Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ψηφίζουμε πολιτική ανυπαρξία

Το Ευρωκοινοβούλιο αποτελεί μια διακοσμητική γραφικότητα στο πλαίσιο της Ε.Ε. Ισως και μια επένδυση ελπίδων για όσους θεωρούν ελπίδα τον εφιάλτη να εξελιχθεί η Ε.Ε. σε κακέκτυπο των ΗΠΑ – κάποιο είδος ευρωπολτού, με αφανισμένες τις πολιτισμικές, χαρακτηρολογικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας...


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Στις Ευρωεκλογές, σε μια εβδομάδα, ψηφίζουμε τους συμπολίτες μας που θα μας εκπροσωπούν, για πέντε χρόνια, στο «Ευρωκοινοβούλιο». Πόσο επηρεάζει τα κρατικά και τα κοινωνικά μας προβλήματα η συμμετοχή είκοσι και ενός συμπολιτών μας σε αυτό τον νεόκοπο θεσμό;

Το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει καμιά, μα απολύτως καμιά διατακτική και εκτελεστική αρμοδιότητα – καμιά εξουσία πολιτικών αποφάσεων δεσμευτικών για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Δεν νομοθετεί ούτε δημιουργεί Δίκαιο. «Υποβάλλει ερωτήσεις» (!!) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και «συζητάει» (!!) για τη νομισματική πολιτική με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Το Ευρωκοινοβούλιο αποτελεί μια διακοσμητική γραφικότητα στο πλαίσιο της Ε.Ε. Ισως και μια επένδυση ελπίδων για όσους θεωρούν ελπίδα τον εφιάλτη να εξελιχθεί η Ε.Ε. σε κακέκτυπο των ΗΠΑ – κάποιο είδος ευρωπολτού, με αφανισμένες τις πολιτισμικές, χαρακτηρολογικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας.

Στο όνομα ελπιζόμενων οικονομικών ωφελημάτων που θα προκύψουν, αν εξαμβλωθεί η Ευρώπη σε ενιαία καταναλωτική αγορά.

Στην Ε.Ε. φανερά ηγεμονεύουν τρία διευθυντικά όργανα: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και και (όχι εξαρχής) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα στελέχη και το προσωπικό των τριών αυτών οργάνων δεν εκλέγονται με την ψήφο του Ευρωκοινοβουλίου ούτε απευθείας από τους πολίτες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι πολίτες εκλέγουν μόνο το μηδενικής πολιτικής ευθύνης Ευρωκοινοβούλιο.

Για τον διακοσμητικό τους ρόλο οι ευρωβουλευτές έχουν οικονομικές απολαβές μυθικές και κοσμοπολίτικο βίο. Δηλαδή, απολαμβάνουν προνομίες υψηλών ηγετικών αξιωμάτων, χωρίς να επωμίζονται τις ευθύνες και τις διακινδυνεύσεις που συνεπάγονται τα υψηλά αξιώματα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι κομματάρχες (στην Ελλάδα τουλάχιστον, ίσως και αλλού) μοιράζουν, σαν μπουναμάδες περιωπής, τις θέσεις στα κομματικά ψηφοδέλτια. Αμείβουν έτσι τη βοσκηματώδη υποταγή στον κομματάρχη, την τυφλή αφοσίωση στα ιδεολογικά προσχήματα ή και τη διαφημιστική εμβέλεια που προσδίδει στο κόμμα το όνομα και μόνο μιας διάσημης τραγουδίστριας, ενός λαοφίλητου ποδοσφαιριστή, ενός δημοσιογράφου με μορφωτική υστέρηση αλλά μεγάλη τηλεθέαση.

Και, ακριβώς, όταν είναι φτηνιάρικα τα κριτήρια επιλογής των ευρωβουλευτών από τους κομματάρχες, γίνεται περιγέλαστη και η χώρα που αφήνεται να εκπροσωπηθεί στο Ευρωκοινοβούλιο από λούμπεν βεντέτες της τηλεοπτικής δημοσιότητας. Παρ’ όλη την παγκοσμιοποίηση του μηδενιστικού αμοραλισμού που συνοδεύει τον Ιστορικό Υλισμό, είναι υπολογίσιμες ακόμα οι αντιστάσεις αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας του ανθρώπου στο πολιτικό πεδίο.

Θα άξιζε ίσως τον κόπο, να απογραφεί το ποσοστό των Ευρωπαίων πολιτών που θεωρούν πρωτογονισμό την καταστατική απογύμνωση του Ευρωκοινοβουλίου από κάθε πολιτική αρμοδιότητα. Θα άξιζε και να διερευνηθεί η απορία: πώς συμπίπτει, η προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ανατίθενται με τόση άνεση σε πρώην ή μέλλοντα στελέχη των ιδιωτικών κολοσσών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος (Lehman Brothers, Goldman Sachs, Morgan Stanley); Συνιστούν τα ερωτήματα διολίσθηση σε αφελή συνωμοσιολογία;

Μια συναφής απορία: Γιατί οι Βρετανοί και οι Ελβετοί αρνήθηκαν, εξ υπαρχής ή καθ’ οδόν, την ένταξή τους στην Ε.Ε. – ένταξη που τόσα άλλα κράτη τη λιγουρεύονται;

Οι Βρετανοί είναι αμέσως απόγονοι μιας πρώην κοσμοκράτειρας αυτοκρατορίας. Δεν είναι πια κοσμοκράτορες, αλλά και δεν ξεχνούν αυτό που ήταν. Συντηρούν αλώβητους τους θεσμούς και τη συνείδηση του κοσμοπολίτη, αντιμετωπίζουν με διακριτική υπεροψία τους (νεόπλουτους σε πολιτική ισχύ) γραφειοκράτες των Βρυξελλών.

Οι Ελβετοί δεν έχουν ιστορικούς τίτλους «ευγενείας», γελαδάρηδες ήταν σε χώρα ορεινή, φτωχή, αλλά με φυσική ομορφιά. Αποδείχθηκαν υποδειγματικοί νοικοκύρηδες, περήφανοι για την αυτοδιοικητική δημοκρατία τους, τα ρολόγια τους, τις τράπεζές τους και την ουδετερότητα σε πολεμικές συγκρούσεις. Εφτιαξαν το πιο ζηλευτό, ίσως, κράτος στον κόσμο. Τρίγλωσσο και ανεξίθρησκο, με εκπλήσσουσα λειτουργική συνοχή.

Βρετανοί και Ελβετοί μοιάζει να κέρδισαν το στοίχημα της μετάβασης από τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα στην ασπόνδυλη νεωτερικότητα. Οι Ελληνες δεν είχαμε τέτοιο στοίχημα να κερδίσουμε. Σαρκώναμε, για αιώνες, ένα «παράδειγμα» πολιτισμού, με πανανθρώπινη εμβέλεια. Θέλησε να αρνηθεί αυτό το «παράδειγμα» η μετα-ρωμαϊκή («the barbarian») Δύση: Να σφετεριστεί την Αρχαία Ελλάδα, να κατασυκοφαντήσει τους επίγονους «Γραικούς».

Τη συνέδραμαν καίρια οι Τούρκοι: τετρακόσια χρόνια ο Ελληνισμός είχε βγει από τη σκηνή της Ιστορίας. Συνέχισε, στο περιθώριο, να σώζει τον πολιτισμό του: κοινοτικούς θεσμούς, αρχιτεκτονική, ποίηση, φορεσιές, τραγούδια. Πιστέψαμε (αφελέστατα ή υποβολιμαία) ότι ο «εθνικισμός» της δυτικής Νεωτερικότητας θα μπορούσε να είναι η σχεδία της ιστορικής μας διάσωσης. Διαψευσθήκαμε επώδυνα με τη δολοφονία του Καποδίστρια, την οθωνική τυραννία, τη μικρασιατική τραγωδία, την απόσπαση από τον ελληνικό κορμό της Ανατολικής Θράκης και Ρωμυλίας, της Βόρειας Ηπείρου, της Κύπρου.

Σήμερα κανένας δεν απασχολείται με την ελληνική επιβίωση. Εχουμε «μετά ηδονής» αφελληνιστεί, χωρίς να εξευρωπαϊστούμε – «μικτόν είδος, γελοιώδες».

Ψηφίζουμε να εκπροσωπείται η ανυπαρξία μας ελληνωνύμως στο Ευρωκοινοβούλιο.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Πανούργος απατεωνία

Τι να ψηφίσουμε τη μεθεπόμενη Κυριακή οι πολίτες; Το ελλαδικό «κράτος» σήμερα είναι ένας γκροτέσκος Λεβιάθαν, σάπιος ώς το μεδούλι, η αδυσώπητη σήψη του μακάβρια απειλή θανάτου. Απειλή, όχι μόνο για τον σημερινό φθίνοντα ελληνώνυμο πληθυσμό του, αλλά και για την ελληνικότητα: με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη για την Ιστορία και τον πολιτισμό...

 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Τι να ψηφίσουμε τη μεθεπόμενη Κυριακή;

Ερώτημα αγχωτικό για πολίτες που αρνούνται να απεμπολήσουν τη νοημοσύνη και αξιοπρέπειά τους. Αν θέλει ένας πολίτης να μη φυγομαχεί, αλλά ούτε και να εμπαίζεται, πρέπει να βρει για να ψηφίσει κόμμα και υποψήφιους που εκτιμά την πολιτική τους ταυτότητα και σέβεται την πολιτική τους συνέπεια.

Τέτοιο κόμμα και τέτοιοι υποψήφιοι δεν υπάρχουν. Καθόλου τυχαίο που τα «πολιτικά» των κομμάτων «προγράμματα» τα συντάσσουν διαφημιστές. Οι κομματικοί επαγγελματίες της εξουσίας ξέρουν μόνο να αγορεύουν ή να συνεντευξιάζονται, με μονολόγους. Τους ενδιαφέρουν μόνο οι εντυπώσεις. Δεν ξέρουν τι θα πει «πολιτικό πρόγραμμα», «πολιτικός σχεδιασμός» – τίποτε από αυτά. Νομίζουν ότι κάνουν πολιτική επαναλαμβάνοντας σε αντιπάλους την απαίτηση: «Φύγετε εσείς, να έρθουμε εμείς»! Ή την απίστευτου κρετινισμού αισιοδοξία: «τη Δευτέρα το πρωί που θα είμαστε κυβέρνηση...!!!».

Τι να ψηφίσουμε τη μεθεπόμενη Κυριακή οι πολίτες; Το ελλαδικό «κράτος» σήμερα είναι ένας γκροτέσκος Λεβιάθαν, σάπιος ώς το μεδούλι, η αδυσώπητη σήψη του μακάβρια απειλή θανάτου. Απειλή, όχι μόνο για τον σημερινό φθίνοντα ελληνώνυμο πληθυσμό του, αλλά και για την ελληνικότητα: με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη για την Ιστορία και τον πολιτισμό.

Αυτόν τον εφιάλτη τον προσπερνάμε με εκπληκτική (επίσης τερατώδη) εθελοτυφλία, κάθε φορά που στήνονται κάλπες. Εκούσια παραδινόμαστε, άνευ όρων, σε μικρονοϊκές ψευδολογίες απατεώνων, ανθρώπων που δεν πιστεύουν σε τίποτα, ούτε στις ιδεολογίες που δήθεν εκπροσωπούν ούτε σε «αρχές» ούτε σε εντιμότητα – αλληλοβρίζονται και την άλλη μέρα συγκυβερνάνε, καλύπτει ο ένας τις πομπές και τα εγκλήματα του άλλου, ενώ ταυτόχρονα μαλλιοτραβιούνται έχοντας όλοι υπερψηφίσει «νόμους» a priori αμνήστευσης των εγκλημάτων τους.

Το ολοκληρωτικά πια σαπισμένο και ανήμπορο να λειτουργήσει κράτος (απομνημείωσαν την ανυπαρξία του οι εικόνες του εφιάλτη από το ολοκαύτωμα στο Μάτι) είναι αποκύημα των ίδιων (ή με παραλλαγμένα ψευδώνυμα) κομμάτων, που πάλι ζητάνε την ψήφο μας την επόμενη Κυριακή. Αξιώνουν, «δίχως αιδώ ή λύπην», να μας «εκπροσωπήσουν» στην Ευρωβουλή και να «στελεχώσουν» με δευτεροκλασάτους δικούς τους αυλοδίαιτους το κουκλοθέατρο της τάχα και «τοπικής αυτοδιοίκησης».

Δεν υπάρχει κόμμα που δείχνει ότι καταλαβαίνει, έστω, το ολοκληρωτικό αδιέξοδο, την εξόφθαλμη ανάγκη «επανίδρυσης του κράτους». Κόμμα που να συνειδητοποιεί ότι η λέξη «κράτος» εξακολουθεί να σημαίνει: λειτουργίες στην υπηρεσία των αναγκών του πολίτη, όχι στην υπηρεσία των λειτουργών κάθε λειτουργήματος. Αλλά για να στηθεί στην Ελλάδα σήμερα σωστό κράτος, πρέπει να απολυθούν (με ανένδοτη συνέπεια) κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες παρασιτικών δημόσιων υπαλλήλων. Δηλαδή διορισμένων με κομματικό ρουσφέτι, δίχως κριτική αποτίμηση προσόντων και επάρκειας. Που παραμένουν δημόσιοι λειτουργοί, χωρίς καμιά ποτέ αξιολόγηση της αποδοτικότητάς τους.

Εκατοντάδες χιλιάδες οι άκριτα και αυθαίρετα διορισμένοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως εκατοντάδες χιλιάδες και ιλιγγιώδους ανηθικότητας συντάξεις – άνθρωποι που συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών. Τι νόημα λοιπόν έχει η ψήφος του πολίτη, όταν είναι των αδυνάτων αδύνατο να αναχαιτίσει τόση απανθρωπία και τόση κακουργία μασκαρεμένη σε «δημοκρατία» και «κοινοβουλευτισμό»;

Δύσκολα τολμάει να θυμίσει κανείς το ακαταμάχητο συμπέρασμα που συνάγεται από την πανανθρώπινη εμπειρία: Οτι η περιφρόνηση, η καπηλεία, η διαστροφή των όρων-κανόνων της δημοκρατίας δεν θεραπεύονται με ηθικοδιδασκαλίες ούτε με νομοθετήματα και σωφρονιστικό ποινολόγιο. Η δημοκρατία δεν είναι συνταγή, είναι κοινωνικό κατόρθωμα.

Μπορεί να διαθέτει μια χώρα όλα τα «υλικά» της συνταγής για δημοκρατία: σύνταγμα, εκλογές, κοινοβούλιο, Πρόεδρο Δημοκρατίας, Συμβούλιο Επικρατείας, ελευθεροτυπία – αλλά να μην έχει δημοκρατία. Αυτή την καταπληκτική απατεωνία μπορεί να την πετύχει μόνο το καθεστώς της κομματοκρατίας.

Οι βασικοί μοχλοί της καθεστωτικής αυτής τυραννίας είναι: το πελατειακό κράτος (ρουσφέτι), η υποταγή της τοπικής αυτοδιοίκησης στον κομματισμό, η εξαγορά του συνδικαλισμού από τα κόμματα, η κομματικοποίηση των φοιτητικών νεολαιών, ο διορισμός από την κυβέρνηση της ηγεσίας των Δικαστικών Λειτουργών, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, σύσσωμου του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου.

Δυνατότητες αποτίναξης του ζυγού της κομματοκρατίας μάλλον δεν υπάρχουν. Μόνο λαϊκές εξεγέρσεις με μακρά αντοχή συνέπειας: Πεντακόσιες χιλιάδες πολίτες στην Πλατεία Συντάγματος, αμετακίνητοι μέρα-νύχτα, μέχρι να γίνει δεκτό το ένα αίτημα: Υπηρεσιακή κυβέρνηση «τεχνοκρατών» με ετήσια προθεσμία, που θα ετοιμάσει συνταγματική αναθεώρηση καταλυτική της κομματοκρατίας.

Τέτοιες εξεγέρσεις δεν σχεδιάζονται, δεν υποδείχνονται, δεν επιβάλλονται. Γεννιούνται. Η γέννησή τους είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας ενός λαού. Γι’ αυτό και πρώτη μέριμνα της κομματοκρατίας είναι η μέγιστη δυνατή υποβάθμιση σχολείου και πανεπιστημίου, η μεθοδική εξηλιθίωση του τεράστιου πλήθους με την τηλεθέαση. Και η θεσμική θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Για να συνεχίσει να υπάρχει κράτος | του Χρήστου Γιανναρά

Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Περίοδος προεκλογική. Και όσοι αλληλομαχούν για τη νομή της εξουσίας, δεν ενδιαφέρονται να εμφανίσουν έστω και ίχνη πολιτικού προγράμματος, πρόθεση μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, κάποια, προσχηματική έστω, ανησυχία για κοινωνικά προβλήματα. Μοιάζει αυτονόητο ότι οι εκλογές γίνονται μόνο για να κερδηθεί η εξουσία και η εξουσία κερδίζεται μόνο αν κερδηθούν οι εντυπώσεις.

Γι’ αυτό και μανιασμένη η ανταλλαγή απαξιωτικών χαρακτηρισμών, η προσπάθεια να σπιλωθούν οπωσδήποτε οι αντίπαλοι, έστω με αοριστολογίες και υπονοούμενα εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος. Αδίστακτος πόλεμος εντυπώσεων.

Το πιο ποταπό και αηδές είναι ότι η αντιμαχία έχει δεδομένη, θεσμικά-νομικά εξασφαλισμένη, την ατιμωρησία κάθε εγκλήματος των αντιμαχομένων – οπωσδήποτε κάθε πολιτικού (κοινωνικού) κακουργήματος, αλλά και κάθε ποινικού (αν υπερβαθούν κάποιες κωμικές προθεσμίες). Ετσι, οι κατηγορίες που αμοιβαία εκτοξεύονται προεκλογικά ουδέποτε αφορούν κομματικές ασυδοσίες: διορισμούς στο Δημόσιο, εξωφρενικούς δανεισμούς του κράτους, υπονόμευση των θεσμών της Δικαιοσύνης, σκόπιμη ανυπαρξία Δημόσιας Τάξης, δραματική υποβάθμιση της Παιδείας, πρωτογονισμό των ΜΜΕ, εγκατάλειψη των πανεπιστημίων στις κομματικές νεολαίες και στον τραμπουκισμό.

Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων. Καθηλώνεται έντεχνα το ενδιαφέρον των πολιτών στο πόσους και ποιους πολιτικούς εξαγόρασε η Novartis ή η Siemens, πόσους και ποιους κροίσους δημιούργησε το κλείσιμο κρατικών βιομηχανιών, με ποιας ιδιοκτησίας θαλαμηγούς ή αεροπλάνα ταξιδεύουν οι «ριζοσπάστες» της Αριστεράς, ποια μυθώδη δάνεια έδωσαν οι Τράπεζες σε αρειμάνιους Συριζαίους με δεδομένη την πτώχευση της χώρας.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν. Κανένας δεν μιλάει για τη δημογραφική κατάρρευση του Ελληνισμού, τη χρονολογικά προβλεπόμενη πληθυσμική του εξαφάνιση. Κανένας για την επίσημα κατεστημένη στον δημόσιο βίο αγλωσσία. Κανένας για τη θεσμικά επιβεβλημένη επικυριαρχία των Ευρωπαίων «εταίρων» μας στα χώματα που, με πολύ αίμα, απελευθέρωσαν κάποτε οι πρόγονοί μας. Κανένας δεν διανοείται να θέσει, ως πολιτικό πρόβλημα, τη συντελεσμένη απώλεια της «ψυχής» μας: γλώσσας, ιστορικής συνείδησης, τρόπου αυτοδιοίκησης ή πολιτισμού μας. «Μοιάζουμε να μην ξέρουμε πια γιατί υπάρχουμε, παρά τους αιώνες και τις χιλιετίες πολιτισμού που έχουμε πίσω μας» έγραψε πρόσφατα ο Λαοκράτης Βάσσης, εμβληματική μορφή της τίμιας Αριστεράς.

Η υποταγή της πολιτικής στην ολοκληρωτική λογική του μάρκετινγκ αποκλείει ερωτήματα που βασανίζουν τους πολίτες αλλά ξεγυμνώνουν την ιδιοτέλεια των εξουσιαστών.

Στοιχειώδες για κάθε νουνεχή πολίτη το ερώτημα: Πώς να ανακάμψει η οικονομία, να χαλιναγωγηθεί η ανεργία, να ανασχεθεί η μετανάστευση, να ανασάνει η φτωχολογιά, όσο το κράτος παραμένει πελατειακό; Για να υπάρξει οργανωμένος δημόσιος τομέας στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, άτεγκτη προϋπόθεση είναι να απολυθούν εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλων, που διορίστηκαν στο Δημόσιο με κομματικό ρουσφέτι και ουδέποτε αξιολογήθηκε η ποιότητά τους. Να σταματήσει, εδώ και τώρα, η συνταξιοδότηση, εκατοντάδων και πάλι χιλιάδων, που συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών. Οχι για να «τιμωρηθεί» όλος αυτός ο παρασιτικός πληθυσμός, αλλά για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει κράτος, ικανό να εγγυηθεί την επιβίωση όσων (δικαιότατα) θα απολυθούν και όσων (αξιοκρατικά) θα παραμείνουν.

Ο μόνος πολιτικός που τόλμησε να αναμετρηθεί με τέτοια προβλήματα, είναι ο Στέφανος Μάνος. Κανένα κόμμα δεν αξιοποίησε την πρόκλησή του, δεν θεώρησε ανάγκη να την επεξεργαστεί επιτελικά. Τρομάζει κανείς από την ασυνειδησία του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, την παχυδερμική ανεμελιά του. Η τόλμη μεταρρυθμιστικών τομών, με στόχο (ούτε λίγο ούτε πολύ) την «επανίδρυση του κράτους», θα μπορούσε (απολύτως ορθολογικά) να υποστηριχθεί και από την Ε.Ε. – κάποτε με επιφάσεις χαλιναγωγείται και η δολιότητα. Ομως τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν νεκρωμένα πολιτικά αντανακλαστικά, είναι οργανισμοί πεθαμένοι, αδύνατο να νεκραναστηθούν επιθετικές πρωτοβουλίες.

Κανένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός δεν επαρκεί για την αποτίμηση της ευτέλειας κομμάτων και κομματανθρώπων στο ελλαδικό κρατίδιο. Συντηρούν τη διαφθορά, την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία, με πείσμα και τυφλότητα αυτοκαταστροφική. Χρόνια τώρα, έρχεται και επανέρχεται, με ποικίλες αφορμές, το πάγκοινο και λογικότατο αίτημα για περιορισμό της αναιδέστατης σπατάλης: Να περιορισθούν σε 150 οι βουλευτές, να περικοπούν δραστικά οι απολαβές τους και οι εξωφρενικές «διευκολύνσεις» που τους παρέχονται. Συνιστά αναιδέστατη πρόκληση η χρηματική επιχορήγηση των κομμάτων από τον χρεοκοπημένο κρατικό κορβανά και αφόρητη «ύβρι» η διαγραφή των τραπεζικών οφειλών τους.

Σίγουρα, με καταγγελίες και ξόρκια δεν αλλάζει τίποτα. Αν κρίνει κανείς από τα ευρωψηφοδέλτια των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, στον βωμό της προτεραιότητας των εντυπώσεων θυσιάζονται πια ακόμα και οι στοιχειώδεις απαιτήσεις σοβαρότητας, συνέπειας και ευπρέπειας. Το πολιτικό προσωπικό της αυτοκαταστροφής μας αυτοαναπαράγεται επί τα χείρω.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Κράτος σε συνθήκες κοινωνικού κενού

Η πολιτική αρχίζει και τελειώνει στις εντυπώσεις, σχεδιάζεται και ασκείται με τους όρους του μάρκετινγκ. Το κόμμα, η ονομασία του, τα στελέχη του, ο λογότυπος, το δήθεν «πρόγραμμά» του, οι δημηγορίες των «αρχηγών», οι καθημερινές «παρεμβάσεις» τους στην επικαιρότητα, όλα είναι άσχετα με την πολιτική και την κοινωνία....


επιφυλλίδα  του Χρήστου Γιανναρά*

Πρώτο πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα, πασίδηλο και ασφυκτικό: η απώλεια επαφής κομμάτων και κομματανθρώπων με την πραγματικότητα. Η απόλυτη υποταγή λόγων και ενεργημάτων τους στη στυγνή προτεραιότητα να κερδηθούν οι εντυπώσεις.

Η πολιτική αρχίζει και τελειώνει στις εντυπώσεις, σχεδιάζεται και ασκείται με τους όρους του μάρκετινγκ. Το κόμμα, η ονομασία του, τα στελέχη του, ο λογότυπος, το δήθεν «πρόγραμμά» του, οι δημηγορίες των «αρχηγών», οι καθημερινές «παρεμβάσεις» τους στην επικαιρότητα, όλα είναι άσχετα με την πολιτική και την κοινωνία. Ολα υπηρετούν αποκλειστικά τον εντυπωσιασμό – να κερδηθούν, με οποιοδήποτε τίμημα, οι εντυπώσεις.

Οι εντυπώσεις όχι των σκεπτόμενων, με κριτική εγρήγορση πολιτών. Αυτοί είναι μειονότητα και δεν ενδιαφέρουν. Οι εντυπώσεις είναι προκάτ και αλακάρτ: συντονισμένες με τον πρωτογονισμό και τα ορμέμφυτα του «ποδοσφαιρόφιλου» οπαδού, του παθητικού τζογαδόρου, του υπνωτισμένου καταναλωτή.

Η μεθοδευμένη μετάδοση του ενδιαφέροντος της μάζας από τα δεδομένα της πραγματικότητας στο παιχνίδι των εντυπώσεων, έχει αναχθεί σε πολιτικό μονόδρομο. Δεν υπάρχει διαφορά - αντιπαλότητα - αντιμαχία προγραμμάτων, οπτικής, πεποιθήσεων. Οι «διαφορές», λ.χ., της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ, με όσο ρητορικό «πάθος» κι αν προβάλλονται, με οσοδήποτε ευφυείς «ατάκες» κι αν διανθίζονται, είναι αποκλειστικά και μονότονα διαχειριστικές. Που σημαίνει: Δεν αφορούν σε διαφορετική εκδοχή, σκοποθεσία, διάρθρωση της Παιδείας, της Υγείας, της Δικαιοσύνης, της Δημόσιας Τάξης, των Ασφαλίσεων, της φορολογίας, της προσέλκυσης επενδύσεων, της οργάνωσης των υπουργείων, του κοινωνικού ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών και, εντελώς ιδιαίτερα, του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου. Οχι.

Με τον ΣΥΡΙΖΑ η ελλαδική κοινωνία γνωρίζει και υφίσταται, για δεύτερη φορά (μετά την πασοκική αποδόμηση πατρίδας, γλώσσας, αξιοκρατίας), τις συνέπειες του ιστορικο-υλιστικού μηδενισμού και αμοραλισμού. Συνέπειες, φυσικά, στο επίπεδο ποιότητας της ζωής. Αλλά ούτε όταν δευτέρωσε ο ανυπόφορος κοινωνικός εκπεσμός εμφανίστηκε να γεννιέται ανάχωμα: αντιπρόταση πολιτική, προγραμματική, στην «αποκοινωνικοποίηση» της κοινωνίας.

Τόσο στα χρόνια αυτευνουχισμού των Ελλήνων με το ΠΑΣΟΚ όσο και στα χρόνια εκποίησης της αυτεξουσιότητας του ελληνικού κράτους και ενεχυριασμού κάθε κοινωνικής περιουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Ν.Δ. ήταν επιφορτισμένο με τις ευθύνες «αξιωματικής αντιπολίτευσης». Ομως, άρθρωσε ποτέ πολιτική αντιπρόταση πέρα από τη «διαχειριστική» μεμψιμοιρία; Είπε ποτέ στον λαό, αν και σε τι διαφέρει η ίδια από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος είναι για τη Ν.Δ. ο άξονας συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, η ραχοκοκαλιά της; Δίχως απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι αδύνατο να διαμορφωθεί πολιτική για την Παιδεία, για την Αμυνα, για το Μεταναστευτικό, για τη Δημόσια Τάξη.

Το κόμμα της Ν.Δ., χρόνια τώρα, είναι πολιτικά και κοινωνικά ανύπαρκτο. Και θα παραμείνει ανύπαρκτο (έστω κι αν κερδίσει όλες τις εκλογές), αν δεν ξεκαθαρίσει (προγραμματικά, όχι με ρητορείες) σε τι διαφοροποιείται από τον μηδενισμό και αμοραλισμό του Ιστορικού Υλισμού. Θα παλαίψει για να πάψει το σχολείο να είναι «χρηστικό», να γίνει η γνώση χαρά κοινωνίας; Θα ελευθερώσει τα πανεπιστήμια από το καρκίνωμα των «κομματικών νεολαιών»; Θα θεσμοθετήσει τη συνεχή αξιολόγηση (κρίση και διαβάθμιση) των δημόσιων λειτουργών, την άμιλλα και την αριστεία στην εκπαίδευση; Θα τηρήσει τους συνταγματικούς περιορισμούς του δικαιώματος απεργίας των δημόσιων λειτουργών;

Δεν υπάρχει περιθώριο για μισόλογα και δικαιολογίες. Στην Παιδεία, στα ΜΜΕ, στη μεταρρυθμιστική τόλμη που θα οικοδομήσει κοινωνική συνοχή, οφείλει να επενδύσει η Ν.Δ. τη δική της πολιτική ταυτότητα, τη διαφοροποίησή της από τους εγχώριους μεταπράτες του ιστορικο-υλιστικού αμοραλισμού και μηδενισμού. Το οφείλει, όχι θεωρητικά και αόριστα, αλλά συγκεκριμένα: στις εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων, που δεκαετίες τώρα τους απογοητεύει «κατά συρροήν»: την ψηφίζουν σαν κόμμα δήθεν αντίπαλο του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αυτή φιλοδοξεί απλώς διαχειριστική διαφοροποίηση.

Η οδύνη τόσης συμφοράς και τόσου απελπισμού δεν παρηγοριέται με επαγγελίες διαχειριστικών «βελτιώσεων» – απλώς καθηλώνει τον ΣΥΡΙΖΑ σε χαμηλά ποσοστά στις προεκλογικές σφυγμομετρήσεις. Αλλά και αρνείται μια σίγουρη υπεροχή στη Ν.Δ. Οσο δραματικά κι αν έχει υποβαθμιστεί η γλωσσική εκφραστική (άρα η οξύνοια) των Ελλήνων, το κριτικό τους αισθητήριο μοιάζει να αντιδρά στις παλινωδίες της Ν.Δ.: Δεν ξεχνιέται ότι υιοθέτησε προκλητικά την αναξιοκρατία και το πελατειακό κράτος, καμουφλάρισε «προοδευτικά» την αρνησιπατρία, σιγοντάρισε τη χλεύη του πατριωτισμού, συντάχθηκε άνευ όρων με την υποταγή της πολιτικής στους εμπόρους της δημοσιότητας.

Δεν είναι ανένοχη η Ν.Δ. για το γεγονός ότι τρίτο σε δύναμη κόμμα στη Βουλή των Ελλήνων είναι ο πρωτογονισμός και η βαναυσότητα της καπηλείας του πατριωτισμού. Εχει την τεράστια ιστορική ευθύνη αυτό το κόμμα ότι άφησε τον Ελληνισμό ασπόνδυλο, χωρίς ραχοκοκαλιά πολιτισμικής δυναμικής και ιστορικής αυτοσυνειδησίας. Κόμμα που δεν απόκτησε ποτέ κοινωνικούς στόχους και συνείδηση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Δεν απασχολήθηκε ποτέ με το ερώτημα: μπορεί να υπάρξει συγκροτημένο «κράτος» σε συνθήκες κοινωνικού κενού;
 __________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Λέξεων δεινή καπηλεία

Η ελληνική κοινωνία, σε επιθανάτια αφασία, δεν αντιδρά. «Δεν κουνιέται φύλλο»...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Πρόκειται για μικρόνοια; Για κωμική απαιδευσία; Για αμειβόμενη στράτευση στην εξυπηρέτηση συμφερόντων;

Πάντως κάποιοι, όχι λίγοι, επιμένουν να συγχέουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό. Καμώνονται ότι ξέρουν τη διαφορά και σέβονται τον πατριωτισμό. Αλλά ο «σεβασμός» τους είναι μόνο στα λόγια, προσχηματικός. Στην πράξη, σπιλώνουν κάθε έκφανση πατριωτισμού σαν εθνικισμό. Σωρεύουν συνώνυμα επιτείνοντας την εσκεμμένη σύγχυση: Σωβινισμός, Ακροδεξιά, Νεοναζισμός, λαϊκισμός – έτσι τους βολεύει να κατανοείται ο πατριωτισμός.

Παθιασμένοι αντίπαλοι του «εθνικισμού», επομένως φανατισμένοι υπερασπιστές του «διεθνισμού» - «εθνομηδενισμού», εμφανίζονται οι οπαδοί και των δύο όψεων του αμφιπρόσωπου Ιστορικού Υλισμού: τόσο των «Αγορών» (του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος) όσο και οι «κολλημένοι» νοσταλγοί της Σοβιετίας.

Φανατικότεροι, και στις δύο παρατάξεις (όπως πάντοτε στην Ιστορία) είναι οι αλλαξόπιστοι, οι εξωμότες: οι «αριστεροί» (και μάλιστα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς) που ξεπουλήθηκαν στις «Αγορές» με φτηνιάρικα ανταλλάγματα. Ή και οι κάποτε «δεξιοί» που έκαναν καριέρα με το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και σήμερα προβάρουν τη λεοντή του «εκσυγχρονισμού» και της «προόδου».

«Ποιοι αντιδρούν στη Συνθήκη των Πρεσπών;» ρώτησε ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν τον Αλέξη Τσίπρα, τις προάλλες, στην Κύπρο. «Κάποιοι ελάχιστοι ακροδεξιοί-λαϊκιστές», ήταν η απάντηση. «Και πόσοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο;». «Κάπου εβδομήντα χιλιάδες»! Ετσι γράφουν την ιστορία οι αδίστακτοι.

Δεν θέλει να αντιληφθεί η ιστορικο-υλιστική θρησκοληψία ότι ο πατριωτισμός δεν έχει να κάνει με «πεποιθήσεις», δεν είναι επιλογή. Είναι καταστάλαγμα εμπειρίας, βιωματικός πλούτος – γεννιέται στην ψυχή του ανθρώπου ο πατριωτισμός. Σε αγεφύρωτη αντίθεση ο «διεθνισμός» είναι σκόπιμη επιλογή: ταξινομούνται οι άνθρωποι σε εισοδηματικές «τάξεις», διαβαθμίζεται η καταναλωτική τους ευχέρεια, λογαριάζονται σαν αδιαφοροποίητες μονάδες απρόσωπης ομοείδειας.

Γεννιέται ο πατριωτισμός από τη ζωτική σχέση του ανθρώπου με τη γη του, τη γλώσσα του, τη σαρκωμένη (στη γη και στη γλώσσα) ιστορία του. Είναι συνάρτηση ο πατριωτισμός της «καλλιέργειας» του ανθρώπου, συνισταμένη του πολιτισμού του. Γι’ αυτό και τρέφεται ο πατριωτισμός όχι από (εθνικιστικά) ιδεολογήματα, αλλά από την ένσαρκη Τέχνη: το τραγούδι, τη ζωγραφιά, την αρχιτεκτονική – απηχεί η Τέχνη αισθητά την «ταυτότητα» της πατρίδας.

Λοιπόν, αυτόν τον πατριωτισμό οι «πολιτικοί της κωλοτούμπας» (διεθνής πια ο όρος) τον χαρίζουν σε αυτούς που τον καπηλεύονται εγκληματικά: στους «εθνικιστές». Ο εθνικισμός είναι, ιστορικά, ο «ενδιάμεσος κρίκος» στην εξέλιξη από την αγέλη ώς τον διεθνοποιημένο σήμερα πρωτογονισμό – ενδιάμεσος. Στη θωράκιση της εγωκεντρικής κατασφάλισης αποβλέπει, αλλά όχι με άξονα την «ταξική» χρησιμοθηρία, ούτε την πολτώδη «διεθνική». Ο εθνικισμός θωρακίζει το εγώ με ιδεολογήματα «φυλετικής ανωτερότητας», «καθαρόαιμης ομοείδειας», «βιολογικής αρτιμέλειας».

Είναι απίστευτο, σε ποια ανθρώπινη έκπτωση διολισθαίνει η αριστερόσχημη αλλαξοπιστία, για να προπαγανδίσει τον μηδενιστικό αμοραλισμό που τη συντηρεί στην εξουσία. Κόπτεται ο θλιβερός «κυβερνητικός εκπρόσωπος», κορυφαίος του ανθρώπινου αυτεξευτελισμού, να πείσει (ποιον;) ότι στην πατριωτική λαοθάλασσα των συλλαλητηρίων για το «μακεδονικό» σαρκωνόταν «το τέρας του εθνικισμού», «το τέρας της Δεξιάς»! Κι από κοντά, θλιβερά στρατευμένοι στην υπεράσπιση της κυβερνητικής αισχύνης αρθρογράφοι να «καταγγέλλουν» τον «εθνικολαϊκισμό» («έξαλλο εθνικισμό») των «μακεδονομάχων» πολιτών, που «αρχές της δεκαετίας του 1990... έτρεχαν αλαφιασμένοι στις πλατείες» – τότε που «όλα τα πολιτικά κόμματα υποτάσσονταν στις επιθυμίες των αδιάλλακτων ή των τυχοδιωκτών»!

«Εξέστη φρενών» η «προοδευτική» συνηγορία του μηδενιστικού αμοραλισμού.

Η εξαφάνιση λαών από τον στίβο της Ιστορίας έχει πάντα προοίμιο τη σύγχυση-αχρήστευση της γλώσσας τους: «Προοδευτικός» σήμαινε πάντοτε στα ελληνικά τον «πρωτοπόρο», τον ρηξικέλευθο τολμητία, που άνοιγε δρόμο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν αδιέξοδο, άνοιγε τη θέα σε καινούργιους ορίζοντες. Προοδευτικός ήταν ο υπέρμαχος της αλλαγής, της ανακαίνισης, της αναζήτησης, ο εραστής του καινούργιου, όχι επειδή ο νεωτερισμός είναι αυταξία αλλά όταν το εν χρήσει αποδείχνεται ατελέσφορο ή ανεπαρκές.

Σήμερα, στην Ελλάδα που ψυχορραγεί, ποιος λογαριάζεται «προοδευτικός» και ποιοι μονοπωλούν ετσιθελικά την «πρόοδο», ποιοι φιγουράρουν σαν «προοδευτικές δυνάμεις» της κοινωνίας;

Πρώτη και καλύτερη η σταλινική «ορθοδοξία» του Περισσού, οι νοσταλγοί της εφιαλτικότερης φρικωδίας εξουσιαστικού ολοκληρωτισμού που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Από κοντά, το συνονθύλευμα από τις σέκτες που γεννοβόλησε ο μαρξισμός, όλα τα παλαιοημερολογίτικα γκρουπούσκουλα του ιστορικο-υλιστικού φανατισμού, ακόμα και τα λήμματα εξωμοσίας που μας κυβερνάνε σήμερα. Η «επιστήμη» της συκοφαντίας-παραπλάνησης και διαστροφής, κατ’ ευφημισμόν «προπαγάνδα», έχει καθολικά επιβάλει ως αυτονόητη την πεποίθηση ότι μόνο ο μηδενισμός και ο αμοραλισμός είναι «προοδευτική» επιλογή, ο πατριωτισμός συνώνυμος του αναχρονισμού και σκοταδισμού. Γι’ αυτό και μόνο περιθωριακά μικροκόμματα «της πλάκας» αυτοαποκαλούνται «πατριωτικά».

Η ελληνική κοινωνία, σε επιθανάτια αφασία, δεν αντιδρά. «Δεν κουνιέται φύλλο».
 _______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Επαρχιώτες και κοσμοπολίτες

Οι Ελληνες σήμερα είμαστε βαθειά διχασμένοι. Και ο διχασμός μας δεν είναι ιδεολογικός, δεν αντιπαρατάσσονται «πεποιθήσεις». Ο διχασμός αντιθέτει τη μειονεξία-κακομοιριά-στενοκεφαλιά του επαρχιώτη στην ευρύτητα των οριζόντων, την αυτοπεποίθηση και τη συνείδηση αρχοντιάς του κοσμοπολίτη... 


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Για μια ακόμα φορά οι Ελληνες είμαστε επικίνδυνα και επώδυνα διχασμένοι. Διαφέρει ο διχασμός για το Σκοπιανό από άλλους προγενέστερους; Ναι, διαφέρει. Αλλοτε μας δίχαζαν υποκειμενικές εντυπώσεις, ψυχολογικές αγκυλώσεις, η τυφλή στράτευση σε ιδεολογίες και σε κόμματα. Αυτή η επιπολαιότητα δεν εξέλιπε, συνοδεύει και την περιπέτειά μας με τα Σκόπια. Ομως τούτη τη φορά βαραίνει πρωταρχικά η κατακέφαλη πρόκληση: Πόσοι από εμάς βλέπουν και πόσοι πεισματικά αγνοούν την κατάλυση της αυτεξουσιότητας του κράτους.

Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, οι «Αγορές» (ή τα Διευθυντήρια των Βρυξελλών) απαιτούν να συμπεριλάβουν στη ζώνη κυριαρχίας τους τα Σκόπια – να μην τα κερδίσει η Ρωσία. Και το συγκυριακό πληθυσμικό συμπίλημα Αλβανών και Σλάβων, του άλλοτε FYROM, αντιλαμβάνεται ότι τώρα μπορεί να εκβιάσει αποτελεσματικά τους Ισχυρούς: Να πετύχει διεθνή αναγνώριση το κωμικό αλλά και δολιότατο παραμύθι της «μακεδονικής» καταγωγής των Σκοπιανών.

Οι Ελληνες θα μπορούσαμε να έχουμε αντιπαρέλθει συγκαταβατικά, σαν παιδαριώδη ανοησία, τη σκοπιανή επιδίωξη. Υπάρχουν όμως δύο ρεαλιστικότατα δεδομένα, που καθιστούν ανέφικτη μια τέτοια ψυχραιμία:

Πρώτο δεδομένο, είναι οι σχετικά νωπές μνήμες ανάλογων περιπτώσεων, που εξελίχθηκαν σε τραγωδία κακουργηματικού ακρωτηριασμού της εδαφικής, από τα πανάρχαια χρόνια, υπόστασης του Ελληνισμού. Η προσάρτηση της Βόρειας Κύπρου στην Τουρκία και της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία απέδειξαν αδίστακτο τον αμοραλισμό των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας εθνών». Και είχε προηγηθεί η δίχως προσχήματα «εθνοκάθαρση», η εξολόθρευση των ελληνικών πληθυσμών, πάλι με τη συνέργεια των Ευρωπαίων, στην ελληνικότερη του ελληνικού χώρου πανάρχαια γη της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου.

Δεύτερο δεδομένο, είναι η κατεστημένη, σαν πολίτευμα της χώρας μας, κομματοκρατία. Δηλαδή, η αυτονόμηση των κομμάτων και της πολιτικής εξουσίας από το κοινωνικό σώμα και τις ανάγκες του, η εκδοχή και η άσκηση της εξουσίας ως ηδονικής αυταξίας. Προκειμένου να ικανοποιήσουν οι κομματάνθρωποι την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία τους, είναι έτοιμοι να ξεπουλήσουν ατίμητα προικιά του Γένους των Ελλήνων στον καιροσκοπισμό ξένων κρατών και διεθνών «παραγόντων». Οχι μόνο λιμάνια, αεροδρόμια, οδικό δίκτυο, τρένα, ύδρευση, ηλεκτροδότηση, ιατρική περίθαλψη τα παραδίνουν οι μανιακοί της εξουσίας στον διεθνή υπόκοσμο της κερδοσκοπίας, αλλά και την πατρώα γη την παραχωρούν για πολεμικές βάσεις των «Υπερδυνάμεων».

Μας τρομάζει, ναι, η φτηνιάρικη «γαλαντομία» του κομματικού συρφετού. Γιατί ξέρουμε, στο πετσί μας, ότι δεν λογαριάζουν καμιά κοινωνική αρετή, ποιότητα ή αξία ζωής, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθεί η εξουσιολαγνεία τους. Γεννάει τρόμο και πανικό η πανουργία τους να απαξιώσουν μεθοδικά το σχολειό και το πανεπιστήμιο, να μεταβάλουν σε εργαλείο εσκεμμένης αποβλάκωσης του πληθυσμού την κρατική τηλεόραση. Η πιο προκλητική επιβεβαίωση του ολοκληρωτισμού στην Ελλάδα σήμερα, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είναι τα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια. Που μέρα νύχτα υποβάλλουν στον πολίτη σαν αυτονόητη τη βεβαιότητα ότι κάθε επιφύλαξη, κριτική αντίρρηση ή διαφωνία του για τη «Συμφωνία των Πρεσπών» τον καθιστά αυτομάτως «Χρυσαυγίτη», ακροδεξιό, σχεδόν φασίστα. Αντίθετα, ο ενδοτισμός, η «κωλοτούμπα» από τη «ριζοσπαστική Αριστερά» στη χαμέρπεια των λακέδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προσπορίζει τα εύσημα του «προοδευτικού» – «πρόοδος» για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο συνεπής μηδενισμός.

Οι Ελληνες σήμερα είμαστε βαθειά διχασμένοι. Και ο διχασμός μας δεν είναι ιδεολογικός, δεν αντιπαρατάσσονται «πεποιθήσεις». Ο διχασμός αντιθέτει τη μειονεξία-κακομοιριά-στενοκεφαλιά του επαρχιώτη στην ευρύτητα των οριζόντων, την αυτοπεποίθηση και τη συνείδηση αρχοντιάς του κοσμοπολίτη. Η αναμέτρηση των αντιτιθέμενων ποιοτήτων και μεγεθών είναι δραματικά άνιση. Ο επαρχιωτισμός είναι πανίσχυρος και ακαταμάχητος. Σαρκώνεται στο μεταπρατικό μας κράτος – στο συγκεντρωτικό διοικητικό μοντέλο που αντιγράψαμε, στον πελατειακό κοινοβουλευτισμό που μιμηθήκαμε, στις ξενόφερτες ιδεολογίες που παπαγαλίζουμε, στα οικονομικά συστήματα που αλόγιστα κοπιάρουμε, στους θεσμούς Παιδείας, Δικαιοσύνης, σωφρονισμού, συνδικαλισμού που εξευτελιστικά μαϊμουδίζουμε.

Η αντίπαλη στον μιμητικό επαρχιωτισμό «παράταξη» δεν έχει, δεν πρόλαβε ποτέ να έχει θεσμικά μορφώματα να αντιπαραθέσει. Υπήρχε πάντοτε η εναλλακτική πρόταση, αλλά σαρκωνόταν όχι σε θεσμούς ή σε ιδεολογήματα, ήταν, από καταβολής νεοελληνικού κράτους, σαρκωμένη σε πρόσωπα. Αυτή τη διαπίστωση την κρατάμε φυλαχτό, γιατί μας επιτρέπει να ελπίζουμε – η ελληνική συνέχεια ήταν πάντοτε σαρκωμένη σε πρόσωπα. Ακόμα κι όταν αχρηστεύονταν ή ακυρώνονταν οι θεσμοί (η «πόλις», η «κοινότητα», η «εκκλησία» του δήμου ή της ενορίας), βαδίζαμε με την περπατησιά των προσωπικοτήτων, των χαρισματικών Ελλήνων.

Η ελληνικότητα, ως ιστορική ετερότητα, δεν σαρκώθηκε σε βασιλιάδες και πρωθυπουργούς ούτε σε κόμματα. Γι’ αυτό και στη φαρσοκωμωδία του «αντιπροσωπευτικού συστήματος» δεν αντιτάσσουμε θεωρίες, αλλά τον Καποδίστρια, τον Τρικούπη, τον Σοκόλη, τον Ροΐδη, τον Παπαδιαμάντη, τον Ιωνα Δραγούμη, τον Κωνσταντίνο Καραβίδα. Στην «προοδευτική» ξεφτίλα αντιστεκόμαστε με Στρατηγό Μακρυγιάννη, Περικλή Γιαννόπουλο, Γιώργο Θεοτοκά. Η Ελλάδα προχωράει με ραχοκοκαλιά τον Πικιώνη, τον Παπαλουκά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Μάνο Χατζιδάκι.

Και τα ονόματα που ακόμα σήμερα τη σπονδυλώνουν, πολλά, αθόρυβα – ιερά.
____________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

H συνταγματική αποτύπωση του αφελληνισμού

Το γεγονός ότι η Ελλάδα μιμήθηκε τα «συντάγματα» των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας κρατών», βεβαιώνει τον μεταπρατικό χαρακτήρα (μίμησης και πιθηκισμού) του νεωτερικού, ελληνώνυμου συλλογικού μας μορφώματος – ανταλλάξαμε τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό με την «εθνική» βαλκανική επαρχιωτίλα...

 
 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *
 
Η κυβέρνηση της κατ’ ευφημισμόν «Αριστεράς» (και διά το θυμηδέστερον «ριζοσπαστικής») εισηγείται την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος: Να απαλειφθεί από τον καταστατικό χάρτη της χώρας η ιστορική πιστοποίηση και της κοινής βούλησης προσεπικύρωση ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Εχοντας αποβάλει κάθε ίχνος «φύλλου συκής» αριστερών προσχημάτων και υπηρετώντας, τρία χρόνια τώρα, ως ο ευπειθέστερος των λακέδων, τα βίτσια και τις ορέξεις των «Αγορών», θέλει να βεβαιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αναλλοίωτο τον «ριζοσπαστικό» αριστερισμό του αναμασώντας μπαγιάτικα αντιθρησκευτικά στερεότυπα. Θέλει το κράτος να είναι «ουδετερόθρησκο».

Ομως η ξιπασιά της «προοδευτικής» επαρχιωτίλας έγινε αφορμή να ακουστούν, από το βήμα της Βουλής, αγορεύσεις και παρεμβάσεις διαφορετικού επιπέδου και άλλης ποιότητας: στους αντίποδες της μικρονοϊκής επιθετικότητας που κυριαρχεί, κατά κανόνα, στο κοινοβούλιο. Οχι ότι έλειψε η φανατισμένη στενομυαλιά ή ο χυδαϊσμός της αλαζονικής αγραμματοσύνης. Ακούστηκαν όμως και αγορεύσεις που ξάφνιαζαν με τη σοβαρότητα και την εμπεριστατωμένη γνώση που προϋπέθεταν – γνωρίσματα σπάνια στην ελλαδική κοινοβουλευτική πρακτική.

Για να υποστηρίξει τα προτερήματα του «ουδετερόθρησκου» πολιτεύματος, ο καθηγητής και βουλευτής Αριστείδης Μπαλτάς επικαλέστηκε ως δεδομένη την απροσδιοριστία δογματικής (ιδεολογικής) θρησκευτικότητας των Ελλήνων. Παρατήρησε εύστοχα ότι ο Ελληνας εκφράζει την απόλυτη απαξίωση κάποιου, με τον χαρακτηρισμό: «δεν έχει ιερό και όσιο»! Θεωρεί, επίσης, ως ύψιστη δέσμευση, να ορκιστεί «σε ό,τι έχει ιερό».

Με την παρατήρησή του ο κ. Μπαλτάς διέσωσε, μάλλον ανεπίγνωστα, την πιστοποίηση ότι οι Ελληνες, ναι, δεν ήταν ποτέ ένας «θρησκευόμενος» λαός, ενώ ήταν πάντοτε ένας λαός με πρωτεύοντα τον «μεταφυσικό» προβληματισμό. Η θρησκεία είναι και ήταν πάντοτε ένα ατομοκεντρικό γεγονός, θεσμοποιημένη προσπάθεια «αιώνιας» κατασφάλισης του εγώ. Προϋποθέτει ατομικές παραδοχές - πεποιθήσεις (δόγματα), ατομικά κατορθούμενες «αρετές», αξιόμισθη πειθάρχηση του ατόμου σε δεδομένο Ηθικό Νόμο και σε ιεροπρακτικές τελετουργίες – αποβλέποντας με όλα αυτά στην ατομική «σωτηρία»: να διασωθεί το εγώ σε ατελεύτητο γραμμικό χρόνο και σε συνθήκες πιθανολογούμενης ολβιότητας.

Στους αντίποδες, κυριολεκτικά, αυτού του ατομοκεντρισμού της θρησκείας βρίσκονταν οι ελληνικές μεταφυσικές αναζητήσεις – πάντοτε: τόσο στον προχριστιανικό όσο και στον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η «γενέθλια ταυτότητα» του Ελληνισμού συνοψίζεται στη φράση του Ηράκλειτου: «Κριτήριον αληθείας» είναι «ο τρόπος τής του παντός διοικήσεως», «κοινός λόγος (τρόπος) και θείος». Πρόκειται για τον λόγο (τρόπο) με τον οποίο συνυπάρχουν τα υπαρκτά, τρόπο «λογικών» σχέσεων (τάξης, αρμονίας, κοσμιότητας). Αυτή η «κατά λόγον» κοινωνία των σχέσεων (τρόπος αγέννητος, άφθαρτος, αιώνιος, επομένως τρόπος του «αληθεύειν») γίνεται για τους Ελληνες στόχος υπαρκτικός, αφού ο άνθρωπος «φύσει ορέγεται του αθανατίζειν». Γεννάει την «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», ως «άθλημα αληθείας», όχι ως χρηστική, ωφελιμοθηρική επιδίωξη.

Το τραγωδικό στοιχείο στο πολιτικό άθλημα των Ελλήνων για την πραγμάτωση της αλήθειας είναι η ταύτιση της αλήθειας με την ανερμήνευτα δεδομένη (δίκην ειμαρμένης) λογικότητα των σχέσεων κοινωνίας. Την άρση του αδιεξόδου θα κομίσει το χριστιανικό «ευ-αγγέλιο»: Αιτιώδης Αρχή του υπάρχειν δεν είναι μια αινιγματική αναγκαιότητα, αλλά μια αυτοσυνείδητη ελευθερία. Υπάρχει η Αιτιώδης Αρχή, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπάει. «Ο Θεός αγάπη εστί» – η αγάπη δεν είναι ηθικό ιδίωμα, γνώρισμα συμπεριφοράς, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η πηγή της ύπαρξης.

Ετσι, η «πόλις» των Ελλήνων, ο «πολιτικός» βίος, η αριστοτελική μετάβαση από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς», θα βρουν τον οντολογικό φωτισμό τους. Η ελευθερία, από ωφελιμιστικό «δικαίωμα», θα γίνει ο στόχος της υπαρκτικής πληρότητας. Το χρηστικό αίτημα της λειτουργικής συλλογικότητας (αίτημα της ευταξίας, αρμονίας, κοσμιότητας στην κοινωνία των σχέσεων) θα βασιστεί για τους Ελληνες όχι σε κάποια εξουσιαστική «αυθεντία» (πάπα, βασιλέα, ιερατείο, κόμμα, «Αγορές») ούτε σε κάποια «σύμβαση» (νομοθεσία, σύνταγμα, συνθήκη), αλλά στο άθλημα της κοινότητας-ενορίας, του κοινοτικού βίου, όπως a posteriori (και ως αιτούμενο) το ανέλυσαν οι γραφίδες του Κωνσταντίνου Καραβίδα, του Νικόλαου Πανταζόπουλου, του Νίκου Σβορώνου.

Κοντολογίς: Το γεγονός ότι η Ελλάδα μιμήθηκε τα «συντάγματα» των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας κρατών», βεβαιώνει τον μεταπρατικό χαρακτήρα (μίμησης και πιθηκισμού) του νεωτερικού, ελληνώνυμου συλλογικού μας μορφώματος – ανταλλάξαμε τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό με την «εθνική» βαλκανική επαρχιωτίλα. Το ότι στο «σύνταγμά» μας αλλοτριώνουμε το εκκλησιαστικό γεγονός σε «επικρατούσα θρησκεία», δίνει τη χαριστική βολή σε κάθε ελπίδα ιστορικής επιβίωσης της ελληνικότητας.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Tο διακομματικό νόσημα

Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Π​​οιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού συνειδητοποιεί νηφάλια ότι στη χώρα και κοινωνία μας έχει συντελεστεί καταστροφή;

«Καταστροφή»
δεν είναι λέξη «πολιτικά ορθή», όποιος τη χρησιμοποιήσει είναι «καταστροφολόγος», δηλαδή σκόπιμα αναξιόπιστος – στιγματίζεται. Με αυτό το δόγμα αυτοπροστατεύεται η ανομία, οι αυτουργοί του εγκλήματος συνεχίζουν ανενόχλητοι να κακουργούν. Δικαιώνεται και ο ποιητής που βεβαίωνε ότι «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει πάρα πολλή πραγματικότητα».

Η πλειονότητα του πληθυσμού στην Ελλάδα, είναι φανερό, βολεύεται να πιστεύει ότι ζούμε μια συνήθη περίπτωση «κρίσης» οικονομικής. Αντε να προσθέσουμε στη συγκυρία και τη χρόνια δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Προκάλεσε την «κρίση» η ακρισία του υπερδανεισμού, οι άκριτες ψηφοθηρικές σπατάλες, δηλαδή μια κακή, κάκιστη πολιτική διαχείριση – τίποτα περισσότερο.

Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία. Ωσάν να μην επιτροπεύεται η χώρα από εγκαθέτους των δανειστών σε κάθε παραμικρό κόμβο της κρατικής λειτουργίας. Ωσάν να μην έχει καταλυθεί το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα – διατηρούμε επίφαση σχιζοφρενική του κοινοβουλίου, με τους αρνητές της δημοκρατίας (χρυσαυγίτες και κουκουέδες) να αντιστέκονται στον ολοκληρωτισμό των «Αγορών» και τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» ένας αηδιαστικός πολτός συμβιβασμένων.

Αυτά τα εξόφθαλμα και πασιφανή αποσιωπώνται και αγνοούνται μεθοδικότατα από την εμπορευματοποιημένη «πληροφόρηση» και τους επαγγελματίες «πολιτικούς» του ιδεολογικού πολτού. Δεν διανοούνται να μιλήσουν για «καταστροφή» και για το μέγεθός της, επειδή έτσι θα παραδέχονταν την ανάγκη για τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να λειτουργήσει κράτος – θα σήμαιναν και το τέλος της κομματοκρατίας. Το απολύτως εξομοιωμένο (από την κοινή αφασία) «πολιτικό» προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να διανοηθεί μεταρρυθμίσεις, ξέρει μόνο την πιο ευτελισμένη εκδοχή της «διαχείρισης» – το κενό «νοήματος» της πολιτικής είναι για τους «πολιτικούς» απόλυτο. Τυπικά γεννήματα της «προοδευτικής» φενάκης, δηλαδή του μηδενισμού και αμοραλισμού, έχουν κίνητρο μοναδικό την ηδονή της εξουσίας.

Παραμένει ίσως ανεπίγνωστη η καταστροφή και για πολλούς, τους περισσότερους πιθανότατα, πολίτες, επειδή ο «προοδευτικός» αμοραλισμός και μηδενισμός είναι διακομματικό νόσημα. Αυτό αποκαλύφθηκε ολοκάθαρα με την κοινή και ίδια πολιτική για την Παιδεία, που άσκησαν όλες οι κυβερνήσεις (κάθε «ιδεολογικής» απόχρωσης) στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Ολες είχαν την ίδια, απολύτως χρησιμοθηρική αντίληψη για την Παιδεία – την Παιδεία «εφόδιο», «προϋπόθεση οικονομικής ευχέρειας», προαπαιτούμενο («χαρτί») για χαριστικό διορισμό στο Δημόσιο.

Ολες οι κυβερνήσεις, οποιασδήποτε κομματικής ταυτότητας, κατασφάλισαν στην πράξη τη λοιμική της «παραπαιδείας», την ντροπή (νεοελληνική διεθνής αποκλειστικότητα) που λέγεται «φροντιστήριο». Ολες υποβάθμισαν, υπονόμευσαν ή φανατικά πολέμησαν την κριτική αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων, την άμιλλα, την αριστεία. Η ωφελιμιστική αποτίμηση της «πληροφορίας» εκτόπισε την κριτική σκέψη, περιθωριοποίησε τη δημιουργική προτεραιότητα.

Ολα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις συναίνεσαν να παραδοθούν τα πανεπιστήμια της χώρας στον πρωτογονισμό, στην ασυδοσία και στη βανδαλιστική υστερία των κομματικών νεολαιών, αλλά και να καταστούν ευκαιρίες αναρρίχησης στο ακαδημαϊκό λειτούργημα ευτελών κομματανθρώπων. Δεν αντέχουμε, αλλά και δεν μπορούμε να έχουμε ρεαλιστική επίγνωση των διαστάσεων της συντελεσμένης καταστροφής. Η καθημερινότητα του Ελληνα είναι ένας εφιάλτης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, αδικίας, παραλογισμού. Εκλεισαν οι «φωτισμένοι» δανειστές μας Ευρωπαίοι τα δικά τους σύνορα στους συφοριασμένους της προσφυγιάς, επιβάλλοντας έτσι στους Ελληνες να είμαστε μειονότητα στον τόπο μας (προς το παρόν, τα παιδιά μας στα σχολειά).

Ο όρος «δημόσια τάξη» χλευάζεται, σαν να δηλώνει φασιστική επιδίωξη. Η ανοχή (μάλλον το κανάκεμα) της κοινωνικά αφόρητης ιταμότητας του υπόκοσμου (κάθε βράδυ στα Εξάρχεια, μέρα-νύχτα στα δημόσιας θέας «στέκια» εμπορίας ναρκωτικών) εξαλείφει τις προϋποθέσεις συντεταγμένου κοινωνικού βίου. Το ίδιο το λειτούργημα της αστυνόμευσης ακυρώνεται, όταν ο λειτουργός του διατάσσεται να λειτουργεί σχιζοφρενικά: Να κυνηγάει τον λωποδύτη, τον ληστή, τον παράνομο, ενώ συντηρεί εσκεμμένα κάθε βράδυ (δεκαετίες τώρα) ενεργό τον εμπρηστή, τον επίδοξο δολοφόνο, τον ψυχανώμαλο μπαχαλάκια, καλυμμένους με την κυβερνητική, ανεξήγητη ανοχή.

Τις καταστροφές, τις πιο ανήκεστες και ολεθριότερες, οι πολλοί τις αντιλαμβάνονται δυσκολότερα: Την προϊούσα (ακατασχέτως) αναπηρία της γλωσσικής εκφραστικής, με τις εφιαλτικές ανθρωπολογικές της συνέπειες (αφού σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, και επομένως η υποβαθμισμένη γλώσσα συνεπάγεται μειωμένη αντιληπτική ικανότητα). Οπως και η μειωμένη ή διάστροφη ιστορική κατάρτιση που καταλήγει σε καχεκτική υπαρκτική αυτοσυνειδησία, ευκολύνει τη μετάλλαξη του πολίτη σε οπαδό ή καταναλωτή.

Η επίγνωση της καταστροφής είναι το «ήμισυ» της ανάκαμψης.
 ______________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Ολική έκλειψη της πολιτικής

Ο προβληματισμός και η εγρήγορση είναι μάλλον η μόνη άμυνα που μας απομένει... 


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Τα αδιέξοδα που δημιουργεί στην ελλαδική κοινωνία η κυβέρνηση Τσίπρα είναι τα ίδια με αυτά που δημιούργησαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Τα ίδια, μεγεθυμένα και οξυμμένα στο έπακρο. Ισως η μεγέθυνση και όξυνση να είναι συνάρτηση των αντοχών της ελληνικής κοινωνίας, της σαθρότητας των υποδομών της. Ισως συνέπεια, σε κάποιο ποσοστό, και των διεθνών συγκυριών.

Τελικά όμως πρόκειται για ολική έκλειψη της πολιτικής: Του πολιτικού προβληματισμού (τρόπου σκέψης), των πολιτικών στοχεύσεων (σχεδιασμού και προτεραιοτήτων). Εσκεμμένα ή νομοτελειακά (ίδιο το αποτέλεσμα), την άσκηση πολιτικής την έχει υποκαταστήσει ολοκληρωτικά η διαχείριση της εξουσίας. Και στη διαχείριση της εξουσίας δεν υπάρχει ούτε ίχνος κοινωνικών επιδιώξεων, υπουργίας κοινών αναγκών, η παραμικρή έγνοια για την ποιότητα ζωής των πολιτών, για προοπτικές της συλλογικότητας.

Πώς διολισθήσαμε από την άσκηση πολιτικής στη διαχείριση της εξουσίας; Σίγουρα, με την παρεμβολή του μηδενισμού – ο Νίτσε είχε εντοπίσει διορατικότατα την απειλή, από το 1887: «ο πιο ανοίκειος επισκέπτης στέκει στην πόρτα» (Der Europäische Nihilismus). Ντύθηκε ο μηδενισμός την πανοπλία της ιδεολογίας, τον είπαμε «Ιστορικό Υλισμό» και ήταν αμφιπρόσωπος: μαρξισμός - ελευθερία των αγορών. Και οι δύο όψεις, ιδεολογικές, του Ιανού - μηδενισμού είχαν κοινή την άρνηση «νοήματος»: μεταποιούσαν την άσκηση πολιτικής σε διαχείριση της εξουσίας. Ακαταμάχητο κίνητρο η ηδονή της εξουσίας. Σήμερα, η ηδονικότερη συσσώρευση απολαύσεων που μπορεί να ποθήσει άνθρωπος, ακόμα και ο πιο αδικημένος διανοητικά, προσφέρεται με τη νομή της εξουσίας.

Η ολική έκλειψη της πολιτικής τεκμαίρεται πρωταρχικά από την εξάλειψη κάθε ιδεολογικής διαφοράς των κομμάτων. Κορυφαία η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ: Για την ηδονή της εξουσίας αρνήθηκε, όχι μόνο την πολιτική του ταυτότητα, της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» (!), όχι τα «πολιτικά» του προγράμματα, επαγγελίες, υποσχέσεις, «αδιαπραγμάτευτες» εμμονές, αλλά και τη δημοψηφισματική εντολή που είχε πάρει από το κοινωνικό σώμα για να αντιπαλαίψει τον σαδισμό των «Αγορών». Αγνόησε το 64% των ψηφοφόρων και εναγκαλίστηκε την πιο φαιδρή απόφυση της συμπλεγματικής «Δεξιάς» μόνο για την ηδονή της εξουσίας. Ομως, ο ανάλογος εξευτελισμός των πολιτικών ταυτοτήτων, η βάναυση καταστρατήγηση πολιτικών επαγγελιών και υποσχέσεων είχαν προηγηθεί με τις συγκυβερνήσεις Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ - θλιβερού Κουβέλη.

Οι εφιαλτικότερες κοινωνικές συνέπειες από την ολική έκλειψη της πολιτικής, θα πρέπει να εντοπιστούν στο καθολικών διαστάσεων σύμπτωμα υποκατάστασης της πραγματικότητας από τις εντυπώσεις. Η διαχείριση της εξουσίας γίνεται τόσο ηδονικότερη όσο πιο ολοκληρωτικά επιβάλλεται. Αυτό έμπρακτα σημαίνει ότι τα δύσκολα και δυσάρεστα πρέπει να εξωραΐζονται ή να αποσιωπώνται, τα ευχάριστα και αισιόδοξα να προβάλλονται εμφατικά ή να κατασκευάζονται τεχνητά.

Η νομή (όχι άσκηση) της εξουσίας, ώς την πιο παραμικρή της λεπτομέρεια, αποβλέπει αποκλειστικά στην παραγωγή εντυπώσεων, όχι έργου. Δεν ενδιαφέρουν οι τυχόν συντελούμενες ανυπόφορες καταστροφές, άμεσες ή σε βάθος χρόνου – η στέρηση, η φτώχεια, η ανεργία, η συνακόλουθη εξουθένωση του ανθρώπου, ο εξευτελισμός του, η απελπισία που τον οδηγεί στον ξεριζωμό - εκπατρισμό του. Δεν ενδιαφέρει (ίσως και να μεθοδεύεται σκόπιμα) η διολίσθηση τεράστιων κοινωνικών ομάδων στον πρωτογονισμό (σε ανατριχιαστική αγραμματοσύνη, αγλωσσία, ακρισία, ανικανότητα λογικού ειρμού, ακαλαισθησία, αποβλακωτική ποδοσφαιρολαγνεία). Ενδιαφέρει μόνο να πάρουν θετικό πρόσημο («προοδευτικό») η κτηνώδης βία ως θέαμα και παιδικό «παιχνίδι», οι σεξουαλικές διαστροφές, η καύση των νεκρών (επιδεικτική πομφόλυγα «θρησκοληψίας» του μηδενισμού).

Κάποτε, το συνειδητό και το ασυνείδητο πρωτογενές πεδίο της υποκειμενικότητας, τα «αντανακλαστικά» της διαισθητικής κατανόησης και της συμπεριφορικής αυθορμησίας, οι πρώτες προσλαμβάνουσες καλαισθησίας και ακαλαισθησίας, ευπρέπειας και χυδαιότητας, γεννιόντουσαν από την αμεσότητα (εμπειρική) μετοχής σε σχέσεις: Σχέσεις παραγωγικές, ανταλλακτικές, συγγένειας, γειτονίας, φιλίας, συν-ομιλίας που ήταν πρωτευόντως συ(ν)ζήτηση, από κοινού αναζήτηση. Ζητούσαν οι άνθρωποι κριτήρια διάκρισης της αλήθειας από το ψέμα, της ψηλάφησης από την εντύπωση, της πραγματικότητας από τα προσχήματα, της ομορφιάς από τη φιοριτούρα.

Αυτό το παρελθόν δεν είναι ρομαντική νοσταλγία, και κάθε αναφορά σε αυτό δεν συνιστά οπωσδήποτε οπισθοδρόμηση στην ηθικολογική νεφελοκοκκυγία. Ζούμε ένα παρόν εφιαλτικής απανθρωπίας, που συνοψίζεται στην υποκατάσταση της πολιτικής από ψευδαισθητικές εντυπώσεις.

Η ζωή μας καθορίζεται από μυριάδες εμπρόθετες προσπάθειες να μας χειραγωγήσουν ψευδείς εντυπώσεις. Τα θύματα αυτού του Μινώταυρου (της «προοδευτικής» υποκατάστασης της πολιτικής από τις εντυπώσεις, της κοινωνίας των σχέσεων από την αυθαιρεσία του αυτοηδονισμού της εξουσίας) σωρεύονται καθημερινά με δυναμική πλημμυρίδας: Σκεφθείτε τα παιδιά που ασκούν μόνο πληκτρολόγηση αποκομμένα από την ενεργό ετερότητα του «γραφικού χαρακτήρα», τα αναρίθμητα λοβοτομημένα θύματα της ποδοσφαιρολαγνείας, την καλπάζουσα ψευδαισθησιογόνο ζωοφιλία, την αυτοκαταστροφική υστερία των «τατουάζ», και τα μύρια όσα πεισιθάνατα ανάλογα.

Ο προβληματισμός και η εγρήγορση είναι μάλλον η μόνη άμυνα που μας απομένει.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Χωρισμός, ο συνεπέστερος δυνατός

Αμποτε να δώσει ο Θεός χωρισμό, τον συνεπέστερο δυνατό.


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *
 
Η πρωτοβουλία για συνταγματική αναθεώρηση των σχέσεων κράτους και εκκλησίας ξεκινάει με ρητορεύματα προκλητικής άγνοιας. Η εξόφθαλμη, στο συγκεκριμένο θέμα, αγραμματοσύνη των κυβερνώντων (μάλλον και του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας) συνδυάζεται με το πανθομολογούμενα δραματικό επίπεδο καλλιέργειας και ικανοτήτων της συντριπτικής πλειονότητας των επισκόπων. Και ο συνδυασμός καταλήγει νομοτελειακά σε φαύλο κύκλο παρακμιακού αδιεξόδου.

Οι πολιτικοί λένε «εκκλησία» και έχουν στον νου τους τη θεσμική μήτρα του μεσαιωνικού στην Ευρώπη θρησκευτικού ολοκληρωτισμού. Λένε «κράτος» και εννοούν τις νομικές (ορθολογικές) αντιστάσεις κάθε ευρωπαϊκής-εθνικής συλλογικότητας σε αυτόν τον ολοκληρωτισμό. Οι επίσκοποι δεν καταλαβαίνουν «που πατάν και πού πηγαίνουν»: δέχονται να παίξουν σε αυτό το ανιστορικό γήπεδο. Από την «ορκωμοσία» τους κιόλας έχουν αδιαμαρτύρητα δεχθεί να ταυτίζουν στο Σύνταγμα της Ελλάδας την εκκλησία με τη θρησκεία – ναι, να ορίζεται καταστατικά το λαϊκό εκκλησιαστικό σώμα σαν αφηρημένη «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία». Οπότε και απαντούν οι άσχετοι επίσκοποι στους ανιστόρητους πολιτικούς με την κοινή, παρακμιακής αβελτηρίας γλώσσα: των «ατομικών δικαιωμάτων», των θεσμικών «ελευθεριών», της κατασφάλισης περιουσιών, της «χρησιμότητας» του κλήρου, των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων του, του πρωταγωνιστικού ρόλου του στις «εθνικές» υποθέσεις.

Ομως, στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις είναι, συχνά, αναμμένα κάρβουνα, που κατακαίνε όποιον τις βιάζει για να παίξει τα παιχνίδια του. «Θρησκεία» λοιπόν και «εκκλησία» στα ελληνικά είναι νοήματα αντιθετικά, σημαίνουν πραγματικότητες ασύμβατες, ασυμβίβαστες, η μια αποκλείει την άλλη. Με τη «θρησκεία» δηλώνουμε ατομοκεντρισμό (ατομικές πεποιθήσεις, ατομικές αρετές, ατομική πιστότητα σε δόγματα και σε ηθικές προστατικές), με στόχο τον υπέρτατο ωφελιμισμό: την ατομική «σωτηρία» – να συνεχίσει να υπάρχει το «εγώ» σε γραμμικό χρόνο ατελεύτητο.

Με τη λέξη «εκκλησία» σημαίνουμε το εντελώς αντίθετο: τη μετοχή, τη σχέση, την αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά. Είναι ερωτικό γεγονός η εκκλησία, άθλημα ελευθερίας από την ιδιοτέλεια, είναι η ζωή κοινωνούμενη, η ζωή που γίνεται Γιορτή και πανήγυρις. Να χαρακτηρίζουμε «θρησκεία» την εκκλησία είναι σαν να ονομάζουμε «έρωτα» την πληρωμένη ηδονή, σαν να αποκαλούμε «χρήσιμη διασύνδεση» τη φιλία, σαν να τιτλοφορούμε «δημοκρατία» τον υποχείριο του μάρκετινγκ παρλαμενταρισμό ή μια μαφιόζικη συντεχνία. Κι όμως, διακόσια χρόνια τώρα, οι ελληνώνυμοι απελεύθεροι προσδιορίζουμε στο Σύνταγμά μας την εκκλησία σαν επικρατούσα θρησκεία – μηδενός αντιλέγοντος, επισκόπου ή αρχιεπισκόπου.

Ο Ελληνισμός γνώρισε την εκκλησιαστική γνησιότητα στους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Δηλαδή, σε συνθήκες του συνεπέστερου δυνατού χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος. Η γνησιότητα πώς αποδείχνεται, με ποια κριτήρια; Κυρίως με την ανθοφορία της Τέχνης. Η αρχιτεκτονική στην Τουρκοκρατία γεννούσε κοσμήματα, στο «ελεύθερο» κρατίδιο γέννησε και γεννάει τη συμφορά της πολυκατοικίας και τις ετοιματζίδικες «τούρτες» της ναοδομίας.

Σήμερα Τέχνη δεν ανθεί στην Εκκλησία, αναπαράγονται μόνο στερεότυπα, όπως και η πολιτική δεν γεννάει λύσεις προβλημάτων. Τόσο στην Εκκλησία όσο και στο κράτος προτεραιότητα έχει ο ατομοκεντρισμός των εντυπώσεων, ο ψυχολογικός επηρεασμός – οι εντυπώσεις υποκαθιστούν την πραγματικότητα. Βαυκαλιζόμαστε ότι ζούμε με πολίτευμα «δημοκρατικό», ενώ η πραγματικότητα κραυγάζει τον αυταρχισμό και την τυραννική αυθαιρεσία της κομματοκρατίας και του «χρηματοπιστωτικού συστήματος». Συντηρούμε κονσερβαρισμένη τη συνταγή (:πλασματικό κοινοβούλιο, τάχα εκλογές, δήθεν ελευθεροτυπία), όπως συντηρούν και οι επίσκοποι χάντρες και λιλιά, την αυτοκρατορική μίτρα σωστή ψευτιά από χαρτόνι.

Στους αιώνες της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε «κήρυγμα» – σπανιότατο. Σήμερα υπάρχει μόνο και παντού κήρυγμα, όπως μόνο και παντού τηλεόραση και πολιτική. Τότε την «αλήθεια», την κοινωνούμενη εμπειρία και γνώση, τη γεννούσε η πράξη (ο τρόπος του βίου), όχι η «κατανόηση» του ορθού και του πρέποντος, όχι το «αλάθητο» cogito. Η νηστεία μεταμόρφωνε τη λήψη της τροφής σε μετοχή του κοινωνούμενου τρόπου, το αναμμένο σε κάθε σπίτι καντήλι ήταν η δίχως λόγια προσευχή, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός, τα κόλλυβα – όλα πράξη, πουθενά ιδεολόγημα. Και το κεντρικό κοινωνικό γεγονός της κοινότητας: ο εκκλησιασμός, καθόλου καθήκον ή εντολή, αλλά μόνο γιορτασμός, άρθρωνε τον χρόνο σε εόρτιους κύκλους, με άξονα τη χαρά της νίκης καταπάνω στον θάνατο.

Σήμερα, στο κράτος και στην Εκκλησία, ο ίδιος θανατερός (της υπανάπτυξης) πνιγμός του ατομοκεντρισμού. Η Εκκλησία «κόκκος σινάπεως» θαμμένος και χαμένος, στο προσκήνιο η συνταγματικά κατεστημένη «επικρατούσα θρησκεία»: Πλημμυρίδα κηρυγματικής προπαγάνδας, προφορικής, έντυπης, ραδιοφωνικής – όλα και παντού κήρυγμα, ιδεολογική λογοδιάρροια. Ο ρεαλισμός της επισκοπικής «πατρότητας» που αχρηστεύει κάθε «παιδαγωγία», ο ρεαλισμός της «συνοδικότητας» που χαρίζει ιστορική σάρκα στην «πατρότητα» και διαφοροποιεί τον επίσκοπο από τον «υψηλόβαθμο αξιωματούχο», είναι νοήματα χαμένα πια μέσα στον κουρνιαχτό της ιδεολογικοποίησης.

Οταν η «πίστη», από κατόρθωμα εμπιστοσύνης αλλοτριωθεί σε ατομοκεντρική «πεποίθηση» και η «σωτηρία» σε εγωτικό κεκτημένο ορθοφροσύνης και ορθοπραξίας, τότε δεν διαφέρει σε τίποτα η «επίσημη» Εκκλησία από το «αυθεντικό» ΚΚΕ – οι περιώνυμοι της «συντηρητικής» ψυχοπάθειας μητροπολίτες στον ίδιο χορό με τον κνίτη.

Αμποτε να δώσει ο Θεός χωρισμό, τον συνεπέστερο δυνατό.
 _____________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Άποψη: Η πολιτική έχει αυτοκαταργηθεί

Πολιτικές πρακτικές, παγιδευμένες σε μηδενιστικές ιδεολογίες, απορριπτικές ή αδιάφορες για κάθε «νόημα» της ύπαρξης, είναι αδύνατο (λογικά και στην πράξη) να υπηρετήσουν τη δημοκρατία...



επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Πολιτικές πρακτικές, παγιδευμένες σε μηδενιστικές ιδεολογίες, απορριπτικές ή αδιάφορες για κάθε «νόημα» της ύπαρξης, είναι αδύνατο (λογικά και στην πράξη) να υπηρετήσουν τη δημοκρατία. Δημοκρατία θα πει: το κράτος (η εξουσία) να ασκείται από τον δήμο, από όλους τους πολίτες ή (με συμβιβαστική κατ’ ανάγκην παραχώρηση) από εντεταλμένους και ελεγχόμενους εκπροσώπους των πολιτών.

Ομως, για να αποφασίσει ένας πολίτης τι είναι καλό και συμφέρον για όλους, προϋποτίθεται η ετοιμότητά του να αρνηθεί τις ορμέμφυτες, ενστικτώδεις, εγωκεντρικές του προτεραιότητες. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δυσκατόρθωτο – βεβαιώνει τη διαπίστωση η κοινή μας πείρα: Ποιο κίνητρο μπορεί να έχει ο άνθρωπος για να αρνηθεί τις απαιτήσεις των ενστίκτων του; Ή πρέπει να διαθέτει θαυμαστή καλλιέργεια, δηλαδή εμπειρία της ζωτικής χαράς που χαρίζει η αυθυπέρβαση, ή να είναι τόσο ντοπαρισμένος από ιδεολογικές ψευδαισθήσεις, ώστε να ταυτίζει την υποταγή του στην ιδεολογική προστακτική με τη ναρκισσιστική του θωράκιση. Ο ντοπαρισμένος γίνεται ικανός και να στηθεί απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας, σίγουρος για την απόλυτη καταξίωση του εγώ του.

Σήμερα ο μηδενισμός και το γνήσιο τέκνο του, ο αμοραλισμός, θριαμβευτικά κυριαρχούν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι μεγάλες «αναμορφωτικές» ιδεολογίες που γέννησε η ψευδαισθητική μέθη του «Διαφωτισμού» (φασισμός, ναζισμός, μαρξισμός, ελευθερία των αγορών, δηλαδή ολοκληρωτισμός της κερδοσκοπίας) κάρπισαν τέτοια και τόση εφιαλτική απανθρωπία, που καθιστά επώδυνη ή αποκρουστική την ενασχόληση μαζί τους κάθε νουνεχούς ανθρώπου. Ευτυχώς, η παταγώδης κατάρρευση κάθε μιας από αυτές τις ιδεολογίες μοιάζει να έχει νομοτελειακό χαρακτήρα: Κατέρρευσε γελοιωδώς ο φασισμός, μέσα στη φρίκη ο ναζισμός, αιφνιδιαστικά σχεδόν αλλά και αυτονόητα ο μαρξισμός. Περιμένουμε τώρα, ποια καινούργια αβλεψία ή αυθαίρετη εκτίμηση των Lehman Brothers ή της Goldman Sachs ή ανάλογων μεταστατικών αποστημάτων θα προκαλέσει την κατάρρευση του «διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος». Είναι θέμα χρόνου.

Σίγουρα, η ασύδοτη αυθαιρεσία των «αγορών» μοιάζει το χυδαιότερο αποκύημα του ατομοκεντρισμού, που ο «Διαφωτισμός» τον εξύψωσε σε ανθρωπολογική σκοποθεσία. Ομως δεν θεσμοποίησε τον ατομοκεντρισμό πρώτος ο «Διαφωτισμός», τον θεσμοποίησε η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος: ο νομικισμός στην υπηρεσία της «ατομικής σωτηρίας» – δηλαδή ο Ρωμαιοκαθολικισμός, ο Προτεσταντισμός, στα «καθ’ ημάς» ο Ορθοδοξισμός. Το πέρασμα από τον θρησκευτικό στον ευδαιμονιστικό ατομοκεντρισμό ήταν νομοτελειακή εξέλιξη, «φυσιολογική». Αναμένουμε λοιπόν να δούμε πού θα καταλήξει το κορυφαίο (μάλλον) της εξέλιξης στάδιο: Να παραδοθεί και η πολιτική διαχείριση της ζωής μας στις ΜΗΚΥΟ: σε ιδιώτες κερδοσκόπους.

Στην έσχατης παρακμής ελλαδική κοινωνία όλα αυτά είναι εξόφθαλμα, κατάφωρα, δεν δυσκολεύεται κανείς να τα διακρίνει. Εδώ, στα δικά μας χώματα, το κόμμα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς, δηλαδή οι αδιάλλακτοι αντίπαλοι της ασυδοσίας των «αγορών», μεταμορφώθηκαν, μέσα σε μια νύχτα, σε λακέδες γλοιωδέστατους των «αντιπάλων» τους, «χωρίς αιδώ ή λύπην». Δεν δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει ώς και τη φυσιογνωμική αλλοίωση που υπέστησαν (μετά την εξευτελιστική τους εξώνηση) «μπροστάρηδες» όπως ο Νίκος Παππάς, ο Αλέξης Τσίπρας, ο Γιώργος Σταθάκης – ενδεικτικά.

Είχαν, βέβαια, προηγηθεί οι επιχειρηματικές «μπίζνες» της μαρξιστικής ορθοδοξίας του Περισσού στην αρένα διαπάλης των μεγαλοκεφαλαιούχων – φαεινές ενδείξεις της ικανότητας του καπιταλισμού να καταπίνει τους αντιπάλους του, χωρίς να τους στερεί το παιχνιδάκι τους: την «αριστερή» τους ετικέτα και κομπορρημοσύνη. Ξεγυμνώθηκε κωμικά το κοινό θεμέλιο «Δεξιάς» και «Αριστεράς»: ο Ιστορικός Υλισμός. Κόμμα κοινωνιοκεντρικό, ρεαλιστικά «Λαϊκό», δεν υπάρχει (ίσως ούτε υπήρξε ποτέ) στο φαιδρό μεταπρατικό πολιτικό μας τοπίο. Διασώζεται ακόμα ο χαρακτηρισμός του «συντηρητικού», κενός από νόημα, αφού δεν διευκρινίζει τι το άξιο συντήρησης συντηρούν οι συντηρητικοί.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη λέξη «αξίες»: κανένας δεν ξέρει να πει με ποια κριτήρια αξιολογούνται οι «αξίες» και ποια εξουσία ή πειθώ μπορεί να τις επιβάλει. Πιθανόν οι λέξεις «δεξιός» και «αριστερός» να διατηρούν κάποιον απόηχο πραγματικότητας, αλλά μόνο με τις σημασίες του «επιδέξιου» και του «ατζαμή», αναθεωρημένες: «επιδέξιος» ο αριστερός, «ατζαμής» πάντοτε και αδέξιος ο δεξιός. Ολοι, π.χ., οι υπουργοί Παιδείας της «Δεξιάς» πιθήκισαν πάντοτε επιμελέστατα τις «προοδευτικές» παρλαπίπες της μηδενιστικής «Αριστεράς» για να οδηγηθούμε στη σημερινή τραγωδία, που είναι το ελλαδικό σχολειό, και στον εφιάλτη, που είναι το ελλαδικό πανεπιστήμιο.

Με την απείρου ευτέλειας διένεξη Κοτζιά - Καμμένου και την εγκληματική ασυνειδησία Γαβρόγλου (οι «σάκες» των μαθητών να μένουν στο σχολειό, σύμβολο α-νόητης αγγαρείας, όχι χαράς που είναι η μάθηση – τα πανεπιστήμια «άσυλο» και άντρο του υπόκοσμου) το ελλαδικό πολιτικό σύστημα μοιάζει να έφτασε στην ολοκλήρωση της αυτοκατάργησής του. Βέβαια, «το κακό τέλος δεν έχει» και «η λογική του πάτου είναι ο απόπατος» – δεν ξέρουμε τι ακόμα μας περιμένει. Για την αντιπολίτευση είναι «λαχείο» ο έσχατος αυτοεξευτελισμός της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς, όμως αντιπρόταση μεταρρυθμιστική, ικανή να γεννήσει άλλη προοπτική για τη χώρα, ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν διαθέτει. Μετά βίας θα επαρκούσε η Ν.Δ. για μερεμέτια και «βελτιώσεις», αλλά για τομές ανακαίνισης και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις ούτε προετοιμασία έχει, ούτε τον προβληματισμό, ούτε καν τις λέξεις κατανοεί.

Ομως, εφτά μήνες ώς τις εκλογές είναι χρόνος υπερεπαρκής για ανατροπές.
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

πηγή: yannaras.gr

Τα λοίσθια της οικουμενικότητας

Μιλώντας για τα πράγματα με το όνομά τους, εύκολα εξουδετερώνεσαι σαν «περιθωριακός», σαν «ουτοπιστής». Ομως η «ελληνική διαφορά» είναι, πάντοτε, η επιμονή στο πραγματικό. Και το πραγματικό, όχι στο πεδίο της συμπεριφοράς, της εξουσίας, της αποτελεσματικότητας. Μόνο στο πεδίο της ύπαρξης, δηλαδή του «νοήματος».


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Το ποιος θα είναι ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος των Ελλήνων στη Νέα Υόρκη μπορεί να έχει σημασία μεγαλύτερη από το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός στην Αθήνα. Ποιο μέτρο είναι ικανό να αξιολογήσει συγκριτικά τη «σημασία» δύο τόσο διαφορετικών ρόλων; Φυσικά, η πιθανολόγηση των ιστορικών συνεπειών. Στη γεωγραφική - κρατική Ελλάδα το μέλλον του Ελληνισμού είναι μοιραία προδιαγεγραμμένο – στο πεδίο της γλώσσας, της ιστορικής συνείδησης, των κοινοτικών θεσμών αυτοδιοίκησης, του δημογραφικού προβλήματος, το παιχνίδι έχει χαθεί. Στην ελληνική διασπορά, ειδικά στις ΗΠΑ, η συνειδητοποίηση της «ελληνικής διαφοράς» είναι, ίσως, ευκολότερο να αφυπνισθεί.

Γιατί ευκολότερο; Διότι η επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, επομένως υπάρχει περιθώριο να διερωτηθούν οι άνθρωποι για το «νόημα» της επιβίωσης. Η συνέχεια του Ελληνισμού ενδιαφέρει εκείνες τις (διεθνείς) ελίτ τις ικανές να ψηλαφήσουν την ελληνική διαφορά στη νοηματοδότηση του βίου και της ύπαρξης. Διαφορά πρωτίστως λέξεων: του ελληνικού λόγου από τη δυτική ratio, της κοινωνίας από την societas, της δημοκρατίας από την res publica, της εκκλησίας από τη θρησκεία κ.ά.π. H εθνοφυλετική πανσπερμία των ΗΠΑ, εκ των πραγμάτων, χρειάζεται (έχει τη χρεία, την ανάγκη) να γνωρίσει τη διαφορά που κομίζει η ελληνική οπτική – πραγματική όχι ιδεολογική διαφορά.

Είναι αυτή μια «υπόθεση εργασίας» με ερείσματα στην κοινωνική παρατήρηση: Μοιάζει κανόνας ότι κάθε ίχνος ή σημάδι ή απομεινάδι μαρτυρίας, άμεσης ή έμμεσης, της ελληνικής διαφοράς, διεγείρει ενδιαφέρον στην κοινωνία των ΗΠΑ. Aφησαν εποχή οι δύο Εκθέσεις. «Τhe Glory of Byzantium», στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης, πριν από λίγα χρόνια – μετάγγιζαν την αίσθηση, όχι απλώς κορυφαίων (επιλεγμένων) επιτευγμάτων μιας υψηλής αισθητικής, αλλά δειγμάτων - τεκμηρίων ενός ιλιγγιώδους πολιτισμού (κοινού τρόπου του βίου). Και δεύτερο δεδομένο της κοινωνικής παρατήρησης: η εντυπωσιακή επισκεψιμότητα σήμερα των 17 μοναστηριών του αγιορείτη Εφραίμ στις ΗΠΑ!

Το δεύτερο παράδειγμα ενδιαφέρει και ως κατάδειξη της δυναμικής που διασώζει η γνησιότητα, έναντι των απομιμήσεων της πολιτισμικής διαφοράς: Σε αντίθεση με την πλειονότητα των ελληνορθόδοξων ναών, όπου, κατά κανόνα, κυριαρχεί το θρησκευτικό κιτς αχαλίνωτο και ο επαρχιωτισμός της μίμησης του φανταχτερού και «μοδέρνου» (πιθηκισμός κάθε στιλπνής προτεστάντικης «αμερικανιάς»), στα νεόφυτα μοναστήρια κύριο γνώρισμα είναι η αναζήτηση της γνησιότητας: Αρχιτεκτονική, Εικόνες, στασίδια, προσκυνητάρια ξυλόγλυπτα και καντήλια αυθεντικά – στα πάντα συνειδητή και θελημένη η άρνηση του εφφετζίδικου διακοσμητικού.

Τα πλήθη των Αμερικανών επισκεπτών που συρρέουν καθημερινά σε αυτά τα μοναστήρια, με πούλμαν ατέλειωτα, δεν μοιάζει να αφύπνισαν ακόμα τις ελληνικές κοινότητες στην ανάγκη του σημερινού ανθρώπου για γνησιότητα και αυθεντικότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος (Κουκούζης) ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης, που πέτυχε θαυμαστή αναβάθμιση της εκτίμησης και του σεβασμού των Αμερικανών για τους ελληνικής καταγωγής συμπολίτες τους. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος (Τρακατέλλης), σπάνιας ευφυΐας και καλλιέργειας, έχει τίτλους ακαδημαϊκούς που στην αμερικανική κοινωνία προκαλούν δέος. Τα ηγετικά προσόντα και των δύο, αλλά και η ετοιμότητά τους για προσφορά, είναι ποιότητες που σπανίζουν στην ελλαδική και της διασποράς ηγέτιδα τάξη.

Κι όμως, η κατάδειξη της «ελληνικής διαφοράς», στο πλαίσιο της ιστορικο-υλιστικής μονοτροπίας σήμερα, δεν ήταν το μέλημά τους – παρά το γεγονός της έκπληξης που αποτέλεσε, σε διεθνή κλίμακα, η ανάλογη μαρτυρία της διασποράς των Ρώσων αποδιοπομπαίων του σταλινισμού. Το να μετέχει ο Ελληνισμός στο επικαιρικό ιστορικό γίγνεσθαι κομίζοντας ετερότητα, παρέμεινε ανέφικτο. Θα μπορούσε να έχει επιχειρηθεί, τουλάχιστον, η αποκόλληση από τον επαρχιωτικό - ξιπασμένο μιμητισμό του «μοδέρνου»: Να αποκατασταθεί η γνησιότητα και αυθεντικότητα του λειτουργικού χώρου στους πεντακόσιους, ανά τις ΗΠΑ, ελληνορθόδοξους ναούς – θα ήταν «επανάσταση». Και να έχει αξιοποιηθεί το πελώριο και ζηλευτό campus του Ελληνικού Κολεγίου στη Βοστώνη, για να στηθεί (στο κέντρο του ιστορικού γίγνεσθαι σήμερα) ένα πανεπιστήμιο, πολύ υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων, για τη σπουδή και την έρευνα της ελληνικής (διαχρονικά) Γλώσσας και Γραμματείας, Ιστορίας, Αρχαιολογίας, Τέχνης, Φιλοσοφίας, Μουσικής.

Τα ονόματα που προβάλλουν οι δημοσιογράφοι σαν πιθανότερους διαδόχους του Δημητρίου, δικαιολογούν ανησυχία, αν όχι φόβο. Η θολούρα της γενικευμένης παρακμής επιτρέπει θορυβώδεις υποψηφιότητες δραματικής ανεπάρκειας και προκλητικής μετριότητας. Δυστυχώς και το ηγετικό του «Γένους», επί αιώνες, Φανάρι, εμφανίζει, εδώ και χρόνια, μια παραλυτική αδυναμία αξιολόγησης της ανθρώπινης ποιότητας – δίνεται η εντύπωση ότι, μέσα στην Εκκλησία, η ανθρώπινη ποιότητα βρίσκεται εν διωγμώ.

Στις ψευδαισθήσεις κοσμογονίας που δημιουργούν οι φτηνές σκοπιμότητες της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» (σε μιαν Ευρώπη ταπεινωτικά υποδουλωμένη στον ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό και στην απανθρωπία της φενάκης των «δικαιωμάτων»), η μαρτυρία της «ελληνικής διαφοράς» είναι ανύπαρκτη ή γελοιωδώς ασόβαρη – οι επίσκοποι, οι εκλεκτοί του Φαναρίου, μετά βίας επαρκούν, κατά κανόνα, για τα «παπαδικά» τους και μόνο καθήκοντα.

Μιλώντας για τα πράγματα με το όνομά τους, εύκολα εξουδετερώνεσαι σαν «περιθωριακός», σαν «ουτοπιστής». Ομως η «ελληνική διαφορά» είναι, πάντοτε, η επιμονή στο πραγματικό. Και το πραγματικό, όχι στο πεδίο της συμπεριφοράς, της εξουσίας, της αποτελεσματικότητας. Μόνο στο πεδίο της ύπαρξης, δηλαδή του «νοήματος».
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)