Παρεμβαίνοντας στην ειδική συνεδρίαση στην Ολομέλεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε μηνύματα πως πολλαπλές κατευθύνσεις, σημειώνοντας πως το 2027, «όταν θα ξανασυναντηθούμε στις κάλπες», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η Ελλάδα θα είναι πολύ καλύτερη από σήμερα, χαρακτηρίζοντας ως μονόδρομο, η χώρα να τεθεί σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και θέτοντας ως νούμερο ένα στόχο τη σύγκλιση με τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.
«Υποδεχόμαστε, τον μισό αιώνα της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας οπλισμένοι με περισσότερη αυτογνωσία και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ζυγίζοντας τις παλιές μας αδυναμίες προκειμένου να μεταφραστούν σε νέες δυνάμεις και κρατώντας πρώτα και πάνω απ' όλα στέρεους τους δεσμούς μας με την κοινωνία», τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία στη Βουλή στην επετειακή συνεδρίαση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
«Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας. Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ' όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Επισήμανε ότι η ημέρα δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι' αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι' αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.
«Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας. Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ' όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Επισήμανε ότι η ημέρα δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι' αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι' αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.
Η ομιλία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή
«Δημοκρατία, κ. Πρόεδρε, είναι η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης εντός του Κοινοβουλίου, έστω κι όταν αυτά τα οποία ακούγονται και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται δυστυχώς δεν συνάδουν με το κλίμα της ημέρας.
Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι, αυτή την ημέρα γιορτής των 50 χρόνων από την επιστροφή της Δημοκρατίας στη γη που τη γέννησε, θέλησα να βρεθώ στο Κοινοβούλιο, στον χώρο που η δικτατορία βεβήλωσε και αιχμαλώτισε για επτά χρόνια, για να αποτελεί σήμερα σύμβολο της πιο μακράς δημοκρατικής περιόδου στη σύγχρονη ιστορία μας, δηλώνοντας με την δράση του ότι το πολίτευμά μας είναι πιο ισχυρό από ποτέ.
Είμαι εδώ, επίσης, γιατί τα γενέθλια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι’ αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι’ αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.
Με τη Μεταπολίτευση να αναδεικνύεται σε έναν κομβικό σταθμό, ο οποίος σφράγισε την πορεία του τόπου, επηρεάζοντας όλες τις επόμενες γενιές.
Ο ιστορικός χρόνος είναι πυκνός. Δεν αλλάζει ωστόσο το γεγονός ότι πριν από μισό αιώνα τίποτα από όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα δεν υπήρχε στη ζωή μας.
Η Ελλάδα ολόκληρη ασφυκτιούσε κάτω από τη μπότα της Χούντας, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους σε φυλακές και σε εξορίες, χωρίς ελευθερία, χωρίς εκλογές, χωρίς ατομικά δικαιώματα, με καθηλωμένη την οικονομία της και στο περιθώριο της διεθνούς σκηνής.
Αυτή η εικόνα αποτυπώνει και την καθοριστική σημασία αυτών των πέντε δεκαετιών και μαζί τον ρόλο όλων των πρωτοπόρων που αντιστάθηκαν στους συνταγματάρχες. Την ανθεκτικότητα ενός λαού ο οποίος κράτησε ζωντανή την πίστη του στα δημοκρατικά ιδανικά.
Κυρίως, όμως, την τόλμη αλλά και τη σοφία όλων όσοι υλοποίησαν τη δύσκολη αυτή μετάβαση στην ομαλότητα και στον κοινοβουλευτισμό, με κορυφαίο, βέβαια, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον ηγέτη που ανέλαβε τη βαριά ευθύνη να ανατάξει τη χώρα αλλά και να διαχειριστεί την τραγωδία της Κύπρου.
Εκεί όπου βρέθηκα τη «μαύρη» επέτειο της τουρκικής εισβολής, για να επαναλάβω ότι ο Ελληνισμός σύσσωμος αντιστέκεται και διεκδικεί. Αλλά και για να συλλογιστώ πόσο κακό προκάλεσε στη Μεγαλόνησο εκείνο το καθεστώς.
Με γνώση και ωριμότητα το 1974 ο Καραμανλής θεράπευσε τις πληγές που είχαν αφήσει ανοιχτές οι επίορκοι αξιωματικοί. Σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας χωρίς να αφήσει τις όποιες ιδεολογικές παρωπίδες να τον βγάλουν από τον στόχο του, να ακυρώσει, δηλαδή, παλιές δομές, να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, να νομιμοποιήσει όλα τα πολιτικά κόμματα, ανάμεσά τους και το Κομμουνιστικό Κόμμα, και να ανοίξει έτσι τον δρόμο προς τη Δημοκρατία.
Και με μοναδική οξυδέρκεια ίδρυσε λίγο μετά τη Νέα Δημοκρατία. Συσπειρώνοντας, όπως και ο ίδιος τόνιζε, εμπειρίες αλλά και νέες, προοδευτικές αλλά και ριζοσπαστικές, πολιτικές δυνάμεις. Για να οργανώσει αργότερα τις πρώτες, μετά από πολλά χρόνια, ελεύθερες εκλογές, σε μια κάλπη όπου η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων στήριξαν εμφατικά το φιλόδοξο όραμά του.
Αυτός ήταν ο πρόλογος ενός σχεδίου με τέσσερις πυλώνες: την πολιτική σταθερότητα, την εθνική ενότητα, την οικονομική ανάπτυξη και φυσικά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αρχές που συνόδευσαν την πατρίδα μας και μετά την επίσημη καθιέρωση της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975, το μακροβιότερο ως τώρα, αφού η ισχύς του ξεπερνάει ήδη εκείνο του 1864.
Ένα εξαιρετικά καινοτόμο κείμενο το οποίο πλέον όλοι δέχονται ότι υπήρξε ένα φωτεινό μονοπάτι, όχι μόνο για την εδραίωση του πολιτεύματος και για την οριστική απαλλαγή από τη βασιλεία, αλλά και για την εμβάθυνσή του στα πρότυπα της Ευρώπης, με διατάξεις οι οποίες ήταν πολύ προχωρημένες για την εποχή τους, έδιναν μεγάλο βάρος στα ανθρώπινα δικαιώματα, με ρυθμίσεις άλλες, πρωτοπόρες, όπως τα ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, τα γενέθλια της Δημοκρατίας συμβαδίζουν και με τα γενέθλια της Νέας Δημοκρατίας, γιατί οι ίδιες αξίες διατρέχουν και τη δική μας ιδρυτική διακήρυξη. Με την πυξίδα της παράταξης να δείχνει πάντα προς μία κατεύθυνση, μόνο μπροστά, ώστε, όπως σημειώνει η διακήρυξή μας, το κόμμα «να υπηρετεί τα συμφέροντα του έθνους πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της δεξιάς, του κέντρου ή της αριστεράς».
Αυτή τη θεμελιακή εντολή ακολουθούμε εδώ και πέντε δεκαετίες, βαδίζοντας δίπλα-δίπλα με την Ελλάδα, σε μία πορεία κοινή, κορυφαία στιγμή της οποίας ήταν η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, πάλι με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Επιλογή που, θυμάστε, αμφισβητήθηκε τότε έντονα, και μέσα σε αυτή την αίθουσα. Μέσα στον χρόνο, όμως, πέτυχε τελικά να συντρίψει σχεδόν κάθε αμφισβήτησή της, να μεταπείσει πολλούς -όχι όλους αλλά πολλούς- αντιπάλους της και να αποτελεί στην κυριολεξία σήμερα ένα σημαντικό εθνικό κεκτημένο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα άλλαξαν πολλά στη χώρα μας, με συμβολή πολλών πολιτικών δυνάμεων. Ο κοινοβουλευτισμός εδραιώθηκε, η σημαντικότερη κατάκτηση της Δημοκρατίας, διαφορετικά κόμματα να μπορούν να εναλλάσσονται ειρηνικά στην εξουσία, πιστά στη λαϊκή εντολή.
Ο πατριωτισμός πιστεύω ότι, παρά τις όποιες ακραίες φωνές μπορεί να ακούγονται ακόμα σε αυτή την αίθουσα, επανήλθε στις γνήσιες διαστάσεις του, μετά την άγρια κακοποίησή του από τη χούντα. Και οι πολίτες εγκατέλειψαν πολλές -όχι όλες αλλά πολλές- από τις δοξασίες που άλλοτε τους χώριζαν.
Παράλληλα, η οικονομία αναπτύχθηκε. Με τη συνδρομή της Ευρώπης, κρίσιμες υποδομές κατασκευάστηκαν σε όλη την επικράτεια. Η τοπική αυτοδιοίκηση ρίζωσε. Εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο. Κατακτήσαμε τη δημοτική γλώσσα, τις αδιάβλητες πανελλαδικές εξετάσεις, το αξιοκρατικό ΑΣΕΠ. Μπήκαμε στην ΟΝΕ και στη συνέχεια στο ευρώ, ενώ από κοινού πολιτικές δυνάμεις πέτυχαν ιστορικές νίκες, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ευρώπη.
Η χώρα, τέλος, ξανασυναντήθηκε με τον πολιτισμό της και την άνθιση της δεκαετίας του 1960, που τολμώ να πω ότι μολύνθηκε από την κακογουστιά της 21ης Απριλίου. Σε μια πολύπλευρη έκρηξη, από τη μουσική, το θέατρο, το σινεμά, μέχρι το βιβλίο, την εικαστική δημιουργία, αλλά και δίπλα σε ένα ευρύτερο κύμα ανάτασης με τη νέα γενιά σε πρώτο ρόλο.
Με λίγα λόγια, αναμφισβήτητα η Ελλάδα προχώρησε, όχι όμως, κ. Πρόεδρε -και θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σε αυτή την αίθουσα-, όσο έπρεπε και όσο θα μπορούσε, καθώς χάθηκαν και μεγάλες ευκαιρίες. Σπαταλήθηκαν συχνά στην κατανάλωση κοινοτικοί πόροι οι οποίοι προορίζονταν για παραγωγικές επενδύσεις, που θα βελτίωναν, αν είχαν αξιοποιηθεί σωστά, περισσότερο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Αναγκαίες αλλαγές συχνά έμειναν μισές, ιδίως στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της τεχνολογίας. Ένα κράτος το οποίο συχνά συμβιβάστηκε με τις αγκυλώσεις του. Και, δυστυχώς, με κυβερνήσεις που συχνά, ναι, δείλιασαν μπροστά στο πολιτικό κόστος. Μια σύγκριση με κράτη τα οποία εντάχθηκαν στην Ευρώπη μετά από εμάς αρκεί για να διαπιστωθούν τα παραπάνω.
Θέλω να διαβάσω, κ. Πρόεδρε, γιατί νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, το οπισθόφυλλο από ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγο και ο συγγραφέας του κάνει την εξής πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση.
Γράφει: «Το 1974, τρεις οικογένειες με εισόδημα ίσο με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους -μία στην Αθήνα, η δεύτερη στο Δουβλίνο, η τρίτη στη Λισαβόνα- απέκτησαν από ένα παιδί. Τα τρία παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, μπήκαν στην αγορά και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Σήμερα είναι μεσήλικες και καλά στην υγεία τους, ζουν πάντα στις πόλεις όπου γεννήθηκαν, με εισόδημα το οποίο συμπορεύεται με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους, ώστε και οι τρεις απολαμβάνουν σήμερα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από εκείνο των γονιών τους. Όμως, τα μεταξύ τους επίπεδα διαφέρουν σημαντικά». Προσέξτε: «Ο Ιρλανδός ζει 3, 4 φορές καλύτερα από τους γονείς του το ’74. Ο Πορτογάλος ζει 2, 3 φορές καλύτερα από τους δικούς του γονείς. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, όμως, είναι μόλις 1, 2 φορές υψηλότερο από εκείνο των γονιών του πριν από μισό αιώνα».
Καταθέτω αυτό το κείμενο -δεν αμφισβητούνται αυτά τα οικονομικά στοιχεία- γιατί κινδυνεύουμε μερικές φορές, μέσα στην αυτοαναφορικότητα και στην ικανοποίηση, η οποία προφανώς μας διακατέχει αυτή την ημέρα, για τη μεγάλη επιτυχία της θεσμοθέτησης της πιο στέρεας Δημοκρατίας στην ιστορία μας, να ξεχάσουμε αυτές τις μεγάλες οικονομικές χαμένες ευκαιρίες.
Και γι’ αυτό ακριβώς, καθώς συμπληρώσαμε 50 χρόνια Δημοκρατίας, ο στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη γρήγορη σύγκλιση με τις πιο προηγμένες χώρες της Ένωσης στους μισθούς αλλά και στους θεσμούς, στην πιο αποτελεσματική κρατική λειτουργία, στην πιο παραγωγική οικονομία, στις θεσμικές αλλαγές, αλλά, ναι, και στις ατομικές συμπεριφορές.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια μάχη τολμηρών μεταρρυθμίσεων, που ήδη δίνει η Ελλάδα, προκειμένου να απαλλαγεί από τα φρένα τα οποία την κράτησαν πίσω εδώ και δεκαετίες: από τη φοροδιαφυγή και τις πολεοδομικές αυθαιρεσίες, μέχρι τη βία στα γήπεδα και τις γειτονιές, από τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία και τα πολλά εκπαιδευτικά κενά, μέχρι τις τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης.
Μιλώ για προβλήματα τα οποία προφανώς και δεν ξεπερνιούνται με μία απόφαση ή με έναν νόμο. Που απαιτούν χρόνο, καθώς η λύση τους συχνά υπερβαίνει και τους εκλογικούς κύκλους. Απαιτούν, όμως, και επιμονή, αφού γύρω τους ρίζωσαν συμφέροντα που έμαθαν να διαβιούν μέσα στην παραλυσία που συχνά προκαλούν.
Οι εκσυγχρονιστικές τομές, βλέπετε, πάντα ξεβολεύουν μερικούς. Όμως στο τέλος ευνοούν τους πολλούς. Πολύ περισσότερο, όταν τα τελευταία 15 χρόνια ο τόπος απέδειξε ότι έχει πράγματι αστείρευτες δυνάμεις. Αν και υπέμεινε μια πρωτοφανή οικονομική κατάρρευση, κατόρθωσε πια να βρίσκεται σε δυναμική ανάπτυξη. Μείωσε την ανεργία, στήριξε τα εισοδήματα, ενώ, στο μεταξύ, κατάφερε και ξεπέρασε διαδοχικά εμπόδια, από την πανδημία, το μεταναστευτικό, τις εθνικές προκλήσεις, μέχρι την ενεργειακή κρίση και πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές.
Είναι μία ξεχωριστή εμπειρία στο μεταπολιτευτικό τόξο, το οποίο όμως τέμνει καταλυτικά το στίγμα της χρεοκοπίας. Ουσιαστικά τα 50 χρόνια χωρίζονται σε 40 συν 10. Ένα συλλογικό σοκ, το οποίο πήρε τις πιο δραματικές του διαστάσεις το καλοκαίρι του 2015, όταν η πατρίδα κινδύνευσε να τεθεί εκτός Ευρώπης, όμηρος τότε ολέθριων κυβερνητικών χειρισμών, και με συνέπειες που έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την εθνική ανάταξη.
Από την άποψη αυτή, στις μέρες μας φαίνεται να ενώνεται ξανά το νήμα των κεντρικών εθνικών στόχων. Γιατί η χούντα μπορεί να διέκοψε βίαια την απόπειρα της μεταπολεμικής Ελλάδος να ανορθωθεί και να υπερβεί τελικά τον εμφύλιο, ενώ τα μνημόνια βύθισαν την πατρίδα σε έναν καινούριο λαβύρινθο οπισθοχώρησης.
Τώρα, συνεπώς, και οι δύο αυτές επιδιώξεις συμπίπτουν σε ένα ζητούμενο: το ζητούμενο της γρήγορης ευρωπαϊκής σύγκλισης.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα έλεγα ότι αυτή η περίοδος των τελευταίων 50 ετών, ήταν, ναι, περίοδος των ιστορικών τομών, αλλά ήταν και περίοδος των χαμένων ευκαιριών.
Η εποχή που φτάνει τώρα πρέπει να είναι η εποχή των διδαγμάτων αλλά και των τολμηρών αλμάτων, με όσα γνωρίσαμε στην περιπέτεια του περιθωρίου και του λαϊκισμού να γίνονται θετικά εφόδια στην πορεία της χώρας προς το 2030.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτήν ακριβώς την προοπτική διεκδικούμε σήμερα, αντλώντας συμπεράσματα από το χθες.
Γιατί όπως η αδύναμη βαλκανική χώρα του 1974 σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μία ισχυρή ευρωπαϊκή Δημοκρατία, έτσι και η Ελλάδα της καθήλωσης και του διχασμού πέτυχε να ανορθώσει την οικονομία της και να ενώσει περισσότερο την κοινωνία.
Και όπως το 2023, όταν έγιναν οι τελευταίες εθνικές εκλογές, η χώρα ήταν καλύτερη από το 2019, έτσι και το 2027, όταν θα ξανασυναντηθούμε στις κάλπες, θα είναι πολύ καλύτερη από σήμερα.
Σε αυτήν την τελευταία φάση, μάλιστα, σημειώθηκαν κατακτήσεις καθόλου εύκολες και καθόλου αυτονόητες. Δεν είναι εξάλλου απλό μία χώρα καθημαγμένη από τεράστια βάρη να μπορεί να απαλλάσσεται από 50 φόρους και ταυτόχρονα να αυξάνει το ΑΕΠ της με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ούτε ένας τόπος ο οποίος ήταν πολιορκημένος από μετανάστες, που διέσχιζαν αφύλακτα σύνορα, να είναι σήμερα πιο ασφαλής και να μπορεί να εξοπλίζεται με υπερσύγχρονα όπλα.
Απλή δεν ήταν, επίσης, ούτε η αναγέννηση των επενδύσεων, ούτε οι 400.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν, ούτε η μείωση της ανεργίας από το 18% στο 10%, ούτε η αύξηση των συντάξεων και των μισθών στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα.
Όλα αυτά συνοδεύουν τον επίλογο μισού αιώνα, προβάλλοντας μπροστά μας, όπως είπα, παλιές εκκρεμότητες δίπλα σε νέα αιτήματα. Την ανάγκη ενός ισχυρού Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αυτή η ανάγκη να συναντά τώρα την πολιτική προστασία, την οποία ζητάει η κλιματική κρίση. Ή η διαχρονική μάστιγα της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής να διασταυρώνεται τώρα με την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την ακρίβεια και να στηρίξουμε τα ελληνικά νοικοκυριά. Αλλά, ταυτόχρονα, να αναπροσανατολίσουμε και το κράτος και να το κάνουμε πιο αποτελεσματικό.
Με άλλα λόγια ένα πολύπλοκο παρόν μας καλεί, ταυτόχρονα, να κλείσουμε λογαριασμούς με το παρελθόν, αλλά να αντιμετωπίσουμε και τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος. Να επιτύχουμε, επιτέλους, τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες, με νομιμότητα παντού, στα γήπεδα, στις παραλίες, στα σχολεία, στις συνοικίες, με αναβαθμισμένα νοσοκομεία, με δωρεάν προληπτικές εξετάσεις για όλους.
Σε ένα μέτωπο διπλό, που από τη μία πλευρά θα στηρίζει τα νοικοκυριά με έκτακτες πρωτοβουλίες, όπως αυτές που ανακοινώσαμε πριν από λίγες μέρες για την ενέργεια, κυρίως όμως με σταθερές αυξήσεις που θα ισχύουν μόνιμα. Και από την άλλη θα διαμορφώνει τη σύγχρονη παιδεία του 21ου αιώνα, με ψηφιακά σχολεία, με δεκάδες χιλιάδες διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών, αλλά και τη νέα Ελλάδα, με δεκάδες μεγάλα έργα τα οποία ανακουφίζουν την καθημερινότητα του πολίτη.
Δεν θα κρύψω τις παγίδες και τις αστοχίες που κρύβει αυτό το εγχείρημα. Αποτελεί, ωστόσο, μονόδρομο. Μονόδρομο ώστε η χώρα να τεθεί, επιτέλους, σε μια τροχιά ισχυρής διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Κάτι που θεωρώ ότι συνειδητοποιούν, αθόρυβα και πολλές φορές σιωπηλά αλλά σταθερά, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Διαπιστώνοντας, σήμερα, ότι πολλά από τα δόγματα της μεταπολίτευσης δεν ήταν παρά σκιάχτρα. Σκιάχτρα τα οποία τελικά υψώνονταν εναντίον της προόδου.
Έτσι ερμηνεύω και την πιο ευρεία αποδοχή απόψεων που παλιά ήταν ταμπού, όπως η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων, η συνεργασία μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτικών φορέων, η κοινή παραδοχή ότι η ασφάλεια είναι προϋπόθεση ελευθερίας και ευημερίας, η αποστροφή στο ψέμα και η συμφωνία πλέον σε λύσεις, πρακτικές λύσεις, αποτελεσματικές λύσεις, πέρα από ξεπερασμένα θεωρητικά σύνορα. Με τον διαχωρισμό μεταξύ των πολιτών να δύει μαζί με τον παλαιοκομματισμό.
Πρόκειται για πρόοδο η οποία διατρέχει τόσο τους θεσμούς όσο και τη στάση των ψηφοφόρων. Θυμίζω ότι στο εξής τα προγράμματα των κομμάτων επιβάλλεται να κοστολογούνται από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ώστε να απαλλαγούμε, επιτέλους, στις επόμενες εθνικές εκλογές από την ανέξοδη πλειοδοσία. Ενώ όλο και περισσότερο η κοινή γνώμη αφήνει πίσω ιδεολογήματα, αναζητώντας, πρώτα και πάνω απ’ όλα, χειροπιαστά αποτελέσματα.
Το ίδιο μήνυμα θα έλεγα ότι διατρέχουν και εκπέμπουν και αλλαγές οι οποίες επηρεάζουν τελικά και τις ίδιες τις συμπεριφορές των συμπολιτών μας. Η οικολογική ευαισθησία, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη νέα γενιά, η πρόοδος του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης, αλλά και η αυξανόμενη συμμετοχή, της τόσο κακοποιημένης αυτής έννοιας της ατομικής ευθύνης, στις δημόσιες δράσεις, κάτι το οποίο το βλέπουμε να εκδηλώνεται ήδη, κυρίως με πρωτοβουλίες της Πολιτικής Προστασίας.
Τα παραπάνω θεωρώ ότι συνιστούν, κ. Πρόεδρε, δείγματα ωριμότητας που μας δίνουν πρόσθετη αισιοδοξία για το αύριο. Αποδεικνύοντας πως οι Ελληνίδες και οι Έλληνες νιώθουν πως έχει έρθει πια ο καιρός της αναμέτρησης με όσα υπονόμευαν επί δεκαετίες την πορεία μας. Κερδίζοντας τον χρόνο ο οποίος δεν αξιοποιήθηκε και μειώνοντας γρήγορα την απόσταση που δυστυχώς ακόμα μας χωρίζει από την ευρωπαϊκή καθημερινότητα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτό το σταυροδρόμι των 50 ετών, το ισοζύγιο κατακτήσεων και αδυναμιών που μεσολάβησε πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να είναι δίκαιο. Γιατί οι τελευταίες ασφαλώς δεν λείπουν. Είτε αυτές αφορούν τις δυσκολίες της συγκυρίας, όπως την υπαρκτή ακρίβεια, είτε συνδέονται με χρόνιες καθυστερήσεις του κράτους.
Όμως, όσο αυτοκριτικοί και αν θέλουμε να είμαστε, θα ήταν λάθος στη σημερινή ημέρα οι επιμέρους σκιές να κρύψουν τη συνολική εικόνα μιας συγκεκριμένης εθνικής διαδρομής.
Γιατί είναι αλήθεια πως η Ελλάδα του 2024 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 1974. Είναι μία σύγχρονη Δημοκρατία, με τα σύνορά της προστατευμένα, την εθνική της άμυνα θωρακισμένη, τη διπλωματία της πλαισιωμένη από ισχυρές συμμαχίες, την οικονομία της πιο στιβαρή, στην πρώτη γραμμή, και ναι, και με την κοινωνία της, παρά τους διαχωρισμούς, πιο ενωμένη από ό,τι ήταν στο παρελθόν.
Παράλληλα, το πολίτευμά μας βάθυνε και αυτό, στρέφοντας το ενδιαφέρον του πρωτίστως στην προστασία των πιο ευάλωτων.
Για σκεφτείτε, πολίτες με αναπηρία, συμπολίτες μας με αναπηρία δεν είναι πια αόρατοι για την πολιτεία, όπως ήταν για πολλές δεκαετίες. Ομάδες που ζούσαν στο περιθώριο έχουν σήμερα πια όλα τα δικαιώματα που τους παρέχει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός.
Και δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία έκθεση του κράτους δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύεται σήμερα, ανήμερα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αυτή η έκθεση κατατάσσει την Ελλάδα στις 9 χώρες, μεταξύ των 27, με τις λιγότερες συστάσεις. Και αυτό σε πείσμα όσων διαλαλούν ότι είμαστε τάχα μία «αυταρχική» Δημοκρατία.
Στο μεταξύ, κ. Πρόεδρε, πρέπει να αναγνωρίσουμε και την πρόοδο που έχουμε πετύχει στην ίδια την κοινοβουλευτική διαδικασία. Σε αυτή την αίθουσα συχνά μπορούμε και πρέπει να διαφωνούμε και μάλιστα έντονα. Όμως, η Βουλή λειτουργεί και λειτουργεί πολύ καλά επί πέντε δεκαετίες. Ενίσχυσε το νομοθετικό της έργο με πολλές πρόσθετες επιτροπές. Ανάμεσα σε πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις, ενέκρινε, επιτέλους, και την επιστολική ψήφο, δείγμα ότι και το Κοινοβούλιό μας ακολουθεί πράγματι τα μηνύματα των καιρών.
Δύο ακόμα παρατηρήσεις, κ. Πρόεδρε, για τη δράση του Σώματος όλο αυτό το διάστημα. Πρώτον έδειξε ότι ξέρει και μπορεί να περιφρουρεί τις διαδικασίες του, αποβάλλοντας εκείνους που το προσβάλλουν με αντιδημοκρατικές επιθέσεις. Και δεύτερον, ναι, το Κοινοβούλιο ανοίχτηκε στους πολίτες, όχι μόνο με κινήσεις ενημέρωσης, αλλά δίνοντας και έμπρακτα το «παρών» σε κάθε δύσκολη στιγμή που βίωσε η ελληνική κοινωνία.
Απόσταγμα, ωστόσο, κάθε θετικής εμπειρίας δεν μπορεί να είναι μόνο η καταγραφή της, όσο η αναμέτρηση με το μέγεθος το οποίο θα μπορούσε να έχει. Κάτι που οδηγεί και πάλι στα σημερινά μεγάλα στοιχήματα του πολιτικού συστήματος.
Να κινηθούμε, δηλαδή, ταχύτερα και να συναντηθούμε, όπου αυτό είναι εφικτό, σε συναινέσεις, αλλά κυρίως σε ρεαλιστικές θέσεις, μακριά από διαιρέσεις που χτίζονται συνήθως πάνω σε ψεύτικες υποσχέσεις.
Ενώ, από την άλλη, να στραφούμε με πραγματισμό και με ευθύνη απέναντι στις αναγκαίες τομές που χρειάζεται η χώρα την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με στόχο τα διδάγματα του χθες να γίνουν ισχυρά προτάγματα του σήμερα.
Τιμώντας έμπρακτα με αυτόν τον τρόπο τον μισό αιώνα Μεταπολίτευσης και μετατρέποντας τα μεγάλα άλματα του παρελθόντος στα επόμενα άλματα του μέλλοντος. Σε αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση ήδη προωθεί μια σειρά από αλλαγές που βελτιώνουν την καθημερινότητα του πολίτη.
Αλλά θα ήθελα να κλείσω επισημαίνοντας ότι η σημερινή μέρα σίγουρα είναι μία μέρα που δεν ενδείκνυται για άγονες αντιπαραθέσεις και για κομματικούς διαξιφισμούς. Αυτό, ωστόσο, δεν με εμποδίζει να απευθυνθώ για ακόμα μία φορά ειλικρινά στις πτέρυγες της αντιπολίτευσης, ζητώντας πάντα σαφείς και θετικές προτάσεις, στο πλαίσιο μιας κουλτούρας ουσιαστικού, προωθητικού διαλόγου.
Τα μεγάλα προβλήματα τόσο πιο εύκολα αντιμετωπίζονται όσο πιο μεγάλο είναι και το μέτωπο το οποίο ορθώνεται απέναντί τους. Η Μεταπολίτευση, άλλωστε, μπορεί να μοιάζει με μία περίοδο σχετικά μικρή σε εμάς και τα παιδιά μας, σε σχέση με τον ιστορικό χρόνο, όμως, παράλληλα, δεν παύει να αποτελεί το εν τέταρτον ολόκληρης της ως τώρα ζωής του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Και υπό αυτό το πρίσμα τα 50 χρόνια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτούν άλλη διάσταση. Συγκροτούν αναμφίβολα ένα σχετικά αυτοτελές ιστορικό κεφάλαιο στη διαδρομή του τόπου, έχοντας εγείρει όμως στη διάρκειά τους μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα, με πρώτο τον εκσυγχρονισμό. Ερωτήματα τα οποία μένουν ανοιχτά, ως προκλήσεις για το μέλλον.
Η Μεταπολίτευση έτσι καθίσταται το τέλος και η αρχή. Μια αρχή που γεννά καθορισμένα καθήκοντα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, με πυξίδες τον ρεαλισμό και το αποτέλεσμα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως είπα και εισαγωγικά, δεν είναι τυχαίο ότι τα γενέθλια της Δημοκρατίας συμπίπτουν με αυτά της παράταξής μας. Όπως συμπίπτουν τελικά και οι μεγάλες εθνικές επιλογές με τις διαχρονικές θέσεις του κόμματός μας: την ευρωπαϊκή προοπτική, την ανοιχτή οικονομία, το κοινωνικό κράτος, τη λαϊκή ενότητα, πάνω από όλα την ανεξάρτητη και ισχυρή πατρίδα.
Και στον ίδιο δρόμο του υπεύθυνου πατριωτισμού βαδίζουμε και στις μέρες μας. Σε μια μεγάλη προσπάθεια τα 50 χρόνια από την επιστροφή της Δημοκρατίας να γίνουν αφετηρία και για μια καλύτερη δημόσια ζωή αλλά και για μια καλύτερη Ελλάδα.
Γι’ αυτό και θεωρώ τη σημερινή επέτειο συλλογικό ξεκίνημα για τη συνολική αναβάθμιση της λειτουργίας και του πολιτικού μας συστήματος.
Από την πλευρά της, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να γίνεται σε λίγο 50 ετών, τη διαπερνά ωστόσο η ίδια εκείνη ορμή της εκκίνησης του 1974, που στο πέρασμα του χρόνου ενώθηκε με τον εφηβικό ριζοσπαστισμό και αργότερα με την ενήλικη ωριμότητα, για να μετουσιωθεί τελικά σε μια πολιτική διαρκούς εξέλιξης, που ενσωματώνει προωθητικά την παράδοση, όπως ακριβώς θα το ήθελε και ο ιδρυτής μας.
Σε ένα κόμμα δυναμικό, το οποίο θέλει να καινοτομεί, χωρίς πάντως να χάνει την ταυτότητά του, να διευρύνεται, χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές του, κρατώντας τις ρίζες του δυνατές ώστε να μπορεί να απλώνεται και πέρα από τη σκιά του.
Γι’ αυτό και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα όπου συναντώνται πολίτες από διαφορετικές αφετηρίες, με τον ίδιο σκοπό όμως πάντα: ένα κράτος σύγχρονο και δημοκρατικό, παραγωγικό και δίκαιο.
Υποδεχόμαστε, λοιπόν, τον μισό αιώνα της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας οπλισμένοι με περισσότερη αυτογνωσία και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ζυγίζοντας τις παλιές μας αδυναμίες προκειμένου να μεταφραστούν σε νέες δυνάμεις και κρατώντας πρώτα και πάνω απ’ όλα στέρεους τους δεσμούς μας με την κοινωνία.
Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας.
Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί.
Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη Δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ΄ όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις.
Θα ορίσουμε έτσι τις συντεταγμένες της πορείας μας για τα επόμενα 50 χρόνια, με την ίδια τόλμη που έδειξαν και οι πρωτεργάτες της μεγάλης αλλαγής του 1974. Με το όραμά τους ολοζώντανο στον πυρήνα των πολιτικών μας, τη σκέψη τους να πυροδοτεί τη δράση μας και τις πράξεις τους να μας καλούν να γίνουμε όχι απλά θεματοφύλακες ενός ιστορικού παρελθόντος, αλλά και διαμορφωτές ενός σπουδαίου μέλλοντος.
Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία μας.»
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου