Όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο διάστημα στη γειτονική χώρα αποτελούν μια σύγκρουση για την εξουσία, με οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, όχι, όμως, και ταξικά. Ένα παιγνίδι «νόμιμων κατόχων» και «σφετεριστών» από τα πολλά που έχει καταγράψει η παγκόσμια ιστορία με χαμένο πάντα στο τέλος το λαό....
του Γιάννη Ανδρουλιδάκη *
Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον που προκλήθηκε στη χώρα μας από τις δραματικές εξελίξεις στην Τουρκία, όπως ήταν φυσικό. Πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν και ακόμη περισσότερα συζητήθηκαν με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα. Διαφορετικές εκτιμήσεις και αρκετά ερωτήματα. Η μεγάλη απέχθεια για τον Τούρκο Πρόεδρο έκανε κάποιους να δουν με ουδετερότητα ή και με συμπάθεια τους κινηματίες μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Άλλοι θεώρησαν ως ασφαλέστερη τη λύση Ερντογάν. Υπάρχει, αλήθεια, τέτοιο δίλημμα;
Ο Τούρκος Πρόεδρος ξεκινώντας την καριέρα του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης κατάφερε σταδιακά να κυριαρχήσει και να εδραιωθεί στην πολιτική ζωή της Τουρκίας, μετά δε το αποτυχημένο πραξικόπημα φαίνεται να ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο. Είναι δύσκολο να βρεθεί αρνητικός πολιτικός χαρακτηρισμός που δεν του ταιριάζει αυταρχικός και αντιδημοκρατικός, εξουσιομανής και λαϊκιστής, μεγαλομανής, και ματαιόδοξος, δημαγωγός και καχύποπτος ακόμη και με τους πιο στενούς του συνεργάτες. Δημιουργός του κόμματος «της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης», το οποίο είναι κράμα μουσουλμανισμού και εθνικισμού, αποκαλείται πλέον Σουλτάνος, όχι για το παλάτι που έφτιαξε, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται και διοικεί. Επιχειρεί να αναβαθμίσει το ρόλο της Τουρκίας και να την κάνει ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Στο πλαίσιο αυτό δε διστάζει να πουλά για εσωτερική κατανάλωση και εκ του ασφαλούς πολιτικό «τσαμπουκά» προς κάθε κατεύθυνση. Συνέχισε, βέβαια, στο εσωτερικό την πολιτική των προκατόχων του: χτύπημα με κάθε μέσο των Κούρδων και της αριστεράς. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι θα ήθελε να μείνει στην ιστορία ως ο μουσουλμάνος Ατατούρκ.
Από την άλλη οι πραξικοπηματίες σταθερά εμφανίζονται ως συνεχιστές και θεματοφύλακες της κεμαλικής ιδεολογίας και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Από το 1908, που ο στρατός κάνει δυναμική εμφάνιση με το κίνημα των Νεότουρκων, μέχρι σήμερα όλα τα πραξικοπήματα κατέληξαν σε σκληρές δικτατορίες, σε γιγαντιαίες επιχειρήσεις εξόντωσης των μειονοτήτων και στη φίμωση κάθε διαφορετικής φωνής. Τα στρατιωτικά κινήματα συνδέονται με εθνοκαθάρσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, δολοφονίες, αύξηση της έντασης στο Αιγαίο και πισωγύρισμα για την τούρκικη κοινωνία. Επομένως, στο ερώτημα Ερντογάν ή κινηματίες η απάντηση, νομίζω, προκύπτει αβασάνιστα: κανένας, γιατί και οι δύο καταπιέζουν τον τουρκικό λαό, είναι εχθροί της δημοκρατίας, των Κούρδων και των άλλων εθνοτήτων και δεν έχουν να προσφέρουν απολύτως τίποτα στην οικοδόμηση της ειρήνης στη περιοχή μας.
Όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο διάστημα στη γειτονική χώρα αποτελούν μια σύγκρουση για την εξουσία, με οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, όχι, όμως, και ταξικά. Ένα παιγνίδι «νόμιμων κατόχων» και «σφετεριστών» από τα πολλά που έχει καταγράψει η παγκόσμια ιστορία με χαμένο πάντα στο τέλος το λαό. Έδωσε, ωστόσο, την ευκαιρία που φαίνεται να περίμενε καιρό ο κ. Ερντογάν, ο οποίος έχοντας έτοιμες λίστες εξαπέλυσε πογκρόμ κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Στο όνομα της σύλληψης και της τιμωρίας των πραξικοπηματιών, επέβαλε όχι μόνο τρίμηνη κατάσταση έκτακτης ανάγκης με ό, τι αυτό συνεπάγετε, αλλά και απέλυσε πάνω από 50.000 εργαζόμενους στο στρατό, τη δικαιοσύνη, την αστυνομία, την παιδεία κλπ. Για χάρη της σταθερότητας και της δημοκρατίας βασίζονται τούτη την ώρα στα κολαστήρια των τουρκικών φυλακών χιλιάδες Τούρκοι ως αντικαθεστωτικοί σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία. Πρόκληση, επιπλέον, αποτελεί η μεθόδευση για την επαναφορά της θανατικής ποινής και ασέβεια, που ξεπερνά την ύβρη, οι επίσημες ανακοινώσεις ότι δε θα ταφούν σύμφωνα με το θρησκευτικό τυπικό οι νεκροί της αποτυχημένης απόπειρας. Δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι θεωρούν ότι τώρα αρχίζει η πραγματική δικτατορία με τη σφραγίδα Ερντογάν. Σε όλα αυτά η Δύση αντιδρά από χλιαρά έως αδιάφορα
Έγινε ολοφάνερο με όσα συμβαίνουν ότι στη γειτονική χώρα δε διασφαλίζονται τα στοιχειώδη πολιτικά και ατομικά δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί στις δυτικού τύπου δημοκρατίες. Επιβεβαιώνεται, ακόμη, ότι παραμένει βαθιά διχασμένη με τεράστια εσωτερικά προβλήματα τα οποία δεν επιλύονται ούτε με καθεστώτα τύπου Ερντογάν, ούτε με δικτατορίες. Τούτες τις ώρες η σκέψη και η καρδιά κάθε προοδευτικού ανθρώπου, βρίσκεται στην Τουρκία, εκεί στα μπουντρούμια των φυλακών που τσαλαπατείται κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εκεί που τα παιδιά των Κούρδων μεγαλώνουν ζώντας τον πόλεμο, εκεί που βιάζεται συστηματικά η δημοκρατία και η ελευθερία. Γιατί τελικά όσοι τρέμουν το λαϊκό παράγοντα αντιδρούν διαχρονικά το ίδιο, επειδή «φοβούνται τα τραγούδια μας μην τους τσακίσουν», όπως είπε ο μεγάλος Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ*.
**Ναζίμ Χικμέτ «Δεν μας αφήνουν να τραγουδάμε, 1949»
*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 6ο Λύκειο Καλαμάτας