Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά ημερομηνία για το ερώτημα Χαράλαμπος Γεωργούλας. Ταξινόμηση κατά συνάφεια Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά ημερομηνία για το ερώτημα Χαράλαμπος Γεωργούλας. Ταξινόμηση κατά συνάφεια Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Χειρότερα δεν γίνεται ή μπορούμε πολύ καλύτερα;

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Η Δευτέρα Παρουσία είναι ριζωμένη ιδέα στην παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο που, όπως μαρτυρεί ο Νίκος Καζαντζάκης, κατά την επίσκεψή του στην επαναστατική Ρωσία συνάντησε ανθρώπους που πίστευαν ότι ο Λένιν ήταν ενσάρκωση του Παράκλητου. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας παραξενεύει που διακατεχόμαστε και σήμερα από την προσδοκία του «πάλιν ερχόμενου μετά δόξης». Ή, τουλάχιστον, που η ιδέα θεωρείται χρήσιμη προς πολιτική αξιοποίηση.

Σωτηριολογία στη θέση της πολιτικής

Ίσως αδικώ τους εμπνευστές και τους οπαδούς της ιδέας μιας επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα σε ρόλο μεσσία, αλλά το σχετικό αφήγημά τους μοιάζει να έχει περισσότερο σωτηριολογικά παρά λογικά επιχειρήματα. Ειδικότερα με τη μορφή που τείνει να πάρει σ’ αυτή τη φάση, με την ανάδειξη σε κεντρική θέση του επιχειρήματος ότι είναι ο μόνος που μπορεί να αντιπαρατεθεί νικηφόρα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει εκ της προδικασίας. Δύο φορές (ή και τρεις κατά μία έννοια) που αντιπαρατέθηκε στο πρόσφατο παρελθόν –2019 και 2023– δεν προέκυψε τέτοιο αποτέλεσμα. Την πρώτη φορά μάλιστα, παρότι το εκλογικό σώμα τού πρόσφερε το εκπληκτικό 32%, ο ίδιος το θεώρησε μεγάλη ήττα που απαιτούσε στροφές, τη δε δεύτερη εκτίμησε ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο στην ηγεσία του κόμματός του επιλέγοντας να το αφήσει στην τύχη του – για την ακρίβεια στην ατυχία του. Μήπως έφταιγε κάτι άλλο;

Ούτε μεσσίες ούτε ολετήρες

Καθώς η επιστημονική γνώση και η εμπειρία δεν μας επιτρέπουν να χαρακτηρίζουμε με κάθε ευκολία πολιτικούς μεσσίες ή ολετήρες, όλοι δικαιούνται ένα ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι, αυτόν κρίνουμε, φυσικό είναι να αναρωτηθούμε γιατί προβάλλεται αυτό το συγκεκριμένο επιχείρημα υπέρ του Τσίπρα, ενώ, λογικά, θα έπρεπε να αποσιωπάται. Πιο πειστικό θα ήταν να γίνεται επίκληση όχι των προσωπικών ικανοτήτων ή ιδιοτήτων, αλλά των πολιτικών επιλογών. Σε αυτές θα όφειλαν να αποδοθούν οι εκλογικές αποτυχίες –όπως και παλιότερες επιτυχίες. Αν μάλιστα οι δικές του επιλογές, με ελάχιστη δόση αυτοκριτικής, φορτώνονταν και σε άλλους, το αποτέλεσμα θα ήταν ευνοϊκότερο για έναν επίδοξο αρχηγό φημολογούμενου νέου κόμματος.

Υπάρχει λόγος που δεν ακολουθείται μια τέτοια τακτική. Φεύγοντας από το πεδίο της πολιτικής μονομαχίας σε επίπεδο αρχηγών, θέλοντας και μη περνάμε στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Και το πρόβλημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι πρέπει όλοι να μιλήσουμε όχι τόσο για τις ικανότητες του αρχηγού, αλλά για τις πολιτικές επιλογές, αυτές που έγιναν κι αυτές που αποκλείστηκαν. Να τις αποτιμήσουμε, να τις κρίνουμε, να τις συγκρίνουμε με τις σημερινές πολιτικές προτάσεις που μας προσφέρονται, νέες ή από το ψυγείο ή ξαναζεσταμένες, αλλά χωρίς κριτικές παρατηρήσεις από την εφαρμογή τους.

Και τότε, σε μια τέτοια τροπή των πραγμάτων, υπάρχει ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί ότι οι μεγάλες απώλειες δεν σημειώθηκαν υπό το βάρος του «συμβιβασμού με το πιστόλι στον κρόταφο», αλλά υπό το βάρος της πολιτικής μεταστροφής, της περίφημης «στροφής προς το κέντρο», δηλαδή εξαιτίας μιας αντιπολιτευτικής στρατηγικής χωρίς στήριξη στις κοινωνικές δυνάμεις που ωθούσαν τη μια στο 36% και την άλλη στο 32%, χωρίς ανταπόκριση στις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους. Και να υποδειχθεί, συνεπώς, η ανάγκη μιας διαφορετικής πολιτικής.

Νέα κατάσταση, ίδιες συνταγές

Είναι μήπως άδικος αυτός ο υπαινιγμός ότι μια τέτοια συζήτηση με πολιτικούς όρους αποτελεί κίνδυνο για όσους προτιμούν να συζητούμε ποιος μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη; Είναι και θεμιτός και ηθικός. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι πολιτικές επιλογές που έγιναν την ίδια τη νύχτα των βουλευτικών εκλογών του 2019 και καθόρισαν και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί τέσσερα χρόνια, εξακολουθούν χωρίς την παραμικρή συζήτηση, χωρίς απολογισμό και οποιαδήποτε κριτική διάθεση να αποτελούν τον κορμό της λύσης που μας προτείνεται και τώρα σαν σωτηρία. Και συνιστούν παραδοχή ότι δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε άλλη φορά αριστερά. Διάφορες επεξεργασίες επιπέδου ινστιτούτου, που παρουσιάζονται σήμερα βελτιωμένες τάχα, στην πραγματικότητα αποτελούν προσχώρηση σε συντηρητικές θέσεις. Ακόμα πιο κοντά στο κέντρο, ακόμα και στα σύνορα με εκδοχές της κεντροδεξιάς.

Όλοι μαζί σε μια μεγάλη προοδευτική παράταξη, για να πάμε πού; Να κινήσουμε για να νικήσουμε τον Μητσοτάκη. Γιατί δεν πάει άλλο, άλλη μια τετραετία μ’ αυτόν. Και ο ίδιος φαίνεται πως δεν μπορεί. Και υπάρχουν κάποιοι ισχυροί που δεν ποντάρουν πια πάνω του. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, καλύτερα θα είναι με οποιονδήποτε άλλον στην κυβέρνηση… Με άλλα λόγια, αντί για ελπίδα, για κινητήρια νέα προοπτική, προσφέρεται να μας ζωοδοτήσει η διαπίστωση ότι χειρότερα από αυτό που ζούμε δεν γίνεται. Σας φαίνεται κάτι τέτοιο να έχει οποιαδήποτε δυναμική; Να ανοίγει μια πόρτα σε ένα ελπιδοφόρο για τις λαϊκές τάξεις αύριο;

Δεν θα είναι από γινάτι, από «στείρον πείσμα», ούτε από αυτάρεσκη αίσθηση αυτάρκειας, αν δεν αναγνωρίσουν πολλοί τον εαυτό τους σε ένα τέτοιο σχέδιο. Είναι από την έλλειψη πολιτικής ειλικρίνειας και επάρκειας που το χαρακτηρίζει. Ελλειψη που το κάνει να μοιάζει με ένα άλμα όχι στο κενό, αλλά στο προ κρίσης 

 πηγή / epohi.gr

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Οι συνθήκες ωριμάζουν γρηγορότερα, οι ανάγκες γίνονται πιο πιεστικές

Χαράλαμπος Γεωργούλας *

Όταν οι συνθήκες ωριμάζουν, τα γεγονότα τρέχουν με ταχύτητες που δεν τις προλαβαίνουν όχι μόνο οι προβλέψεις μας, αλλά ακόμα και οι μύχιες επιθυμίες μας. Η προαναγγελθείσα συγκρότηση κοινοβουλευτικής ομάδας από όσους βουλευτές/τριες έχουν μέχρι στιγμής εγκαταλείψει τον –αγνώριστο πια– ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δρομολογεί εξελίξεις που μέχρι χτες φαινόταν ότι θα χρειαστούν αρκετό χρόνο.

Η αρχή έγινε

Η συγκρότηση κοινής κοινοβουλευτικής ομάδας απαιτεί ικανό βαθμό συνεννόησης και σύμπτωσης στα βασικά, ώστε να εξασφαλίσει τη λειτουργική οργάνωσή της, τη δόμησή της και την άρθρωση ενιαίου πολιτικού λόγου. Στην κοινή συνείδηση δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι θα καταγραφεί σαν ισχυρή προκαταβολή κόμματος. Και αυτό θα ικανοποιήσει μεγάλη μερίδα όσων λογικά προσβλέπουν σε μια τέτοια εξέλιξη ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ανασυγκρότηση του πολιτικού χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, με όλη την ευρύτητα στη σύνθεση και την κοινωνική απεύθυνση που ιστορικά του αντιστοιχεί.

Άλλωστε, μια τέτοια εξέλιξη μόνο σαν αναμενόμενη θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί και από τους τρίτους, από τη στιγμή που τα συνθετικά μέρη μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες συνοικούσαν στο ίδιο κόμμα και αντιδρούσαν με ομόλογους τρόπους στη ραγδαία απομάκρυνσή του από τον ιδρυτικό χαρακτήρα του. Διαφορές μπορεί να υπάρχουν και ενδέχεται να αναδειχθούν νέες, αλλά η συσπείρωση γύρω από την υποψηφιότητα Αχτσιόγλου τη δεύτερη Κυριακή προδίκαζε ήδη τις δυνατότητες νέων συνθέσεων και οπωσδήποτε τη δυνατότητα συνύπαρξης σε ενιαίο κόμμα.

Η διατύπωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου «κάτι περισσότερο από φόρουμ διαλόγου, κάτι λιγότερο από κόμμα» μοιάζει να γίνεται πραγματικότητα γρηγορότερα από το αναμενόμενο. Όχι μόνο ως προς το δεύτερο σκέλος της, αλλά και ως προς το πρώτο. Μια διαδικασία ανασυγκρότησης, καθώς προχωρεί, για να πείθει και να κινητοποιεί τις ευρύτερες δυνατές κοινωνικές δυνάμεις, ιδίως εκείνες που επιφυλάσσονται και απέχουν, χρειάζεται να είναι όσο το δυνατόν πιο ανοιχτή στον διάλογο και την κοινή δράση με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση αυτού του πόλου συσπείρωσης που έχει αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται.

Ευρωεκλογές: τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά

Είναι ευτυχής συγκυρία ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα γίνει στις ευρωεκλογές. Με τον ειδικό χαρακτήρα που έτσι κι αλλιώς έχουν και, επίσης, εξ αιτίας της συγκυρίας στην οποία πραγματοποιούνται, δηλαδή αμέσως μετά και όχι ταυτόχρονα ή λίγο πριν από τις ελληνικές βουλευτικές. Για να δανειστούμε το σχήμα λόγου του Ευκλείδη, χρονικά τοποθετούνται τόσο μακριά, ώστε να μπορεί να υπάρξει ο αναγκαίος διάλογος που θα καταλήξει σε κοινή εκλογική δράση, αλλά πολύ κοντά για την ίδρυση ενός νέου κόμματος που θα συμμετάσχει σ’ αυτές. Δεν αποκλείεται, βέβαια, με την ταχύτητα που εξελίσσονται τα πολιτικά πράγματα, να πέσουμε έξω και σ’ αυτή την πρόβλεψη. Πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην εκλογική αναμέτρηση αυτή θα δοθεί έτσι κι αλλιώς η δυνατότητα να επαληθευτεί η δημοσκοπική διαπίστωση της ύπαρξης ικανού χώρου για την ανάπτυξη και τη θετική υποδοχή της σύγχρονης ανανεωτικής και ριζοσπαστικής εναλλακτικής πολιτικής πρότασης της Αριστεράς στα αριστερά του Κέντρου και μέχρι το ΚΚΕ.

Η επαλήθευση αυτή μπορεί να γίνει με ευνοϊκούς πολιτικούς όρους για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί λόγω του ειδικού χαρακτήρα των εκλογών αυτών –δεν κρίνεται το ζήτημα της κυβέρνησης και μόλις έχει αναδειχθεί κυβέρνηση από πρόσφατες εκλογές– μπορεί να υπάρξει ευκολότερα συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων σε ένα ψηφοδέλτιο ριζοσπαστικό της Αριστεράς, της Οικολογίας, του Φεμινισμού. Δεύτερον, γιατί στα επίδικα της ευρωπαϊκής πολιτικής υπάρχουν πολύ περισσότερα πεδία συμπτώσεων, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες συγκλίσεων. Και, ειδικά για τις δυνάμεις της Αριστεράς και της Οικολογίας, είναι δεδομένο το εύφορο έδαφος της μακρόχρονης συνεργασίας τους στο πλαίσιο της κοινής ευρωομάδας στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.

Το άλλο ήμισυ του παντός

Θα ήταν ίσως πολύ χρήσιμη αυτή τη στιγμή η συγκρότηση μεικτών ομάδων όχι μόνο για την επεξεργασία και την αντιμετώπιση των πολιτικών ζητημάτων που ανακύπτουν εντός ή εκτός Βουλής, αλλά και για τη διερεύνηση και προετοιμασία του εδάφους εν όψει των ευρωεκλογών. Αυτό δεν θα ικανοποιήσει μόνο τις ανάγκες που προκύπτουν στα συγκεκριμένα πεδία, αλλά και το κοινό αίσθημα του κόσμου της Αριστεράς, που στο σύνολό του σχεδόν δεν αντιμετωπίζει αυτή τη δύσκολη χωριστική διαδικασία με πνεύμα πεσιμιστικό. Αντίθετα, το κάνει με αγωνιστική διάθεση για τη διεκδίκηση του κοινωνικού ρόλου και του πολιτικού χώρου μιας σύγχρονης ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στις νέες συνθήκες, που χωρίς τη θέλησή τους έχουν διαμορφωθεί.

Αν αληθεύει η γνωστή ρήση «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», τότε το αποφασιστικό βήμα έχει γίνει. Αλλά η όποια σοφία κλείνει μέσα της η συγκεκριμένη διαπίστωση, έγκειται και στο ότι το κάθε φορά άλλο «ήμισυ» βρίσκεται εκεί και μας θυμίζει ότι περιμένει την επιθυμητή και αναγκαία ολοκλήρωσή του.

ΥΓ. Ο άνθρωπος που ήρθε για να τα αλλάξει όλα, άλλαξε μόνο τη ματιά με την οποία ένας, κατά οποιαδήποτε έννοια, προοδευτικός πολιτικός ηγέτης μπορεί να βλέπει τα πράγματα. Εξυμνώντας την παλιά καλή Ελλάδα των νοικοκυραίων έδειξε δύο πράγματα: ένα, ότι αγνοεί πως, τουλάχιστον για τους από κάτω, δεν υπήρξε ποτέ, ήταν ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης για όσους «δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό», και, δύο, ότι ο δήθεν προοδευτικός λαϊκισμός του είναι η άλλη όψη του κοινωνικού συντηρητισμού.
Χαράλαμπος Γεωργούλας / Η ΕΠΟΧΗ

Κρατούν το ΕΣΥ "διασωληνωμένο" εκτός ΜΕΘ

Στον πυρήνα της αυξημένης θνησιμότητας βρίσκεται η άρνηση της κυβέρνησης της ΝΔ να ενισχύσει δραστικά το ΕΣΥ γενικά και ειδικότερα τις ΜΕΘ, καθώς δηλώνει με χίλιους τρόπους ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολυτέλεια, πεταμένα λεφτά και, κυρίως, εμπόδιο στα σχέδιά της για ιδιωτικοποίηση του συστήματος. 

Χαράλαμπος Γεωργούλας*

Υπάρχει μια σοφή συμβουλή, την οποία δημόσιοι άνδρες και γυναίκες θα έπρεπε να παίρνουν πολύ σοβαρά: «Μην προκαλείς την τύχη σου». Ο κ. Μητσοτάκης, νιώθοντας απεριόριστα προστατευμένος στο επικοινωνιακό κάστρο της σιωπής και της απόκρυψης, την αγνόησε. Τέτοιες πρόνοιες είναι για τους κοινούς θνητούς, όχι για πολιτικούς που κοντεύουν να πιστέψουν και οι ίδιοι σαν αυταπόδεικτες τις πολύ καλά αμειβόμενες κολακείες των βαρόνων των μίντια. Αξίζει να ξανακούσει αλλά και να δει κανείς το βίντεο με την ομιλία του στη Βουλή, με τι θράσος, με πόση σιγουριά, με τι μένος εναντίον όσων επικρίνουν την πολιτική του, απευθύνθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση, για να της πει: «Δεν έχουμε κάποια ένδειξη ότι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ έχουν μεγαλύτερη θνητότητα. Εχετε εσείς; Φέρτε τη!»


Του την «έφεραν» οι σύμβουλοί του

Δεν χρειάστηκε να κάνει τον κόπο η αντιπολίτευση. Λίγες μέρες μετά ήρθε στη δημοσιότητα όχι κάποια ένδειξη, αλλά τα στοιχεία μελέτης συμβούλων της κυβέρνησης, που συνδέουν απερίφραστα τη διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ με την εξαιρετικά αυξημένη θνητότητα. Νομίζοντας ότι προκαλεί την αξιωματική αντιπολίτευση, προκάλεσε την τύχη του. Αν είναι μια φορά αισχρό να λες εν γνώσει σου ψέματα (όπως φαίνεται από τη δήλωση του κ. Λύτρα ότι η κυβέρνηση είχε ενημερωθεί σε ανώτατο επίπεδο), είναι δέκα φορές αισχρότερο να αμφισβητείς με θράσος και αλαζονεία το αυτονόητο, αυτό που βιώνει ως πραγματικό κίνδυνο όποιος έχει την «ατυχία» να βρεθεί διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ. Έναν κίνδυνο που δεν τον ανακαλύπτει η μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα, απλά τον επιβεβαιώνει. Πριν εκείνη τον επιβεβαιώσει, τον έχει νιώσει σαν πικρή αίσθηση υποβιβασμού σε χαμηλότερη κατηγορία φροντίδας ο ίδιος ο νοσηλευόμενος. Κι αυτό δεν μπορείς να το καταλάβεις, αν δεν έχεις βρεθεί εσύ ο ίδιος ή ένας πολύ δικός σου άνθρωπος σ’ αυτή τη θέση. Πράγμα που δεν θα συμβεί ποτέ στον κύριο πρωθυπουργό.

Πολύ χειρότερο από ένα ψέμα

Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να καταλογίσει κάποιος στον κ. Μητσοτάκη. Πολύ χειρότερο και βαρύτερο από ένα ψέμα. Γιατί αυτό οφείλεται στην παντελή απροθυμία του να δεχτεί το μείζον συμπέρασμα της μελέτης. Ότι στον πυρήνα της αυξημένης θνησιμότητας βρίσκεται η άρνηση της κυβέρνησης της ΝΔ να ενισχύσει δραστικά το ΕΣΥ γενικά και ειδικότερα τις ΜΕΘ, καθώς δηλώνει με χίλιους τρόπους ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολυτέλεια, πεταμένα λεφτά και, κυρίως, εμπόδιο στα σχέδιά της για ιδιωτικοποίηση του συστήματος. Από αυτή την άποψη, ακόμα πιο σημαντικό είναι το εύρημα της μελέτης, σύμφωνα με το οποίο από τη στιγμή που διασωληνώνονται 400 νοσούντες από κορονοϊό, το σύστημα πιέζεται τόσο, ώστε η θνησιμότητα αυξάνεται αλματωδώς από εκεί και πάνω, «με αποτέλεσμα να χάνουμε ασθενείς, που θα ζούσαν υπό άλλες συνθήκες».

Γι’ αυτό και όταν ρωτήθηκε ο γνωστός από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του γιατρός και μέλος της επιτροπής ειδικών κ. Βατόπουλος ποιο συμπέρασμα βγαίνει από τη συγκεκριμένη μελέτη, είπε πως το ΕΣΥ ήταν και είναι ανάγκη να ενισχυθεί αποτελεσματικά. Αλλωστε, και ο κ. Λύτρας, συνεργάτης του κ. Τσιόδρα στη συγκεκριμένη μελέτη, δηλώνει με νόημα: «Το αν ενισχύθηκε ή όχι το ΕΣΥ και αν αυτό είναι αρκετό, δεν θα το πω εγώ (…) Εγώ δείχνω τι λένε τα επιδημιολογικά δεδομένα. Και τα δεδομένα δείχνουν πως το ΕΣΥ αδυνατεί να ανταποκριθεί στο φόρτο». Το μεγάλο ηθικό και πολιτικό βάρος που καταλογίζεται στον κ. Μητσοτάκη δεν είναι μόνο και τόσο για ένα ψέμα που αποδείχτηκε ότι έχει πολύ κοντά ποδάρια. Είναι για την εγκληματική επιμονή του να θεωρεί επαρκή τα μέτρα που πήρε η κυβέρνησή του για το ΕΣΥ υπό την ασφυκτική πίεση της πανδημίας. Τη στιγμή που από όλες τις πλευρές, ακόμα και από κορυφαίους συμβούλους της κυβέρνησης, επαναλαμβάνεται σε όλους τους τόνους ότι όχι απλώς δεν αρκούν, αλλά είναι τόσο κάτω από τις πραγματικές ανάγκες, που κοστίζουν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Κι αυτό το συμπέρασμα δεν μπορεί να θεωρηθεί μακάβριο παιχνίδι με τους αριθμούς των νεκρών. Είναι καμπάνα στ’ αφτιά όλων μας.

Το καθαρό μήνυμα της μελέτης

Αυτό είναι το καθαρό μήνυμα της μελέτης, που αποδομεί τον κυβερνητικό ισχυρισμό περί ενίσχυσης του ΕΣΥ και αξίζει να μεταφερθεί στα πέρατα της επικράτειας, χωρίς να μειωθεί η αξία του από την πιο επικοινωνιακή και αναγκαία αποκάλυψη του ψεύδους. Ο κάθε ψεύτης, σήμερα είναι αύριο δεν είναι. Η πολιτική του της υποβάθμισης του ΕΣΥ είναι μόνιμη και διαρκής απειλή και η απόκρουσή της χρειάζεται να γίνει παλλαϊκό αίτημα. Ένα αίτημα που ούτε θα διαδοθεί ούτε θα διατρανωθεί από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, που ήδη έχουν θάψει τη μελέτη. Είτε με την κατάταξή της στα ψιλά των ειδήσεων, είτε με την υποβάθμισή της σε αντικείμενο τρέχουσας και συνηθισμένης αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι δουλειά, είναι καθήκον του καθενός μας, όλων εκείνων που βιώνουν στην καθημερινή ζωή τους την ανάγκη και τη σημασία ενός ενισχυμένου ΕΣΥ, με ισχυρό βραχίονα την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, συμπαραστάτη της λαϊκής οικογένειας, που διαρκώς θα αναβαθμίζεται και θα εκσυγχρονίζεται. Για να μπορεί να καλύπτει όχι όπως-όπως τις έκτακτες ανάγκες σε εποχές πανδημίας, αλλά με πληρότητα τις καθημερινές και εξελισσόμενες απαιτήσεις της μεγάλης πλειονότητας του λαού, χωρίς διακρίσεις. Αυτό είναι το όφελος που χρειάζεται και μπορούμε να αποκομίσουμε από τη μεγάλη δοκιμασία της πανδημίας, παράλληλα με τον αγώνα για την απαλλαγή από την κυβέρνηση της ΝΔ, που στέκεται εμπόδιο για την πραγματοποίηση και αυτού του στόχου.

* Ο Χαράλαμπος Γεωργούλας είναι αρθρογράφος

Δεν είναι ώρα για γραβάτες

Στην πραγματικότητα, η συμφωνία αυτή είναι πολύ πιθανό να ανοίξει την πόρτα της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά πολύ απέχει από το να αναγγέλλει την απαλλαγή από τα μνημόνια... 


Με το επί θύραις, όπως φαίνεται, κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, που δεν προσφέρεται για απλοποιήσεις. Είναι καλό που κλείνει η αξιολόγηση, αλλά είναι κακό που το κλείσιμο συνοδεύεται από μέτρα που θα επιβαρύνουν σημαντικά τις λαϊκές τάξεις, έστω κι αν αυτό θα συμβεί σε δύο χρόνια και όχι άμεσα. Είναι καλό που από τη διαπραγμάτευση προέκυψε η δέσμη των αντίμετρων, αλλά είναι κακό που η ελάφρυνση από αυτά δεν αντισταθμίζει ακριβώς στην επιβάρυνση που θα υποστούν ολόκληρες κατηγορίες. Είναι καλό που αποκτούν υπόσταση ξανά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, καθώς και ότι οι ομαδικές απολύσεις παρέμειναν στο 5%, είναι, όμως, κακό που αυτό το 5% δεν διασφαλίζεται πλήρως από την εργοδοτική αυθαιρεσία. Είναι καλό που, όπως φαίνεται, θα προσδιοριστούν επιτέλους τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά είναι κακό που καθυστερούν και πιθανότατα θα συνοδεύονται από διαρκείς ελέγχους…

Με λίγα λόγια, το να ονομάζεις με μεγάλη ευκολία τη συμφωνία για το κλείσιμο της αξιολόγησης και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους τέταρτο μνημόνιο, είναι μια καλή λύση για τους κατασκευαστές συνθημάτων, ωστόσο δεν διευκολύνει όσους θα προσπαθήσουν να χαράξουν συγκεκριμένη πολιτική για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης. Γιατί υιοθετώντας άκριτα το σύνθημα που η ΝΔ φιλοτέχνησε, προσχωρείς ουσιαστικά στη λογική ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της όποιας διαπραγμάτευσης, η ουσία είναι μία: η κυβέρνηση που έτσι ή αλλιώς καταλήγει σε μια συμφωνία έχει δεμένα τα χέρια της, και συνεπώς το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φύγει, να παραιτηθεί, γιατί δεν είναι σε θέση τίποτε άλλο να προσφέρει.

Χωρίς ωραιοποίηση


Πρόκειται για τον αντίποδα ακριβώς της τάσης ωραιοποίησης της συμφωνίας, που τις τελευταίες μέρες, και στη βουλή, μπορούσε να διακρίνει κάποιος στην υπερβολική αισιοδοξία, με την οποία επενδυόταν μερικές φορές η πολιτική ερμηνεία της. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία αυτή είναι πολύ πιθανό να ανοίξει την πόρτα της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά πολύ απέχει από το να αναγγέλλει την απαλλαγή από τα μνημόνια. Για τον απλό λόγο ότι και μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής θα μας συνοδεύουν για πολύ τα μνημονιακά επιβεβλημένα μέτρα, και μάλλον θα χρειαστούμε χρόνια για να απαλλαγούμε από αυτά και, έστω, να συμπλεύσουμε μόνο με τους καταναγκασμούς του «συμφώνου σταθερότητας». Ωστόσο, δεν είναι, μια συμφωνία όπως όλες, οι άλλες. Και όχι μόνο ή κυρίως επειδή περιέχει αντίμετρα.

Η αλήθεια είναι ότι δεν θα απαλλαγούμε σε μια νύχτα από τα μνημόνια, μόλις έρθει το πλήρωμα του χρόνου (το 2018), ούτε είμαστε, όμως, καταδικασμένοι μέχρι τότε απλώς να κλαίμε τη μοίρα μας. Εν γνώσει του ότι τα περιθώρια είναι ασφυκτικά, υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν και να αλλάζουν αργά αλλά σταθερά την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ακόμα και να μετασχηματίζουν την πραγματική κοινωνική και οικονομική κατάστασή τους. Πράγματα, δηλαδή, που μπορεί να απαιτήσει κάποιος από την κυβέρνηση, και η κυβέρνηση να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γίνονται. Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να γίνει μόνο με πλήρη συνείδηση ότι τα μνημόνια ορθώνουν πραγματικά εμπόδια, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να λειτουργούν, έστω και υποσυνείδητα, σαν άλλοθι για μια παραλυτική απραξία, ή ακόμα για μια τρέχουσα διαχείριση των πραγμάτων. Μια καλή αρχή γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ακόμη και την Πέμπτη το βράδυ δεν διεκδικήθηκε η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος. Κι αυτό δεν πρέπει να μείνει μόνο στο συμβολικό επίπεδο.

Δυαδικά υπουργεία


Σε προηγούμενο σημείωμα, υποστηρίζαμε την ανάγκη να υπάρξει μια δυαδική λειτουργία σε όλα τα υπουργεία, σε όλους τους κρίσιμους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Η ανάγκη αυτή γίνεται σήμερα ακόμα πιο επιτακτική για τρεις λόγους: πρώτον, γιατί με τη μασημένη τροφή περί διαιώνισης των μνημονίων (γιατί αυτό κάνει η συνθηματοποίηση περί τέταρτου μνημονίου) παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι δεν αφήνουν περιθώρια άσκησης οποιασδήποτε άλλης πολιτικής, ευνοείται η παθητικότητα, που για να αντιμετωπιστεί χρειάζεται εντατική και συστηματική προσπάθεια· δεύτερον, γιατί η φυσιολογική ανάγκη ανακούφισης και χαλάρωσης από την ένταση της διαπραγμάτευσης μπορεί να οδηγήσει στη δευτερογενή ανάγκη καλλιέργειας μιας υπερβολικής και αβάσιμης αισιοδοξίας ότι τώρα όλα από μόνα τους θα πάρουν το δρόμο τους· τρίτον, γιατί καιροφυλακτεί ένας άλλος κίνδυνος, να καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι με το αίσιο τέλος του προγράμματος, σχεδόν αυτόματα, θα σημειώσει εκπληκτική άνοδο η οικονομική δραστηριότητα, πράγμα που θα ευνοήσει τις εξελίξεις στα δημοσιονομικά και, συνεπώς, θα μεγιστοποιήσει την ευχέρεια κινήσεων της κυβέρνησης, εφόσον θέλει να ασκήσει και δική της πολιτική.

Η οικονομία δεν θα τα λύσει όλα


Πράγματι, υπάρχει αυτή η δυνατότητα να ανακάμψει η οικονομία. Όμως, δεν πρόκειται αυτό να γίνει ανεμπόδιστα. Οι ίδιοι οι δανειστές, με τα μέτρα που επιβάλλουν, αντιστρατεύονται αυτή την προοπτική. Και δεν το κάνουν μόνο με «λάθος» οικονομικές συνταγές. Το επιλέγουν πολιτικά, ώστε να μην αφήσουν μεγάλα περιθώρια κινήσεων στην ελληνική κυβέρνηση, για να δράσει προς επίτευξη δικών της στόχων. Χρειάζονται, λοιπόν, και σ’ αυτό το πεδίο «αντίμετρα», που να εξουδετερώνουν αυτές τις παρεμβάσεις και να διευρύνουν το χώρο δράσης της ελληνικής κυβέρνησης.

«Αντίμετρα» πολιτικά, όμως, χρειάζονται και εκεί που τα ψηφισμένα πια μέτρα κλονίζουν τις κοινωνικές συμμαχίες, οι οποίες έκαναν το 2014 εφικτή τη μη αναμενόμενη ανατροπή του δικομματισμού. Αυτές οι συμμαχίες οικοδομήθηκαν (και επιβεβαιώθηκαν το 2015) στη βάση της προσδοκίας ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς έχει περισσότερες δυνατότητες να προστατέψει τις πληττόμενες τάξεις, ιδίως σε συνθήκες επώδυνου συμβιβασμού. Αν αυτή η προσδοκία διαψευστεί, δεν μπορεί η απώλειά της να αντισταθμιστεί από μια υπόσχεση καλύτερων ημερών με τη βοήθεια απλώς της οικονομικής ανάκαμψης. Γιατί η έλευσή τους μπορεί να καλύψει τις άμεσες βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά δεν θα ενισχύσει αυτόματα τους πολιτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς τους με την αριστερά.
Χαράλαμπος Γεωργούλας/Εποχή

Ποιος νοιάζεται για την τύχη του Κέντρου;

Φαίνεται ότι στο χώρο του Κέντρου διεξάγεται ένας υπέρ πάντων αγών. Δεν πρόκειται για αψιμαχίες, μάλλον χαράζονται διαχωριστικές γραμμές, κρίνεται ποιος θα πάει με ποιον και ποιους θ’ αφήσει. Γι’ αυτό και οι συγκεκριμένες εξελίξεις δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν σαν υπόθεση που δεν μας αφορά... 



Δεν ξέρω αν παρακολουθήσατε τη μεθοδική επίθεση αποδόμησης της προέδρου του ΠΑΣΟΚ, που εξαπολύθηκε από το γνωστό κέντρο με έδρα τον ΔΟΛ. Ας παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από πρόσφατες ομοβροντίες εναντίον της, για να πάρετε μια ιδέα:

«Κυκλοφορεί ως αστικός μύθος το “παράπονο” της Όλγας Κεφαλογιάννη ότι ο θείος της κ. Βαρδής Βαρδινογιάννης της είπε κάποτε: “Ολγα μου, εσύ είσαι ανιψιά μου, αλλά η Φώφη είναι κόρη μου”».

«Ο κ. Βαρδής επεδίωκε per terra per mare να ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ τον Ιούλιο τον εκλογικό νόμο, για να βρει ο Τσίπρας τις ψήφους που του έλειπαν, ώστε να ισχύσει η απλή αναλογική από τις προσεχείς εκλογές, και θα το επιτύγχανε, αν δεν προέκυπτε η σθεναρή στάση ορισμένων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ».

«Το ΠΑΣΟΚ κρυφοτρίβεται με τον ΣΥΡΙΖΑ». «Το νεογεννηματικό ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να επανασυστηθεί στους παλιούς ψηφοφόρους του σαν μια αποτριχωμένη εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ». «[Το ΠΑΣΟΚ έχει] ολίγον αντιμνημονιακό ύφος, ολίγον παλαιοσυνδικαλιστικό και πολύ αντιδεξιό, σε βαθμό κολλάδικου παροξυσμού». «Κύριο χάρισμα της προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι το ληξιαρχικό δεδομένο του ονόματός της». [Τόσα πολλά σεξιστικά υπονοούμενα σε τόσο λίγες γραμμές… Οσο για το «κολλάδικο», αφορά μεν τον πασόκο συνδικαλιστή Κολλά, αλλά ο ηχητικός συνειρμός δεν παύει να είναι προσεκτικά επιλεγμένος].

Οι προξενητές της Δεξιάς


Προς τι αυτό το μίσος; Τι είναι αυτό που τους κάνει να βγάζουν τόση χολή αδιαφορώντας αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κρέμονταν και τρέφονταν τόσα χρόνια; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, απλώς, έχουν πετάξει σ’ άλλο κλαδί, αλλά ας μην υποκύψουμε στην ευκολία αυτή.

Αυτό που τους έκανε να αγανακτήσουν, είναι το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τις κυβερνητικές τροπολογίες συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΣτΕ, διαφοροποιούμενο έτσι από τη ΝΔ και αναγκάζοντάς την να αλλάξει στάση στη διάσκεψη των προέδρων και να ψηφίσει υπέρ της συγκρότησης του ΕΣΡ. Ωστόσο, αυτοί που επιτίθενται μ’ αυτό το δολοφονικό τρόπο στην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν να δηλώσουν έντονα τη διαφωνία τους και να καταγγείλουν μια λανθασμένη, κατά τη γνώμη τους, πολιτική. Δεν τους αρκεί, όμως, αυτό.

Καταφεύγουν σε μεθόδους διασυρμού και σε διάδοση υπαινιγμών για εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων, γιατί δεν τους φτάνει να την απαξιώσουν στα μάτια όσων συμφωνούν μαζί τους, τους ενδιαφέρει να απαξιωθεί στα μάτια όσων θα μπορούσαν να επικροτήσουν τη στάση της. Έχοντας την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η θέση του σοσιαλδημοκρατικού Κέντρου είναι στο πλάι της Δεξιάς, κάνουν το παν ώστε να μην του δοθεί η δυνατότητα άλλης επιλογή.

Μάχη για τις διαχωριστικές γραμμές


Φαίνεται ότι στο χώρο του Κέντρου διεξάγεται ένας υπέρ πάντων αγών. Δεν πρόκειται για αψιμαχίες, μάλλον χαράζονται διαχωριστικές γραμμές, κρίνεται ποιος θα πάει με ποιον και ποιους θ’ αφήσει. Γι’ αυτό και οι συγκεκριμένες εξελίξεις δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν σαν υπόθεση που δεν μας αφορά. Από την έκβασή του θα εξαρτηθεί ποιες πολιτικές συμμαχίες θα συγκροτηθούν μεσοπρόθεσμα και, συνεπώς, ποια τροπή θα πάρουν τα πράγματα.

Με πρόσχημα τη -βενιζελικής έμπνευσης- συσπείρωση των φιλοευρωπαϊκών και μη λαϊκιστικών δυνάμεων, επιχειρείται να παγιωθεί η συμπόρευση με τη ΝΔ σαν η μόνη σωτήρια για το Κέντρο. Ας είναι ακριβώς αυτή που οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στην ανυποληψία και τη συρρίκνωση. Δεν τους ενδιαφέρει αυτό, από την αποδέσμευση του Κέντρου θα προτιμούσαν ακόμα και την ανυπαρξία του. Ακριβώς επειδή μια τέτοια αποδέσμευση θα μπορούσε να το στρέψει αριστερά και, επομένως, να ενισχύσει τον αντίπαλο πόλο της Αριστεράς.

Έχει κάτι να πει γι’ αυτό η Αριστερά;


Δυστυχώς, οι ως τώρα αναλύσεις της Αριστεράς για το Κέντρο κινούνται μεταξύ του «τι μπρόκολα, τι λάχανα» και της φαεινής ιδέας της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Δηλαδή στον αστερισμό της ασυγχώρητης αναλυτικής ρηχότητας.

Εκείνο που θα είχε ενδιαφέρον να συζητήσει και να δοκιμάσει να εφαρμόσει η Αριστερά, είναι η καλλιέργεια του εδάφους για την προώθηση ενός συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με κορμό την ίδια. Είτε βρίσκεται στην κυβέρνηση είτε όχι. Θα μπορούσε έτσι να αποσπάσει, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, δημοκρατικές πολιτικές και λαϊκές δυνάμεις από την επιρροή της Δεξιάς και να προστατέψει ευρύτερες λαϊκές τάξεις από τις επιθέσεις της. Ταυτόχρονα, θα ασφάλιζε και τον εαυτό της από τη «μεγαλοφυή» ιδέα να στραφεί στο Κέντρο -την ώρα που αυτό συρρικνώνεται και σκέφτεται να στραφεί αριστερά!- ενώ θα μπορούσε να αποκρούσει με αυτή τη στάση και τις δικαιολογημένες επιθέσεις από τα αριστερά της. Το κυριότερο, όμως, ίσως είναι ότι έτσι δεν θα εκθέσει την κοινωνία στον κίνδυνο της ενίσχυσης των δήθεν αντισυστημικών εκδοχών της ακραίας Δεξιάς, που θρέφεται από τη μείωση της ριζοσπαστικής διάθεσης της Αριστεράς.

Με τον τρόπο της Αριστεράς


Η πείρα από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλά και την πρόσφατη επικράτηση του Τραμπ (αντί του Σάντερς και όχι της Κλίντον) στις ΗΠΑ θα έπρεπε να μας έχει πείσει ότι, παρότι οι εκλογές συχνά κρίνονται στο κέντρο, το πολιτικό παιχνίδι παίζεται στα αριστερά. Αν η Αριστερά δεν μπορεί να μιλήσει με τη δική της -διεθνιστική, αλληλέγγυα, φιλική προς τον ξένο, φεμινιστική και οικολογική- ριζοσπαστική γλώσσα, τότε το παιχνίδι δεν το κερδίζουν οι κεντρώες, αλλά οι εθνοκεντρικές, ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές και αδιάφορες για το περιβάλλον ρητορικές και ιδεολογίες.

Αν έχει κάτι να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, δεν είναι να μεταμφιεστεί σε ΠΑΣΟΚ (γιατί δεν μπορεί), ούτε να καταπιεί το ΠΑΣΟΚ ως θήραμα (γιατί η πολιτική βιοποικιλότητα είναι ανάγκη κοινωνική), ούτε να αδιαφορήσει. Με διαφανή τρόπο και δημόσιο λόγο οφείλει να παρέμβει, για να διαμορφώσει τους όρους ενός νέου πολιτικού σκηνικού, το οποίο δεν θα ευνοεί την επανάληψη του έργου που παρακολουθούμε μια τετραετία τώρα. Η ψήφιση της απλής αναλογικής για κάτι τέτοιο μας προετοίμαζε. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ασύγγνωστη επιπολαιότητα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας/ΕΠΟΧΗ
© all rights reserved
customized with από: antikry.gr