επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά
Το βεβαιώνει η ιστορική εμπειρία: Ενας λαός, μια ιδεολογία, ένα κόμμα, όταν παρακμάζει, είναι αδύνατο να πιστοποιήσει και να παραδεχθεί την παρακμή του. Πλάθει φαντασιώδεις επιτυχίες, σκαρφίζεται ανύπαρκτα κατορθώματα, πιστοποιεί επίρροια που δεν την έχει. Οι ψευδαισθήσεις γεννιώνται πάντα από την παραλυτική ανημπόρια, την αδυναμία ανάκαμψης – τυπικά επακόλουθα της παρακμής.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973, ήταν η μοναδική συλλογική έκρηξη διαμαρτυρίας στα εφτά χρόνια της ντροπής και της θλίψης, χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Υπήρξαν μικροπυρήνες αντιστασιακής τόλμης με συγκινητική δραστηριότητα, υπήρξε ο εκπληκτικός σε γενναιότητα και σθένος, «μοναχικός καβαλάρης» Αλέξανδρος Παναγούλης, που τόλμησε απόπειρα εξόντωσης του δικτάτορα. Τέτοιοι, σκόπιμα ξεχασμένοι αγωνιστές, φυλακίστηκαν τότε, βασανίστηκαν, έζησαν εφιάλτη σαδιστικής κακουργίας και χυδαιότητας εξευτελισμών. Ομως συλλογική, μαζική διαμαρτυρία, που να αντιμετωπιστεί με τανκς, ήταν μόνο το Πολυτεχνείο.
Γι’ αυτό και, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, άρχισε μια υστερία μανιασμένη, ποιος θα πρωτοκαπηλευτεί το μοναδικό αυτό, στα εφτά χρόνια, συλλογικό γεγονός. Στο Πολυτεχνείο δεν είχε εμφανιστεί ούτε ίχνος παρουσίας κομμάτων, αξιώσεων ιδεολογικής πατρωνίας, παπαρδέλες «πεποιθήσεων» που καμουφλάριζαν τον άλλον εφιάλτη: εκείνον του λενινισμού – σταλινισμού. Το πιο πολύτιμο δεδομένο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ο αμόλευτος από τη μαγαρισιά των κομματισμών χαρακτήρας της.
Αυτή η καθαρότητα έκανε το γεγονός κορυφαίο. Αλλά και ευάλωτο σε καπηλείες από τους μεγάλους μαστόρους της ψευτιάς και της απάτης. Πρώτο και αδίστακτο σε επιδόσεις καπηλείας και «σκοπού που αγιάζει τα μέσα», το ΚΚΕ. Πρόκειται για έντεχνα πλαστουργημένη νοοτροπία, κακούργησε στην Ελλάδα όσο κανένας επίβουλος εχθρός της ή ιθαγενής λοιμική. Τα τέσσερα χρόνια ένοπλης ανταρσίας του ΚΚΕ (της εξυπηρέτησης που πρόσφερε στους διεθνιστές του σοβιετικού εφιάλτη) στοίχισαν τόσο αίμα και τέτοια ολική καταστροφή της πληθυσμικής κατανομής και της χωροταξικής λογικής, ώστε η μετά την κομμουνιστική ανταρσία Ελλάδα να έχει μηδενικό, περίπου, προσδόκιμο ιστορικής επιβίωσης.
Καθόλου τυχαία, αυτόν τον ξενόφερτο εφιάλτη ο ευρωπαιομανής Καραμανλής τον «σπίτωσε» στην Ελλάδα, νομιμοποίησε την κομματική, κοινοβουλευτική του λεοντή. Πίστευε, μάλλον ναρκισσιστικά, ότι με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ θα «συμφιλιωθούν» οι Έλληνες και θα καταγραφεί αυτός στην ιστορία ως «συμφιλιωτής». Ο ναρκισσισμός του εξουδετέρωνε τον πολιτικό ρεαλισμό του. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο καταγωγικός διεθνισμός του μαρξισμού – λενινισμού ήταν αδύνατο να μετασχηματιστεί σε μια Αριστερά με εντοπιότητα και ιθαγένεια, πολιτική έπαλξη για κοινωνικές και όχι ατομοκεντρικές (της ατσιδοσύνης) προτεραιότητες. Η Ελλάδα μπήκε στον νεκρογόνο νάρθηκα μίμησης των τριτοκοσμικών κοινωνιών, που αποτίναξαν την αποικιοκρατία, για να υποταχθούν, ακόμα πιο ασφυκτικά, στην εξουσιολαγνεία του ιδιωτικού κέρδους.
Αδικείται σίγουρα ο Καραμανλής με τόσο σχηματικές, τηλεγραφικές αναλύσεις, αλλά ο χαρακτήρας (ρόλος) της επιφυλλίδας είναι να γεννάει γόνιμο προβληματισμό, όχι επανάπαυση σε ευφραντικά ψυχολογικά κλισέ. Η καμουφλαρισμένη φυγή του Καραμανλή από την Ελλάδα, η αυτο-εξορία του στο Παρίσι, λίγο πριν τη στρατιωτική δικτατορία, βεβαίωνε την αποτυχία του μιμητικού εξευρωπαϊσμού, που ήταν το μπαϊράκι του («να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι») – η ριζική αλλοτρίωση ενός λαού, ο μιμητισμός ως συλλογική ταυτότητα, απόλυτος στόχος, ο «εκσυγχρονισμός».
Ψηλαφητή συνέπεια της πολιτικής Καραμανλή ήταν (και παραμένει) η σταθερή και μόνιμη πολιτική αφασία του κόμματός του, η ραγδαία διολίσθηση σε έναν εξευτελιστικό μιμητισμό του τάχα και «προοδευτικού», τάχα και «αριστερού» ιδεολογικού αχταρμά. Εφτασε το κόμμα αυτό στη χαμέρπεια να ζηλεύει φανερά και να μιμείται τερτίπια και πρακτικές του παπανδρεϊκού αμοραλισμού, τον φτηνιάρικο λαϊκισμό της «προοδευτικής» ξιπασιάς. Ακόμα και η ανάγκη μιας «πατριωτικής» πολιτικής, ως βάση της συλλογικής αξιοπρέπειας, απολακτίσθηκε «μετά βδελυγμίας» από τους καραμανλικούς επιγόνους – μεταβιβάστηκε «έντεχνα», σαν αποκλειστικότητα, σε κόμματα χυδαίου τραμπουκισμού ή σε κόμματα «της πλάκας» με αρχηγούς που μόνο θυμηδία προκαλούν.
Είναι απίστευτο, με πόση ταχύτητα μια κοινωνία παρακμής, με διαλυμένους θεσμούς, ευτελισμένη στο έπακρο δημοσιοϋπαλληλία, υποθηκευμένα όλα τα κοινωνικά αγαθά, τον φυσικό της πλούτο και τα ιστορικά της καυχήματα, όλα ενέχυρο σε δανειστές του διεθνούς υποκόσμου, πώς αυτή η κοινωνία πείσθηκε απολύτως ότι η εκούσια αλλοτρίωση, το καραγκιοζιλίκι του μιμητισμού και μεταπρατισμού, είναι η σωτηρία της: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»!
Η καραμανλική κληρονομιά, η συνείδηση του επαρχιώτη της Ευρώπης, βαραίνει ασφυκτικά, πνίγει κάθε ενδεχόμενο ανάκαμψης. Κάθε κόμμα, ό,τι κι αν προφασίζεται πως πιστεύει, υποτάσσει την κοινωνία σε δουλικές εξαρτήσεις και ατιμωτικές δεσμεύσεις, την παγιδεύει ξεδιάντροπα σε απαιτήσεις «συμμαχικών» συμφερόντων. Τα «συμμαχικά» συμφέροντα διορίζουν υπουργούς στα καίρια υπουργεία κάθε ελληνικής κυβέρνησης, απαιτούν συνεχώς παραχωρήσεις στον τουρκικό, αδηφάγο επεκτατισμό, αφελληνίζουν μεθοδικά την παιδεία και αχρηστεύουν τη γλώσσα.
Έτσι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» συνεχίζουμε το καραγκιοζιλίκι των επιφάσεων δημοκρατίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973, ήταν η μοναδική συλλογική έκρηξη διαμαρτυρίας στα εφτά χρόνια της ντροπής και της θλίψης, χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Υπήρξαν μικροπυρήνες αντιστασιακής τόλμης με συγκινητική δραστηριότητα, υπήρξε ο εκπληκτικός σε γενναιότητα και σθένος, «μοναχικός καβαλάρης» Αλέξανδρος Παναγούλης, που τόλμησε απόπειρα εξόντωσης του δικτάτορα. Τέτοιοι, σκόπιμα ξεχασμένοι αγωνιστές, φυλακίστηκαν τότε, βασανίστηκαν, έζησαν εφιάλτη σαδιστικής κακουργίας και χυδαιότητας εξευτελισμών. Ομως συλλογική, μαζική διαμαρτυρία, που να αντιμετωπιστεί με τανκς, ήταν μόνο το Πολυτεχνείο.
Γι’ αυτό και, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, άρχισε μια υστερία μανιασμένη, ποιος θα πρωτοκαπηλευτεί το μοναδικό αυτό, στα εφτά χρόνια, συλλογικό γεγονός. Στο Πολυτεχνείο δεν είχε εμφανιστεί ούτε ίχνος παρουσίας κομμάτων, αξιώσεων ιδεολογικής πατρωνίας, παπαρδέλες «πεποιθήσεων» που καμουφλάριζαν τον άλλον εφιάλτη: εκείνον του λενινισμού – σταλινισμού. Το πιο πολύτιμο δεδομένο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ο αμόλευτος από τη μαγαρισιά των κομματισμών χαρακτήρας της.
Αυτή η καθαρότητα έκανε το γεγονός κορυφαίο. Αλλά και ευάλωτο σε καπηλείες από τους μεγάλους μαστόρους της ψευτιάς και της απάτης. Πρώτο και αδίστακτο σε επιδόσεις καπηλείας και «σκοπού που αγιάζει τα μέσα», το ΚΚΕ. Πρόκειται για έντεχνα πλαστουργημένη νοοτροπία, κακούργησε στην Ελλάδα όσο κανένας επίβουλος εχθρός της ή ιθαγενής λοιμική. Τα τέσσερα χρόνια ένοπλης ανταρσίας του ΚΚΕ (της εξυπηρέτησης που πρόσφερε στους διεθνιστές του σοβιετικού εφιάλτη) στοίχισαν τόσο αίμα και τέτοια ολική καταστροφή της πληθυσμικής κατανομής και της χωροταξικής λογικής, ώστε η μετά την κομμουνιστική ανταρσία Ελλάδα να έχει μηδενικό, περίπου, προσδόκιμο ιστορικής επιβίωσης.
Καθόλου τυχαία, αυτόν τον ξενόφερτο εφιάλτη ο ευρωπαιομανής Καραμανλής τον «σπίτωσε» στην Ελλάδα, νομιμοποίησε την κομματική, κοινοβουλευτική του λεοντή. Πίστευε, μάλλον ναρκισσιστικά, ότι με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ θα «συμφιλιωθούν» οι Έλληνες και θα καταγραφεί αυτός στην ιστορία ως «συμφιλιωτής». Ο ναρκισσισμός του εξουδετέρωνε τον πολιτικό ρεαλισμό του. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο καταγωγικός διεθνισμός του μαρξισμού – λενινισμού ήταν αδύνατο να μετασχηματιστεί σε μια Αριστερά με εντοπιότητα και ιθαγένεια, πολιτική έπαλξη για κοινωνικές και όχι ατομοκεντρικές (της ατσιδοσύνης) προτεραιότητες. Η Ελλάδα μπήκε στον νεκρογόνο νάρθηκα μίμησης των τριτοκοσμικών κοινωνιών, που αποτίναξαν την αποικιοκρατία, για να υποταχθούν, ακόμα πιο ασφυκτικά, στην εξουσιολαγνεία του ιδιωτικού κέρδους.
Αδικείται σίγουρα ο Καραμανλής με τόσο σχηματικές, τηλεγραφικές αναλύσεις, αλλά ο χαρακτήρας (ρόλος) της επιφυλλίδας είναι να γεννάει γόνιμο προβληματισμό, όχι επανάπαυση σε ευφραντικά ψυχολογικά κλισέ. Η καμουφλαρισμένη φυγή του Καραμανλή από την Ελλάδα, η αυτο-εξορία του στο Παρίσι, λίγο πριν τη στρατιωτική δικτατορία, βεβαίωνε την αποτυχία του μιμητικού εξευρωπαϊσμού, που ήταν το μπαϊράκι του («να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι») – η ριζική αλλοτρίωση ενός λαού, ο μιμητισμός ως συλλογική ταυτότητα, απόλυτος στόχος, ο «εκσυγχρονισμός».
Ψηλαφητή συνέπεια της πολιτικής Καραμανλή ήταν (και παραμένει) η σταθερή και μόνιμη πολιτική αφασία του κόμματός του, η ραγδαία διολίσθηση σε έναν εξευτελιστικό μιμητισμό του τάχα και «προοδευτικού», τάχα και «αριστερού» ιδεολογικού αχταρμά. Εφτασε το κόμμα αυτό στη χαμέρπεια να ζηλεύει φανερά και να μιμείται τερτίπια και πρακτικές του παπανδρεϊκού αμοραλισμού, τον φτηνιάρικο λαϊκισμό της «προοδευτικής» ξιπασιάς. Ακόμα και η ανάγκη μιας «πατριωτικής» πολιτικής, ως βάση της συλλογικής αξιοπρέπειας, απολακτίσθηκε «μετά βδελυγμίας» από τους καραμανλικούς επιγόνους – μεταβιβάστηκε «έντεχνα», σαν αποκλειστικότητα, σε κόμματα χυδαίου τραμπουκισμού ή σε κόμματα «της πλάκας» με αρχηγούς που μόνο θυμηδία προκαλούν.
Είναι απίστευτο, με πόση ταχύτητα μια κοινωνία παρακμής, με διαλυμένους θεσμούς, ευτελισμένη στο έπακρο δημοσιοϋπαλληλία, υποθηκευμένα όλα τα κοινωνικά αγαθά, τον φυσικό της πλούτο και τα ιστορικά της καυχήματα, όλα ενέχυρο σε δανειστές του διεθνούς υποκόσμου, πώς αυτή η κοινωνία πείσθηκε απολύτως ότι η εκούσια αλλοτρίωση, το καραγκιοζιλίκι του μιμητισμού και μεταπρατισμού, είναι η σωτηρία της: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»!
Η καραμανλική κληρονομιά, η συνείδηση του επαρχιώτη της Ευρώπης, βαραίνει ασφυκτικά, πνίγει κάθε ενδεχόμενο ανάκαμψης. Κάθε κόμμα, ό,τι κι αν προφασίζεται πως πιστεύει, υποτάσσει την κοινωνία σε δουλικές εξαρτήσεις και ατιμωτικές δεσμεύσεις, την παγιδεύει ξεδιάντροπα σε απαιτήσεις «συμμαχικών» συμφερόντων. Τα «συμμαχικά» συμφέροντα διορίζουν υπουργούς στα καίρια υπουργεία κάθε ελληνικής κυβέρνησης, απαιτούν συνεχώς παραχωρήσεις στον τουρκικό, αδηφάγο επεκτατισμό, αφελληνίζουν μεθοδικά την παιδεία και αχρηστεύουν τη γλώσσα.
Έτσι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» συνεχίζουμε το καραγκιοζιλίκι των επιφάσεων δημοκρατίας.
______________________________________________
* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου