Τη σύσταση ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Καταναλωτή ζητάει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με πρόταση νόμου.

ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, Βουλή, πρόταση νόμου, σύσταση ανεξάρτητης, Αρχής Προστασίας Καταναλωτή,


Με την πρόταση νόμου για τη σύσταση της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής επιδιώκει τη δημιουργία ενός ισχυρού θεσμού για την προστασία των καταναλωτών, με την εδραίωση δυναμικής κρατικής εποπτείας σε όλο το φάσμα της αγοράς και τη συνεχή άσκηση ελέγχων.


Nομοθετική Πρωτοβουλία Κ.Ο. ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής για τη σύσταση ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Καταναλωτή - Α.Π.ΚΑ.

Σε συνέχεια της χθεσινοβραδινής προγραμματικής εκδήλωσης του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, η κοινοβουλευτική ομάδα κατέθεσε πρόταση νόμου για τη σύσταση της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή.

Στη σημερινή συγκυρία όπου οι πολίτες είναι εντελώς απροστάτευτοι μπροστά στην ακρίβεια, τις εξοντωτικές τιμές ενέργειας, την απουσία πολιτικών προστασίας της πρώτης κατοικίας και ρύθμισης οφειλών, είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός εξειδικευμένου και ανεξάρτητου θεσμού για την προστασία των καταναλωτών. Με την πρόταση νόμου για τη σύσταση της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής επιδιώκει τη δημιουργία ενός ισχυρού θεσμού για την προστασία των καταναλωτών, με την εδραίωση δυναμικής κρατικής εποπτείας σε όλο το φάσμα της αγοράς και τη συνεχή άσκηση ελέγχων. Με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου η Αρχή Προστασίας Καταναλωτή εξοπλίζεται με όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την ουσιαστική άσκηση ελέγχων και εποπτείας της αγοράς προς όφελος της καθημερινότητας των καταναλωτών.

Ακολουθεί το κείμενο της πρότασης νόμου του ΠΑΣΟΚ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ

«Σύσταση Αρχής Προστασίας Καταναλωτή» 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, οι εξοντωτικές αυξήσεις των τιμών ενέργειας, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σε κρίσιμους τομείς καθημερινών συναλλαγών, όπως στον τραπεζικό τομέα, η απουσία πολιτικών ρυθμίσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών, η αλαζονική δράση των εταιρειών διαχείρισης των δανείων, δοκιμάζουν τις αντοχές των καταναλωτών. Παρά τη διεθνή διάσταση της κρίσης οι συγκρίσεις με άλλες χώρες δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι δυσμενείς συνέπειες που υφίστανται οι καταναλωτές στη χώρα μας είναι υπέρμετρες και δυσανάλογες αυτών που από τις συνθήκες θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν.

Είναι φανερό ότι η προστασία του καταναλωτή διέρχεται στη χώρα μας μία μεγάλη κρίση και θεσμική υποχώρηση, με την απουσία ενδιαφέροντος εκ μέρους της Κυβέρνησης και των αρμόδιων υπουργείων για τη βελτίωση της προστασίας, την ενίσχυση των ενώσεων καταναλωτών, την ουσιαστική άσκηση, με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, του εποπτικού ρόλου του κράτους στην αγορά για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, πολύ δε περισσότερο για την ανάπτυξη πολιτικών ή νέων θεσμών που να προστατεύουν τους καταναλωτές από πρακτικές εκμετάλλευσης και να προάγουν τη θέση τους στην αγορά.

Πλέον λίγες ενώσεις καταναλωτών παραμένουν ενεργές, δίχως να έχουν καμία υποστήριξη από την Πολιτεία, ενώ αδρανείς παραμένουν όλοι εκείνοι οι θεσμοί, στους οποίους μπορούσαν να θέτουν ζητήματα πολιτικής ή να έχουν συμβουλευτική επιρροή στις νομοθετικές ή πολιτικές αποφάσεις. Στο νομοθετικό πεδίο της προστασίας των καταναλωτών η εξέλιξη περιορίζεται στην οριακή ενσωμάτωση οδηγιών, δίχως να αξιοποιούνται στοιχειωδώς διακριτικές ευχέρειες ή να λαμβάνονται μέτρα που να διασφαλίζουν την ουσιαστική εφαρμογή τους. Όχι μόνο απουσιάζουν ρυθμίσεις που να ενισχύουν την προστασία, αλλά, αντιθέτως, συνήθεις είναι νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της αποδυνάμωσης των δικαιωμάτων των καταναλωτών, όπως συνέβη με την αποσύνδεση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας από ουσιαστικά κριτήρια και τις απαιτήσεις διαφάνειας ή τη διευκόλυνση των ασφαλιστικών εταιρειών να επιβάλλουν μεγάλες αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας.

Ακόμη, περαιτέρω, η διοικητική εποπτεία της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή έχει αποδυναμωθεί πλήρως, καθώς η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έχει καταργηθεί και το έργο της υποβαθμιστεί σε μία απλή Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή (άρθρο 41 ΠΔ 5/2022). Οι υπηρεσίες της, παρά τη διεύρυνση της εποπτευόμενης νομοθεσίας, τις σύγχρονες προκλήσεις, ιδίως με τις εξελίξεις στην ψηφιακή οικονομία, αλλά και τις μεγάλες, λόγω του πληθωρισμού, των χαμηλών εισοδημάτων και των ιδιαίτερων συνθηκών της ενεργειακής κρίσης, εποπτικές ανάγκες, αποστελεχώνονται και αποδυναμώνονται περαιτέρω.

Η υποβάθμιση αυτή αντικατοπτρίζεται ήδη στην ασκούμενη εποπτεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, ιδίως στα τελευταία έτη της λειτουργίας της, επί της Κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, είχε εδραιώσει μία δυναμική εποπτική παρουσία σε όλο το φάσμα της αγοράς (λιανικό εμπόριο, τράπεζες, ασφαλιστικές, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, υγεία, εκπαίδευση, αθέμιτες πρακτικές στην εν γένει προώθηση αγαθών και υπηρεσιών, κ.ά.), πλέον, η άσκηση των ελέγχων είναι υποτυπώδης. Λίγες είναι πλέον οι καταγγελίες που ελέγχονται, ενώ δεν υπάρχει ώθηση ή πολιτικό ενδιαφέρον για τη διενέργεια αυτεπάγγελτων ελέγχων, τα δε πρόστιμα για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των καταναλωτών έχουν περιοριστεί στο ένα τέταρτο της εποχής που υφίστατο η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.

Τα παραπάνω συμβαίνουν, μάλιστα, σε μία εποχή που η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει τόσο την αναβάθμιση της διοικητικής προστασίας όσο και την ενίσχυση του ρόλου των ενώσεων καταναλωτών, ενώ έχουν πολλαπλασιαστεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη οι αναφορές και καταγγελίες των καταναλωτών. Έτσι, η Οδηγία 2019/2161 καθιστά υποχρεωτική για τα κράτη μέλη την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για τις παραβιάσεις οδηγιών που αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, όπως ιδίως τους καταχρηστικούς όρους, την αδιαφάνεια τιμών, τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Περαιτέρω, και ο Κανονισμός 2017/2394 απαιτεί μία εκτενή διοικητική συνεργασία των κρατών μελών για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, ενώ παρέχει στις διοικητικές αρχές σημαντικές εξουσίες έρευνας. Στο πλαίσιο δε αυτό όλες οι χώρες οργανώνουν και αναβαθμίζουν περαιτέρω τη διοικητική προστασία του καταναλωτή, ενισχύοντας ή ιδρύοντας αντίστοιχες εποπτικές αρχές. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που αδιαφορεί και κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντί να δημιουργήσει μία ισχυρή Αρχή για την Προστασία των Καταναλωτών, επαναφέροντας ή μετεξελίσσοντας τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, προχώρησε στην υποβάθμισή της σε μία απλή Διεύθυνση και ουσιαστικά στην εγκατάλειψη κάθε διοικητικής εποπτείας για την επιβολή των κανόνων προστασίας καταναλωτή. Δίχως όμως πόρους και μέσα και σύγχρονη οργάνωση η Δημόσια Διοίκηση δεν είναι σε θέση να ασκήσει το ρόλο της όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων και της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.

Δεν παραγνωρίζεται, βέβαια, ότι οι στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία πολλών αγορών και η δυσχερή θέση που έχουν περιέλθει οι καταναλωτές μέσα σε αυτές, οφείλονται σε πλήθος παραγόντων, με προεξέχουσα την απουσία εξειδικευμένων πολιτικών για την προστασία των καταναλωτών. Μία βασική, ωστόσο, κρίσιμη πτυχή του προβλήματος είναι αναμφισβήτητα και η απουσία αποτελεσματικών δημόσιων αρχών για την προστασία των καταναλωτών. Ας επισημανθεί δε ότι και η Παγκόσμια Τράπεζα, στο πλαίσιο των συμβουλευτικών της προς την Κυβέρνηση υπηρεσιών για τη βελτίωση της εποπτείας των οικονομικών δραστηριοτήτων με βάση το ν. 4512/2018, εισηγήθηκε το 2021 ως επιβεβλημένη τη βελτίωση και αναβάθμιση της εποπτείας της προστασίας καταναλωτή δίχως όμως να υπάρξει ουσιαστική ανταπόκριση. Αντιθέτως, επακολούθησε η περαιτέρω συρρίκνωση και διοικητική υποβάθμιση της αρμόδιας υπηρεσίας.

Δεν αμφισβητείται ότι οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι καταναλωτές στην προστασία των δικαιωμάτων τους είναι τεράστιες, καθώς δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες, τις γνώσεις, την εμπειρία ή την πρόσβαση σε αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να υπερασπιστούν, απέναντι στις ισχυρές οικονομικά και οργανωμένες επιχειρήσεις, τα συμφέροντά τους. Το κόστος της διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους αποδεικνύεται, στην πράξη, απαγορευτικό για τους περισσότερους και οι όποιες διαδικασίες συχνά πολύ χρονοβόρες. Πολλές επιχειρήσεις, διαβλέποντας την αναποτελεσματικότητα της επιβολής των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, εκμεταλλεύονται την κατάσταση και ενθαρρύνονται σε ακόμη πιο αντικαταναλωτικές συμπεριφορές, επιδιώκοντας την άντληση παράνομων ωφελειών και υπερβολικών κερδών. Όταν, εξάλλου, είναι αδύναμη η επιβολή των κανόνων, αναπόφευκτα αποτυγχάνουν και οι θεσμοί που έχουν ως έργο τη διαμεσολάβηση και την εξώδικη επίλυση των καταναλωτικών διαφορών.

Σήμερα, εξάλλου, είναι οι ισχυρές επιχειρήσεις αυτές που, από προνομιακή θέση, επηρεάζουν και συχνά διαμορφώνουν την κυβερνητική πολιτική. Όχι σπάνια και των αρχών που εποπτεύουν τους ειδικότερους τομείς. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό στο ότι δεν υπάρχει θεσμική μέριμνα για την ενίσχυση του ρόλου των ενώσεων καταναλωτών και τη συμμετοχή και επιρροή τους στη λήψη των αποφάσεων για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων και προβλημάτων. Αναπόφευκτα, έτσι, οι απαντήσεις που δίνει η Κυβέρνηση σε αυτά αποβαίνουν μονομερείς και σε βάρος των καταναλωτών. Οι επιχειρήσεις, αντί να μεριμνούν και να διασφαλίζουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε λογικές και προσιτές τιμές, όταν ιδίως πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικά αγαθά, κατοχυρώνουν τα κέρδη τους, επιρρίπτοντας, εκ του ασφαλούς, τους κινδύνους στους καταναλωτές. Η περίπτωση των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας είναι ενδεικτική.

Είναι φανερό ότι η αγορά πάσχει από ένα «έλλειμμα δημοκρατίας». Τα συμφέροντα των καταναλωτών, χάριν των οποίων υποτίθεται ότι υπάρχουν οι αγορές, δεν βρίσκουν την ανάλογη θεσμική έκφραση και προσοχή. Γι’ αυτό το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναγνωρίζει και επισημαίνει την ανάγκη να ληφθούν μέτρα και πολιτικές που θα προάγουν τη θέση των καταναλωτών, ώστε να διασφαλιστούν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και δίκαιης και ισόρροπης κατανομής υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο δε αυτό αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να εισηγηθεί τη διαμόρφωση μίας νέας Αρχιτεκτονικής Προστασίας των Καταναλωτών, με τους ακόλουθους άξονες:

1) Την ίδρυση μίας ευέλικτης, εξειδικευμένης, ισχυρής και αποτελεσματικής εποπτικής αρχής για την προστασία των καταναλωτών.

2) Την ενίσχυση του ρόλου των ενώσεων καταναλωτών με την παροχή εκ μέρους της Πολιτείας πόρων για την λειτουργία τους, την ανάπτυξη προγραμμάτων για την ενίσχυση των υποδομών τους, την παροχή ενισχυμένων αρμοδιοτήτων για την επιβολή των δικαιωμάτων των καταναλωτών και την αποζημίωσή τους από παράνομες συμπεριφορές προμηθευτών.

3) Την ενίσχυση του Συνηγόρου του Καταναλωτή και άλλων διαμεσολαβητικών αρχών με αρμοδιότητες που θα καθιστούν σημαντικές τις παρεμβάσεις τους και αποτελεσματικότερη την εξωδικαστική διευθέτηση των καταναλωτικών διαφορών αλλά και τη ρύθμιση οφειλών.

4) Την ενίσχυση των ουσιαστικών δικαιωμάτων των καταναλωτών και την προαγωγή πολιτικών διαφάνειας ως προς τις χρεώσεις σε ειδικότερους τομείς, μεταξύ άλλων και με την αποκατάσταση των ρηγμάτων που έχουν προκαλέσει κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών.

5) Την ίδρυση και στη χώρα μας ενός Εθνικού Ιδρύματος Κατανάλωσης που θα πραγματοποιεί συγκριτικές δοκιμές, έρευνες, μελέτες, με σκοπό τη βελτίωση του ανταγωνισμού, μέσα από την ενίσχυση της ικανότητας των καταναλωτών να αξιολογούν και να συγκρίνουν τα προσφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως ενδεικτικά η Stiftung Warentest (Γερμανία), το Institut National de la Consommmation (Γαλλία).

Με την παρούσα πρόταση νόμου ικανοποιείται η πρώτη από τις παραπάνω πολιτικές με την ίδρυση της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή (Α.Π.ΚΑ.), η οποία αναλαμβάνει το έργο της εποπτείας στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών με ενισχυμένες και ευρύτερες αρμοδιότητες από αυτές των υφιστάμενων υπηρεσιών. Ένα σύνθετο, συνεχώς εξελισσόμενο και εμπλουτιζόμενο αντικείμενο, όπως είναι αυτό της προστασίας του καταναλωτή, προϋποθέτει υψηλή εξειδίκευση, συνεχή και συστηματική παρακολούθηση και την υιοθέτηση διοικητικών μεθόδων λειτουργίας, ευέλικτων και παραγωγικών που να εγγυώνται την ταχεία παρέμβαση της αρμόδιας αρχής προστασίας του καταναλωτή για την άσκηση της εποπτείας και τη συνεχή ανάπτυξη δράσεων, συνοδευόμενη, όπου είναι αναγκαίο, και με τη λήψη κανονιστικών μέτρων.

Είναι φανερό ότι η υφιστάμενη δομή, στο πλαίσιο του Υπουργείου Ανάπτυξης, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες της προστασίας των καταναλωτών αλλά και τις προκλήσεις της αγοράς. Εξάλλου, ο Συνήγορος του Καταναλωτή δεν έχει εποπτικές αρμοδιότητες καθώς η συμβολή του συνίσταται κυρίως στην επιδίωξη της εξωδικαστικής διευθέτησης των καταναλωτικών διαφορών. Περαιτέρω, οι λοιπές τομεακές αρχές (ΤτΕ, ΡΑΕ, ΕΕΤΤ, ΕτΚ, ΕΕΕΠ, ΡΑΕΜ κ.α.), μολονότι επιτελούν αναμφισβήτητα σημαντικό έργο στη διασφάλιση της ικανότητας και των προϋποθέσεων λειτουργίας των αντίστοιχων αγορών, στη φερεγγυότητα των παρόχων και στην ενίσχυση του μεταξύ τους ανταγωνισμού, με την έμμεση συμβολή τους στην προστασία των καταναλωτών να παραμένει σημαντική, δεν εστιάζουν επαρκώς στις ανάγκες των καταναλωτών και δεν επικεντρώνονται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων τους, όπως κατοχυρώνονται στη νομοθεσία. Γι’ αυτό άλλωστε και η διοικητική προστασία του καταναλωτή ανατίθεται σε όλες σχεδόν τις χώρες σε διακριτές με το σκοπό αυτό διοικητικές αρχές.

Με τη σύσταση της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή (Α.Π.ΚΑ.), η οποία αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες των Διευθύνσεων Πολιτικής και Ενημέρωσης Καταναλωτή και Προστασίας Καταναλωτών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και τις αρμοδιότητες της ΔΙΜΕΑ του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, διαμορφώνεται ένας εξειδικευμένος, ευέλικτος, αυτοδύναμος και ισχυρός θεσμός για την προστασία των καταναλωτών με κατοχυρωμένη την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών του και αυτοτελή διοικητική υποδομή και αυτονομία.

Με την παρούσα πρόταση νόμου η Πολιτεία ανταποκρίνεται στις εποπτικές απαιτήσεις της ευρωπαϊκής ενωσιακής νομοθεσίας, αξιοποιεί τα εξελιγμένα παραδείγματα και την εμπειρία άλλων χωρών και δημιουργεί τις απαραίτητες θεσμικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων και την ανάπτυξη δράσεων για την προστασία των καταναλωτών. Η διοικητική προστασία των καταναλωτών ενισχύεται με τη διαμόρφωση κατάλληλων και εξειδικευμένων υποδομών και μηχανισμών, τη θέσπιση σημαντικών εξουσιών ελέγχου και την αποτελεσματική διαμόρφωση των προβλεπομένων κυρώσεων. Η Α.Π.ΚΑ. έχει σημαντικές εξουσίες για την αποτελεσματική διερεύνηση καταγγελιών και την πραγματοποίηση αυτεπάγγελτων ελέγχων, συγχρόνως, όμως, διαθέτει και άλλα μέσα επιβολής ή και συνεργατικών με τις επιχειρήσεις εργαλείων, όπως τη σύνταξη κωδίκων αυτοδέσμευσης των επιχειρήσεων, την παροχή προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές οδηγιών, τη συλλογική διευθέτηση και μέριμνα για την αποκατάσταση εκ μέρους των επιχειρήσεων της ζημίας των καταναλωτών από παράνομες πρακτικές κ.ά.

Ειδικότερα:

Με το άρθρο 1 συστήνεται η Αρχή Προστασίας Καταναλωτή (Α.Π.ΚΑ.) ως αυτοδύναμη Διοικητική Αρχή και καθορίζονται η αποστολή, οι αρμοδιότητές της και οι πόροι αυτής.

Με την πρώτη παράγραφο διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της Α.Π.ΚΑ., η οποία υπάγεται σε κοινοβουλευτικό και δικαστικό έλεγχο, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο ορίζεται η αποστολή της

Στην τρίτη παράγραφο ορίζονται οι αρμοδιότητες της Α.Π.ΚΑ., η οποία πέραν των εποπτικών αρμοδιοτήτων (τήρηση κανόνων προστασίας καταναλωτών) θα έχει και κανονιστικές αρμοδιότητες (ιδίως στον τομέα της διαφάνειας των συναλλαγών και της ασφάλειας των προϊόντων), ενώ θα αναπτύσσει σημαντικές δράσεις για την ενημέρωση και εκπαίδευση των καταναλωτών και θα συνεργάζεται με τις ενώσεις καταναλωτών, για την ανάπτυξη των οποίων και θα μεριμνά.»
 Μπάμπης Καραγεωργίου / thesocialist.gr  

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου