Τράπεζα της Ελλάδας: "Καμπανάκι" για την ακρίβεια και κόκκινα δάνεια - Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τ.τ.Ε. αναλυτικά.

ΤτΕ, Τράπεζα της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, ακρίβεια, κόκκινα δάνεια, Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,


"Καμπανάκι" για την ακρίβεια, τις τράπεζες αλλά και τα κόκκινα δάνεια χτυπά η Τράπεζα της Ελλάδος -ΤτΕ - στην κυβέρνηση στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Νοεμβρίου, που έδωσε στη δημοσιότητα.


Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας αφήνει -εμμέσως πλνη σαφώς- αιχμές στην κυβέρνηση για την ακρίβεια, που «σαρώνει» την ελληνική οικονομία, αφού διαβλέπει αυξημένους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο μέλλον εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, της επιδείνωσης των οικονομικών προοπτικών και της αύξησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων αλλά και, κατ’ επέκταση, της αύξησης των «κόκκινων» δανείων. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη ένδειξη ότι οι πολίτες, υπό το βάρος των ανατιμήσεων και τους υπέρογκους λογαριασμούς που καλούνται να καταβάλουν, έχουν κηρύξει μια άτυπη στάση πληρωμών στα δάνεια.

Συγκεκριμένα, κάνει λόγο για χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη το προσεχές διάστημα, που αναμένεται να επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, με τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, το ύψος των νέων «κόκκινων» δανείων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, εξαιτίας της αβεβαιότητας για την πορεία των παραμέτρων που σχετίζονται με τη γεωπολιτική και την ενεργειακή κρίση, ιδίως υπό το ενδεχόμενο αυτές να παραταθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να κλιμακωθούν περαιτέρω.

Η ΤτΕ διατηρεί ψηλά τον πήχη της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2022 και προβλέπει ότι η εγχώρια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 6,2%, πάνω από τις σχετικές προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου αλλά και άλλων θεσμών και φορέων.

Η θετική πρόβλεψη για το 2022 όμως δεν θα συνεχιστεί το 2023, έτος κατά το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος αποφεύγει να προχωρήσει σε συγκεκριμένη πρόβλεψη για το ΑΕΠ.

Ωστόσο φροντίζει να επισημάνει τις μεγάλες αβεβαιότητες και τους κινδύνους τόσο για την ανάπτυξη όσο και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Αναφορικά με το 2022, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου, υποβοηθώντας έτσι τη σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα την τρέχουσα χρονιά θα είναι σχεδόν διπλάσια από αυτή που θα διαμορφωθεί στην ευρωζώνη (3,1%).

Για το επόμενο έτος οι προβλέψεις είναι ασφαλώς δυσοίωνες, καθώς οι χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, ο υψηλότερος πληθωρισμός και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης ασκούν πιέσεις στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Ταυτόχρονα η υλοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου για την οικονομική δραστηριότητα μπορεί να προκληθεί ή να ενισχυθεί από περαιτέρω γεωπολιτικούς κινδύνους ή κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι εντεινόμενες αβεβαιότητες και προκλήσεις στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εγχώριο επίπεδο, έχουν αναδείξει τη σημασία της μακροπροληπτικής πολιτικής, γεγονός που αποτυπώθηκε στην «Προειδοποίηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου σχετικά με τις ευπάθειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης» του Σεπτεμβρίου 2022.

Συγκεκριμένα, η γενική αυτή προειδοποίηση προσδιόρισε τρεις βασικές πηγές συστημικού κινδύνου:
  1. Την επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών,
  2. Τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από μια (πιθανή) απότομη διόρθωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και
  3. Τις επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 1,7% το β΄ τρίμηνο του 2022 έναντι του β΄ τριμήνου του 2021, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε.

Από την άλλη πλευρά ενθαρρυντικά είναι τα μηνύματα από την αγορά κατοικίας καθώς παρά την άνοδο των τιμών των τελευταίων ετών, απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7), στη συνέχεια ο δείκτης ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία και κατέγραψε τη χαμηλότερη τιμή του το 2017.

Σε κάθε περίπτωση οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές. Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο, ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά , συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών.

Ακολουθεί η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τ.τ.Ε. - Νοέμβριος 2022



*πληροφορίες από Οικονομικά ΜΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου