Η απόγνωση ευρύτατων στρωμάτων της κοινωνίας είναι ορατή δια του γυμνού οφθαλμού. Αντίστοιχη είναι και η κούραση που συνοδεύεται με πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Ο κ. Τσίπρας αποδείχθηκε παντελώς αφερέγγυος. Ο κ. Μητσοτάκης περιέρχεται τη χώρα υποσχόμενος τη μείωση του πλεονάσματος....
του Κώστα Λαπαβίτσα*
Η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται και πάλι σε δύσκολη θέση και η αιτία είναι το μνημόνιο του Αυγούστου 2015. Οι προβλέψεις του είναι τόσο εξωπραγματικές που το ΔΝΤ έχει αρνηθεί να συμμετάσχει ως δανειστής, ζητώντας πολύ χαμηλότερα πλεονάσματα και άμεση ελάφρυνση του χρέους. Αν μάλιστα ο στόχος του πλεονάσματος για το 2018 παραμείνει στο 3,5%, θεωρεί ότι οπωσδήποτε θα χρειαστούν επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα. Μέσα στα πλαίσια της λανθασμένης πολιτικής της λιτότητας, το Ταμείο δείχνει επιτέλους κάποια στοιχεία τεχνοκρατικής λογικής.
Το βαθύτερο πρόβλημα είναι φυσικά ο παραλογισμός της συνεχιζόμενης ελληνικής συμμετοχής στην ΟΝΕ, με ότι αυτό σημαίνει για τον περιορισμό της κυριαρχίας στο οικονομικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο. Η κυβέρνηση ξέρει ότι οι στόχοι των πλεονασμάτων είναι ανεδαφικοί και επιθυμεί διακαώς μια αποτελεσματική ελάφρυνση του χρέους, αλλά οι δανειστές δεν συναινούν. Από την άλλη, αν πάρει νέα μέτρα για να επιτευχθεί το 3,5%, θα μετατραπεί τάχιστα σε πολιτικό πτώμα. Άρα βραχυπρόθεσμα τη συμφέρει η απόρριψη του ΔΝΤ, για να μπορεί να προσποιείται ότι όλα βαίνουν καλώς. Μετά βλέπουμε...
Οι δανειστές είναι ακόμη κυνικότεροι. Γνωρίζουν ότι τα πλεονάσματα είναι ανέφικτα, αλλά δε μπορούν να δεχθούν ελάφρυνση του χρέους διότι θα υπάρξουν αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις στις χώρες τους. Από την άλλη, αν αποχωρήσει πλήρως το ΔΝΤ, οι πολιτικές επιπλοκές για τη Γερμανία, την Ολλανδία και αλλού θα είναι σύνθετες. Το πρόβλημα δεν έχει εύκολη λύση κι έτσι οι δανειστές επιλέγουν την καθυστέρηση. Μετά βλέπουμε...
Η στάση των δανειστών καθορίζει την πορεία της δεύτερης αξιολόγησης, αφού Γερμανία, Ολλανδία και Γαλλία δεν έχουν κανένα συμφέρον να επισπεύσουν. Έχουν εκλογές μέσα στο 2017 και το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται, δεδομένης της ανόδου του δεξιού λαϊκισμού, είναι να φανεί ότι κάνουν χάρες στους Έλληνες. Η πίεση μεταβιβάζεται στην κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία επιδιώκει να ολοκληρωθεί γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση, ώστε να συνεχιστεί η θεωρία του «πάμε καλά».
Η προσδοκία της κυβέρνησης ότι μια διάσπαση των «θεσμών» θα είχε θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα είναι παιδαριώδης. Οι δανειστές δεν είναι πιο μαλακοί προς τη χώρα μας από το ΔΝΤ, απεναντίας είναι πιο κυριαρχικοί και παρεμβατικοί στη λειτουργία του κράτους. Μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο η Ελλάδα δεν έχει τρόπο να τους πιέσει. Αν για οποιονδήποτε λόγο αναγκαστούν να κλείσουν γρήγορα την αξιολόγηση, το κόστος θα το καταβάλλει ο επισπεύδων, δηλαδή η Ελλάδα, με κάποιου είδους μέτρα. Αν αποχωρήσει το ΔΝΤ, το αντίτιμο και πάλι θα το πληρώσει η Ελλάδα, ίσως με νέο μνημόνιο. Η τελική απόληξη μπορεί να είναι ακόμη και ένα αναγκαστικό Grexit μέσα στο 2017.
Καθώς καλά κρατεί ο πολιτικός χορός, η κατάσταση επί του εδάφους δεν εξελίσσεται όπως τα παρουσιάζει η κυβέρνηση Τσίπρα. Η καταιγίδα των φόρων και περικοπών έχει φέρει μεγάλο πλεόνασμα για το 2016, αλλά οι υφεσιακές επιπτώσεις δεν θα αργήσουν. Ήδη τον Οκτώβριο το λιανικό εμπόριο παρουσίασε κάμψη. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία – επενδύσεις, εξωτερικό εμπόριο, τράπεζες, ανταγωνιστικότητα, κλπ. – σηματοδοτούν απλώς μια σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη πραγματικού δυναμισμού, καθώς η «εσωτερική υποτίμηση» έχει νεκρώσει την οικονομία. Αυτό είναι το μακροπρόθεσμο τίμημα της συνεχιζόμενης συμμετοχής στην ΟΝΕ.
Η απόγνωση ευρύτατων στρωμάτων της κοινωνίας είναι ορατή δια του γυμνού οφθαλμού. Αντίστοιχη είναι και η κούραση που συνοδεύεται με πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Ο κ. Τσίπρας αποδείχθηκε παντελώς αφερέγγυος. Ο κ. Μητσοτάκης περιέρχεται τη χώρα υποσχόμενος τη μείωση του πλεονάσματος στο 2%, το οποίο μάλιστα θα πετύχει με περιορισμό των δαπανών και μείωση της φορολογίας, ενώ θα προβεί σε «μεταρρυθμίσεις» που θα εκτοξεύσουν την ανάπτυξη, πάντα μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο! Λίγη σοβαρότητα δεν θα έβλαπτε, ειδικά μετά την πρόσφατη δήλωση του κ. Τόμσεν ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί 21 χρόνια για να μειώσει την ανεργία στα προ κρίσης επίπεδα. Επτά χρόνια μετά το Καστελλόριζο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως οι Βουρβόνοι, δεν έμαθε τίποτε και δεν ξέχασε τίποτε.
Το θετικό είναι ότι, παρά την απογοήτευση, υπάρχει πλέον έντονο ενδιαφέρον για άλλες λύσεις, ακόμη κι αυτές που μέχρι πρόσφατα φάνταζαν απαγορευτικές, όπως η έξοδος από την ΟΝΕ. Πολλοί αντιλαμβάνονται ότι δεν υφίσταται αναπτυξιακή προοπτική, χωρίς την ανάκτηση βασικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής που θα συμβαδίζει με ανάκτηση της κυριαρχίας. Μια πραγματική αλλαγή πορείας είναι απολύτως εφικτή και υπάρχει επιστημονική δουλειά που το τεκμηριώνει. Τις επόμενες εβδομάδες θα παρουσιαστεί δημόσια στην Αθήνα.
Το βαθύτερο πρόβλημα είναι φυσικά ο παραλογισμός της συνεχιζόμενης ελληνικής συμμετοχής στην ΟΝΕ, με ότι αυτό σημαίνει για τον περιορισμό της κυριαρχίας στο οικονομικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο. Η κυβέρνηση ξέρει ότι οι στόχοι των πλεονασμάτων είναι ανεδαφικοί και επιθυμεί διακαώς μια αποτελεσματική ελάφρυνση του χρέους, αλλά οι δανειστές δεν συναινούν. Από την άλλη, αν πάρει νέα μέτρα για να επιτευχθεί το 3,5%, θα μετατραπεί τάχιστα σε πολιτικό πτώμα. Άρα βραχυπρόθεσμα τη συμφέρει η απόρριψη του ΔΝΤ, για να μπορεί να προσποιείται ότι όλα βαίνουν καλώς. Μετά βλέπουμε...
Οι δανειστές είναι ακόμη κυνικότεροι. Γνωρίζουν ότι τα πλεονάσματα είναι ανέφικτα, αλλά δε μπορούν να δεχθούν ελάφρυνση του χρέους διότι θα υπάρξουν αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις στις χώρες τους. Από την άλλη, αν αποχωρήσει πλήρως το ΔΝΤ, οι πολιτικές επιπλοκές για τη Γερμανία, την Ολλανδία και αλλού θα είναι σύνθετες. Το πρόβλημα δεν έχει εύκολη λύση κι έτσι οι δανειστές επιλέγουν την καθυστέρηση. Μετά βλέπουμε...
Η στάση των δανειστών καθορίζει την πορεία της δεύτερης αξιολόγησης, αφού Γερμανία, Ολλανδία και Γαλλία δεν έχουν κανένα συμφέρον να επισπεύσουν. Έχουν εκλογές μέσα στο 2017 και το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται, δεδομένης της ανόδου του δεξιού λαϊκισμού, είναι να φανεί ότι κάνουν χάρες στους Έλληνες. Η πίεση μεταβιβάζεται στην κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία επιδιώκει να ολοκληρωθεί γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση, ώστε να συνεχιστεί η θεωρία του «πάμε καλά».
Η προσδοκία της κυβέρνησης ότι μια διάσπαση των «θεσμών» θα είχε θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα είναι παιδαριώδης. Οι δανειστές δεν είναι πιο μαλακοί προς τη χώρα μας από το ΔΝΤ, απεναντίας είναι πιο κυριαρχικοί και παρεμβατικοί στη λειτουργία του κράτους. Μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο η Ελλάδα δεν έχει τρόπο να τους πιέσει. Αν για οποιονδήποτε λόγο αναγκαστούν να κλείσουν γρήγορα την αξιολόγηση, το κόστος θα το καταβάλλει ο επισπεύδων, δηλαδή η Ελλάδα, με κάποιου είδους μέτρα. Αν αποχωρήσει το ΔΝΤ, το αντίτιμο και πάλι θα το πληρώσει η Ελλάδα, ίσως με νέο μνημόνιο. Η τελική απόληξη μπορεί να είναι ακόμη και ένα αναγκαστικό Grexit μέσα στο 2017.
Καθώς καλά κρατεί ο πολιτικός χορός, η κατάσταση επί του εδάφους δεν εξελίσσεται όπως τα παρουσιάζει η κυβέρνηση Τσίπρα. Η καταιγίδα των φόρων και περικοπών έχει φέρει μεγάλο πλεόνασμα για το 2016, αλλά οι υφεσιακές επιπτώσεις δεν θα αργήσουν. Ήδη τον Οκτώβριο το λιανικό εμπόριο παρουσίασε κάμψη. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία – επενδύσεις, εξωτερικό εμπόριο, τράπεζες, ανταγωνιστικότητα, κλπ. – σηματοδοτούν απλώς μια σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη πραγματικού δυναμισμού, καθώς η «εσωτερική υποτίμηση» έχει νεκρώσει την οικονομία. Αυτό είναι το μακροπρόθεσμο τίμημα της συνεχιζόμενης συμμετοχής στην ΟΝΕ.
Η απόγνωση ευρύτατων στρωμάτων της κοινωνίας είναι ορατή δια του γυμνού οφθαλμού. Αντίστοιχη είναι και η κούραση που συνοδεύεται με πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Ο κ. Τσίπρας αποδείχθηκε παντελώς αφερέγγυος. Ο κ. Μητσοτάκης περιέρχεται τη χώρα υποσχόμενος τη μείωση του πλεονάσματος στο 2%, το οποίο μάλιστα θα πετύχει με περιορισμό των δαπανών και μείωση της φορολογίας, ενώ θα προβεί σε «μεταρρυθμίσεις» που θα εκτοξεύσουν την ανάπτυξη, πάντα μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο! Λίγη σοβαρότητα δεν θα έβλαπτε, ειδικά μετά την πρόσφατη δήλωση του κ. Τόμσεν ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί 21 χρόνια για να μειώσει την ανεργία στα προ κρίσης επίπεδα. Επτά χρόνια μετά το Καστελλόριζο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως οι Βουρβόνοι, δεν έμαθε τίποτε και δεν ξέχασε τίποτε.
Το θετικό είναι ότι, παρά την απογοήτευση, υπάρχει πλέον έντονο ενδιαφέρον για άλλες λύσεις, ακόμη κι αυτές που μέχρι πρόσφατα φάνταζαν απαγορευτικές, όπως η έξοδος από την ΟΝΕ. Πολλοί αντιλαμβάνονται ότι δεν υφίσταται αναπτυξιακή προοπτική, χωρίς την ανάκτηση βασικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής που θα συμβαδίζει με ανάκτηση της κυριαρχίας. Μια πραγματική αλλαγή πορείας είναι απολύτως εφικτή και υπάρχει επιστημονική δουλειά που το τεκμηριώνει. Τις επόμενες εβδομάδες θα παρουσιαστεί δημόσια στην Αθήνα.
________________________
* Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι Έλληνας οικονομολόγος, καθηγητής της Σχολής
Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πολιτικός.