Κυβερνητικά μέτρα στην Παιδεία και διαμαρτυρίες

Τάσος Χατζηαναστασίου, κυβέρνηση, παιδεία, μέτρα, ardin-rixi.gr


«Σε ό,τι αφορά την Παιδεία συνολικά, τα πραγματικά προβλήματα, η έλλειψη ακαδημαϊκής ελευθερίας και αξιοκρατίας και η αμάθεια θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όσο δεν απασχολούν κανέναν ούτε από τη συμπολίτευση, ούτε από την αντιπολίτευση…»

του Τάσου Χαζηαναστασίου*

Η κυβέρνηση στον τομέα της Παιδείας κινείται μεταξύ μιας επιχειρηματικής αντίληψης (συχνά της κακιάς ώρας αν όχι και εντελώς υποκριτικής), εμμονών και αυταρχισμού πατώντας όμως πάνω σε υπαρκτά προβλήματα κι αυτό είναι το βασικό της πλεονέκτημα στη σχετική αντιπαράθεση: το μπάχαλο στα πανεπιστήμια και ιδιαίτερα τα φαινόμενα βίας που πρέπει να εκλείψουν. Σ’ αυτό θα πρέπει να συμφωνήσει ο κάθε δημοκρατικός και εχέφρων άνθρωπος.

Τα μέτρα, όμως, συναντούν ισχυρές αντιδράσεις. Η εύκολη λύση είναι να τις αντιμετωπίσει κανείς ως ανάξιες λόγου με το επιχείρημα ότι εκφράζουν τις δυνάμεις της παθολογικής αντίδρασης απέναντι σε κάθε αλλαγή. Πέραν τούτου, εκφράζουν επίσης την απέχθεια απέναντι στο άκουσμα και μόνο της «αστυνόμευσης» οποιουδήποτε χώρου, πόσο μάλλον του πανεπιστημιακού. Πρόκειται δηλαδή για αντιδράσεις με βάση το θυμικό και όχι τη λογική. Τα επιχειρήματα των αντιδρώντων, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, είναι ιδεολογικά (πως είναι κακό πράγμα η αστυνόμευση γενικώς) και ελάχιστα έως καθόλου πρακτικά: τι θα γίνει εάν έχουμε ξανά προπηλακισμό ακαδημαϊκού ή φθορά δημόσιας περιουσίας; Από την άλλη μεριά, το ότι χιλιάδες βγαίνουν στους δρόμους, εκφράζει μία κοινωνική αντίδραση, που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Ειδικά όταν αντιδρά μία σημαντική μερίδα της νεολαίας, έχει σημασία να τείνει κανείς ευήκοον ους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή έχει ντε και σώνει δίκιο, βάσει κάποιου υποχρεωτικά αποδεχτού αξιώματος. Ούτε όμως τα κυβερνητικά μέτρα για την παιδεία δίνουν λύσεις στα προβλήματα. Πολύ φοβάμαι ότι, ακριβώς εξαιτίας της αδιαφορίας των κρατούντων για κοινωνική συναίνεση, αυτά θα οξυνθούν.

Το ότι οι αντιδράσεις στις κυβερνητικές επιλογές πάσχουν από έλλειψη προτάσεων και χαρακτηρίζονται από ιδεοληψία, κατ’ αναλογίαν με τις κυβερνητικές προτάσεις, είναι γεγονός. Πολύ περισσότερο τώρα που εν μέσω πανδημίας, οι διαδηλώσεις ενισχύουν τις ανορθολογικές φωνές των αρνητών των μέτρων κατά της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Σε κάθε περίπτωση, οι μαζικές συγκεντρώσεις πολιτών αποτελούν έμπρακτη άρνηση πειθάρχησης στα περιοριστικά μέτρα ενώ η κοινωνική ευαισθησία και η κοινωνική ευθύνη, που επικαλούνται οι διαμαρτυρόμενοι, υπαγορεύουν να προστατεύουμε τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας αποφεύγοντας τον συνωστισμό. Εξάλλου, τα κυβερνητικά μέτρα για την παιδεία δε θα αποσυρθούν με διαδηλώσεις, όχι γιατί δεν πρέπει να γίνονται διαδηλώσεις γενικώς, αλλά γιατί δεν υπάρχουν αιτήματα. Όταν όλη η κοινωνία, ακόμη και το 40% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (με βάση πρόσφατη δημοσκόπηση της metron analysis), που σήμερα αντιδρά, είναι υπέρ της αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών χώρων, οι διαδηλώσεις έχουν απλώς τον χαρακτήρα αντικυβερνητικού τσαμπουκά. Και, ως γνωστόν, αυτή η τακτική μπορεί να συσπειρώνει τον στενό πυρήνα των μελών και των οπαδών, είναι όμως πρακτικά ατελέσφορη και λειτουργεί εκτονωτικά. Έτσι, η μόνη πίεση που αισθάνεται πραγματικά η κυβέρνηση είναι από τη βάση της που ζητά ανοιχτά την καταστολή των κινητοποιήσεων και την πιστή και για όλους τήρηση των απαγορεύσεων. Πώς δικαιολογείται η ανοχή στις διαδηλώσεις στον πολίτη που έχει κλειστό το μαγαζί του και στον εργαζόμενο που βρίσκεται σε «αναστολή» για την προστασία της δημόσιας υγείας; Ο μέσος πολίτης αισθάνεται ότι τα μέτρα κατά του κορωνοϊού εφαρμόζονται επιλεκτικά και πάντα σε βάρος του. Και ειδικά ο δεξιός ψηφοφόρος και ο συντηρητικός πολίτης γενικότερα πως υπάρχει ανοχή ειδικά στις εκδηλώσεις συνειδητής απείθειας του αντίπαλου πολιτικού χώρου.

Δεν ξέρω εάν υπάρχει χώρος για την έκφραση απόψεων που δεν εντάσσονται στη λογική του μαύρου και του άσπρου. Εξάλλου, ο μανιχαϊστικός τρόπος (του απόλυτα κακού και του απόλυτα κακού) να αντιμετωπίζουμε και τα πιο απλά πράγματα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μας ως λαού. Μπορεί να σφάλλω, αλλά επιτρέψτε μου να μην είμαι ούτε με την κυβέρνηση ούτε με τις θέσεις του συνδικαλιστικού μου οργάνου, των εκπαιδευτικών, και των φοιτητικών συλλόγων, της απόλυτης άρνησης, που ισοδυναμεί με τη συνέχιση του μπάχαλου και της ανομίας στα πανεπιστήμια. Θα πω τη γνώμη μου λοιπόν γιατί θέλω πάντα να ελπίζω ότι σαν κι εμένα σκέφτονται κι άλλοι άνθρωποι που συχνά δεν μιλούν φοβούμενοι ότι θα αντιμετωπίσουν την εχθρότητα και των δύο πλευρών.

Η ασφάλεια στα πανεπιστήμια θα πρέπει να αποκατασταθεί. Αυτό θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτο. Το ίδιο όμως πρέπει να ισχύει και για την ακαδημαϊκή ελευθερία. Όσοι έχουν και την παραμικρή επαφή με τους πανεπιστημιακούς χώρους γνωρίζουν και το πώς γίνονται οι κρίσεις και πώς συγκεκριμένες απόψεις αποκλείονται «δημοκρατικότατα» και κυρίως, «ακαδημαϊκότατα». Σε γνωστό μου διδάκτορα μειώθηκε ο βαθμός του διδακτορικού διότι θεωρήθηκε …ξεπερασμένο να χρησιμοποιεί τον όρο «έθνος» στη διατριβή του για τη μετανάστευση. Πάλι καλά που δεν του την απέρριψαν κιόλας. Πόσες πιθανότητες έχει να εκλεγεί ο νέος αυτός επιστήμονας που έχει ήδη τρία βιβλία στο ενεργητικό του; Αυτά όμως δεν απασχολούν ούτε την κυβέρνηση ούτε τους αντιδρώντες. Η αξιοκρατία και η δημοκρατία στα πανεπιστήμια παραμένουν κενό γράμμα είτε με τους μεν είτε με τους δε. Σήμερα, αρχίζει εισαγγελική έρευνα για τις παρενοχλήσεις πρώην φοιτητριών στη σχολή μου, τη Φιλοσοφική του Αριστοτελείου της Θεσσαλονίκης. Τότε δεν μιλούσαν ούτε ήθελαν να παρέμβουμε εμείς που είχαμε τη φυσική δύναμη να το κάνουμε όταν έβραζε το αίμα μας και ζητούσαμε να βάλουμε στη θέση τους τους εφαψίες και όχι μόνο. Όπως δεν μιλούσαν επί χρόνια οι φοιτήτριες, δεν μιλούν για δεκαετίες και οι υποψήφιοι για μία θέση και παραμένουν απόλυτα εξαρτημένοι από τα εκλεκτορικά σώματα και τους εκάστοτε συσχετισμούς. Όποιος βρεθεί στη «λάθος πλευρά», όποιος μιλήσει ανοιχτά, όποιος αμφισβητήσει (στον χώρο της… αμφισβήτησης και τη ελεύθερης διακίνησης ιδεών!) την κυρίαρχη άποψη, τον έφαγε η μαρμάγκα της μη εκλογής, της καθήλωσης, της εκδίωξης, της επιστημονικής απομόνωσης.

Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα της ασφάλειας των πανεπιστημιακών χώρων. Τι περιμένει κανείς από μία δεξιά κυβέρνηση να σκεφτεί, εκτός από την αστυνόμευση; Ξέρετε, όταν ήμουν κι εγώ φοιτητής και ενεργός στον αυτόνομο χώρο είχαμε την ιδέα να αναλάβουν οι φοιτητικοί σύλλογοι τη φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων. Όταν όμως η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ κατακλύστηκε από «άγριες συμμορίες» ναρκεμπόρων στους χώρους που περνούσαμε τα βράδια με τις παρέες μας, το επίπεδο της βίας ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από νεαρούς φοιτητές. Σε κανέναν δεν αρέσει η θέα αστυνομικών στο πανεπιστήμιο. Και εγώ θα πρόσθετα ότι δε θα μου άρεσε και ο προπηλακισμός του άοπλου φύλακα, ενός εργαζόμενου για την ασφάλεια των ακαδημαϊκών πολιτών, αύριο μεθαύριο από ομάδες κουκουλοφόρων με καδρόνια και λοστούς, το ίδιο όπως και κάθε καθηγητή. Έχει πολλά ταμπού να ξεπεράσει η ακαδημαϊκή κοινότητα για τα οποία όμως η υπόλοιπη κοινωνία είναι έτοιμη από καιρό. Ένα από αυτά είναι η παρέμβαση της αστυνομίας όταν τελούνται αυτόφωρα αδικήματα σε βάρος της ασφάλειας των ανθρώπων και της δημόσιας περιουσίας, κάτι που παντού στον κόσμο θεωρείται αυτονόητο. Λίγα χρόνια πριν φύγω από τη Θεσσαλονίκη, διδάκτορας πλέον του ΑΠΘ, κοπέλα μόνη της δεν περνούσε από την πανεπιστημιούπολη από μία ώρα και μετά. Τέτοιο άσυλο στη βία και την ανομία, να το χαίρονται όσοι το υπερασπίζονται, που τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον εξευτελισμό του πρύτανη. Και κουδούνια πρέπει να τους κρεμάσουν, μπας και συνέλθουν! Ας καθίσουν επιτέλους κυβέρνηση και πανεπιστημιακή κοινότητα να αναζητήσουν τρόπους, αποτελεσματικούς όμως, για την αποκατάσταση του στοιχειώδους, της ασφάλειας στους πανεπιστημιακούς χώρους. Όταν λένε ότι το πανεπιστήμιο ανήκει στον λαό να το εννοούν και να μην το αντιμετωπίζουν ως φέουδο είτε ακαδημαϊκών θέσεων είτε πολιτικών δραστηριοτήτων από συγκεκριμένες μόνο ομάδες για την πάρτη τους αποκλειστικά. Το πανεπιστήμιο για να είναι πραγματικά δημόσιο, θα πρέπει να λειτουργεί και ως τέτοιο, με διαφάνεια, αξιοκρατία και πραγματική δημοκρατία.

Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα μέτρα, ούτε οι «αιώνιοι φοιτητές» ζημιώνουν το δημόσιο ούτε όμως και ο ορισμός βάσης εισαγωγής αποτελεί «ταξικό φραγμό». Όσοι καθυστερούν τη λήψη πτυχίου, εμφανίζονται μόνο στις εξεταστικές, κι άντε τότε καταλαμβάνουν κι αυτοί ένα… έδρανο για όσο διαρκεί η εξέτασή τους. Έχουν, πάντα κατά τη γνώμη μου δικαίωμα να εργάζονται και να λάβουν το πτυχίο του, εάν το λάβουν, όποτε τους το επιτρέψουν οι συνθήκες. Αποτελεί ακατανόητη εμμονή η στέρηση του δικαιώματος να διαμορφώνει ένας νέος τον δικό του ρυθμό σπουδών όταν αυτό δεν κοστίζει στον φορολογούμενο. Από την άλλη, η απαίτηση να εισάγονται μαθητές με βαθμούς κάτω από τη βάση σε σχολές και να μην επιτρέπεται στα τμήματα να ορίζουν τη βάση εισαγωγής, είναι επίσης παράλογη: ταξική είναι η απουσία οποιουδήποτε ελέγχου της εμπέδωσης της γνώσης γιατί αυτό θίγει ιδιαίτερα τα χαμηλότερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα. Τι προτείνουν όσοι επιθυμούν την εισαγωγή αστοιχείωτων σε σχολές για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αμάθειας στο ελληνικό σχολείο; Αντί να κοιτάμε πώς δε θα φτάνουμε να αποφοιτούν παιδιά αμόρφωτα και που δεν έχουν μάθει να μελετούν και να μοχθούν, αντί να ζητάμε να απολαμβάνουν όλοι το μορφωτικό αγαθό, ζητάμε αυτά τα παιδιά να εισάγονται στο δημόσιο πανεπιστήμιο; Σε ποιο σοσιαλιστικό σύστημα εφαρμόστηκε ποτέ κάτι τέτοιο; Το ότι μπορεί να βρεθούν τμήματα χωρίς φοιτητές, δεν αποτελεί επιχείρημα για την αντιμετώπιση των σχολών ως σπανίων ειδών υπό εξαφάνιση, που πρέπει οπωσδήποτε να προστατευτούν! Όσο για το μορφωτικό επίπεδο των αποφοίτων, η έγκαιρη διαπίστωση ότι ένα παιδί δεν έχει λάβει βασικές γνώσεις και η λήψη μέτρων αντισταθμιστικής αγωγής για να στηριχτεί, θα συνιστούσε μία πραγματική μεταρρύθμιση και όχι η χαριστική προαγωγή, απόλυση και … εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Τα πανεπιστήμια δεν είναι μαγαζιά που πρέπει να έχουν ντε και σώνει πελάτες, στους οποίους πρέπει να γίνονται πάντα τα χατίρια. Είναι δημόσια περιουσία και θεσμοί πνευματικής, επιστημονικής και οικονομικής ανάπτυξης.

Κοντολογίς, τα κυβερνητικά μέτρα για την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων θα επιβληθούν γιατί δεν υπάρχει, επί του παρόντος, κάποια εναλλακτική πρόταση. Το ζήτημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό θα εφαρμοστούν κιόλας. Γιατί, όσο, η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν πείθεται για την ανάγκη αυτή, το πρόβλημα θα διαιωνίζεται. Είναι δική της ευθύνη επομένως να διαμορφώσει τη δική της, πειστική πρόταση. Σε ό,τι αφορά την Παιδεία συνολικά, τα πραγματικά προβλήματα, η έλλειψη ακαδημαϊκής ελευθερίας και αξιοκρατίας και η αμάθεια θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όσο δεν απασχολούν κανέναν ούτε από τη συμπολίτευση, ούτε από την αντιπολίτευση… Έως τότε οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις στον χώρο της Παιδείας θα εξακολουθήσουν και πιθανότατα θα οξύνονται, ολοένα και πιο τυφλές ολοένα και πιο αδιέξοδες.

* O 
Τάσος Χατζηαναστασίου είναι Δρ. Ιστορίας, εκπαιδευτικός
πηγή: ardin-rixi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου