«Σφάζονται» κυβέρνηση, αντιπολίτευση και καναλάρχες στην ποδιά των ΜΜΕ. «Σκοτώνονται» καθημερινά για το πόσα κανάλια χωράει και αντέχει η αγορά. Τέσσερα ή περισσότερα; Με ποιους όρους, άραγε; Και για πόσα χρόνια;
του Γιώργου Παυλόπουλου *
Επιχειρώντας κανείς να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα (και πολλά ακόμη, φυσικά), θα ήταν χρήσιμο να μην παρασύρεται από τα επιχειρήματα της μίας ή της άλλης πλευράς. Να γνωρίζει τους πραγματικούς αριθμούς, να κάνει τις αναγκαίες προσθέσεις και αφαιρέσεις και στη συνέχεια, συνυπολογίζοντας τις παραμέτρους του επιχειρηματικού ρίσκου, καθώς και της σχέσης πολιτικού κόστους και οφέλους, να καταλήγει στα συμπεράσματά του.
Πρώτο ερώτημα, λοιπόν: Πόσο μεγάλη είναι, άραγε, η διαφημιστική «πίτα» που αφορά τα τηλεοπτικά κανάλια και αποτελεί το βασικό, αν όχι μοναδικό έσοδό τους, μιας και τα κανάλια δεν πουλάνε φύλλα στα περίπτερα; Ως εκ θαύματος, όσο κι φαίνεται παράδοξο στους περισσότερους, επίσημα στοιχεία γύρω από αυτή τη δαπάνη δεν υπάρχουν εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια και μάλιστα με πρωτοβουλία των ίδιων των καναλαρχών και συνυπευθυνότητα της κυβέρνησης. Έτσι, ο καθένας κάνει τις δικές του εκτιμήσεις και στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε αυτές. Οι υπόλοιποι αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε… αλχημείες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα (με πάσα επιφύλαξη) ότι μιλάμε για ένα ποσό της τάξης των 250 εκατ. ευρώ ετησίως.
Δεύτερο καίριο ερώτημα: Πόσο είναι το κόστος λειτουργίας ενός τηλεοπτικού σταθμού γενικού περιεχομένου, με 400 τουλάχιστον εργαζόμενους; Κατά σύμπτωση, ούτε εδώ υπάρχει επίσημη εκτίμηση ή άλλο ακριβές στοιχείο, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση και εμείς οι αδαείς να έχουμε σαφέστερη εικόνα. Προφανώς, το συγκεκριμένο ποσό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το ιδιόκτητο ή μη κτίριο, αλλά και το ύψος των αποδοχών για τους εργαζόμενους. Όμως, δεν μπορεί, κάπου κάποιοι θα έχουν φτιάξει ένα μοντέλο που θα μας δίνει τον μέσο όρο, αλλά μας το κρατούν μυστικό. Είναι γύρω στα 50 εκατ., όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ειδικοί του κλάδου, λιγότερα ή περισσότερα;
Τρίτο ερώτημα (που πηγάζει ευθέως από τα δύο πρώτα): Αφού τα στοιχεία για τα κόστος είναι άγνωστα, πώς θα διαμορφώσουμε άποψη για τον αριθμό των καναλιών που «χωράει» η αγορά; Και παράλληλα, πώς θα ερμηνεύσουμε τις ομηρικές συγκρούσεις ανάμεσα σε ορισμένους από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ελληνικής ολιγαρχίας, με σκοπό να πάρουν θέση στο νέο τηλεοπτικό τοπίο – και μάλιστα, μετά από μια πενταετία που συσσώρευσαν τεράστιες ζημιές στους ισολογισμούς τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ενασχόληση με το συγκεκριμένο «άθλημα» δεν προσφέρει χρηματικά κέρδη;
Τελευταίο ερώτημα (πηγάζει επίσης από τα δύο πρώτα): Γιατί δεν μας δίνουν τα στοιχεία αυτά οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, οι επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες. Γιατί μας αναγκάζουν να αυθαιρετούμε σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα που, αν πιστέψουμε το πολιτικό ρεπορτάζ, δημιουργεί ακόμη και ζήτημα πολιτικής επιβίωσης της κυβέρνησης και έχει αναγορευτεί στη μητέρα των μαχών στον «πόλεμο κατά ης διαπλοκής»;
Ε, λοιπόν, ας συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μας δίνουν τα στοιχεία γιατί δεν θέλουν να ξέρουμε. Αλλά και επειδή το βασικό διακύβευμα στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών είναι αναμφίβολα πολύ σημαντικό, ωστόσο δεν έχει πρωτίστως να κάνει με τα οικονομικά δεδομένα του κλάδου των ΜΜΕ.
Έχει να κάνει, όμως, με την αδυσώπητη σύγκρουση που διεξάγεται εδώ και καιρό στους κόλπους της ελληνικής ολιγαρχίας για το ποιος από τους εκπροσώπους της θα πεθάνει και ποιος θα επιβιώσει, καθώς και από ποια θέση, στην εποχή της κρίσης και αφού θα έχουν όλοι μαζί συνθλίψει τα δικαιώματα των εργαζομένων και τις κατακτήσεις της κοινωνίας.
Έχει να κάνει με το γεγονός ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση θεωρούν το πεδίο των ΜΜΕ προνομιακό για να διασταυρώσουν τα ξίφη τους – η καθεμία για τους δικούς της ιδιαίτερους λόγους, αλλά και οι δύο μαζί – επειδή γνωρίζουν ότι στα μνημόνια-λαιμητόμο λένε ακριβώς τα ίδια πράγματα.
Έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι νυν και οι επίδοξοι καναλάρχες δεν ενδιαφέρονται κυρίως να αποκομίσουν κέρδη από τα Μέσα τους – άλλωστε, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο με βάση τα σημερινά δεδομένα της «αγοράς» και τις προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια, όσο κι αν συμπιέσουν τους μισθούς (που θα το κάνουν) – αλλά να τα χρησιμοποιήσουν ως όχημα για να προωθήσουν τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, όπως έκαναν παραδοσιακά.
Έχει να κάνει, επίσης, με το γεγονός ότι σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο η παρέμβαση του κεφαλαίου στις πολιτικές εξελίξεις γίνεται διαρκώς πιο άμεση, αδιαμεσολάβητη και απροκάλυπτη, με τα μίντια να προσφέρουν ένα ιδανικό μέσο άσκησης πιέσεων, επιβολής αποφάσεων και πολιτικών εξελίξεων.
Έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα ΜΜΕ αποτελούν στην εποχή μας έναν αναντικατάστατο πυλώνα του αστικού συστήματος εξουσίας, ο οποίος έχει ταυτόχρονα και ιδεολογικό και κατασταλτικό ρόλο, τους οποίους έχει βιώσει εξίσου και στο πετσί της η ελληνική κοινωνία, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Έχει να κάνει, τέλος, με την ιστορική αλήθεια που θέλει την άρχουσα τάξη κάθε χώρας να υπερασπίζεται λυσσαλέα, με νύχια και με δόντια τον έλεγχο των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας σε βαθμό που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την υπεράσπιση του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων ή του κοινοβουλίου της.
Τι δεν καταλαβαίνεις, μετά από όλα αυτά και εξακολουθείς να ζητάς οικονομικά στοιχεία;
Υ.Γ. Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που κυβέρνηση, αντιπολίτευση και καναλάρχες τα έβρισκαν για τον αριθμό των καναλιών και τους όρους λειτουργίας τους, υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι όλα αυτά θα τηρούνταν και ότι στην πρώτη «αναποδιά» δεν θα τίναζαν εκ νέου το τοπίο στον αέρα υπέρ τους, με θύμα την κοινωνία και την ενημέρωση;