Η κυβέρνηση δεν έχει ενημερώσει για το τι κάνει και τι διαπραγματεύεται ούτε την αξιωματική και την υπόλοιπη αντιπολίτευση, ούτε τους πρώην Πρωθυπουργούς της ΝΔ, ούτε τους έχει καλέσει όλους αυτούς να ζητήσει τέλος πάντως και μία δεύτερη γνώμη. Πιστεύει φαίνεται ότι ξέρει πολύ καλύτερα τα θέματα και είναι σε θέση να τα «κλείσει»...
Σε προηγούμενο άρθρο μας εξηγήσαμε γιατί κατά τη γνώμη μας η επιχειρούμενη ανατίναξη από τον κ. Μητσοτάκη του κλίματος στο εσωτερικό της ΝΔ, αλλά και με τα άλλα κόμματα και μεταξύ τους, στις παραμονές της επίσκεψης του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών και πρώην αρχηγού της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν στην Αθήνα αποσκοπούν πιθανώς στο να εμποδίσουν την παροχή οποιονδήποτε εξηγήσεων, που θα μπορούσε να ζητήσει ακόμα και η υπάρχουσα ανάπηρη αντιπολίτευση, όπως και οι δύο πρώην Πρωθυπουργοί, κ.κ. Καραμανλής και Σαμαράς, για το τι σκέπτεται να κάνει η σημερινή κυβέρνηση με την Τουρκία. Το ίδιο εξ αντικειμένου συμβαίνει και με τις εξελίξεις, το μπάχαλο δηλαδή, στην υπόθεση «προστατευμένων-μη προστατευμένων» μαρτύρων, που φέρνει σε αντιπαράθεση Σαμαρά και ΠΑΣΟΚ με ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα να βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους και να μην μπορούν να συμφωνήσουν έστω τακτικά κατά των πρωτοβουλιών Μητσοτάκη στα εθνικά.
Η κυβέρνηση δεν έχει ενημερώσει για το τι κάνει και τι διαπραγματεύεται ούτε την αξιωματική και την υπόλοιπη αντιπολίτευση, ούτε τους πρώην Πρωθυπουργούς της ΝΔ, ούτε τους έχει καλέσει όλους αυτούς να ζητήσει τέλος πάντως και μία δεύτερη γνώμη. Πιστεύει φαίνεται ότι ξέρει πολύ καλύτερα τα θέματα και είναι σε θέση να τα «κλείσει», δηλαδή να πετύχει αυτό που δεν πέτυχαν οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Κώστα Καραμανλή και οι άλλες μετά το 1974. Διαχειρίζεται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ωσάν να επρόκειτο για προσωπική υπόθεση του Πρωθυπουργού και δύο-τριών συνεργατών του που συνομιλούν για αυτές όχι με τους υπόλοιπους Έλληνες πολιτικούς, αλλά με Αμερικανούς, Γερμανούς, Νατοϊκούς και αξιωματούχους της Ε.Ε..
Τέλος πάντων, σε καλό να μας βγει. Αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν θα μας βγει σε καλό, όπως έχουμε προειδοποιήσει από ικανού χρόνου. Μόλις προ ημερών η Τουρκία αμφισβήτησε το δικαίωμα της Ελλάδας να ποντίσει καλώδιο μεταξύ Λέσβου και Χίου, ενώ προ ολίγου χρόνου είχε στείλει το πολεμικό ναυτικό της να αμφισβητήσει εμπράκτως το δικαίωμα αυτό της Ελλάδας μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, χωρίς η Αθήνα να στείλει, στα Δωδεκάνησα παρακαλώ, το δικό της ναυτικό! (Όταν ο Νετανιάχου μας είχε σπρώξει κατά της Τουρκίας στου «διαόλου τη μάνα» στην ανατολική Μεσόγειο κάναμε ευχαρίστως τον παλληκαρά εκεί, διακινδυνεύοντας ακόμα και πόλεμο. Τώρα δεν εμφανιζόμαστε ούτε στο ίδιο το Αιγαίο. Κι αν αύριο εκλεγεί ο Τραμπ στην Αμερική μπορεί να κάνουμε τα αντίθετα. Τέτοιο κράτος έχουμε!)
Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα «Εστία», νομοσχέδιο της κυβέρνησης απαγορεύει την τουριστική ανάπτυξη σε μικρονησιά όπου, αν υπήρχε, θα απέδιδε δικαιώματα ΑΟΖ στην Ελλάδα, μειώνοντας αντίστοιχα τα δικαιώματα της Τουρκίας. Προκειμένου να μην αναγκαστεί να παραχωρήσει επισήμως ΑΟΖ που δικαιούται η Ελλάδα στην Τουρκία, όπως απαιτεί η Άγκυρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη περιορίζει αυτοβούλως την ελληνική ΑΟΖ. Προηγήθηκε η (συνταγματικά απολύτως απαράδεκτη) εκδίωξη από τις ελληνικές αρχές ενός βοσκού από νησί (!), δήθεν για την προστασία των σαλιγκαριών, σε ένα συνδυασμό επικίνδυνου ενδοτισμού, αδιαφορίας για τη νομιμότητα και υποτιμητικών της νοημοσύνης των Ελλήνων «επιχειρημάτων».
Προηγουμένως η κυβέρνηση αποδέχθηκε να ζητήσει το ιταλικό πλοίο άδεια από την Τουρκία για έρευνες μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, μετά από επίδειξη ισχύος του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στην οποία δεν απήντησε το ελληνικό ναυτικό.
Αυτά ήδη προδιαθέτουν για το είδος της διαπραγμάτευσης που κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τη υποδείξει ασφαλώς Ουάσιγκτον και Βερολίνου. Και πριν άλλωστε αυτά συμβούν, η κυβέρνηση είχε κάνει μείζονες και εξαιρετικά επικίνδυνες παραχωρήσεις άνευ ανταλλάγματος στην Τουρκία, και μάλιστα ενώ η Άγκυρα κλιμακώνει την επιθετικότητά της, τουλάχιστο σε επίπεδο ρητορείας και διεκδικήσεων, συχνά χωρίς να απαντάει καν η Αθήνα. Αν η αντιπολίτευση δεν βρισκόταν στην κατάσταση πλήρους διάλυσης που βρίσκεται, αν τα ΜΜΕ δεν είχαν μετασχηματισθεί πλήρως σε φερέφωνα της κυβερνητικής και ευρωαταλιντικής προπαγάνδας τέτοιες παραχωρήσεις θα είχαν ήδη προκαλέσει «εξέγερση» στη χώρα.
Τις υπενθυμίζουμε στη συνέχεια αναλυτικά:
1. Η Αθήνα πίεσε την κυπριακή κυβέρνηση να ξαναρχίσει τη τραγικομωδία των συνομιλιών για το κυπριακό, στη βάση της επιδιωκόμενης διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με μια παραλλαγή (επί τα χείρω) του σχεδίου Ανάν και με την απαράδεκτη «πενταμερή» φόρμουλα, που βάζει τους νεκροθάφτες της Κύπρου (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) να συζητήσουν πως θα λυθούν τα προβλήματα μιας άλλης χώρας! Μάλιστα η Αθήνα άσκησε έντονη πίεση προκειμένου να συμμετάσχει και η Βρετανία στις διαπραγματεύσεις. Θεμελιωδώς ανθελληνική και φιλοτουρκική δύναμη η Βρετανία κατέστειλε με πρωτοφανή αγριότητα το αντιαποικιακό κίνημα των Κυπρίων και, εν συνεχεία, έκανε ότι μπορούσε για να βάλει την Τουρκία στην Κύπρο και να δημιουργήσει και οξύνει το κυπριακό πρόβλημα όπως το γνωρίζουμε μετά το 1960.
2. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέσυρε πολύτιμα όπλα από την πρώτη γραμμή της ελληνικής άμυνας, το ανατολικό Αιγαίο, με πρόσχημα την ανάγκη στήριξης της Ουκρανίας. Λέμε πρόσχημα γιατί είναι παράλογο οι αμυντικές ανάγκες της Ουκρανίας να προηγούνται των ελληνικών, ούτε και το ΝΑΤΟ άλλωστε θα μπορούσε να ζητήσει κάτι τέτοιο αν δεν είχε «καραγκιόζηδες» απέναντι.
3. Υπεγράφη η «διακήρυξη των Αθηνών». Η μόνη πρακτική σημασία αυτής της διακήρυξης ήταν ότι την πήρε η Άγκυρα και τη χρησιμοποιεί ως πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς, ώστε να την προμηθεύσουν με όπλα η Αμερική και η Γερμανία και να προωθεί τις σχέσεις της με την ΕΕ. Το μόνο αντάλλαγμα είναι ότι δεν γίνονται μαζικές παραβάσεις και παραβιάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας και του εθνικού εναέριου χώρου, πλην ορισμένων παραβάσεων με drones, αυτό όμως αντισταθμίζεται από το ρεκόρ μαζικών παραβιάσεων των ελληνικών χωρικών υδάτων, ενώ πρόσφατα αυξήθηκαν και οι εναέριες παραβιάσεις στην περιοχή της Κάσου. Αλλά οι παραβιάσεις μπορούν να ξαναρχίσουν σε δέκα λεπτά, δεν έχουν άλλωστε αποσυρθεί οι τουρκικές διεκδικήσεις που αποτελούν τη «νομιμοποιητική» βάση τους, ούτε η Τουρκία έχει δεσμευτεί επισήμως ότι δεν θα τις ξαναρχίσει. Τα όπλα που προμηθεύεται η Τουρκίας χάρη στη «διακήρυξη των Αθηνών» θα μας υποχρεώσουν σε έναν μακροχρόνιο ανταγωνισμό εξοπλισμών δεκαετιών, που θα συντρίψει οικονομικά τη χώρα. Δηλαδή βοηθάμε την Τουρκία να εξοπλιστεί και μετά καταστρεφόμαστε για να την παρακολουθήσουμε!
4. Βοήθησε την Τουρκία να καταλάβει διάφορες πολύ σημαντικές θέσεις όπως αυτή του επικεφαλής της ΙΜΟ (Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας) που διαχειρίζεται κρίσιμα ζητήματα Ελλάδας και Κύπρου.
5. Υπέγραψε συμφωνία για την ΑΟΖ με την Αίγυπτο (κατόπιν εντολής του Αμερικανού ΥΠΕΞ Πομπέο) που αναγνωρίζει μόνο 80 % επήρεια στην Κρήτη που είναι ένα πολύ μεγάλο νησί. Με τον τρόπο αυτό υπονόμευσε οποιαδήποτε ελληνική διεκδίκηση ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο στη βάση της επήρειας του μικροσκοπικού Καστελλόριζου. Αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα και με ακατανόητες σοβαρές παραχωρήσεις ήταν και η συμφωνία με την Ιταλία. Οι δύο συμφωνίες δημιουργούν προηγούμενο εν όψει πιθανών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
6. Προτίμησε να συνάψει διμερή αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία και όχι τριμερή που να περιλαμβάνει και την Κύπρο, κάτι που επιτρέπει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να επιχειρήσουν στην Κύπρο χωρίς να φοβούνται γαλλική συνδρομή προς την Ελλάδα, γιατί αν η Αθήνα αντιδράσει επιτιθέμενη κατά της Τουρκίας δεν θα είναι πλέον αμυνόμενη και δεν θα ισχύει η σχετική διάταξη της ελληνογαλλικής συμφωνίας. ‘Ετσι εξουδετέρωσε μόνη της την αξία της ελληνογαλλικής συμφωνίας έναντι της Τουρκίας και προσέφερε κίνητρο στην Άγκυρα να προτιμήσει την Κύπρο για την ανάπτυξη επιθετικής στρατιωτικής δράσης.
Αν η Ελλάδα ήταν κανονική χώρα θα είχαν πάρει με τις πέτρες μια κυβέρνηση που τα έκανε όλα αυτά. Αν όμως αυτά γίνονται προτού καν μπούμε στο κύριο κεφάλαιο της διαπραγμάτευσης, φαντάζεται κανείς εύκολα τι θα συμβεί όταν μπούμε σε αυτό.
Ο γράφων δεν είναι οπαδός του πολέμου με την Τουρκία. Άσκησε πολύ έντονη κριτική στην ανεύθυνη, τυχοδιωκτική και ασυνάρτητη πολιτική Τσίπρα και Μητσοτάκη εν συνεχεία στην ανατολική Μεσόγειο, που παρολίγον να μας πάει σε πόλεμο για λογαριασμό του Νετανιάχου, στις δήθεν τριγωνικές «συμμαχίες» με το Ισραήλ (ανύπαρκτες στην πραγματικότητα ως συμμαχίες) και στα άνευ της παραμικρής πιθανότητας πραγματοποίησης σχέδια τύπου EastMed, το μόνο αποτέλεσμα των οποίων ήταν η επανεμφάνιση ενισχυμένων όλων των τουρκικών διεκδικήσεων που κρατούσε εν υπνώσει επί 15 χρόνια ο Ερντογάν.
Την πολιτική αυτή δεν τη σκέφτηκε κανείς από μόνος του στην Αθήνα το πολιτικό και κρατικό προσωπικό της οποίας δεν είναι, ως γνωστόν, ούτε καν σε θέση να επιλέξει ένα σταθμάρχη στη Λάρισα. Την αποφάσισε ο Νετανιάχου όταν στην Ουάσιγκτον κυβερνούσε το εν πολλοίς όργανό του ο Ντόναλντ Τραμπ. ‘Όταν έχασε και βγήκε ο Μπάιντεν αλλάξαμε πολιτική επανερχόμενοι στην πολιτική Σημίτη και Γιωργάκη «δώστα όλα στην Τουρκία χωρίς αντάλλαγμα για να έχουν ΝΑΤΟ και Ε.Ε. καλές σχέσεις με την Άγκυρα». Από κοντά και η παραδοσιακά φιλότουρκη Γερμανία.
Μόνο που και αυτή είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική, γιατί είτε θα οδηγήσει σε καταστροφικές παραχωρήσεις «σκληρής κυριαρχίας» στο Αιγαίο, που είναι το γεωπολιτικό, αλλά επίσης και πολιτιστικό και ιστορικό θεμέλιο της Ελλάδας, οριστικοποιώντας τη διάλυση της χώρα μας, είτε θα αυξήσει τις πιθανότητες κρίσης και πολέμου λόγω της καλλιέργειας αβάσιμων προσδοκιών στην άλλη πλευρά. Τέτοιες εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική θα έχουν καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο ως προς τα θέματα εξωτερικής, αλλά και αυτά της εσωτερικής, κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Η διεθνής θέση της χώρας και η εσωτερική της κατάσταση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και είναι αδύνατο μια πολιτική δύναμη να υπερασπισθεί τα κοινωνικά συμφέροντα του ελληνικού λαού, ιδίως των φτωχότερων, εργαζόμενων τάξεων, χωρίς να υπερασπισθεί και τα εθνικά συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Η (υποτιθέμενη δυστυχώς) αριστερά κυριάρχησε στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία και συνετρίβη γιατί ο Τσίπρας και οι συν αυτώ «αξόνισαν» όλη την πολιτική τους στην ταύτιση με τους Αμερικανούς (και το Ισραήλ). Όσοι «αριστεροί» συνεχίσουν να το κάνουν απλώς θα εξαφανιστούν. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα δεν είναι η εξαφάνιση αυτής της αριστεράς, αλλά η εξαφάνιση της Ελλάδας ως συγκροτημένου κράτους και των Ελλήνων ως συγκροτημένου έθνους που μας απειλεί πλέον, στο σημείο που έφτασαν τα πράγματα και με την ασκούμενη εξωτερική και με την ασκούμενη εσωτερική πολιτική.
(*) O Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας....
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου