Ο τουρκικός στρατός, σύμφωνα με δικές του πληροφορίες, μετά την έναρξη των νέων αεροπορικών επιχειρήσεων τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Νοεμβρίου, έχει βάλει εναντίον 471 στόχων στο Ιράκ και τη Συρία. Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας «εξουδετερώθηκαν 254 τρομοκράτες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται χωρίς ωστόσο να γίνεται λόγος για θύματα!
Εδώ και λίγες μέρες η Άγκυρα έχει ξεκινήσει αεροπορικές επιθέσεις εναντίον κουρδικών στόχων σε Συρία και Ιράκ. Αφορμή η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη.
Ο τουρκικός στρατός, σύμφωνα με δικές του πληροφορίες, μετά την έναρξη των νέων αεροπορικών επιχειρήσεων τα ξημερώματα της Κυριακής, έχει βάλει εναντίον 471 στόχων στο Ιράκ και τη Συρία. Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας «εξουδετερώθηκαν 254 τρομοκράτες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται χωρίς ωστόσο να γίνεται λόγος για θύματα. Σύμφωνα όμως με Σύρους ακτιβιστές, τουλάχιστον 35 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πως δεν αποκλείονται και χερσαίες επιχειρήσεις. Η Άγκυρα ξεκίνησε τις αεροπορικές επιδρομές μετά την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, την οποία φέρεται να έκαναν Κούρδοι αντάρτες.
Η Άγκυρα θεωρεί το YPG ως το συριακό παρακλάδι του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο είναι απαγορευμένο και στη Γερμανία και βρίσκεται στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η Άγκυρα επιρρίπτει στο PKK και το YPG την ευθύνη για την πρόσφατη επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, η οποία άφησε πίσω της έξι νεκρούς και περισσότερους από 80 τραυματίες. Το YPG και το PKK, από την πλευρά τους, αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη στην επίθεση.
Στρατιωτική επίθεση με τις ευλογίες ΗΠΑ και Μόσχας;
Ο Ερντογάν απειλεί με κλιμάκωση των επιθέσεων και χερσαίες επιχειρήσεις. Οι ασυνήθιστα ήπιες αντιδράσεις όμως από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον δείχνουν ότι η Άγκυρα είχε ενημερώσει για την επίθεσή της τις δύο χώρες. Η Σινέμ Αντάρ, ειδική σε θέματα Τουρκίας από το Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής του Βερολίνου, δεν πιστεύει ότι η Τουρκία θα προχωρούσε μόνη της σε ένα τέτοιο βήμα.Η κουρδική κοινότητα στη Γερμανία κατηγορεί την Τουρκία ότι επιτίθεται κυρίως σε νοσοκομεία, κατοικημένες περιοχές και υποδομές μεταφορών και όπως υποστηρίζουν εκπρόσωποί της πρόκειται για πάγια στρατηγική της Άγκυρας που στόχο έχει να εκδιώξει τον άμαχο πληθυσμό. Ζητά δε από τη γερμανική κυβέρνηση να τηρήσει την ίδια στάση που τηρεί απέναντι στη Ρωσία, η οποία παραβιάζει επίσης το Διεθνές Δίκαιο. Αρκετοί πολιτικοί πάντως από τους Φιλελευθέρους, τους Πράσινους και την Αριστερά στη Γερμανία έχουν καταδικάσει τις επιθέσεις
Η βομβιστική επίθεση είναι απλώς πρόσχημα;
Σύμφωνα με πολλούς ειδήμονες, οι επιθέσεις της Άγκυρας ήταν αναμενόμενες. Η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται να περίμενε μόνο την κατάλληλη αφορμή και αυτή τη στιγμή, η διεθνής πολιτική συγκυρία φαίνεται μάλλον ευνοϊκή για την Άγκυρα. Η εμπειρογνώμονας για την Τουρκία Σινέμ Αντάρ καταδεικνύει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα μέχρι στιγμής έχει εμποδίσει την είσοδο των δύο χωρών στη συμμαχία, κατηγορώντας τις ότι υποστηρίζουν «Κούρδους τρομοκράτες» και απαιτώντας να χαρακτηρίσουν το YPG τρομοκρατική οργάνωση. Επιπλέον, η Ρωσία είναι αποδυναμωμένη και στη Συρία λόγω του πολέμου κατά της Ουκρανίας.Για τον πολιτικό επιστήμονα Ισμαήλ Κυπελί στρατιωτικές επιχειρήσεις όπως αυτή αποτελούν μέρος της πολιτικής της Άγκυρας να αποτρέψει την προσπάθεια των Κούρδων για αυτονομία. Η κακή οικονομική κατάσταση της Τουρκίας έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη νέα μεγάλη επίθεση. Θα γίνουν εκλογές στη χώρα στις αρχές του καλοκαιριού του 2023 και το AKP θέλει οπωσδήποτε να παραμείνει στην εξουσία.Ο πληθωρισμός όμως έχει σκαρφαλώσει στο 85,5 % και πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Οι επικριτές της κυβέρνησης κατηγορούν τον Ερντογάν ότι προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή από την κρίση με στρατιωτικές επιχειρήσεις και επικεντρώνοντας στα εθνικιστικά αισθήματα του κόσμου, ώστε να καταφέρει να κερδίσει πόντους στο εσωτερικό. Εάν πράγματι τα καταφέρει απομένει να φανεί.
Ελμάς Τοπτσού / Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου