Συμβούλιο της Επικρατείας: ΟΧΙ στις δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων

"Κόκκινη κάρτα" έβγαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) για τις δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε υποθέσεις οικονομικών εγκλημάτων, φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.

Το Δ' Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Σωτήρης Ρίζος και εισηγήτρια η πάρεδρος Ουρανία Νικολαράκου, σύμφωνα με τα tanea.gr, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η διάταξη του νόμου 3296/2004 που αφορά τις δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου.

Συγκεκριμένα, η επίμαχη διάταξη, για τη συνταγματικότητα της οποίας θα αποφανθεί οριστικά η Ολομέλεια του ΣτΕ, προβλέπει ότι μπορεί να γίνονται «δεσμεύσεις, σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου, τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων με έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ενημερώνοντας για την ενέργεια αυτήν εντός 24 ωρών τον αρμόδιο εισαγγελέα».

Οι ανώτατοι δικαστές επισημαίνουν ότι το μέτρο αυτό αποσκοπεί μεν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος με τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, αλλά δεν αρκεί ο σκοπός αυτός για να νομιμοποιήσει συνταγματικά τη διάταξη, η οποία - κατά την άποψή τους - συνιστά σοβαρή επέμβαση ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα και περιορισμό της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας των φορολογουμένων.

Στην κρίση των ανώτατων δικαστικών λειτουργών μέτρησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η επίμαχη διάταξη δεν θέτει κάποιον περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια της δέσμευσης και την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να παραμείνουν παγωμένα υπέρ του Δημοσίου.

ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ. «Με τη χρήση αόριστων εννοιών», σύμφωνα με όσα δέχονται οι σύμβουλοι Επικρατείας, «καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου».

Επιπλέον, όπως σημειώνουν, στον ίδιο νόμο δεν ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής και άρσης του μέτρου της δέσμευσης.

Η απόφαση αυτή, όπως σχολιάζουν νομικοί κύκλοι, αποτελεί ουσιαστικά νάρκη για ένα από τα βασικά όπλα του ΣΔΟΕ. Και αυτό διότι, όπως εξηγούν, σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου ήταν και ο μόνος τρόπος διασφάλισης για επιστροφή χρημάτων στο δημόσιο ταμείο.

Παράλληλα, αποτελεί ένα σαφές μήνυμα προς τη νομοθετική εξουσία καλώντας τους αρμοδίους να αποσαφηνίσουν το μέτρο με ειδικές ρυθμίσεις που θα καθορίζουν επακριβώς τόσο το ύψος τού υπό δέσμευση ποσού όσο και τη χρονική διάρκεια που τα περιουσιακά στοιχεία του υποχρέου θα παραμένουν δεσμευμένα.

Στην προκειμένη υπόθεση, που απασχόλησε τη Δικαιοσύνη, υπεβλήθη καταγγελία στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ, η οποία αφορούσε επιχειρηματία εισαγωγής αγροτικών προϊόντων.

Μετά τον έλεγχο που διενήργησαν τα όργανα του ΣΔΟΕ διαπίστωσαν ενδείξεις για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, όπως είναι οι υποτιμολογήσεις.