
Η Δευτέρα Παρουσία είναι ριζωμένη ιδέα στην παράδοση της
Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο που, όπως μαρτυρεί ο Νίκος
Καζαντζάκης, κατά την επίσκεψή του στην επαναστατική Ρωσία συνάντησε ανθρώπους
που πίστευαν ότι ο Λένιν ήταν ενσάρκωση του Παράκλητου. Δεν πρέπει, λοιπόν, να
μας παραξενεύει που διακατεχόμαστε και σήμερα από την προσδοκία του «πάλιν
ερχόμενου μετά δόξης». Ή, τουλάχιστον, που η ιδέα θεωρείται χρήσιμη προς
πολιτική αξιοποίηση.
Σωτηριολογία στη θέση της πολιτικής
Ίσως αδικώ τους εμπνευστές και τους οπαδούς της ιδέας μιας
επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα σε ρόλο μεσσία, αλλά το σχετικό αφήγημά τους
μοιάζει να έχει περισσότερο σωτηριολογικά παρά λογικά επιχειρήματα.
Ειδικότερα με τη μορφή που τείνει να πάρει σ’ αυτή τη φάση, με την ανάδειξη σε
κεντρική θέση του επιχειρήματος ότι είναι ο μόνος που μπορεί να αντιπαρατεθεί
νικηφόρα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κάτι τέτοιο δεν
προκύπτει εκ της προδικασίας. Δύο φορές (ή και τρεις κατά μία έννοια)
που αντιπαρατέθηκε στο πρόσφατο παρελθόν –2019 και 2023– δεν προέκυψε τέτοιο
αποτέλεσμα. Την πρώτη φορά μάλιστα, παρότι το εκλογικό σώμα
τού πρόσφερε το εκπληκτικό 32%, ο ίδιος το θεώρησε μεγάλη ήττα που απαιτούσε
στροφές, τη δε δεύτερη εκτίμησε ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο
στην ηγεσία του κόμματός του επιλέγοντας να το αφήσει στην τύχη του – για την
ακρίβεια στην ατυχία του. Μήπως έφταιγε κάτι άλλο;
Ούτε μεσσίες ούτε ολετήρες
Καθώς η επιστημονική γνώση και η εμπειρία δεν μας επιτρέπουν
να χαρακτηρίζουμε με κάθε ευκολία πολιτικούς μεσσίες ή ολετήρες,
όλοι δικαιούνται ένα ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι, αυτόν κρίνουμε, φυσικό είναι
να αναρωτηθούμε γιατί προβάλλεται αυτό το συγκεκριμένο επιχείρημα υπέρ του
Τσίπρα, ενώ, λογικά, θα έπρεπε να αποσιωπάται. Πιο πειστικό θα ήταν να γίνεται
επίκληση όχι των προσωπικών ικανοτήτων ή ιδιοτήτων, αλλά των πολιτικών
επιλογών. Σε αυτές θα όφειλαν να αποδοθούν οι εκλογικές αποτυχίες –όπως και
παλιότερες επιτυχίες. Αν μάλιστα οι δικές του επιλογές, με ελάχιστη
δόση αυτοκριτικής, φορτώνονταν και σε άλλους, το αποτέλεσμα θα ήταν ευνοϊκότερο
για έναν επίδοξο αρχηγό φημολογούμενου νέου κόμματος.
Υπάρχει λόγος που δεν ακολουθείται μια τέτοια τακτική.
Φεύγοντας από το πεδίο της πολιτικής μονομαχίας σε επίπεδο αρχηγών, θέλοντας
και μη περνάμε στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Και το πρόβλημα σ’ αυτή
την περίπτωση είναι ότι πρέπει όλοι να μιλήσουμε όχι τόσο για τις ικανότητες
του αρχηγού, αλλά για τις πολιτικές επιλογές, αυτές που έγιναν κι αυτές που
αποκλείστηκαν. Να τις αποτιμήσουμε, να τις κρίνουμε, να τις συγκρίνουμε με τις
σημερινές πολιτικές προτάσεις που μας προσφέρονται, νέες ή από το ψυγείο ή
ξαναζεσταμένες, αλλά χωρίς κριτικές παρατηρήσεις από την εφαρμογή τους.
Και τότε, σε μια τέτοια τροπή των πραγμάτων, υπάρχει ο
κίνδυνος να αποκαλυφθεί ότι οι μεγάλες απώλειες δεν σημειώθηκαν υπό το βάρος
του «συμβιβασμού με το πιστόλι στον κρόταφο», αλλά υπό το βάρος της πολιτικής
μεταστροφής, της περίφημης «στροφής προς το κέντρο», δηλαδή εξαιτίας μιας
αντιπολιτευτικής στρατηγικής χωρίς στήριξη στις κοινωνικές δυνάμεις που ωθούσαν
τη μια στο 36% και την άλλη στο 32%, χωρίς ανταπόκριση στις ανάγκες και τις
απαιτήσεις τους. Και να υποδειχθεί, συνεπώς, η ανάγκη μιας διαφορετικής πολιτικής.
Νέα κατάσταση, ίδιες συνταγές
Είναι μήπως άδικος αυτός ο υπαινιγμός ότι μια τέτοια
συζήτηση με πολιτικούς όρους αποτελεί κίνδυνο για όσους προτιμούν να συζητούμε
ποιος μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη; Είναι και θεμιτός και ηθικός. Για τον
απλούστατο λόγο ότι οι πολιτικές επιλογές που έγιναν την ίδια τη νύχτα των
βουλευτικών εκλογών του 2019 και καθόρισαν και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ από τη
θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί τέσσερα χρόνια, εξακολουθούν χωρίς την
παραμικρή συζήτηση, χωρίς απολογισμό και οποιαδήποτε κριτική διάθεση να αποτελούν
τον κορμό της λύσης που μας προτείνεται και τώρα σαν σωτηρία. Και
συνιστούν παραδοχή ότι δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε άλλη φορά αριστερά.
Διάφορες επεξεργασίες επιπέδου ινστιτούτου, που παρουσιάζονται σήμερα
βελτιωμένες τάχα, στην πραγματικότητα αποτελούν προσχώρηση σε συντηρητικές
θέσεις. Ακόμα πιο κοντά στο κέντρο, ακόμα και στα σύνορα με εκδοχές της
κεντροδεξιάς.
Όλοι μαζί σε μια μεγάλη προοδευτική παράταξη, για να πάμε
πού; Να κινήσουμε για να νικήσουμε τον Μητσοτάκη. Γιατί δεν πάει άλλο, άλλη μια
τετραετία μ’ αυτόν. Και ο ίδιος φαίνεται πως δεν μπορεί. Και υπάρχουν κάποιοι
ισχυροί που δεν ποντάρουν πια πάνω του. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, καλύτερα θα
είναι με οποιονδήποτε άλλον στην κυβέρνηση… Με άλλα λόγια, αντί για ελπίδα,
για κινητήρια νέα προοπτική, προσφέρεται να μας
ζωοδοτήσει η διαπίστωση ότι χειρότερα από αυτό που ζούμε δεν
γίνεται. Σας φαίνεται κάτι τέτοιο να έχει οποιαδήποτε δυναμική; Να ανοίγει
μια πόρτα σε ένα ελπιδοφόρο για τις λαϊκές τάξεις αύριο;
Δεν θα είναι από γινάτι, από «στείρον πείσμα», ούτε από αυτάρεσκη αίσθηση αυτάρκειας, αν δεν αναγνωρίσουν πολλοί τον εαυτό τους σε ένα τέτοιο σχέδιο. Είναι από την έλλειψη πολιτικής ειλικρίνειας και επάρκειας που το χαρακτηρίζει. Ελλειψη που το κάνει να μοιάζει με ένα άλμα όχι στο κενό, αλλά στο προ κρίσης