Μείωση εσόδων, κατάρρευση εξαγωγών και απειλή λουκέτου για πολλά ασφαλιστικά ταμεία είναι οι πρώτες συνέπειες του κορωνοϊού για τη γερμανική οικονομία. Την ανησυχία του για το ευρώ εκφράζει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, που επικαλείται εμπειρογνώμονες του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, η «τρύπα» στα δημόσια έσοδα λόγω κορωνοϊού φτάνει πλέον στα 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτή η εκτίμηση ξεπερνά κατά πολύ την τελευταία επίσημη προβλέψη του υπουργείου, που έκανε λόγο για 82 δις.
Σύμφωνα με τον Γιενς Μπόισεν Χόφγκρεφε από το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας του Κιέλου, «με βάση τις νέες εκτιμήσεις το 2021 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε περικοπές 20 δις ευρώ, εφόσον τεθεί πάλι σε ισχύ το ‘φρένο χρέους’ που προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα», αλλά έχει ανασταλεί προσωρινά για το 2020. Για βραχυπρόθεσμα μέτρα πάντως, ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς διαθέτει ακόμη περιθώρια ελιγμών. Για παράδειγμα η έκτακτη οικονομική βοήθεια προς τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους φτάνει τα 50 δις ευρώ, εκ των οποίων έχουν εκταμιευθεί μόλις 12 δις. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν, το γερμανικό δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί φέτος στο 76% του ΑΕΠ. Το 2019 η Γερμανία είχε καταφέρει να εκπληρώσει τα προβλεπόμενα από το Σύμφωνο Σταθερότητας, για πρώτη φορά από το 2002, περιορίζοντας το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ.
Μεγάλη οικονομική επιβάρυνση αντιμετωπίζουν τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς έχουν συρρικνωθεί τα έσοδά τους λόγω μείωσης της απασχόλησης, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται τα έξοδα για νοσηλεία και ιατρική περίθαλψη, αλλά και για έκτακτα μέτρα με στόχο τη στήριξη της απασχόλησης, επισημαίνει η Handelsblatt. Εκτιμάται ότι αν αυτή η τάση συνεχιστεί, μέχρι το τέλος του χρόνου θα εξατμιστούν τα αποθεματικά των ταμείων, τα οποία ξεπερνούσαν τα 20 δις ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση θεωρείται αναπόφευκτη η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ δεν λείπουν και αιτήματα για έκτακτη στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό. «Πρέπει να διατεθούν πρόσθετοι πόροι το συντομότερο δυνατόν», προειδοποιεί ο Μάρτιν Λιτς, επικεφαλής του μεγαλύτερου γερμανικού ασφαλιστικού ταμείου ΑΟΚ.
Όπως προκύπτει από έρευνα του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (DIHK) μία στις τέσσερις γερμανικές επιχειρήσεις αναμένει για το 2020 σημαντική μείωση τζίρου, που μπορεί να φτάσει και το 50%. Συναγερμός και για τον κλάδο του τουρισμού, καθώς τα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας για τον Μάρτιο καταγράφουν μείωση διανυκτερεύσεων κατά 53%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση που έχει σημειωθεί από το 1992. Όπως αναμενόταν λόγω περιοριστικών μέτρων, ακόμη μεγαλύτερη μείωση καταγράφουν οι αφίξεις από το εξωτερικό (-67%). Σύμφωνα με την ιδιωτική εταιρία έρευνας της αγοράς GfK «ο ένας στους τρεις Γερμανούς θεωρεί ότι η οικονομική του κατάσταση θα επιδεινωθεί στους επόμενους 12 μήνες λόγω κορωνοϊού».
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δηλώνει ότι «κανείς δεν μπορεί να χαίρεται με αυτήν την κατάσταση» γιατί, όπως επισημαίνει, «η διατήρηση του ευρώ μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και σε άλλες χώρες αν κάθε συνταγματικό δικαστήριο εκδώσει αποφάσεις με τα δικά του κριτήρια».
Πάντως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αφήνει να εννοηθεί ότι σέβεται την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, ενώ υπενθυμίζει ότι και ο ίδιος παλαιότερα, ως υπουργός Οικονομικών, δεν συμφωνούσε πάντα με τις αποφάσεις της ΕΚΤ, «με όλον τον σεβασμό για την ανεξαρτησία της». Από εδώ και πέρα, επισημαίνει ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής, «πρέπει να κάνουμε το παν, σε πολιτικό επίπεδο, για να ενδυναμώσουμε την Ευρώπη».
Σύμφωνα με δημοσίευμα της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, που επικαλείται εμπειρογνώμονες του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, η «τρύπα» στα δημόσια έσοδα λόγω κορωνοϊού φτάνει πλέον στα 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτή η εκτίμηση ξεπερνά κατά πολύ την τελευταία επίσημη προβλέψη του υπουργείου, που έκανε λόγο για 82 δις.
Σύμφωνα με τον Γιενς Μπόισεν Χόφγκρεφε από το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας του Κιέλου, «με βάση τις νέες εκτιμήσεις το 2021 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε περικοπές 20 δις ευρώ, εφόσον τεθεί πάλι σε ισχύ το ‘φρένο χρέους’ που προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα», αλλά έχει ανασταλεί προσωρινά για το 2020. Για βραχυπρόθεσμα μέτρα πάντως, ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς διαθέτει ακόμη περιθώρια ελιγμών. Για παράδειγμα η έκτακτη οικονομική βοήθεια προς τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους φτάνει τα 50 δις ευρώ, εκ των οποίων έχουν εκταμιευθεί μόλις 12 δις. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν, το γερμανικό δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί φέτος στο 76% του ΑΕΠ. Το 2019 η Γερμανία είχε καταφέρει να εκπληρώσει τα προβλεπόμενα από το Σύμφωνο Σταθερότητας, για πρώτη φορά από το 2002, περιορίζοντας το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ.
Μεγάλη οικονομική επιβάρυνση αντιμετωπίζουν τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς έχουν συρρικνωθεί τα έσοδά τους λόγω μείωσης της απασχόλησης, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται τα έξοδα για νοσηλεία και ιατρική περίθαλψη, αλλά και για έκτακτα μέτρα με στόχο τη στήριξη της απασχόλησης, επισημαίνει η Handelsblatt. Εκτιμάται ότι αν αυτή η τάση συνεχιστεί, μέχρι το τέλος του χρόνου θα εξατμιστούν τα αποθεματικά των ταμείων, τα οποία ξεπερνούσαν τα 20 δις ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση θεωρείται αναπόφευκτη η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ δεν λείπουν και αιτήματα για έκτακτη στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό. «Πρέπει να διατεθούν πρόσθετοι πόροι το συντομότερο δυνατόν», προειδοποιεί ο Μάρτιν Λιτς, επικεφαλής του μεγαλύτερου γερμανικού ασφαλιστικού ταμείου ΑΟΚ.
Μείωση-ρεκόρ για τις εξαγωγές
Ανησυχία προκαλούν και τα νέα στοιχεία για τις εξαγωγές που ανακοίνωσε την Παρασκευή η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία και αφορούν τον Μάρτιο, δηλαδή την περίοδο που άρχισαν να επεκτείνονται τα περιοριστικά μέτρα λόγω πανδημίας. Οι εξαγωγές- κινητήριος δύναμη της γερμανικής οικονομίας- υποχώρησαν κατά 7,9% σε ετήσια βάση, ενώ σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2020 η συρρίκνωση φτάνει το 11,8%. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης που έχει καταγραφεί από το 1990. Σημαντική μείωση κατά 5,1% (τη μεγαλύτερη από το 2009) εμφανίζουν και οι εισαγωγές προϊόντων προς τη Γερμανία. Αναλυτής της DekaBank δηλώνει στη γερμανική τηλεόραση (ARD) ότι οι εξαγωγείς υφίστανται διπλό πλήγμα, «τόσο από την αδυναμία της κινεζικής αγοράς, όσο και από την εντεινόμενη ύφεση στην ευρωπαϊκή αγορά». Στους επόμενους μήνες η Κίνα αναμένεται να ανακάμψει, αλλά η κατάσταση στην Ευρώπη θα επιδεινωθει, εκτιμά ο αναλυτής.Όπως προκύπτει από έρευνα του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (DIHK) μία στις τέσσερις γερμανικές επιχειρήσεις αναμένει για το 2020 σημαντική μείωση τζίρου, που μπορεί να φτάσει και το 50%. Συναγερμός και για τον κλάδο του τουρισμού, καθώς τα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας για τον Μάρτιο καταγράφουν μείωση διανυκτερεύσεων κατά 53%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση που έχει σημειωθεί από το 1992. Όπως αναμενόταν λόγω περιοριστικών μέτρων, ακόμη μεγαλύτερη μείωση καταγράφουν οι αφίξεις από το εξωτερικό (-67%). Σύμφωνα με την ιδιωτική εταιρία έρευνας της αγοράς GfK «ο ένας στους τρεις Γερμανούς θεωρεί ότι η οικονομική του κατάσταση θα επιδεινωθεί στους επόμενους 12 μήνες λόγω κορωνοϊού».
Διακριτικές αιχμές Σόιμπλε για το Συνταγματικό Δικαστήριο
Με σημερινή συνέντευξη στις εφημερίδες του δικτύου RND ο πρόεδρος της Βουλής και πρώην υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον του ευρώ με αφορμή την απόφαση του Ανωτάτου Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, η οποία αμφισβητεί τη συμμετοχή της Μπούντεσμπανκ στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), αμφισβητώντας μάλιστα ανοιχτά, για πρώτη φορά, παλαιότερη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το ίδιο ζήτημα.Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δηλώνει ότι «κανείς δεν μπορεί να χαίρεται με αυτήν την κατάσταση» γιατί, όπως επισημαίνει, «η διατήρηση του ευρώ μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και σε άλλες χώρες αν κάθε συνταγματικό δικαστήριο εκδώσει αποφάσεις με τα δικά του κριτήρια».
Πάντως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αφήνει να εννοηθεί ότι σέβεται την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, ενώ υπενθυμίζει ότι και ο ίδιος παλαιότερα, ως υπουργός Οικονομικών, δεν συμφωνούσε πάντα με τις αποφάσεις της ΕΚΤ, «με όλον τον σεβασμό για την ανεξαρτησία της». Από εδώ και πέρα, επισημαίνει ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής, «πρέπει να κάνουμε το παν, σε πολιτικό επίπεδο, για να ενδυναμώσουμε την Ευρώπη».
πηγή: Deutsche Welle