Μια νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή; - Η προσέγγιση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε να μεταμορφώσει την περιοχή

Μέση Ανατολή, Κίνα. Σαουδική Αραβία, Ιράν,

Για την Σαουδική Αραβία, η συμφωνία υπό την ηγεσία του Πεκίνου αποτελεί μια πιο τολμηρή στρατηγική στροφή. Οι σχέσεις μεταξύ του Ριάντ και της Ουάσινγκτον βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Η ικανοποίηση της Σαουδικής Αραβίας από την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή μειώνεται από την εποχή της εισβολής στο Ιράκ το 2003. Το Ριάντ ήταν δυσαρεστημένο με την διάλυση της κυβέρνησης του Ιράκ

Maria Fantappie and Vali Nasr*

Στις 6 Μαρτίου του 2023, εκπρόσωποι του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας συναντήθηκαν στο Πεκίνο για συζητήσεις με τη μεσολάβηση της Κίνας. Τέσσερις ημέρες αργότερα, το Ριάντ και η Τεχεράνη ανακοίνωσαν ότι αποφάσισαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους. Αυτή η συμφωνία-ορόσημο έχει την δυνατότητα να μεταμορφώσει τη Μέση Ανατολή, επαναπροσδιορίζοντας τις μεγάλες δυνάμεις της, αντικαθιστώντας το σημερινό αραβο-ιρανικό χάσμα με έναν πολύπλοκο ιστό σχέσεων, και εντάσσοντας την περιοχή στις παγκόσμιες φιλοδοξίες της Κίνας. Για το Πεκίνο, η ανακοίνωση ήταν ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός στον ανταγωνισμό του με την Ουάσινγκτον.Δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αυτές που ενθάρρυναν το Ιράν και την Σαουδική Αραβία να ξεκινήσουν συζητήσεις, το 2021, σε μια προσπάθεια να μειωθούν οι εντάσεις μεταξύ των αντιπάλων του Κόλπου, να προωθηθούν οι συνομιλίες για τα πυρηνικά, και να τερματιστεί η σύγκρουση στην Υεμένη. Η Τεχεράνη και το Ριάντ πραγματοποίησαν πέντε γύρους απευθείας συνομιλιών και έκτοτε οι ανεπίσημες συζητήσεις συνεχίστηκαν. Έπειτα, κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στην Σαουδική Αραβία τον Ιούλιο του 2022, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, προέτρεψε το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου(Gulf Cooperation Council, GCC) -μια διακυβερνητική ένωση του Μπαχρέιν, του Κουβέιτ, του Ομάν, του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας, και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων- να συμπαραταχθούν με το Ισραήλ για να περιοριστεί το Ιράν. Αλλά η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας στράφηκε αντ' αυτού στην Κίνα, θεωρώντας τον πρόεδρο Xi Jinping ως καλύτερο μεσολαβητή με την Τεχεράνη. Η εμπλοκή της Κίνας, πίστευαν οι Σαουδάραβες, ήταν η πιο σίγουρη εγγύηση ότι μια συμφωνία με το Ιράν θα είχε διάρκεια, καθώς η Τεχεράνη δεν θα ήταν πιθανό να διακινδυνεύσει τις σχέσεις της με το Πεκίνο παραβιάζοντας μια τέτοια συμφωνία. Ο Xi συζήτησε το θέμα με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο, Mohammed bin Salman, κατά την επίσκεψή του στο Ριάντ τον Δεκέμβριο του 2022 και στην συνέχεια συναντήθηκε με τον Ιρανό πρόεδρο, Ebrahim Raisi, στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 2023. Ακολούθησαν έντονες συζητήσεις μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, κατά την διάρκεια των οποίων οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συμφιλιωθούν και να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους. Για αμφότερες τις χώρες, η προσωπική παρέμβαση του Xi ήταν κρίσιμη. Αμφότερες έχουν μακροχρόνιους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με το Πεκίνο και ο Κινέζος πρόεδρος ήταν, ως εκ τούτου, σε θέση να ενεργήσει ως έμπιστος μεσολαβητής μεταξύ τους.

Αν η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, η Τεχεράνη και το Ριάντ θα ευθυγραμμιστούν και πάλι στενά. Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των χωρών διακόπηκαν μόλις το 2016, αφότου ένας όχλος πυρπόλησε την πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Τεχεράνη. Τώρα, σύμφωνα με τη νέα συμφωνία, και οι δύο πλευρές θα ανοίξουν εκ νέου τις πρεσβείες τους, και η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας θα σταματήσει να υποστηρίζει το τηλεοπτικό κανάλι Iran International, το οποίο η Τεχεράνη θεωρεί υπεύθυνο για τις εγχώριες διαφωνίες. Και οι δύο πλευρές θα διατηρήσουν την εκεχειρία του Απριλίου του 2022 στην Υεμένη και θα αρχίσουν τις εργασίες για μια επίσημη ειρηνευτική συμφωνία για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στην χώρα αυτή. Το Ιράν θα σταματήσει να προμηθεύει με όπλα τους αντάρτες Χούτι και θα τους πείσει να σταματήσουν τις πυραυλικές επιθέσεις τους κατά της Σαουδικής Αραβίας. Επιπλέον, η συμφωνία προβλέπει ενισχυμένους οικονομικούς και διπλωματικούς δεσμούς μεταξύ του Ιράν και των χωρών του GCC (Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου), και το Ιράν και οι Άραβες εταίροι του θα ξεκινήσουν συζητήσεις για την οικοδόμηση ενός νέου περιφερειακού πλαισίου ασφαλείας. Επιπλέον, η Κίνα θα συνεχίσει να επιβλέπει όλα αυτά τα βήματα.

Η συμφωνία Ιράν-Σαουδικής Αραβίας έχει την δυνατότητα να τερματίσει μια από τις σημαντικότερες αντιπαλότητες της περιοχής και να επεκτείνει τους οικονομικούς δεσμούς σε ολόκληρο τον Κόλπο. Το Ιράν δεν θα στέκεται πλέον μόνο του απέναντι σε μια συμμαχία Αράβων και Ισραηλινών, η οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες ήλπιζαν ότι θα έκανε την δύσκολη δουλειά του περιορισμού του. Αντιθέτως, η συμφωνία έχει την δυνατότητα να φέρει το Ιράν πιο κοντά στους Άραβες γείτονές του και να σταθεροποιήσει σταδιακά τις σχέσεις του στην περιοχή. Υπογραμμίζοντας αυτήν την υπόσχεση, ο υπουργός Οικονομικών της Σαουδικής Αραβίας, Mohammed al-Jadaan, δεσμεύτηκε ότι, αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, η Σαουδική Αραβία είναι έτοιμη να επενδύσει στην οικονομία του Ιράν. Ο Raisi έχει ήδη αποδεχθεί μια πρόσκληση να επισκεφθεί το Ριάντ σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία, σε μια περαιτέρω ένδειξη της πρόθεσης των δύο πλευρών να ενισχύσουν τους δεσμούς τους. Οι συνέπειες για την περιοχή μιας τέτοιας ταχέως αναπτυσσόμενης σχέσης ίσως να είναι βαθιές.

Η Τεχεράνη κοιτάζει προς Ανατολάς 

Τόσο η Τεχεράνη όσο και το Ριάντ πιστεύουν ότι θα επωφεληθούν από την συνεργασία μέσω της Κίνας για την αποκατάσταση των περιφερειακών δεσμών τους. Και για τις δύο χώρες, η συνεργασία με το Πεκίνο είναι μια νέα εξέλιξη. Το 2015, η προτεραιότητα του Ιράν ήταν η βελτίωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Θεωρούσε τις διαπραγματεύσεις με τους γείτονές του δευτερεύουσες. Το αποτέλεσμα ήταν το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action -JCPOA) -η πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα υπόλοιπα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συν την Γερμανία- που περιόρισε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων. Αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε την αμερικανική υποστήριξη για το JCPOA το 2018, η Σαουδική Αραβία και το GCC διολίσθησαν πιο κοντά στο Ισραήλ, μια κίνηση που επιταχύνθηκε από μια ιρανική επίθεση σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας το 2019. Το Ιράν με την σειρά του άλλαξε τότε την εστίασή του, δίνοντας νέα έμφαση στην βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές του και στο περιφερειακό εμπόριο. Για τον σκοπό αυτό, η Τεχεράνη αποκατέστησε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το 2022. Αλλά η συμφωνία του Πεκίνου με τους Σαουδάραβες είναι το μεγαλύτερο βραβείο που επιδίωκε το Ιράν -ένα πραγματικό άνοιγμα στον αραβικό κόσμο, το οποίο θα μπορούσε σύντομα να επεκταθεί στο Μπαχρέιν και την Αίγυπτο.

Η Τεχεράνη καλωσορίζει την εμβάθυνση του ρόλου της Κίνας στη Μέση Ανατολή, επειδή αποδυναμώνει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή και υπονομεύει το καθεστώς των υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κυρώσεων που έχει παραλύσει την οικονομία του Ιράν. Για τον σκοπό αυτό, οι καλύτεροι δεσμοί με τις χώρες του GCC θα μειώσουν την απειλή που προέκυψε από τις Συμφωνίες του Αβραάμ με τη μεσολάβηση της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία ξεκίνησε τον στενότερο συντονισμό των πληροφοριών και του στρατού μεταξύ του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας, και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (και αργότερα επεκτάθηκε στο Μαρόκο και το Σουδάν), επεκτείνοντας έτσι τον σκιώδη πόλεμο μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ στον Κόλπο. Παρόλο που η Τεχεράνη ίσως να είναι πρόθυμη να δεχτεί διμερείς δεσμούς μεταξύ του GCC και του Ισραήλ, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί μια αραβοϊσραηλινή στρατιωτική συμμαχία με την υποστήριξη των ΗΠΑ εναντίον της. Μια τέτοια συμμαχία θα ήταν ακόμη πιο απειλητική για την Τεχεράνη μετά τις αποτυχημένες πυρηνικές συνομιλίες με την κυβέρνηση Μπάιντεν, τις εγχώριες πολιτικές διαμαρτυρίες, την αυξανόμενη ισραηλινή παρουσία στο Αζερμπαϊτζάν και το Ιράκ, και την αυξανόμενη προθυμία της νέας δεξιάς κυβέρνησης του Ισραήλ να εξετάσει το ενδεχόμενο πολέμου προκειμένου να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Η εξισορροπητική πράξη του Ριάντ

Για την Σαουδική Αραβία, η συμφωνία υπό την ηγεσία του Πεκίνου αποτελεί μια πιο τολμηρή στρατηγική στροφή. Οι σχέσεις μεταξύ του Ριάντ και της Ουάσινγκτον βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Η ικανοποίηση της Σαουδικής Αραβίας από την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή μειώνεται από την εποχή της εισβολής στο Ιράκ το 2003. Το Ριάντ ήταν δυσαρεστημένο με την διάλυση της κυβέρνησης του Ιράκ, προβληματισμένο από την συμφωνία για τα πυρηνικά, θυμωμένο με την απροθυμία των ΗΠΑ να υποστηρίξουν τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας έναντι του Ιράν στην Συρία και την Υεμένη, και ανήσυχο από την αποτυχία τους να υπερασπιστούν το βασίλειο όταν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του δέχθηκαν επίθεση από το Ιράν το 2019. Το Ριάντ πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες -κάποτε ο σταθερός σύμμαχός του- επικεντρώνονται σε άλλες προτεραιότητες και δεν πιστεύει ότι η Ουάσινγκτον έχει ένα σαφές σχέδιο για την περιφερειακή ασφάλεια μετά την εμπλοκή των πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν. Οι Σαουδάραβες ηγέτες είναι επίσης δυσαρεστημένοι με την τρέχουσα ηγεσία στην Ουάσινγκτον. Ο πρόεδρος Μπάιντεν άργησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις, αφού υποσχέθηκε ως υποψήφιος να αντιμετωπίσει το καθεστώς ως «παρία», μετά την δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi, το 2018.

Καθώς δεν διαθέτει τις προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες των μεγαλύτερων και πιο επιθετικών γειτόνων της, η Σαουδική Αραβία είχε πάντα εμμονή με την άμυνά της. Η μείωση των εντάσεων με την Τεχεράνη δεν θα τερματίσει αυτές τις ανησυχίες, αλλά κερδίζει για το Ριάντ περισσότερο χρόνο ώστε να ενισχύσει την ασφάλειά του και να διαφοροποιήσει τις στρατηγικές επιλογές του. Η επιθυμία για ασφάλεια οδήγησε την Σαουδική Αραβία να επιδιώξει δεσμούς με το Ισραήλ την τελευταία δεκαετία, και η ίδια επιθυμία κινητοποιεί τώρα την καλλιέργεια [δεσμών] με την Κίνας. Η στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας αποσκοπεί στην εγγύηση της ασφάλειάς της. Συγκεντρώνοντας ένα ευρύ δίκτυο εταίρων, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, του Ισραήλ, και των Ηνωμένων Πολιτειών, και βελτιώνοντας τις σχέσεις της με αντιπάλους όπως το Ιράν, την Συρία, και την Τουρκία, το σαουδαραβικό καθεστώς ελπίζει να θωρακίσει τη μακροπρόθεσμη σταθερότητά του.

Η Σαουδική Αραβία έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο να καταστεί μια προηγμένη βιομηχανική οικονομία, καθώς και πολιτιστικός και τουριστικός κόμβος, έως το 2030. Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ, ισραηλινή ασφάλεια και τεχνολογία, εμπόριο με την Ευρώπη και την Κίνα, και εσωτερική σταθερότητα. Η στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη της Ουάσινγκτον για την περιφερειακή ασφάλεια, η οποία ευνοεί την απομόνωση του Ιράν και δεν αποκλείει τον πόλεμο, αν και δεν υπάρχει σαφές αμερικανικό σχέδιο για την διαχείρισή της. Είναι δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης να αναγνωρίσουν ότι δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στις δεσμεύσεις τους απέναντι στους εταίρους τους στη Μέση Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα ξεκαθαρίζουν ότι απομακρύνονται από την περιοχή. Στην πραγματικότητα, το Ριάντ δείχνει ότι αν η πολιτική των ΗΠΑ δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας, τότε οι Σαουδάραβες δεν θα είναι υπόχρεοι της συμμαχίας.

Η Ουάσινγκτον άργησε επίσης να συνειδητοποιήσει ότι η Σαουδική Αραβία δεν βλέπει τον εαυτό της ως υποτελή ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ως περιφερειακή δύναμη ικανή να διαδραματίσει ανεξάρτητο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική. Το Ριάντ πιστεύει ότι το παλιό παράδειγμα της «ασφάλειας των ΗΠΑ με αντάλλαγμα χαμηλές τιμές πετρελαίου» -όπως το έθεσε ένας Σαουδάραβας αξιωματούχος- έχει πεθάνει. Το όραμα της Σαουδικής Αραβίας για στρατηγική αυτονομία δεν είναι απλώς μια αντίδραση στη μείωση της εμπλοκής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, αλλά μια δήλωση των φιλοδοξιών του βασιλείου. Το Ριάντ επιθυμεί στενούς και ανεξάρτητους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και με την Ρωσία και την Κίνα. Θεωρεί επίσης ότι διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην περιοχή, εξισορροπώντας την Αίγυπτο, το Ιράν, το Ισραήλ, και την Τουρκία για να προστατεύσει την δική του ασφάλεια και να ασκήσει περιφερειακή επιρροή. Για να διατηρήσει αυτήν την πολυπόθητη θέση, η Σαουδική Αραβία πρέπει να καλλιεργήσει τις σχέσεις της με όλους τους γείτονές της. Το 2022, το Ριάντ αποκατέστησε τους δεσμούς του με την Τουρκία -τώρα κάνει το ίδιο με το Ιράν. Στην συνέχεια θα έρθει η σειρά του Ισραήλ. Οι σχέσεις με το Ιράν θα δώσουν στους Σαουδάραβες την πολυπόθητη πολιτική κάλυψη στους συμμάχους τους, πράγμα που σημαίνει ότι μια συμφωνία με το Ισραήλ μπορεί να παρουσιαστεί ως διμερής συμφωνία και όχι ως στρατιωτικός άξονας εναντίον μιας άλλης μουσουλμανικής χώρας. Η συμφωνία του Πεκίνου επιβεβαιώνει την άποψη του Ριάντ για την θέση του στη Μέση Ανατολή και αποδεικνύει την στρατηγική του αυτονομία.

Ασφάλεια στο δρόμο του μεταξιού

Η εμπλοκή της Κίνας είναι ίσως η πιο ανησυχητική διάσταση της προσέγγισης Ιράν-Σαουδικής Αραβίας. Το Πεκίνο είχε προηγουμένως φροντίσει να αποφύγει την εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Όμως τα διογκούμενα οικονομικά του συμφέροντα εκεί επέβαλαν την ανάληψη και διπλωματικού ρόλου. Η περιοχή είναι σημαντική στο πλαίσιο της «Πρωτοβουλίας Ζώνη και Οδός» (Belt and Road Initiative, BRI) της Κίνας˙ η κινεζική κυβέρνηση χρειάστηκε να διασφαλίσει, για παράδειγμα, ότι οι επενδύσεις της στον ενεργειακό τομέα της Σαουδικής Αραβίας δεν απειλούνται από πυραύλους των Χούτι. Επιπλέον, η Κίνα επεκτείνει σταθερά το οικονομικό της αποτύπωμα στο Ιράν, και ενδιαφέρεται να υποστηρίξει το σχέδιο της Μόσχας για την ανάπτυξη ενός διαδρόμου διέλευσης μέσω του Ιράν που θα επιτρέψει στο ρωσικό εμπόριο να φτάσει στις παγκόσμιες αγορές χωρίς να χρησιμοποιεί την διώρυγα του Σουέζ. Η ανάπτυξη αυτού του διαδρόμου θα επέτρεπε επίσης στην Κίνα να παρακάμψει το Στενό της Μάλακα μπροστά στην τρομερή αρμάδα που κατασκευάζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους. Για την προώθηση αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, το Πεκίνο ετοιμάζεται τώρα να αμφισβητήσει την Ουάσινγκτον για την επιρροή της στη Μέση Ανατολή.

Η σύγκλιση των ευρύτερων στρατηγικών συμφερόντων της Κίνας, του Ιράν, και της Σαουδικής Αραβίας υποδηλώνει ότι η προσέγγιση του Πεκίνου με το Ιράν και την Σαουδική Αραβία είναι πιθανό να αποτελέσει το θεμέλιο μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας στη Μέση Ανατολή.
Αυτός ο μετασχηματισμός αποτελεί μια ιστορική πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσινγκτον δεν μπορεί πλέον απλώς να απαιτεί από τους Άραβες συμμάχους της να αποσυνδεθούν από την Κίνα και να ενωθούν πίσω από την ηγεσία της για την καταπολέμηση του Ιράν. Αυτή η προσέγγιση είναι ξεπερασμένη και δεν συμβαδίζει με τις σημερινές ανάγκες των συμμάχων της. Όπως το έθεσε ένας Σαουδάραβας αξιωματούχος: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν μπορούμε να είμαστε σύμμαχοι εις βάρος των συμφερόντων μας». Οι Σαουδάραβες δεν βλέπουν τα συμφέροντά τους να εξυπηρετούνται ούτε από τον πόλεμο με το Ιράν ούτε από την αντιπαράθεση με την Κίνα.

Αυτό που συνέβη στο Πεκίνο δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την απειλή που συνιστά η πυρηνική και περιφερειακή πολιτική του Ιράν. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να χαιρετίσει τη μείωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, η οποία επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν σε άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες χωρίς την επίφαση μιας σταθερής δέσμευσης στην περιοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν την Σαουδική Αραβία και το GCC να διερευνήσουν μια ευρύτερη περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας που θα μειώσει τον κίνδυνο πολέμου στην περιοχή, θα παρέχει θαλάσσια ασφάλεια, και θα συνεργάζεται για τον τερματισμό των μακροχρόνιων περιφερειακών συγκρούσεων. Η Ουάσινγκτον πρέπει επίσης να διαμορφώσει πολιτικές που να συνάδουν με το πώς η περιοχή βλέπει πλέον τα δικά της συμφέροντα. Διαφορετικά, θα συνεχίσει να χάνει την επιρροή της από την Κίνα και την Ρωσία, και η περιοχή θα διολισθήσει στην αταξία. Οποιαδήποτε επανεκτίμηση της περιφερειακής στρατηγικής των ΗΠΑ πρέπει να ξεκινήσει με την κατανόηση των πιέσεων και των ευκαιριών που έφεραν την ηγεσία 
του Ριάντ στο κατώφλι του Πεκίνου.

Maria Fantappie και Vali Nasr / foreignaffairs.com

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου