Η κυβέρνηση με αυτό το νομοσχέδιο επιδιώκει, όχι να προσαρμόσει, τις εργασιακές σχέσεις στις αλλαγές της τεχνολογικής βάσης της παραγωγής και των υπηρεσιών, όπως ισχυρίζεται, αλλά να νομιμοποιήσει την ασυδοσία του κέρδους.
του Δημήτρη Στρατούλη*
Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί την πανδημία ως ευκαιρία για επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, χαριστικές ρυθμίσεις σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και ικανοποίηση διαχρονικών απαιτήσεων του ΣΕΒ για πλήρη εργοδοτική ασυδοσία. Προωθεί για ψήφιση στη Βουλή νέο εργασιακό νομοσχέδιο για την ακύρωση στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων, που περισώθηκαν από τα μνημόνια, όπως το 8ωρο. Επίσης, για αλλαγή του νόμου 1264/1982, 39 χρόνια μετά τη θέσπισή του, για να περιορίσει το συνδικαλιστικό και απεργιακό δικαίωμα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί την πανδημία ως ευκαιρία για επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, χαριστικές ρυθμίσεις σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και ικανοποίηση διαχρονικών απαιτήσεων του ΣΕΒ για πλήρη εργοδοτική ασυδοσία. Προωθεί για ψήφιση στη Βουλή νέο εργασιακό νομοσχέδιο για την ακύρωση στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων, που περισώθηκαν από τα μνημόνια, όπως το 8ωρο. Επίσης, για αλλαγή του νόμου 1264/1982, 39 χρόνια μετά τη θέσπισή του, για να περιορίσει το συνδικαλιστικό και απεργιακό δικαίωμα.
Συγκεκριμένα:
Θεσπίζεται 10ωρη εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Οι επιχειρήσεις θα επιβάλλουν, όποτε θέλουν, με ατομική σύμβαση εργασίας και όχι, πλέον, με συλλογική συμφωνία με την αρμόδια εργατική συνδικαλιστική οργάνωση, δύο επιπλέον ώρες ημερήσιας εργασίας, απλήρωτες, με αντίστοιχη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (συμψηφισμό με άδειες, ρεπό, μειωμένο ωράριο) μέσα στο εξάμηνο.νονται φθηνότερες για τις επιχειρήσεις. Ουσιαστικά, ακυρώνεται το 8ωρο και νομιμοποιείται το καθεστώς εργασιακής ζούγκλας στον ιδιωτικό τομέα.
Ανατρέπεται η οικογενειακή, επαγγελματική, εργασιακή και κοινωνική ζωή των εργαζομένων, μειώνονται οι μισθοί λόγω απλήρωτων ή φθηνότερων υπερωριών. Οι εργαζόμενοι αφήνονται μόνοι απέναντι στην παντοδύναμη εργοδοσία.
Η απεργία, ουσιαστικά, καταργείται στις επιχειρήσεις, που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, αφού τα συνδικάτα υποχρεώνονται σε «ορισμό τουλάχιστον του 33,3 % των εργαζομένων ως προσωπικού στοιχειώδους λειτουργίας» κατά τη διάρκειά της.
Η Γενική Συνέλευση των μελών των συνδικάτων, ως κυρίαρχο όργανο συμμετοχής και έκφρασης της βούλησής τους, ουσιαστικά, ακυρώνεται, αφού θεσπίζεται «συμμετοχή και ψήφος εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας».
Με την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργανώσεων ενισχύεται ο εργοδοτικός συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα και ο κυβερνητικός συνδικαλισμός τον δημόσιο, λόγω της δυνατότητας παρέμβασης σε αυτές εργοδοτικών ή Διευθυντικών μηχανισμών, αντίστοιχα.
Διευκολύνεται η συγκρότηση εργοδοτικών απεργοσπαστικών μηχανισμών. Η απεργία θα κηρύσσεται παράνομη και θα διακόπτεται, εάν η προφορική ενημέρωση και η διανομή απεργιακών ανακοινώσεων στην είσοδο της επιχείρησης σε εργαζομένους, που την ημέρα της απεργίας προσέρχονται να εργαστούν, χαρακτηριστεί άσκηση ψυχολογικής βίας. Ποινικοποιούνται οι καταλήψεις χώρων εργασίας.
Επιχειρείται περαιτέρω περιορισμός της συνδικαλιστικής δράσης. Η απογραφή σωματείου στο νομοθετημένο ψηφιακό μητρώο εργαζομένων και εργοδοτών, δηλαδή η αποδοχή από αυτά από αυτά του ψηφιακού «φακελώματός τους καθίσταται προϋπόθεση άσκησης του συνδικαλιστικού δικαιώματος, συλλογικής διαπραγμάτευσης και υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Επίσης, ουσιαστικά, ακυρώνεται η προστασία των συνδικαλιστών από απολύσεις.
Το ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας) μετατρέπεται σε Ανεξάρτητη Αρχή, ενώ, αντίθετα, λόγω της εργοδοτικής ασυδοσίας που επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα, αυτό που χρειάζεται είναι η παραμονή του ως κυρίαρχη δομή στο Υπουργείο Εργασίας και η ενίσχυσή του με προσωπικό, μέσα και ανακριτικές αρμοδιότητες. Έτσι η εκάστοτε κυβέρνηση απεκδύεται κάθε πολιτική ευθύνη για την τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας στους χώρους εργασίας μετατρεπόμενη σε «τροχονόμο» της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Η δε εκάστοτε αντιπολίτευση δεν θα μπορεί, πλέον, να ελέγχει κοινοβουλευτικά το ΣΕΠΕ, γιατί οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπάγονται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Διευκολύνονται οι ατομικές απολύσεις, αφού οι επιχειρήσεις δεν θα υποχρεώνονται, πλέον, να επαναπροσλάβουν απολυμένους δικαιωμένους από τα δικαστήρια, εάν τους δώσουν μία μικρή πρόσθετη αποζημίωση.
Η κυβέρνηση με αυτό το νομοσχέδιο επιδιώκει, όχι να προσαρμόσει, τις εργασιακές σχέσεις στις αλλαγές της τεχνολογικής βάσης της παραγωγής και των υπηρεσιών, όπως ισχυρίζεται, αλλά να νομιμοποιήσει την ασυδοσία του κέρδους.
Αντίθετα, οι ανατροπές, που φέρνει η αλματώδης ανάπτυξη των τεχνολογιών στην εργασία, θα πρέπει να είναι στην κατεύθυνση της δημοκρατικής επαναρύθμισής της, και δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών, γιατί, όπως έλεγε και ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης «πάντων χρημάτων μέτρον ο άνθρωπος».
Θεσπίζεται 10ωρη εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Οι επιχειρήσεις θα επιβάλλουν, όποτε θέλουν, με ατομική σύμβαση εργασίας και όχι, πλέον, με συλλογική συμφωνία με την αρμόδια εργατική συνδικαλιστική οργάνωση, δύο επιπλέον ώρες ημερήσιας εργασίας, απλήρωτες, με αντίστοιχη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (συμψηφισμό με άδειες, ρεπό, μειωμένο ωράριο) μέσα στο εξάμηνο.νονται φθηνότερες για τις επιχειρήσεις. Ουσιαστικά, ακυρώνεται το 8ωρο και νομιμοποιείται το καθεστώς εργασιακής ζούγκλας στον ιδιωτικό τομέα.
Η Κυριακάτικη Αργία υπονομεύεται, με την προσθήκη κι άλλων κλάδων, επιχειρήσεων και εργασιών σ’ αυτές, που, ήδη, επιτρέπεται η Κυριακάτικη λειτουργία.
Η απεργία, ουσιαστικά, καταργείται στις επιχειρήσεις, που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, αφού τα συνδικάτα υποχρεώνονται σε «ορισμό τουλάχιστον του 33,3 % των εργαζομένων ως προσωπικού στοιχειώδους λειτουργίας» κατά τη διάρκειά της.
Η Γενική Συνέλευση των μελών των συνδικάτων, ως κυρίαρχο όργανο συμμετοχής και έκφρασης της βούλησής τους, ουσιαστικά, ακυρώνεται, αφού θεσπίζεται «συμμετοχή και ψήφος εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας».
Με την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργανώσεων ενισχύεται ο εργοδοτικός συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα και ο κυβερνητικός συνδικαλισμός τον δημόσιο, λόγω της δυνατότητας παρέμβασης σε αυτές εργοδοτικών ή Διευθυντικών μηχανισμών, αντίστοιχα.
Διευκολύνεται η συγκρότηση εργοδοτικών απεργοσπαστικών μηχανισμών. Η απεργία θα κηρύσσεται παράνομη και θα διακόπτεται, εάν η προφορική ενημέρωση και η διανομή απεργιακών ανακοινώσεων στην είσοδο της επιχείρησης σε εργαζομένους, που την ημέρα της απεργίας προσέρχονται να εργαστούν, χαρακτηριστεί άσκηση ψυχολογικής βίας. Ποινικοποιούνται οι καταλήψεις χώρων εργασίας.
Επιχειρείται περαιτέρω περιορισμός της συνδικαλιστικής δράσης. Η απογραφή σωματείου στο νομοθετημένο ψηφιακό μητρώο εργαζομένων και εργοδοτών, δηλαδή η αποδοχή από αυτά από αυτά του ψηφιακού «φακελώματός τους καθίσταται προϋπόθεση άσκησης του συνδικαλιστικού δικαιώματος, συλλογικής διαπραγμάτευσης και υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Επίσης, ουσιαστικά, ακυρώνεται η προστασία των συνδικαλιστών από απολύσεις.
Το ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας) μετατρέπεται σε Ανεξάρτητη Αρχή, ενώ, αντίθετα, λόγω της εργοδοτικής ασυδοσίας που επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα, αυτό που χρειάζεται είναι η παραμονή του ως κυρίαρχη δομή στο Υπουργείο Εργασίας και η ενίσχυσή του με προσωπικό, μέσα και ανακριτικές αρμοδιότητες. Έτσι η εκάστοτε κυβέρνηση απεκδύεται κάθε πολιτική ευθύνη για την τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας στους χώρους εργασίας μετατρεπόμενη σε «τροχονόμο» της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Η δε εκάστοτε αντιπολίτευση δεν θα μπορεί, πλέον, να ελέγχει κοινοβουλευτικά το ΣΕΠΕ, γιατί οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπάγονται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Διευκολύνονται οι ατομικές απολύσεις, αφού οι επιχειρήσεις δεν θα υποχρεώνονται, πλέον, να επαναπροσλάβουν απολυμένους δικαιωμένους από τα δικαστήρια, εάν τους δώσουν μία μικρή πρόσθετη αποζημίωση.
Η κυβέρνηση με αυτό το νομοσχέδιο επιδιώκει, όχι να προσαρμόσει, τις εργασιακές σχέσεις στις αλλαγές της τεχνολογικής βάσης της παραγωγής και των υπηρεσιών, όπως ισχυρίζεται, αλλά να νομιμοποιήσει την ασυδοσία του κέρδους.
Αντίθετα, οι ανατροπές, που φέρνει η αλματώδης ανάπτυξη των τεχνολογιών στην εργασία, θα πρέπει να είναι στην κατεύθυνση της δημοκρατικής επαναρύθμισής της, και δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών, γιατί, όπως έλεγε και ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης «πάντων χρημάτων μέτρον ο άνθρωπος».
* Δημήτρης Στρατούλης
πρώην αν. Υπουργός Εργασίας και Βουλευτής
στέλεχος ΛΑΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου