ρητορεία, τα περιθώρια ενδοκυβερνητικών και εσωκομματικών διαφορών και αντιθέσεων διευρύνονται στο έπακρο. Τα ίδια τα κόμματα δεν είναι πολιτικοί σχηματισμοί, δεν απηχούν ανάγκες και στόχους συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Το ομολογούν με αφελή καύχηση ότι είναι «πολυσυλλεκτικά», όχι μόνο ψήφων αλλά και απόψεων, ιδεολογικών αντιλήψεων, κοινωνικών επιδιώξεων. Δηλαδή, α-πολιτικά συνδικάτα συμφερόντων.
Τουλάχιστον να επιβιώνει έστω και σε ελάχιστο λήμμα λαού η συνείδηση: τι είναι «δημοκρατία» και τι ωμή απάτη. Για την ελληνική συνείδηση δημοκρατία θα είναι πάντα η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, η ευρύτερη οικογένεια κάθε ανθρώπου.