Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανάσης Καμπαγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανάσης Καμπαγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Θανάσης Καμπαγιάννης: « Ένας καταστροφικός δρόμος για τη Δικαιοσύνη»

Η νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας απαιτεί την έξωθεν καλή μαρτυρία των λειτουργών της...

 

 


Θανάσης Καμπαγιάννης *

Η ύπαρξη ενός χωριστού κλάδου της κρατικής εξουσίας (η «δικαιοσύνη», όπως συνήθως παραπλανητικά αποκαλείται η δικαστική εξουσία), που ελέγχει τη νομιμότητα και τις υπερβάσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, αποτελεί κορωνίδα της φιλελεύθερης σκέψης.

Χωρίς να υπεισέλθουμε στον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της διάκρισης των εξουσιών, είναι βέβαιο ότι η νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας απαιτεί την έξωθεν καλή μαρτυρία των λειτουργών της, την πεποίθηση δηλαδή της πλειοψηφίας των πολιτών ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί διατηρούν την ανεξαρτησία τους από τις υπόλοιπες εξουσίες, ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να τις ελέγχουν.

Εδώ βέβαια δεν αρκεί η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία με την οποία είναι ούτως ή άλλως νομοθετικά θωρακισμένοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Η ίδια η πρακτική τους, τόσο μέσα από τις αποφάσεις τους όσο και μέσα από τον γενικότερο βίο και την πολιτεία τους, πρέπει να πείθει διαρκώς τους πολίτες, σε ένα άτυπο αλλά διαρκές δημοψήφισμα επιβεβαίωσης της ανεξαρτησίας τους και νομιμοποίησης της εξουσίας τους.

Είναι προφανές ότι η νομιμοποίηση προς τη Δικαιοσύνη νοσεί σήμερα βαριά. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εμβριθής αναλυτής της κοινωνικής πραγματικότητας για να το διαπιστώσει. Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς των funds ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Ας δώσουμε στους ανώτατους και ανώτατες δικαστές του Αρείου Πάγου το ευεργέτημα της επίκλησης του πολιτικού χαρακτήρα της απόφασης που καλούνταν να λάβουν: μια απόφαση, της οποίας το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ανέλθει στα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που θα κοστίσει τυχόν κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος «Ηρακλής», είναι μια κατεξοχήν πολιτική απόφαση, που πρέπει να ληφθεί από το κομμάτι των θεσμών που απολαμβάνει ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή από τη Βουλή. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έπρεπε κατ’ ουσίαν να επιστρέψει το βάρος λήψης της απόφασης επί της τύχης των εκατοντάδων χιλιάδων πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας στον φυσικό της χώρο: στη νομοθετική και εμμέσως στην εκτελεστική εξουσία.

Το πραγματικό ερώτημα ήταν ο τρόπος που το «μπαλάκι» θα επιστρεφόταν στους πολιτικούς. Και εκεί η πλειοψηφία της Ολομέλειας επέλεξε να υποστηρίξει μια δήθεν εσωτερική συνοχή των νόμων του 2003 και του 2015 υπέρ των εταιρειών διαχείρισης του χρέους και κατά των οφειλετών. Η απάντηση της μειοψηφίας, ότι δηλαδή η εσωτερική συνοχή και η λογική ακολουθία θα μπορούσε κατ’ αντιστοιχία να γίνει αντικείμενο επίκλησης υπέρ των οφειλετών, διεκδικεί το βραβείο λεπτότερης ειρωνείας στην ιστορία της ελληνικής νομολογίας. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση θα ήταν το ίδιο: το πολιτικό σύστημα θα καλούνταν να νομοθετήσει. Με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρειου Πάγου, οι πλειοψηφήσαντες δικαστές εξέθεσαν –ως μη όφειλαν– την ήδη εύθραυστη νομιμοποίησή τους: γι’ αυτό και η ιστορία θα δικαιώσει τους μειοψηφήσαντες.

Αν θέλει να βρει κανείς πού οικοδομήθηκε αυτή η νοοτροπία αδιαφορίας απέναντι στις πεποιθήσεις της κοινωνίας, δεν έχει παρά να ανατρέξει σε στιγμές όπως η θλιβερή «γνωμοδότηση» του Ισ. Ντογιάκου για τις υποκλοπές, που μετέτρεψε την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε παράρτημα της εκτελεστικής εξουσίας, ή στις ανακοινώσεις καταδίκης του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», τις οποίες έσπευσε να εκδώσει η νέα πλειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Ακόμα και τα όσα αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες για τη συμμετοχή ανώτερων και ανώτατων δικαστών σε κοινωνικές εκδηλώσεις δραστήριου δικαστικού επιμελητή είναι ενδεικτικά της ίδιας στάσης αδιαφορίας για την έξωθεν καλή μαρτυρία των συμμετεχόντων, τη στιγμή που χιλιάδες πολίτες αγωνιούν αν κάποιος δικαστικός επιμελητής συνοδεία αστυνομίας θα χτυπήσει ξημερώματα την πόρτα του σπιτιού τους.

Αυτές τις μέρες, το Ευρωκοινοβούλιο συγκλονίζεται από το σκάνδαλο Qatargate και τους καταγγελλόμενους χρηματισμούς ευρωβουλευτών από εγκληματικό κύκλωμα με ιθύνοντα νου τον Antonio Panzerri, υπεύθυνο της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Fight Impunity. Κάθε δημόσια δράση και κάθε πρωτοβουλία τής εν λόγω οργάνωσης ελέγχεται σήμερα ως αφορμή τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Στην Ελλάδα έχουμε το προνόμιο οι τρεις πρόεδροι των ανώτατων δικαστικών σχηματισμών, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο υπουργός Δικαιοσύνης, να έχουν συμμετάσχει σε εκδήλωση τής ως άνω οργάνωσης στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών το 2021.

Θα περίμενε κάποιος, με δεδομένο τα όσα αποκαλύπτονται, να έχει υπάρξει, έστω εκ περισσού και για την αποφυγή οποιασδήποτε κακοήθειας, μια δημόσια δήλωση παροχής εξηγήσεων εκείνων που ενέπλεξαν τους ανώτατους δικαστές σε αυτή την εκδήλωση. Ομως, εξηγήσεις ουδέποτε δόθηκαν. Ισως γιατί, όπως ανέφερε πρόσφατα σε δήλωσή της η πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κυρία Στενιώτη, «πρέπει να τεθεί το ζήτημα… του περιορισμού της “απολογητικού χαρακτήρα” αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων». Κοινώς, είμαστε στη φάση που ωριμάζει μια γενικότερη στρατηγική αποχαλίνωσης της εξουσίας, σε όλες της τις εκφάνσεις, με κατεύθυνση «έτσι είναι και, αν δεν σας αρέσει, δεν θα απολογηθούμε κιόλας».

Για τη Δικαιοσύνη, η στρατηγική αυτή αποτελεί καταστροφικό δρόμο. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούν οι ταγοί της τόσο το καλύτερο. 

___________________________


*Θανάσης Καμπαγιάννης, Δικηγόρος, τ. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση-Δικηγορική Ανατροπή

**Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο έντυπο φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών (21/2/2023)

Θανάσης Καμπαγιάννης: «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό»


Ο ναζιστικός χαιρετισμός δικηγόρου υπεράσπισης στη δίκη της Χρυσής Αυγής εντός της δικαστικής αίθουσας ήταν μια πρόκληση απέναντι στα θύματα της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και απέναντι στο δικαστήριο, τη δικηγορία και την ελληνική κοινωνία.

 

Θανάσης Καμπαγιάννης*

Ο ναζιστικός χαιρετισμός δικηγόρου υπεράσπισης στη δίκη της Χρυσής Αυγής εντός της δικαστικής αίθουσας ήταν μια πρόκληση απέναντι στα θύματα της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και απέναντι στο δικαστήριο, τη δικηγορία και την ελληνική κοινωνία.

Ως τέτοια, η πρόκληση αυτή δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντηση από τα θεσμικά όργανα του δικηγορικού σώματος. Η ομόθυμη καταδίκη του ναζιστικού χαιρετισμού από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όπως εκφράστηκε και στο από 10/10/2022 ψήφισμά του, αποτυπώνει ένα βαθυτερο αντιφασιστικό και αντιναζιστικό κεκτημένο.

Η ύπαρξη των δικηγορικών συλλόγων είναι συνυφασμένη με τους αγώνες για την θωράκιση και την επέκταση της δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που γνώρισε η Ελλάδα τον 20ό αιώνα, όπως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου αλλά και η Χούντα των Συνταγματαρχών, εγκαθίδρυσαν δοτές διοικήσεις στους Δικηγορικούς Συλλόγους, για να καταπνίξουν κάθε ενοχλητική φωνή και να εξασφαλίσουν την ανεμπόδιστη κυριαρχία τους.

Απέναντι σε αυτές τις μαύρες σελίδες, στάθηκαν ηρωικές μορφές: από τον 19χρονο φοιτητή της Νομικής Λάκη Σάντα που κατέβασε, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη σβάστικα από την Ακρόπολη το 1941 και τους εκτελεσμένους αγωνιστές δικηγόρους της Κατοχής μέχρι την εξέγερση των φοιτητριών και των φοιτητών της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973. Και από τις δίκες για την υπεράσπιση αγωνιστών απέναντι στη μετεμφυλιακή τρομοκρατία μέχρι τα στρατοδικεία της Χούντας, στα οποία δικηγόροι βρέθηκαν τόσο στα έδρανα των υπερασπιστών όσο και στα εδώλια των κατηγορουμένων.

Η πορεία αυτή άφησε στο δικηγορικό σώμα ένα πάνθεον ηρωικών μορφών, από τον Παντελή Πουλιόπουλο μέχρι τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, που «στοιχειώνει» και δεσμεύει κάθε θεσμικό συλλογικό μας όργανο μέχρι και σήμερα. Μεταπολιτευτικά, εξάλλου, στην ηγεσία του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας βρέθηκαν πρόσωπα που συμβόλιζαν τον αγώνα ενάντια στον φασισμό, όπως ο Ευάγγελος Μαχαίρας, ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, ο Τάκης Παππάς. Δεν είναι τυχαίο και το διαχρονικό ενδιαφέρον των Δικηγορικών Συλλόγων για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.

Η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής έθεσε με οξύτητα το ζήτημα της πάλης απέναντι στα σύγχρονα ναζιστικά μορφώματα. Τα αντανακλαστικά δεν ήταν πάντοτε αυτονόητα. Ωστόσο, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 αποτέλεσε σημείο αφύπνισης. Με ανακοίνωσή του την επομένη της δολοφονίας (Δολοφονία Πολίτη από Νεοναζί, 18/9/2013), ο τότε πρόεδρος του ΔΣΑ Γ. Αδαμόπουλος εξέφρασε την πάνδημη αγανάκτιση του δικηγορικού σώματος και την απαίτηση για δικαιοσύνη.

Με απόφασή του στις 24/9/2013, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ υιοθέτησε Ψήφισμα για την Αντιμετώπιση της Ναζιστικής Απειλής με το οποίο καλούσε «όλους τους δημοκρατικούς πολίτες – και πρώτους από όλους, τους Δικηγόρους – να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων· να μη διστάζουν να καταδικάζουν, να καταγγέλλουν και να αντιστέκονται με κάθε θεμιτό και νόμιμο μέσο απέναντι στο φασισμό και το ναζισμό», επικαλούμενο το άρθρο 2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», καθώς και κείμενα διεθνών συμβάσεων και συμφώνων. Το ψήφισμα υιοθετήθηκε ομόφωνα από τους παρόντες και παρούσες συμβούλους.

Με ανακοίνωσή της μετά το τέλος της πρωτοβάθμιας δίκης της Χρυσής Αυγής (Ανακοίνωση, 7/10/2020), η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος υπό τον Πρόεδρό της Δ. Βερβεσό χαιρέτισε την «ιστορική απόφαση» του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Και με το

πρόσφατο ψήφισμά του
(10/10/2022) το οποίο κατατέθηκε και στο δικαστήριο, το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών καταδίκασε τη ναζιστική πρόκληση εντός δικαστικής αίθουσας και ανακοίνωσε την κίνηση των σχετικών πειθαρχικών διαδικασιών, ξεπερνώντας παραταξιακές διαφορές και ιδεολογικές αποκλίσεις των συμβούλων που το αποτελούν.

Τα μαύρα σύννεφα που πυκνώνουν στην Ευρώπη, με την πιο πρόσφατη ανάδειξη μιας νοσταλγού του Μουσολίνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας, τονίζουν την αναγκαιότητα να οξύνουμε τα αντανακλαστικά μας απέναντι στη φασιστική απειλή, που φύεται πάνω στις αντικοινωνικές πολιτικές φτωχοποίησης, ρατσισμού απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες και εντεινόμενου κρατικού αυταρχισμού.

Οι δικηγόροι πρέπει να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα της ιστορίας και να πρωτοστατήσουμε στην υπεράσπιση της μνήμης και της δημοκρατίας.

ΥΓ: Για την ιστορία:

– το από 24/9/2013 Ψήφισμα του Δ.Σ. του ΔΣΑ για την Αντιμετώπιση της Ναζιστικής Απειλής στήριξαν ομόφωνα άπαντες/άπασες οι παρόντες/παρούσες σύμβουλοι: ο πρόεδρος του ΔΣΑ Ιωάννης Αδαμόπουλος, ο γενικός γραμματέας του ΔΣΑ Μιχάλης Ζαφειρόπουλος, ο ταμίας Χρίστος (Τίτος) Χριστόπουλος και οι σύμβουλοι Νικόλαος Αγγελής, Χαράλαμπος Αναλυτής, Δημήτριος Βερβεσός, Βασίλειος Βραχιώτης, Άγγελος Βρεττός, Χαράλαμπος Κονδύλης, Νικόλαος Κουτκιάς, Φώτης Κωτσής, Αθανάσιος Παυλόπουλος, Παναγιώτης Περάκης, Ιωάννης Ραχιώτης, Θεόδωρος Σχινάς, Χριστίνα Τσαγκλή, Ιωάννης Χαρακτινιώτης, Ελλάδα Χριστοδούλου.

– το από 10/10/2022 Ψήφισμα του Δ.Σ. του ΔΣΑ για τον ναζιστικό χαιρετισμό δικηγόρου στην δίκη της “Χρυσης Αυγής” στήριξαν: ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός, ο Αντιπρόεδρος Ανδρέας Κουτσόλαμπρος, ο Αντιπρόεδρος Αλέξανδρος Μαντζούτσος, ο Γεν. Γραμματέας Χρήστος Κακλαμάνης, ο Σύμβουλος Ταμίας Κωνσταντίνος Καρέτσος και οι Σύμβουλοι Ιωάννης Αβαρκιώτης, Ευστάθιος Αναλυτής, Δημήτριος Αναστασόπουλος, Ευάγγελος Αυγουλάς, Φώτιος Γιαννούλας, Μαρινέττα Γούναρη-Χατζησαράντου, Σωτήριος Διαμαντόπουλος, Άννα Ζουρνατζή, Μιχαήλ Καλαντζόπουλος, Θωμάς Καμενόπουλος, Αθανάσιος Καμπαγιάννης, Ιωάννης Κάπος, Στυλιανός Λεριός, Δημήτριος Λυρίτσης, Θεόδωρος Μαντάς, Χρυσή Μαρινάκη, Δημήτριος Σαραφιανός, Ζώης Σταυρόπουλος, Χριστίνα Τσαγκλή.
___________________________________

* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ με την «Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή» και δικηγόρος υποστήριξης της κατηγορίας στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
πηγή: pressenza.com

«Ώρα Μηδέν»: Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου

«Η υπόθεση των υποκλοπών δεν είναι πολιτική ρουτίνα, όπως κυνικά θέλουν κάποιοι να πιστέψουμε. Είναι θανάσιμο τραύμα στην καρδιά του πολιτεύματος καθώς πλήττει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και εν τέλει υπονομεύει την ίδια τη Δημοκρατία»


Με τίτλο «Ώρα μηδέν» το κείμενο – παρέμβαση της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου

Κείμενο-παρέμβαση καθώς η υπόθεση των υποκλοπών –«νόμιμων» και παράνομων– συνιστά κρίσιμο πλήγμα για την ελληνική πολιτική ζωή, που τραυματίζει την καρδιά του πολιτεύματος και το οποίο σιγά σιγά αποκαλύπτεται, έδωσε στη δημοσιότητα η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και καλεί τους πολίτες να προσυπογράψουν.

Με τίτλο «Ώρα μηδέν», στο κείμενο-παρέμβαση επισημαίνεται ότι «η υπόθεση των υποκλοπών δεν είναι πολιτική ρουτίνα, όπως κυνικά θέλουν κάποιοι να πιστέψουμε. Είναι θανάσιμο τραύμα στην καρδιά του πολιτεύματος καθώς πλήττει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και εν τέλει υπονομεύει την ίδια τη Δημοκρατία.

Εν κατακλείδι, αν δεν αντιδράσουμε σε αυτό που συνέβη, θα είμαστε άξιοι του θλιβερού εκφυλισμού της δημοκρατίας μας. Και αυτό είναι ασυγχώρητο».

Αναλυτικά το κείμενο και οι υπογραφές της «Πρωτοβουλίας  για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου»


«ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ!

Η υπόθεση των υποκλοπών έρχεται να συμπληρώσει και να κορυφώσει τη σταδιακή αποδυνάμωση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Είναι σύμπτωμα μιας βαθιάς παθολογίας για την οποία υπάρχουν συγκεκριμένες και απτές πολιτικές ευθύνες.

Η ΕΥΠ υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με διοικητή που επελέγη αδιαφανώς και χωρίς αρχικώς να πληροί καν τα στοιχειώδη τυπικά προσόντα. Επιπλέον, ενώ τελούσε υπό την πολιτική εποπτεία του πιο στενού συνεργάτη και συγγενή του Πρωθυπουργού, Γενικού του Γραμματέα, παραβίασε το απόρρητο των συνδιαλέξεων σύμφωνα με πολλές αξιόπιστες πηγές, περίπου 15 χιλιάδων ανθρώπων μόνο εντός του 2021.

Τα τηλέφωνα των υπόπτων απλώς διαβιβάζονταν στην αρμόδια εισαγγελέα που στεγάζεται εντός υπηρεσίας και εκείνη αυτομάτως, χωρίς κανέναν έλεγχο, ενέκρινε την παρακολούθηση. Κανείς –μετά την αλλαγή του νόμου το 2021– δεν μπορεί να γνωρίζει αν το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών του είχε κάποτε αρθεί.
 
Και σαν να μην έφτανε αυτή η καρικατούρα νομιμοφανούς παρακολούθησης, αποκαλύπτεται ότι οι ίδιοι άνθρωποι παρακολουθούνται παρανόμως με λογισμικά κατασκοπίας που κανείς δεν γνωρίζει σε ποιον ανήκουν, αλλά ενδεχομένως σχετίζονται με επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Ακόμα χειρότερα, οι μετατάξεις και οι νέες συμβάσεις της ΕΥΠ, πολλώ δε μάλλον αυτές του νεοσύστατου Κέντρου Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας εντός της ΕΥΠ, καλύπτονται από απόλυτη αδιαφάνεια. Είναι ενδεικτικό ότι το Κέντρο αυτό συστάθηκε με πρωθυπουργική απόφαση (και κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης) η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ.
Ναι, απόρρητη πρωθυπουργική απόφαση! Στην Ελλάδα του 2022.

Αντίβαρα μηδέν

Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου παρακολουθεί αμέτοχη αυτά τα πλήγματα στους θεσμούς και τη διαφάνεια. Εμβρόντητοι μαθαίνουμε πως ούτε η, κατά το Σύνταγμα αρμόδια, ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών έχει πρόσβαση στις υποθέσεις άρσης του απορρήτου. Κοινώς, κανένας έλεγχος. Κανένα αντίβαρο. Καμία συνταγματική εγγύηση στην πράξη για τους ανθρώπους οι οποίοι πέφτουν θύματα παραβίασης των επικοινωνιών τους.

Και σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα, η κυβέρνηση έσπευσε να αποκλείσει νομοθετικά τη δυνατότητα να πληροφορηθούν ότι έπεσαν θύματα.

Αυτό δεν ξέρουμε τι είναι, πάντως ούτε λειτουργούσα κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι, ούτε κράτος δικαίου.

Από πολιτική άποψη, υπεύθυνος για όλα αυτά αντικειμενικά και αμετάθετα είναι ο πρωθυπουργός. Υπενθυμίζουμε πως η πρώτη ενέργεια μετά την εκλογή του ήταν να υπαγάγει την ΕΥΠ στον εαυτό του. Έτσι το βαθύ κράτος βρέθηκε στον πυρήνα του κατ’ επίφαση «επιτελικού κράτους». Πέρα όμως από τις πολιτικές ευθύνες, υπάρχουν πειθαρχικές και, πρωτίστως, ποινικές οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν.

Άλλο εμπιστευτικότητα και άλλο ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία

Aντιλαμβανόμαστε φυσικά πως, εξ ορισμού, ένα τμήμα των δραστηριοτήτων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών οφείλει να παραμένει εκτός δημοσιότητας. Ωστόσο, η έννοια του απορρήτου έχει διαβαθμίσεις και δεν μπορεί να εκφεύγει παντελώς κάθε θεσμικού ελέγχου. Στην δημοκρατία δεν μπορεί να δικαιολογούνται κάθε λογής έκνομες πράξεις με την επίκληση της εθνικής ασφάλειας.

Η υπόθεση των υποκλοπών –«νόμιμων» και παράνομων– συνιστά κρίσιμο πλήγμα για την ελληνική πολιτική ζωή, που τραυματίζει την καρδιά του πολιτεύματος και το οποίο σιγά σιγά αποκαλύπτεται. Η εμβέλεια του προβλήματος υπερβαίνει κομματικές αντιπαλότητες και σκοπιμότητες. Αφορά την κοινωνία πολιτών και σε τελευταία ανάλυση, τον ελληνικό λαό ως θεμέλιο της συνταγματικής κυριαρχίας.

Οι υπογράφουσες και υπογράφοντες πιστεύουμε ότι η απαράδεκτη αυτή ενέργεια πρέπει να διερευνηθεί άμεσα και αποτελεσματικά για να μην επαναληφθεί. Να μην ξεχαστεί σαν κάτι που μπορεί να συμβαίνει χωρίς κόστος, ανέλεγκτα και ατιμώρητα.

Η υπόθεση των υποκλοπών δεν είναι πολιτική ρουτίνα, όπως κυνικά θέλουν κάποιοι να πιστέψουμε. Είναι θανάσιμο τραύμα στην καρδιά του πολιτεύματος καθώς πλήττει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και εν τέλει υπονομεύει την ίδια τη Δημοκρατία.

Εν κατακλείδι, αν δεν αντιδράσουμε σε αυτό που συνέβη, θα είμαστε άξιοι του θλιβερού εκφυλισμού της δημοκρατίας μας.

Και αυτό είναι ασυγχώρητο.

ΥΓ. Καλούμε όποια και όποιον πολίτη συμμερίζεται την ανησυχία μας να έρθει σε επαφή με την πρωτοβουλία και να προσθέσει την υπογραφή του στο κείμενο μας (ora0demokratia@gmail.com).


ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΟΙ:

- Ιάσων Αθανασιάδης, συγγραφέας-δημοσιογράφος
- Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
- Νίκος Γκιώνης, εκδότης, Εκδόσεις Πόλις
- Στάθης Γουργουρής, καθηγητής, Columbia University
- Νίκος Δεμερτζής, καθηγητής ΕΚΠΑ, Διευθυντής ΕΚΚΕ
- Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος
- Στεύη Κίτσου, δικηγόρος, υπ. Δρ. Πανεπιστήμιο Μάαστριχτ
- Μαριλένα Κοππά, αν. καθηγήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Αναστασία Λαμπρία, εκδότρια-Εκδόσεις Ποταμός, δημοσιογράφος
- Αντώνης Λιάκος, ιστορικός, Ομοτ. Καθηγητής ΕΚΠΑ
- Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
- Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός-επιμελητής βιβλίων
- Νένη Πανουργιά, καθηγήτρια, Columbia University
- Λευτέρης Παπαγιαννάκης, νομικός
- Κωστής Παπαϊωάννου, εκπαιδευτικός, πρ. Γενικός Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
- Νάνσυ Παπαθανασίου, Δρ. ΕΚΠΑ, επ. συνυπεύθυνη Orlando LGBT+-
- Αθηνά Σκουλαρίκη, επ. καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Κρήτης
- Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αθηνών
- Αντρέας Τάκης, καθηγητής, ΑΠΘ
- Kωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
- Έλενα-Όλγα Χρηστίδη, υπ. Δρ. ΕΚΠΑ, επ. συνυπεύθυνη Orlando LGBT+
- Νίκος Χριστοδουλάκης, ομοτ. καθηγητής Οικ. Πανεπιστημίου Αθηνών
- Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου.»

πηγή: Η ΑΥΓΗ  

Προσοχή, δεν είναι σύνθημα: Μητσοτάκης – Ερντογάν, ίδιος μηχανισμός εκτροπής


Η διολίσθηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον ωμό αυταρχισμό ακολουθεί το ίδιο μοτίβο με την πορεία της γειτονικής μας χώρας...

Στην πολιτική, η ένταση των επιχειρημάτων μπορεί πολλές φορές να οδηγήσει σε υπερβολές χάριν έμφασης. Τους τελευταίους μήνες, οι συγκρίσεις της πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον αυταρχισμό του Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στον δημόσιο λόγο.

Ο αντισυνταγματικός νόμος Χρυσοχοΐδη για τις διαδηλώσεις ήταν σίγουρα ένα πρώτο, μεγάλο καμπανάκι. Με τη νομοθέτηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, οι αναλογίες με τη γείτονα, σε μια περίοδο μαζικών κινητοποιήσεων στα Πανεπιστήμια και των δύο χωρών, γίνανε ακόμα πιο ισχυρές και ξεπέρασαν πλέον το στάδιο τυχόν «υπερβολών» (βλ. Δ. Χριστόπουλος, «Η Ελληνική Αστυνομία στο πανεπιστήμιο: Μια γλυκιά τουρκική συνταγή», Lifo, 3/2/2021). Ο χειρισμός, ωστόσο, της απεργίας πείνας του κρατούμενου Δ. Κουφοντίνα είναι το πραγματικό σημείο καμπής.

Τα πράγματα είναι δυστυχώς πιο ανησυχητικά από την αυτονόητη αλήθεια, ότι η Ελληνική Δημοκρατία κινδυνεύει να βρεθεί άμεσα ανάμεσα στις χώρες στις οποίες πεθαίνουν απεργοί πείνας και μάλιστα κρατούμενοι, κάτι που συστηματικά συμβαίνει στην Τουρκία. Η διολίσθηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον ωμό αυταρχισμό ακολουθεί το ίδιο μοτίβο με την πορεία της γειτονικής μας χώρας.

Πέρα από τα αντιτουρκικά και αντιμουσουλμανικά στερεότυπα, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν υιοθέτησε το γνωστό αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης, επειδή είναι «Σουλτάνος». Τουναντίον, στο ξεκίνημα της πολιτικής και πρωθυπουργικής του πορείας φάνταζε ως μετριοπαθής.

Το αποφασιστικό κεφάλαιο στην πολιτική του εξέλιξη ήταν η επίλυση του Κουρδικού. Αν και αρχικά θιασώτης της ειρηνικής επίλυσης και της διαπραγμάτευσης, ο Ερντογάν απομακρύνθηκε σταδιακά από αυτή την προοπτική. Αυτό ήταν το σημείο καμπής. Οποιος πλέον θύμιζε την ανάγκη για ειρηνική επίλυση, κατηγορούνταν για «συνοδοιπόρος των τρομοκρατών του PKK». Ετσι, ξεκίνησαν οι διώξεις δημοσιογράφων που αρθρογραφούσαν για την ειρήνη, πανεπιστημιακών που υπέγραφαν σχετικές εκκλήσεις, δικηγόρων που εκπροσωπούσαν κατηγορούμενους για τρομοκρατία, μέχρι και κομμάτων (όπως το HDP) και εκλεγμένων βουλευτών.

Το όχημα ήταν η «τρομοκρατία» και η μηδενική ανοχή στους «υποστηρικτές» της, όπως πλέον τσουβαλιάζονταν όλοι όσοι στήριζαν μια πολιτική ειρήνης, χωρίς να σχετίζονται με ένοπλες ενέργειες ή τρομοκρατικές επιθέσεις. Η συνέχεια είναι γνωστή.

Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατρακυλάει ταχύτατα στον ίδιο επικίνδυνο κατήφορο και, μάλιστα, με τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό. Μόνο που, κατά το γνωστό ρητό για την επανάληψη της ιστορίας, αν η περίπτωση της γείτονος ήταν τραγωδία, η δική μας είναι φάρσα.

Κι αυτό γιατί ένα επουσιώδες διοικητικό ζήτημα, δηλαδή ο τόπος έκτισης της ποινής ενός καταδικασμένου κρατούμενου για τη δράση μιας οργάνωσης που έχει τελειώσει πολιτικά για την ελληνική κοινωνία εδώ και μια εικοσαετία, μετατράπηκε με ευθύνη της κυβέρνησης σε μείζον πολιτικό ζήτημα.

Τώρα, όποιος στηρίζει την εφαρμογή του νόμου (που ο κρατούμενος αξιώνει, καθώς φωτογραφικά ψηφίστηκε γι’ αυτόν) και όποιος επαναλαμβάνει -όπως ο γράφων- κοινοτοπίες για το κράτος δικαίου, βαφτίζεται «υποστηρικτής της τρομοκρατίας».

Θαρρείς και μια μαύρη τρύπα έχει ανοίξει στο κέντρο του πολιτικού συστήματος και ρουφάει αχόρταγα ελευθερίες και δικαιώματα: οι πανεπιστημιακοί που υπέγραψαν για τον κρατούμενο στοχοποιούνται, οι δικηγόροι βαφτίζονται «συνήγοροι των τρομοκρατών» και νιώθουν στο πετσί τους την «αύρα» της δημοκρατίας, οι διαδηλώσεις που καλούνται για το ζήτημα καταστέλλονται από τα ΜΑΤ χωρίς να έχουν εκδοθεί καν οι τυπικές απαγορεύσεις, οι φωτορεπόρτερ που τις καλύπτουν δέρνονται.

Ταυτόχρονα, η Αστυνομία προαναγγέλλει ποινικές διώξεις κατά των συλλογικοτήτων που τις κάλεσαν, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και νεολαίες κοινοβουλευτικών κομμάτων…

Δεν είναι αργά για να έρθει η κυβέρνηση στα συγκαλά της και να πατήσει φρένο έστω και την ύστατη ώρα. Σε αντίθεση με την Τουρκία, η δίνη των τελευταίων εβδομάδων, σε μια περίοδο πραγματικών προκλήσεων όπως η οικονομική κρίση και η διαχείριση της πανδημίας, είναι αποτέλεσμα δικής της επιλογής και ιδεοληψίας.

Οι κυνικοί υπολογισμοί, ότι οι δημοσκοπήσεις δίνουν 70% υπέρ των κυβερνητικών χειρισμών, θα πέσουν τραγικά έξω: αν υπάρξει θάνατος, οι ίδιοι που τώρα αδιαφορούν για την τύχη του κρατούμενου, θα τον αντιληφθούν ως μια αυτοδικία της οικογένειας Μητσοτάκη, στο πλαίσιο του γνωστού βασιλικού της προνομίου. Τότε, όμως, θα είναι αργά.
Θανάσης Καμπαγιάννης / efsyn