Αλλαγή κατεύθυνσης - Η λάθος συνταγή της τρόικας και η ανάγκη να τροφοδοτηθεί η ανάπτυξη

του Σάββα ΡΟΜΠΟΛΗ*
Η Ευρώπη γνωρίζει ότι το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας έχει ελαττώματα. Και αν εκλεγεί στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία ο Φρ. Ολάντ θα το επαναδιαπραγματευθεί με τους ευρωπαίους εταίρους, δεδομένου, όπως υποστηρίζει, ότι ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία από μόνες τους πρέπει να αποφασίσουν για την κατεύθυνση της Ευρώπης.
 
Πράγματι, η επιλογή για την Ευρώπη και ειδικότερα για τα κράτη-μέλη που δοκιμάζονται από την κρίση χρέους δεν είναι μεταξύ μείωσης του ελλείμματος και ύφεσης διά μέσου των μέτρων λιτότητας. Η επιλογή είναι η ανάπτυξη και η μείωση του ελλείμματος διά μέσου της αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή η αλλαγή κατεύθυνσης προς την ανάπτυξη, την τεχνολογία-καινοτομία και την παραγωγικότητα συνιστά για τα κράτη-μέλη της κρίσης χρέους και για την Ευρώπη, στο πλαίσιο ενός πανευρωπαϊκού αναπτυξιακού σχεδίου, τον πιο οικονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά αναδιανεμητικό δρόμο για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων, των χρεών και της ανεργίας. Με την επιλογή αυτή, χωρίς μείωση μισθών, μειώνεται το κόστος ανά μονάδα προϊόντος και βελτιώνεται το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η συνεχής υιοθέτηση νέων αποδοτικότερων μεθόδων παραγωγής θα βελτιώσει την απόδοση των συντελεστών παραγωγής και την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών αναβαθμίζοντας την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων (Γ. Ευδωρίδης, 2011:107). Αντίθετα, η μείωση των μισθών, όπως επιβάλλουν η τρόικα και οι ελληνικές κυβερνήσεις με το Μνημόνιο 1 και το Μνημόνιο 2, εκτός των άλλων, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να περιθωριοποιηθεί ακόμη περισσότερο.

Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) και οι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, αντί να αναγνωρίσουν την επιστημονική και πολιτική τους ήττα για το πρόγραμμα της εσωτερικής υποτίμησης ως βασικής αιτίας της βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, της έκρηξης της ανεργίας, της αποεπένδυσης, της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και των συνταξιούχων κατά 40%, της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων κ.λπ., υποστηρίζουν ότι οι υψηλοί μισθοί συνιστούν τον κύριο λόγο της ανεργίας και του χαμηλού επιπέδου παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται για την ελληνική οικονομία, αφού το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα την περίοδο 1995-2009, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 35 βιομηχανικών χωρών, αυξήθηκε συνολικά κατά 5% (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) και κατά τα έτη 2010-2011 σε σύγκριση με τις 35 πλέον ανταγωνίστριες χώρες μειώθηκε κατά 3,7%, χωρίς παράλληλα να έχει βελτιωθεί το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και να έχει μειωθεί το επίπεδο ανεργίας στην ελληνική οικονομία (Στ. Γαβρόγλου, 2012:20). Και αυτό γιατί τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτομικών, παραγωγικών και ποιοτικών παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά τον διεθνή ανταγωνισμό. Παράλληλα, η έρευνα (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2011) απέδειξε ότι οι επιχειρήσεις δεν μετακυλίουν ολόκληρη τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στις τιμές των προϊόντων (πληθωρισμός 2,4%, 2011). Στις συνθήκες αυτές, μεταξύ άλλων, της σημαντικής μείωσης των μισθών, της παντελούς απώλειας του εισοδήματος (άνεργοι) και της ακρίβειας, επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο το επίπεδο ανισοκατανομής του εισοδήματος καθώς και αυτό της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων.

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στην Ελλάδα αναλογεί στους μισθωτούς το 35% του ΑΕΠ και το 65% αναλογεί στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, στις βόρειες χώρες της Ευρώπης αναλογεί στους μισθωτούς το 80% του ΑΕΠ και το υπόλοιπο 20% στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού («ΤΑ ΝΕΑ», 17-18/3/2012). Παράλληλα, η κατάργηση, ουσιαστικά, της συλλογικότητας στις συμβάσεις εργασίας και η κυριαρχία της ατομικής σύμβασης υπό την απειλή απολύσεων μετατοπίζουν το κέντρο βάρους προσδιορισμού του μισθού και διαφοροποιούν την εννοιολογική και συμβασιακή του θεώρηση, από κόστος και εισόδημα αποκλειστικά σε κόστος των επιχειρήσεων. Ετσι, κατ' αυτόν τον τρόπο, ανατρέπεται η ισορροπία των παραγωγικών δυνάμεων στους χώρους εργασίας με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επίπεδο εισοδήματος των εργαζομένων, την ποιότητα της εργασίας και την ποιότητα της παραγωγής.
 
* Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου