Το νέο πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές

ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ τοπίο αναδείχθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, με κυρίαρχο τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Παρά την ήττα του στη διαπραγμάτευση με τους Eυρωπαίους εταίρους και τα πενιχρά αποτελέσματα της πρώτης διακυβέρνησής του και παρά τη διάσπαση του κόμματός του, οι ψηφοφόροι του έδωσαν μία καθαρή νίκη με 7,5 μονάδες διαφορά από το συντηρητικό κόμμα της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ παγιώνεται ως κόμμα εξουσίας, με συγκεχυμένο όμως χαρακτήρα. Παραμένει αριστερό και ριζοσπαστικό κόμμα μόνο κατ' όνομα, παρά το ότι ο λαός συγκατένευσε στη μνημονιακή του μετάλλαξη. Υπό το πρίσμα αυτό, παράλληλα με τα κυβερνητικά καθήκοντα και σε συσχέτιση με την διακυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας έχει να ανασυγκροτήσει πολιτικά και ιδεολογικά το κόμμα του.

του Σπύρου Γκουτζάνη*

Ο κ. Τσίπρας πέτυχε μέσα σε δύο μήνες να μετατρέψει το καθαρό «όχι» του δημοψηφίσματος σε «ναι» στο τρίτο μνημόνιο. Ήταν αυτό αναπόφευκτο προκειμένου να διατηρήσει την πρωθυπουργία. Έβαλε όμως φρένο στο γενικότερο σχέδιο των εταίρων για τη χώρα. Διακριτικά, στήριξε τον κ. Καμμένο, τον οποίο Βερολίνο και Βρυξέλλες ήθελαν εκτός βουλής και εκτός κυβέρνησης. Τώρα, σχηματίζει ξανά κυβέρνηση μαζί του, ματαιώνοντας τα σχέδια των συντηρητικών ευρωπαϊκών κύκλων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο συνασπισμό, με τη συμμετοχή ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού.

Στη σύντομη προεκλογική περίοδο, o κ. Τσίπρας ήταν ο μόνος που άρθρωσε ένα έστω και ελλειμματικό αφήγημα που βασίστηκε στο ότι έκανε «σκληρή διαπραγμάτευση και ζήτησε μία δεύτερη ευκαιρία για να συνεχίσει να αγωνίζεται ώστε να αμβλύνει τις πλέον αρνητικές πτυχές της συμφωνίας που υπέγραψε». Συμπληρωματικά, ο κ. Τσίπρας εμφανίστηκε ως εκφραστής του νέου απέναντι στο παλιό σύστημα, που ταύτισε με την διαφθορά και την διαπλοκή. Σε συνδυασμό, τα δύο επιχειρήματα ενέχουν την υπόσχεση για κοινωνική δικαιοσύνη στην κατανομή του κόστους του τρίτου μνημονίου και στην ετεροχρονισμένη τιμωρία των ενόχων για τη χρεοκοπία της χώρας. Το αφήγημά του, με το θετικό στοιχείο μίας αισιόδοξης υπόσχεσης, υπερίσχυσε του βασικού του αντιπάλου, ο οποίος ανάλωσε όλη του την προσπάθεια στην αποδόμηση του πολιτικού προφίλ του κ. Τσίπρα και περιορίστηκε να προβάλλει «την ειλικρίνεια» και τη συνεπή εφαρμογή του μνημονίου, δίχως άλλο όραμα. Η προσπάθειά του αρχηγού του συντηρητικού κόμματος ήταν εξ αρχής υπονομευμένη από την κυβερνητική θητεία της ΝΔ και από τον αποδεκατισμένο κομματικό μηχανισμό που του κληροδότησε ο προκάτοχός του στην προεδρία.

Η ΝΔ όμως, παρότι υπέστη την τρίτη ήττα από την αρχή του χρόνου- αν συνυπολογιστεί και το δημοψήφισμα- άντεξε και αποτελεί τον άλλο πυλώνα του νέου διπολισμού. Έχει το περιθώριο να ανασυγκροτηθεί και να προετοιμαστεί, ώστε να διεκδικήσει ξανά την εξουσία όταν κλείσει τον κύκλο του ο κ. Τσίπρας, κάτι που σε καιρούς μνημονίου κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα διαρκέσει. Μέχρι τότε, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την αντιπολιτευτική της στρατηγική και να αναζητήσει νέο αρχηγό. Η πίεση στην κυβέρνηση για όσο το δυνατόν πιο πιστή εφαρμογή του μνημονίου δεν συνιστά αντιπολίτευση στα μάτια της κοινής γνώμης. Μάλλον την ταυτίζει με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που από τον ελληνικό λαό εκλαμβάνονται ως εχθρικές.

Η αντοχή της ΝΔ φαίνεται πιο καθαρά σε αντιπαράθεση με την τύχη του ΠΑΣΟΚ, το οποίο μετά από δύο χρόνια μνημονίου, στις εκλογές του 2012 κατέρρευσε στο 13% και έκτοτε έχει φθίνουσα τροχιά.

Το Ποτάμι, με θολό ιδεολογικό και πολιτικό περίγραμμα, δεν πέτυχε να γίνει ο υποδοχέας της δυσαρέσκειας από τη δεξιά παράταξη και να διαδεχθεί τη ΝΔ. Η λογική των γεγονότων οδηγεί τα μικρά κόμματα να συμπιεστούν περαιτέρω από τα κόμματα εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.

Μεγάλος χαμένος μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι η αντιμνημονιακή Αριστερά, που μένει χωρίς εκπροσώπηση στη βουλή. Η Λαϊκή Ενότητα, που προέκυψε από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε όλα τα λάθη που θα μπορούσε μέσα σε τρεις εβδομάδες. Η ηγεσία της περιέφερε άσκοπα την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης το πρώτο τριήμερο, επικέντρωσε την εκστρατεία της εναντίον των μέχρι πρότινος συντρόφων, ενώ φάνηκε διαλλακτική έναντι του ΚΚΕ, με το οποίο αντλούν από την ίδια δεξαμενή ψηφοφόρων. Κυρίως όμως, δεν βρήκε τον τρόπο να ξεδιπλώσει και να κάνει πειστική τη βασική της θέση, ότι υπάρχει εναλλακτική οδός με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Όταν άρχισε να το κάνει, η κοινωνία της είχε γυρίσει την πλάτη.

Το ΚΚΕ είναι ιδιάζουσα περίπτωση, που δεν συγκαταλέγεται στην σύγχρονη Αριστερά.

Έχοντας ξεμπερδέψει προς το παρόν με την αντιπολίτευση από τα αριστερά του, και καθώς το σύνολο των συστημικών δυνάμεων είναι υπέρ της εφαρμογής του μνημονίου, ο κ. Τσίπρας είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει σχεδόν δίχως πολιτικές αντιδράσεις, τις δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές προβλέψεις της συμφωνίας που υπέγραψε. Το εάν το πρόγραμμα που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγεί σε σωτηρία της χώρας όμως εξακολουθεί να είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο.

* Ο Σπύρος Γκουτζάνης είναι δημοσιογράφος
Από την στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ