Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προκόπης Παυλόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προκόπης Παυλόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προκόπης Παυλόπουλος: «Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στον "Κύκλο με την Κιμωλία" - Με αφορμή και το πολιτικό «άγος» των τηλεφωνικών υποκλοπών»*


«Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στον «Κύκλο με την Κιμωλία» Με αφορμή και το πολιτικό «άγος» των τηλεφωνικών υποκλοπών»


Την παρέμβαση της Δικαιοσύνης σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών ζητά ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών «πολιτικό άγος

Προκόπης Παυλόπουλος*

Πρόλογος

Στην «επικράτεια» της Δύσης, η οποία μέχρι πρότινος διέθετε την νομιμοποίηση και την αντίστοιχη «έξωθεν καλή μαρτυρία» ενός σχεδόν υποδειγματικού σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών εν γένει, η Aντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχει αρχίσει να παρακμάζει κάτω από το βάρος της θεσμικής και πολιτικής «οξείδωσης» των βασικών αντηρίδων της. «Οξείδωσης», η οποία δοκιμάζει επικίνδυνα τις αντοχές της κατά την υπεράσπιση της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, που συνιστούν τις επιμέρους εκφάνσεις άσκησής της στην πράξη. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, το Κράτος αδυνατεί να εγγυηθεί επαρκώς τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθώς και το θεσμικό και πολιτικό status του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Ενώ η, θεμελιώδης για την εμπέδωση της εν γένει δημοκρατικής οργάνωσης των κρατικών και των κοινωνικών δομών, αρχή της Ισότητας «υποχωρεί ατάκτως» μπροστά στην «επέλαση» των κάθε είδους ανισοτήτων. Κάπως έτσι διαγράφεται, βεβαίως σε πολύ γενικές γραμμές, αυτή η παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με «σημείο αιχμής» την προϊούσα αδυναμία της να λειτουργήσει, κατά τον προορισμό της, ως «ιδανική» διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, μέσω των οποίων καθένας μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Ως προς τα «καθ’ ημάς», αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνουν π.χ. τα, κατά γενική ομολογία, άκρως προβληματικά, ως «διαβρωτικά» για την Δημοκρατία, φαινόμενα των τηλεφωνικών υποκλοπών στο πεδίο της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος που διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών. Πολλώ μάλλον όταν οι προσφάτως ψηφισθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις όχι μόνο δεν επιφέρουν κάποιες ουσιαστικές βελτιώσεις στις ισχύουσες ατελέστατες διατάξεις, αλλ’ αφήνουν στο περιθώριο -ή και στο «σκοτάδι»– την κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος αρμόδια για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών ανεξάρτητη αρχή, ήτοι την ΑΔΑΕ, καθιστώντας έτσι δυσχερή ή και αδύνατη την άσκηση κρίσιμων, εν προκειμένω, αρμοδιοτήτων της.

Ι. Η αφετηρία του «μύθου»

Το μείζον ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν και πώς μπορεί η πορεία αυτή ν’ αναστραφεί. Κυρίως δε ποιος είναι σε θέση, με βάση και την ευθύνη που του αναλογεί, αντιστοίχως, ν’ αναλάβει το βάρος μιας τέτοιας αναστροφής. Ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, στον «Κύκλο με την Κιμωλία» – στην αρχική του μορφή, η οποία ολοκληρώθηκε το 1945, μέσα στα ερείπια που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο τίτλος του έργου ήταν «Ο Καυκασιανός κύκλος με την Κιμωλία» – μας δείχνει, και σήμερα, τον δρόμο υπό όρους μιας κορυφαίας αλληγορίας. Αλληγορίας, η οποία μάλλον έχει πολύ παλιές ρίζες στην Βίβλο και σε κινεζικό θεατρικό μύθο:

Α. Σε μια περιοχή του Καυκάσου, χαρακτηρισμένη ως «Καταραμένη», που βιώνει περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, ο ηγεμόνας ανατρέπεται και εκτελείται από τους επαναστάτες. Η φαντασμένη και ιδιοτελής σύζυγός του Νατέλα έτρεξε να σωθεί, παίρνοντας μαζί της μόνο τα κοσμήματά της και ό,τι άλλο πολύτιμο είχε, αφήνοντας όμως στην τύχη του το μονάκριβο παιδί τους, τον πρίγκιπα Μιχέλ. Το παιδί αναλαμβάνει ν’ αναθρέψει και να μεγαλώσει μια υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, η Γκρούσα, που φέρνει εις πέρας την αποστολή της με αυτοθυσία, αγνοώντας κάθε είδους τεχνητά διλήμματα και απειλές. Έτσι, το παιδί επιβιώνει μόνο χάρη στην, κυριολεκτικώς μητρική, αυταπάρνηση της Γκρούσας. Οι καιροί αλλάζουν, οι επαναστάτες χάνουν την τελική μάχη. Η Νατέλα γυρίζει πίσω, αναζητώντας το παιδί που είχε κάποτε εγκαταλείψει δίχως ίχνος μητρικής ευαισθησίας. Τότε τίθεται το ζήτημα: Τίνος είναι το παιδί που επιβίωσε μέσα από την λαίλαπα της συμφοράς; Της Γκρούσας που το ανέθρεψε και το μεγάλωσε, σε πείσμα των καιρών; Ή της μάνας που το γέννησε, αλλά το άφησε στους «πέντε ανέμους»;

Β. Ο Αζντάκ, ένας περιθωριακός που χρίσθηκε δικαστής επειδή κατά την επανάσταση έσωσε την ζωή του Μεγάλου Δούκα, κρύβοντάς τον στο σπίτι του, κλήθηκε να κρίνει. Και τότε διέταξε, υπό όρους μιας σχεδόν πρωτόγονης πλην όμως βαθιά ανθρώπινης Δικαιοσύνης, κάποιο περιστασιακό βοηθό του να χαράξει έναν κύκλο με κιμωλία και να βάλει το παιδί στο κέντρο του. Όποια από τις δύο «μανάδες» θα κατάφερνε να το τραβήξει προς το μέρος της, θα κέρδιζε την ιδιότυπη αυτή δίκη. Η πραγματική μάνα, η Νατέλα, το σέρνει άσπλαχνα και βίαια κοντά της. Η τραγική Γκρούσα, αμφιρρέποντας απεγνωσμένα, το αφήνει, για να μην το πληγώσει. Η «αποδεικτική διαδικασία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Στο τέλος ο Αζντάκ, αν και γνωρίζει, με «δικανική πεποίθηση», ποια είναι η βιολογική μάνα, δίνει το παιδί στην Γκρούσα, με το σκεπτικό ότι αυτή δεν θέλησε να το πληγώσει. Γιατί η γνήσια ευαισθησία της ανθρώπινης υπόστασης πρέπει οπωσδήποτε να υπερισχύσει έναντι οιουδήποτε συμφέροντος, το οποίο βαίνει πέραν του προορισμού και της αξίας του Ανθρώπου. Πρόκειται για μιαν έμμεση, και κάτω από συνθήκες «θεατρικής αδείας», επίκληση κανόνων φυσικού δικαίου, σε αντιπαραβολή προς το γνησίως θετικό δίκαιο.

ΙΙ. Μεταξύ Πολιτικής Κοινωνίας και Κοινωνίας των Πολιτών

Κάνοντας την αναγκαία αναγωγή από την αλληγορία του «Κύκλου με την Κιμωλία» στα δεδομένα της σύγχρονης «περιπέτειας» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο υποθετικός δικαστής «Αζντάκ» έχει να επιλέξει, μπροστά στο δίλημμα του ποιος είναι εκείνος ο οποίος μπορεί να την υπερασπισθεί και να την επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση, μεταξύ:

Α. Από την μια πλευρά της Πολιτικής Κοινωνίας –ήτοι του Κράτους- εφόσον βεβαίως οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες διαχειρίζονται κυρίως την Εκτελεστική Εξουσία, έχουν την δύναμη και είναι διατεθειμένες να ξαναδώσουν στην κρατική εξουσία τον ρόλο που της αναλογεί, ως προς την υπεράσπιση των φιλελεύθερων χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, από την άλλη πλευρά, της Κοινωνίας των Πολιτών, η οποία ούτως ή άλλως έχει κάθε λόγο και κάθε συμφέρον να υπερασπισθεί την θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι το κρίσιμο διακύβευμα στην σύγχρονη παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι, αναμφιβόλως, η Ελευθερία. Άρα τα Δικαιώματα, μέσω των οποίων η Κοινωνία των Πολιτών διαφυλάσσει την υπόστασή της και την επιτέλεση της αποστολής της, υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Β. Θα ήταν πολύ δύσκολο για τον δίκαιο «Αζντάκ» ν’ αναθέσει την «επιμέλεια» της ανόρθωσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποκλειστικώς στο Κράτος μολονότι, κατά την αποστολή του, οφείλει να είναι ο «φυσικός» εγγυητής του φιλελεύθερου χαρακτήρα της, επομένως ο εγγυητής της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων. Πέραν του ότι μεγάλο μέρος της παρακμιακής πορείας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας οφείλεται στις αδυναμίες και την ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού, η καταφανής έλλειψη ηγετικού κύρους των σύγχρονων πολιτικών ηγεσιών αναδεικνύει ότι δεν διαθέτουν τ’ απαιτούμενα εχέγγυα –θα έλεγε κανείς την απαιτούμενη πολιτική «γενναιότητα»- προκειμένου να επωμισθούν μια τόσο κρίσιμη αποστολή.

Επίλογος

Ο ακριβοδίκαιος «Αζντάκ», αποτιμώντας την ιστορία και την προοπτική της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας καθώς και την ανάγκη υπεράσπισης της Ελευθερίας, θα είχε κάθε λόγο ν’ αναθέσει -βεβαίως δίχως να υποτιμά την εν γένει αποστολή του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους- την «επιμέλεια» της ανόρθωσής τους κατά μεγάλο μέρος σ’ εκείνους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να φέρουν εις πέρας μια τέτοια αποστολή. Σ’ εκείνους, μέσα από τους αγώνες των οποίων πριν από δύο και πλέον αιώνες γεννήθηκε η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας. Σ’ εκείνους, για τους οποίους η προστασία της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του είναι «βιωματική» κατάσταση, ακόμη και όταν –ιδίως σε περιόδους δημοκρατικής ομαλότητας και στοιχειώδους ευημερίας– η κατάσταση αυτή υποφώσκει στο υποσυνείδητό τους. Με άλλες λέξεις σ’ εκείνους, οι οποίοι συγκροτούν, διαχρονικώς, την Κοινωνία των Πολιτών. Αυτό δε το μήνυμα πρέπει να στείλει, με κάθε νόμιμο και δημοκρατικό μέσο, και η δική μας Κοινωνία των Πολιτών σε καθέναν ο οποίος ευθύνεται, κατά το Σύνταγμα, για τα «ρήγματα» που προκαλούνται εδώ και καιρό στην θωράκιση θεμελιωδών, συνταγματικώς κατοχυρωμένων, δικαιωμάτων. Όπως συμβαίνει, στην περίπτωση των τηλεφωνικών υποκλοπών, με το δικαίωμα που διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος. Με την πρόσθετη αλλά και αυτονόητη επισήμανση, ότι η προσχηματική επίκληση δήθεν «δημόσιου συμφέροντος», το οποίο μάλιστα «αυτοαναιρείται» κανονιστικώς εξαιτίας της εσκεμμένης «υπερχειλούς» νομικής αοριστίας του -π.χ. επίκληση της, ούτως ή άλλως αόριστης, νομικής έννοιας της εθνικής ασφάλειας μ’ ευρύτατο περιεχόμενο, ουσιαστικώς ανεπίδεκτο αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου- προκειμένου να δικαιολογηθούν κρατικές παρεμβάσεις που θίγουν τον ίδιο τον πυρήνα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την θέση των υπευθύνων για τέτοιες ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις. Διότι, επιπλέον, με τον τρόπο αυτό αλλοιώνουν, και μάλιστα ενσυνειδήτως, την ίδια την έννοια και την θεσμική λειτουργία του δημόσιου συμφέροντος κατά το Σύνταγμα. Άραγε η Δικαστική Εξουσία αξιοποιώντας, κατά τον προορισμό του, τον «θώρακα» της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (άρθρο 87 του Συντάγματος) προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της, θα βρει υπό τις συγκεκριμένες κρίσιμες περιστάσεις το θάρρος να υπερασπισθεί την «φυσική» αποστολή της αναδεικνυόμενη σε υπεύθυνο «θεματοφύλακα» του Κράτους Δικαίου, διατηρώντας έτσι «ζωντανή» και την ελπίδα ότι ο ζοφερός «επιμενίδειος ύπνος» της Πολιτικής Κοινωνίας δεν είναι «νομοτελειακός»;

Only 18 + Clickon this https://mineraltip.com/r5uszvp3e8?key=d940c9efe0e9fbdc5b7685fc084c6c66

* Αρχικώς, ορισμένες από τις θέσεις αυτές διατυπώθηκαν στην μελέτη μου «Το Μετέωρο Βήμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2021, σελ. 241 επ.

Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο constitutionalism.gr, την Κυριακή 11.12.2022.

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ       

Προκόπης Παυλόπουλος: «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και η εποχή του, Λογοτεχνία, Γλώσσα, Πολιτική», ομιλία του τέως ΠτΔ στα Λεχαινά Ηλείας.


«Περιποιεί μεγάλη τιμή η πρόσκλησή σας ν’ αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον Ανδρέα Καρκαβίτσα εδώ, στην γενέτειρά του, τα Λεχαινά. Σας ευχαριστώ θερμώς διότι, όπως οφείλω να σας ομολογήσω με μεγάλη συγκίνηση, μου δώσατε την ευκαιρία να γυρίσω πίσω στα χρόνια και να θυμηθώ τι οφείλω, ως άνθρωπος και ως Έλληνας, στην ανεκτίμητη ανάγνωση των διηγημάτων του Ανδρέα Καρκαβίτσα», με τη φράση αυτή ολοκλήρωσε την ομιλία του ο τέως ΠτΔ, Προκόπης Παυλόπουλος.


Ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσαν στα Λεχαινά Ηλείας, ο Όμιλος Φίλων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λεχαινών, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και ο Δήμος Ανδραβίδας-Κυλλήνης Ηλείας με θέμα «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και η εποχή του. Λογοτεχνία. Γλώσσα, Πολιτική».

Ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσαν στα Λεχαινά Ηλείας, ο Όμιλος Φίλων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λεχαινών, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και ο Δήμος Ανδραβίδας-Κυλλήνης Ηλείας με θέμα «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και η εποχή του. Λογοτεχνία. Γλώσσα, Πολιτική» μίλησε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Προκόπιος Παυλόπουλος

Ακολουθεί η ομιλία του τέως ΠτΔ, Προκόπη Παυλόπουλου


«Βρίσκομαι μαζί σας για ν’ αποτίσουμε, από κοινού, «φόρο τιμής» στον Ανδρέα Καρκαβίτσα και, ταυτοχρόνως, να υπερασπισθούμε την μνήμη του –η οποία, δυστυχώς, κινδυνεύει να «ξεθωριάσει» επικίνδυνα εξαιτίας μιας οιονεί αδιαφορίας για τους αυθεντικούς Πνευματικούς μας Ανθρώπους και της συνακόλουθης «προχωρημένης» άγνοιας της διαχρονικής προσφοράς τους– όπως του αρμόζει. Δηλαδή όπως αρμόζει στον μεγάλο εκείνο πεζογράφο μας, ο οποίος μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Γεώργιο Βιζυηνό συνθέτουν –και ουδόλως υπερβάλλω– το «τρίπτυχο» των κυριότερων εκπροσώπων τουλάχιστον του ηθογραφικού διηγήματος στον Τόπο μας.

Ι. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε εδώ, στα Λεχαινά Ηλείας, την 12η Μαρτίου 1865 και ήταν ένα -το μεγαλύτερο- από τα ένδεκα παιδιά του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας Καρκαβίτσα, το γένος Σκαλτσά.

Α. Τελείωσε το δημοτικό στα Λεχαινά και το γυμνάσιο στην Πάτρα. Από το 1883 ως το 1888 φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο τότε διαγωνισμός διηγημάτων της «Εστίας» τον οδήγησε στο πεδίο της ηθογραφίας και, κυρίως, του ηθογραφικού διηγήματος, κάτι στο οποίο συνέτεινε καθοριστικώς και η παράλληλη πνευματική-λογοτεχνική συναναστροφή του με ορισμένους μεγάλους λογοτέχνες των χρόνων εκείνων, πρωτίστως δε με τον Κωστή Παλαμά, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Μαζί με τον Κωστή Παλαμά και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο υπήρξε μέλος της «αλυτρωτικής» «Εθνικής Εταιρείας». Συνεργάσθηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, π.χ. «Ακρόπολις», «Εστία», «Άστυ», «Νουμάς», «Εβδομάς», «Τέχνη», «Χρόνος» κ.λπ., δημοσιεύοντας εκτός από πολλά διηγήματα και χρονογραφήματα αλλά και άρθρα λαογραφικού, ιστορικού και κοινωνικού περιεχομένου.

Β. Στην σύνθεση και στην προοδευτική εξέλιξη του συγγραφικού του έργου «καταλυτικό» ρόλο διαδραμάτισε και η μετά την αποφοίτησή του από την Ιατρική Σχολή επαγγελματική του κατεύθυνση.

1. Ειδικότερα, αρχικώς, και μετά την λήξη της στρατιωτικής του θητείας στο Μεσολόγγι, προσλήφθηκε ως γιατρός, το 1891, στο ατμόπλοιο «Αθήναι», με το οποίο ταξίδεψε στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην Μεσόγειο αλλά και στον Ελλήσποντο, εν τέλει δε στην Μαύρη Θάλασσα. Ήταν αυτά τα ταξίδια που τον ενέπνευσαν ν’ ασχοληθεί με το ναυτικό διήγημα και να μας αφήσει, μέσα από τις ως άνω εμπειρίες του, τα πεζογραφικά λαμπερά «πετράδια» των ναυτικών του διηγημάτων.

2. Από τον Απρίλιο του 1896 μέχρι το 1921 υπηρέτησε με την ιδιότητα του μόνιμου αξιωματικού στον Ελληνικό Στρατό, φθάνοντας ως τον βαθμό του Συνταγματάρχη-Γενικού Αρχίατρου. Και καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα ταξίδεψε πολύ, μέσω των συνεχών υπηρεσιακών μεταθέσεών του που μάλλον ο ίδιος επιδίωκε, προκειμένου να ικανοποιεί την έμφυτη τάση του για «αειφυγία», όπως του άρεσε ν’ αποκαλεί την βαθύτερη κλίση του για την «περιπέτεια». Την «περιπέτεια» με στόχο να γνωρίζει, συνεχώς και αδιαλείπτως, τόπους και πριν απ’ όλα ανθρώπους και, συνακόλουθα, να νοιώθει μαζί τους τις άγνωστες ανησυχίες, τους μύχιους πόθους και τα «πάθη» τους, ως «απόσταγμα» της βιοτής τους.

3. Με αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του δεν είναι παράδοξο το ότι ασχολήθηκε, φυσικά εμμέσως, και με την πολιτική. Έλαβε μέρος στο Εκστρατευτικό Σώμα κατά την Κρητική Επανάσταση, το 1897, και υπήρξε μέλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» από το 1909, συμμετέχοντας στο κίνημα στο Γουδή που οδήγησε στην έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Αργότερα, το 1916, ως στρατιωτικός γιατρός αναμείχθηκε στο κίνημα της «Εθνικής Αμύνης». Στο τέλος όμως, και για λόγους καθαρώς ιδεολογικούς, στράφηκε εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πέθανε την 24η Οκτωβρίου 1922 από φυματίωση του λάρυγγα. Στην κατάληξη αυτή μάλλον συνέβαλε και η θλίψη που του προκάλεσε η οριστική κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας» – την οποία υπηρέτησε ενθέρμως στα νεανικά του χρόνια – μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και την φρικτή Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας από τις βάρβαρες τουρκικές ορδές.

ΙΙ. Το έργο του

Κατά την αποτίμηση το όλου έργου του, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας χαρακτηρίζεται από τους λογοτεχνικούς κύκλους συνήθως ως κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος αλλά και του νατουραλισμού στο πεδίο της πεζογραφίας μας. Για τους λόγους που θα εξηγήσω στην συνέχεια κάπως εκτενέστερα, «δανείζομαι» από τον ανυπέρβλητο Κωστή Παλαμά τους όρους «πραγματιστής» και «ιδανιστής» για να περιγράψω, πολύ συνοπτικά, την κορυφαία πεζογραφική συνεισφορά του Ανδρέα Καρκαβίτσα.

Α. Επιχειρώντας μια εξαιρετικά λακωνική – και γι’ αυτό εν πολλοίς, δυστυχώς, ελλειπτική ή και κάπως αυθαίρετη – περιγραφή του έργου του Ανδρέα Καρκαβίτσα οφείλω να ξεκινήσω από τα διηγήματά του εκείνα τα οποία έχουν τις ρίζες τους στις ναυτικές του περιπλανήσεις. Θα έλεγα, με βάση τα προαναφερθέντα, στην ναυτική του «αειφυγία».

1. Όταν, μετά το 1891, υπηρετούσε ως γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι» συγκέντρωσε τις σχετικές εμπειρίες του στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο, που τιτλοφόρησε «Σ’ Ανατολή και Δύση». Το ημερολόγιο αυτό υπήρξε η «μήτρα», η οποία «γέννησε» την υπέροχη συλλογή των διηγημάτων του που εκδόθηκε με τον τίτλο «Λόγια της πλώρης» (1899). Διηγήματα τα οποία, ευτυχώς, μεσ’ από τα διδακτικά βιβλία υπήρξαν ένα είδος «vade mecum» των νεανικών μας χρόνων και, έτσι, επηρέασαν βαθιά τις πρώτες λογοτεχνικές μας γνώσεις και «ανησυχίες». Και είναι κρίμα που η ως άνω παράδοση δεν συνεχίσθηκε με την ίδια ένταση για τις νεότερες γενιές, οι οποίες ως εκ τούτου έχουν ολοένα και λιγότερες παραστάσεις από τις «ρίζες» της δημοτικής γλώσσας μας – στην μετριοπαθή της εκδοχή, που απέρριψε τις ακρότητες – και της πεζογραφίας μας κατά το τέλος του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα.

2. Την stricto sensu ηθογραφία του Ανδρέα Καρκαβίτσα εκφράζουν και εκπροσωπούν ιδίως οι νουβέλες του. Κατ’ αρχάς «Ο ζητιάνος» (1897), που βασίσθηκε στις εντυπώσεις του από τις άθλιες συνθήκες, τις οποίες βίωσε στο Μεσολόγγι κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Προηγήθηκε η, κυριολεκτικώς εντυπωσιακή, «Λυγερή» (1896), που κατά κάποιες μαρτυρίες εμπνεύσθηκε από τον άτυχο έρωτά του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη. Μένω κάπως περισσότερο στον «Αρχαιολόγο», έργο που εκδόθηκε το 1904 και το οποίο μεταφράσθηκε στ’ αγγλικά από την Αμερικανίδα Ελληνίστρια Joanna Hanink και εκδόθηκε στην σειρά «Penguin Classics», το 2021. Το έργο αυτό του Ανδρέα Καρκαβίτσα είναι η αφετηρία της ύστερης ενασχόλησής του με την συγγραφή διδακτικών βιβλίων, αναδεικνύοντας έτσι και την κλίση του να υπηρετήσει εμπράκτως την Νέα Γενιά, προκειμένου ν’ αποκτήσει τ’ απαιτούμενα εφόδια της Ελληνικής Παιδείας. Με λίγα λόγια, «Ο Αρχαιολόγος» επιδιώκει, μ’ εξαιρετική διεισδυτικότητα και επιτυχία, την καλλιέργεια της σχέσης των Νεοελλήνων με το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και, συνακόλουθα, τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Και αξίζει να σημειωθεί ότι «Ο Αρχαιολόγος» καθόρισε όλα τα μετέπειτα, ως το τέλος της ζωής του, συγγραφικά βήματά του, όταν πλέον αφιερώθηκε στην συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων, τα οποία ολοκλήρωσε με την συμπαράσταση του Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ.

Β. Επανέρχομαι στα πεζογραφικά χαρακτηριστικά του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σύμφωνα με το όλο έργο του, και επαναλαμβάνω ότι: Χωρίς να μπορώ ν’ απορρίψω – πρωτίστως καθ’ ότι αναρμόδιος – τους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν ως «ηθογράφου, κυριότερου εκπροσώπου του Ελληνικού νατουραλισμού», προτιμώ τους όρους του Κωστή Παλαμά οι οποίοι αναγνωρίζουν, με άκρως εύστοχο τρόπο, στον συγγραφέα Ανδρέα Καρκαβίτσα τις ιδιότητες του «πραγματιστή» και του «ιδανιστή». Ειδικότερα δε, καταφεύγοντας στις σκέψεις του ίδιου του Κωστή Παλαμά δίχως να τις αλλοιώνω – πώς θα μπορούσα και θα τολμούσα άλλωστε – αιτιολογώ συνοπτικώς αυτή την «δάνεια» επιλογή μου:

1. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι «πραγματιστής», διότι αντλεί την πεζογραφική έμπνευσή του «από το ακένωτον μεταλλείον της γύρω του λαλούσης φύσεως, των ηθών, των εθίμων, των προλήψεων, των χαρακτήρων του Ελληνικού Λαού». Κοντολογίς, πάντα κατά τον Κωστή Παλαμά, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην φαντασία του κατά την συγγραφή του, αλλά «έσκυψε» με σεβασμό πάνω στα γραπτά και άγραφα μνημεία του Λαού μας.

2. Τέλος, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι «ιδανιστής», διότι γράφει χωρίς να «καθηλώνεται» στην πεζή πραγματικότητα της καθημερινότητας των «ηρώων» του. Αλλά, όλως αντιθέτως, με αφετηρία τις ιδιαιτερότητές τους «αίρεται», εν τέλει, στο ύψος του «ποιητικού παρελθόντος» και στις παρυφές του «ηρωϊκού». Και πάλι κατά τον Κωστή Παλαμά, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι και «ιδανιστής» επειδή συχνά πυκνά «οι ήρωες αυτού εξέρχονται των ορίων της πραγματικής ατμοσφαίρας η οποία τους περικυκλώνει, και απλοποιούνται και μεγαλύνονται και καθολικεύονται και εμφανίζονται τελειότεροι». Μέσα σε αυτό το «ιδανιστικό» πλαίσιο εντάσσεται και η έντονη, πολλές φορές, επικριτική στάση του Ανδρέα Καρκαβίτσα εναντίον του κρατικού μηχανισμού για έλλειψη στοιχειώδους κοινωνικής ευαισθησίας και αυταρχικές τάσεις κατά των πολιτών, σε ορισμένες φάσεις της ταραγμένης περιόδου ιδίως μετά το 1916.

Επίλογος

Καταλήγω διαβεβαιώνοντάς σας ότι μου περιποιεί μεγάλη τιμή η πρόσκλησή σας ν’ αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον Ανδρέα Καρκαβίτσα εδώ, στην γενέτειρά του, τα Λεχαινά. Σας ευχαριστώ θερμώς διότι, όπως οφείλω να σας ομολογήσω με μεγάλη συγκίνηση, μου δώσατε την ευκαιρία να γυρίσω πίσω στα χρόνια και να θυμηθώ τι οφείλω, ως άνθρωπος και ως Έλληνας, στην ανεκτίμητη ανάγνωση των διηγημάτων του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Για παράδειγμα, τα «Λόγια της Πλώρης» μένουν πάντα – και θα μένουν ως το τέλος της ζωής μου – «ούριος άνεμος» στην «πλώρη» της γενικότερης πνευματικής μου περισυλλογής, όσο αναπνέω. Και αυτό μην το θεωρήσετε υπερβολή, είναι μια αλήθεια που δεν αλλοιώνουν, ούτε κατ’ ελάχιστο, «επετειακές» εξάρσεις. Όμως οφείλω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου προσπαθώντας να μοιρασθώ μαζί σας την μελαγχολία και τον προβληματισμό μου για την προοπτική της πνευματικής ανάτασης των παιδιών μας και των εγγονιών μας: Όσο αδειάζει το «δισάκι» των πνευματικών τους εφοδίων από τα έργα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, τόσο πιο ασθενείς γίνονται «οι ρίζες» των πνευματικών και πολιτιστικών τους καταβολών και των επέκεινα οριζόντων τους. Και κάπως έτσι, αγνοώντας και την πεζογραφική παρακαταθήκη του Ανδρέα Καρκαβίτσα, είναι βέβαιο πως ολοένα και λιγότερο τους γίνεται αντιληπτό το μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας και της Ελληνικής Παιδείας, επέκεινα δε αυτού τούτου του Πολιτισμού μας.»

Προκόπης Παυλόπουλος: «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός»* - Στο 20ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου των Ελληνίδων, στην Καλαμάτα.

Για την Ελληνική Γλώσσα και τον Ελληνικό Πολιτισμό μίλησε ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, στο 20ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου των Ελληνίδων, στην Καλαμάτα.


Στο 20ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου των Ελληνίδων στην Καλαμάτα
, μίλησε ο Προκόπης Παυλόπουλος, τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ο οποίος για την «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός»*. Το Συνέδριο διοργάνωσε το Λύκειο των Ελληνίδων Καλαμάτας σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με θέμα: «Ελληνικότητα και Ρωμιοσύνη: Η μακρά διαμόρφωση της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας μέσα από τη σύγκρουση δύο οραμάτων».

Σημεία ομιλίας στο 20ό Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου των Ελληνίδων που διοργάνωσε το Λύκειο των Ελληνίδων Καλαμάτας σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

με θέμα:

«Ελληνικότητα και Ρωμιοσύνη: Η μακρά διαμόρφωση της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας μέσα από τη σύγκρουση δύο οραμάτων»

Πρόλογος

Η «σύλληψη» και κατανόηση του Ελληνικού Πολιτισμού, από τις καταβολές του ως σήμερα, πάντοτε ως δημιουργήματος του ελεύθερου Αρχαίου Πνεύματος, δίχως την συσχέτισή του με την Ελληνική Γλώσσα αναδεικνύονται άκρως ελλιπείς.

Α. Για την ακρίβεια, η άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει, κατά κύριο λόγο, εκ του ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου. Πολλώ μάλλον όταν η περίοδος, οπωσδήποτε υπαρκτή, της «προφορικότητάς» του ήταν και σύντομη και άνευ ουσιαστικής πολιτισμικής «παραγωγής». Συγκεκριμένα, ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι Πολιτισμός του γραπτού λόγου πρωτίστως, και κατά κύριο λόγο, υπό την έννοια ότι συνιστά το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων που τον απαρτίζουν. Ο γραπτός λόγος όμως είναι -γενικώς και όχι μόνο στο πλαίσιο της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού- και το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα. Άρα στην βάση του γραπτού λόγου είναι η γλώσσα.

Β. Κατά τούτο δε η γλώσσα, πριν καταστεί μέσο εξωτερίκευσης της σκέψης και, επέκεινα, μέσο επικοινωνίας με τρίτους δια της διάδοσής της κυρίως μέσω του γραπτού λόγου, είναι, προηγουμένως και αναποδράστως, το μέσο δημιουργίας και διαμόρφωσης της σκέψης. Με άλλες λέξεις αυτή η «ενδοσκοπική» θεώρηση της γλώσσας, ως δημιουργού της σκέψης, εμφανίζει οιονεί «αρχετυπικά» χαρακτηριστικά, δοθέντος ότι δίχως την δημιουργία και την διαμόρφωση της σκέψης μέσω της γλώσσας, είναι ουσιαστικώς αδύνατη και αδιανόητη η «εξωτερίκευσή» της, βεβαίως κατά τον προορισμό της. Δηλαδή προκειμένου να καταστεί, δια της επικοινωνίας που αυτή καθιστά εφικτή, «κτήμα» τρίτων.

Ι. Ο Ελληνικός Πολιτισμός ως Πολιτισμός του γραπτού λόγου

Εκ προοιμίου, και προς άρση κάθε παρανόησης (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Ιωάννη Καζάζη, «Λόγος για την Ελληνική Γλώσσα, Λόγος για την Ελληνική Παιδεία», Θεσσαλονίκη, 2016), πρέπει να διασαφηνισθεί ευκρινώς ότι γλώσσα και πολιτισμός -επομένως η Ελληνική Γλώσσα και ο Ελληνικός Πολιτισμός- είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις, αφού και οι δύο πέρασαν από την φάση της προφορικότητας στην φάση της γραπτής έκφρασης.

Α. Ο γραπτός λόγος

Όμως είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο το γεγονός πως η ριζική «μετάλλαξη» -πάντοτε προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής πνευματικής δημιουργίας- της Ελληνικής Γλώσσας, αφότου άρχισε να γράφεται, «συμπαρέσυρε» και τον Ελληνικό Πολιτισμό:

1. Το Ελληνικό Λεξιλόγιο του Πολιτισμού -ήτοι, στην πραγματικότητα, το «Ελληνικό Εννοιολογικό», που δημιουργήθηκε για όλο το φάσμα των Γραμμάτων, των Τεχνών, των Επιστημών και της Φιλοσοφίας- επέφερε την πλήρη «μετάλλαξη», προς την ίδια κατεύθυνση, και του συνόλου του Ελληνικού Πολιτισμού.

2. Αυτή η, άκρως θετική για τον Πολιτισμό, «μετάλλαξη» της Ελληνικής Γλώσσας της έδωσε και την δυνατότητα -θάλεγε κανείς το «προνόμιο», αν αναλογισθούμε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη με κάθε γλώσσα, άρα δεν είναι συστατικό στοιχείο κάθε γλώσσας, αλλά μόνον εκείνων που έχουν την «έφεση» διαμόρφωσης αυθεντικής πολιτισμικής «παραγωγής»– να υπερβεί τα όρια του χώρου, εντός του οποίου την ομιλούσαν. Και να έλθει, συνακόλουθα, σ’ επαφή με άλλες γλώσσες, επέκεινα δε με άλλα κοινωνικά σύνολα, εντελώς διαφορετικής γλωσσικής ιδιοσυστασίας.

Β. Η «εκφραστική διαχρονία» της Ελληνικής Γλώσσας

Επειδή δε με αυτή την εκδοχή της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού ήλθαν σ’ επαφή οι Λατίνοι και, μέσω αυτών, η Δύση γενικότερα, δικαιολογημένα επιφανείς ειδικοί Ελληνιστές χαρακτηρίζουν τις Νεολατινικές και τις λοιπές Ευρωπαϊκές γλώσσες «κρυπτοελληνικές» και, κατ’ επέκταση, τον Δυτικό Πολιτισμό «κρυπτοελληνικό».

  1. Πραγματικά, η Ελληνική Γλώσσα, ως γραπτή γλώσσα, άφησε ανεξίτηλα αποτυπωμένη την «σφραγίδα» της πάνω στην Λατινική. Και δι’ αυτής, πάνω στις Νεολατινικές όπως και πάνω στις Γερμανικές και τις Σλαβικές γλώσσες, που γνώρισαν την Ελληνική Γλώσσα δια της εξ αυτής μετάφρασης σ’ εκείνες των Ιερών Βιβλίων. Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι και μόνο το γεγονός πως τα Ιερά Βιβλία -τεράστιας σημασίας από πλευράς επίδρασης σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ και πολυσύνθετο αναγνωστικό κοινό- διατυπώθηκαν, μετά την αρχική «πηγή» τους, στην Ελληνική Γλώσσα, αναδεικνύει, δίχως αμφιβολία, την εξαιρετική εκφραστική δύναμη, από κάθε έποψη, της τελευταίας.
  2. Όπως ήταν αναμενόμενο, ακριβώς λόγω και της κατά τ’ ανωτέρω «διεισδυτικότητας» της Ελληνικής Γλώσσας, τα στοιχεία της «διαχύθηκαν» σε άλλες, όπως οι προαναφερόμενες, κατ’ εξοχήν στο πεδίο της Επιστήμης και της Λογοτεχνίας. Και μάλιστα η ώθηση μιας τέτοιας «διάχυσης» ήταν τόση, ώστε η διάρκεια της αντίστοιχης επιρροής της Ελληνικής Γλώσσας υπήρξε εξαιρετικά μακρά, σε σημείο που να δεχόμαστε σήμερα πως η παρουσία της στα λοιπά ως άνω γλωσσικά πεδία ουδέποτε διεκόπη ως τις μέρες μας. Ούτε, βεβαίως, υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να διακοπεί στο μέλλον. Το φαινόμενο δε τούτο αποδίδει αυτό, το οποίο θα μπορούσαμε, δίχως υπερβολή, ν’ αποδώσουμε με τον όρο της «εκφραστικής διαχρονίας» της Ελληνικής Γλώσσας.

Γ. Η «γοητεία» του κειμένου

Για την συμπλήρωση της εν προκειμένω ανάλυσης είναι ανάγκη να προστεθεί και τούτο: Εξασφαλίζοντας στην Ελληνική Γλώσσα την γραπτή της μορφή, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός έδωσε στους «κοινωνούς» του, μεταξύ άλλων, και:

  1. Την ικανότητα να εξετάζουν το ίδιο γραπτό έργο πολλές φορές, ώστε να δημιουργηθεί έτσι η έννοια του «κειμένου», ως οντότητας ανεξάρτητης από τα συμφραζόμενα και τις συνθήκες παραγωγής του. Με τον τρόπο αυτό το «κείμενο» αποκτά την ικανότητα να «ταξιδεύει» αυτοτελώς και ν’ ασκεί την ανάλογη επιρροή του μέσα στον χρόνο.
  2. Την ικανότητα να «συγκρίνουν» μεταξύ τους τα κείμενα και τμήματα των κειμένων -έως τις έσχατες μονάδες τους, μετά την σταδιακή κατάτμησή τους, τις «λέξεις»- καθιστώντας έτσι δυνατή την σύλληψη της «γραμματικής», ως «τέχνης» συνδυασμού των λέξεων σ’ ευρύτερες νοηματικές μονάδες, ακόμη και εκτός των «συμφραζομένων».
  3. Την ικανότητα να συλλάβουν και ν’ αναγάγουν σ’ ένα είδος «επιστήμης» την «Λογική». Δηλαδή τις «λογικές» σχέσεις μεταξύ των εννοιών και των προτάσεων του γραπτού λόγου, ως μια «τέχνη» αφηρημένη, ανεξάρτητη ιδίως από τα συμφραζόμενά της.

ΙΙ. Η καταξίωση της Ελληνικής Γλώσσας

Περαιτέρω, η «τελειότητα» -στο μέτρο που της αναλογεί σε σχέση με τις λοιπές- της γλώσσας κρίνεται, δίχως αμφιβολία, από την δύναμή της να συμβάλλει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και ολοκληρωμένη δημιουργία και σύνθεση της σκέψης. Με τρόπο ώστε παίρνοντας η τελευταία την μορφή της Γνώσης και, έπειτα, της «Σοφίας», ήτοι της Επιστήμης, να δώσει στην γλώσσα την δυνατότητα της επικοινωνίας με τρίτους, άρα να της επιτρέψει να «χαράξει» τον δρόμο γέννησης Πολιτισμού.
 
Α. Η σαφήνεια της σκέψης και της έκφρασης

Και ακόμη τούτο, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν: 

  1. Εκείνος που δεν έχει πραγματική και ουσιαστική γνώση της γλώσσας δεν μπορεί να δημιουργήσει και να διαμορφώσει με πληρότητα τις σκέψεις του ούτε, επομένως, να τις μεταδώσει προς τρίτους, κατά τρόπο σύμφωνο με τις απαιτήσεις της Γνώσης και της Επιστήμης. Και τούτο διότι, κατ’ ακολουθία των όσων ήδη επισημάνθηκαν, η γλώσσα είναι ο κατ’ εξοχήν «οδηγός» της σκέψης, έως ότου αποκτήσει την πληρότητα που αναλογεί στον ανθρώπινο συλλογισμό και διαλογισμό. Άρα ο σκεπτόμενος ασαφώς εκφράζεται, οιονεί νομοτελειακώς, ασαφώς.
  2. Αυτή δε η ασάφεια «υποβαθμίζει» -κατά κάποιον τρόπο, και πάντοτε ως προς τον συγκεκριμένο σκεπτόμενο- την λειτουργικότητα της γλώσσας. Διότι υπ’ αυτές τις συνθήκες η γλώσσα δεν έχει την δυνατότητα να του «μεταδώσει» το σύνολο των εγγενών της εκφραστικών πλεονεκτημάτων. Και το μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας έγκειται, πρωτίστως, ακριβώς στην ανεπανάληπτη, μέσα στην ανά τις χιλιετίες αδιάλειπτη πορεία της, δύναμή της να συμβάλλει στην πλήρη και ολοκληρωμένη δημιουργία και διαμόρφωση της σκέψης. Με άλλες λέξεις η Ελληνική Γλώσσα, οιονεί «εκ φύσεως», διαθέτει το μείζον πλεονέκτημα της διευκόλυνσης της σκέψης όχι μόνο στο επίπεδο της διαμόρφωσής της αλλά και στο επίπεδο της έκφρασής της. Γεγονός που σημαίνει ότι εκείνος, ο οποίος την γνωρίζει επαρκώς μπορεί, ακόμη και αν το διανοητικό του επίπεδο στέκεται αρχικώς εμπόδιο προς τούτο, να σκέπτεται με περισσότερη σαφήνεια και, άρα, να εκφράζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια.
  3. Το ότι η Ελληνική Γλώσσα διευκόλυνε, κατά τ’ ανωτέρω, τα μέγιστα την εν γένει σκέψη και την διάδοσή της οφείλεται, εν πολλοίς, και στον τρόπο, με το οποίο οι Προσωκρατικοί αλλά και, στην συνέχεια, η πλειονότητα των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων «μεταχειρίσθηκαν» την γλώσσα κατά την διαμόρφωση της πνευματικής τους «παραγωγής».

α) Κατ’ ακρίβεια, η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα -πάντα βεβαίως κατά κανόνα- χρησιμοποίησε την Ελληνική Γλώσσα έτσι ώστε το νόημα μιας λέξης ή μιας πρότασης να προσδιορίζεται όχι τόσο με τον τρόπο, με τον οποίο «απεικονίζει» την πραγματικότητα. Αλλά, πολύ περισσότερο, με τον τρόπο χρήσης του στο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, εντός του οποίου λειτουργεί εκφραστικώς. Και τούτο διότι, κατά την ρήση του Αντισθένους «ἀρχή σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα -επαναλαμβάνεται, κατά κανόνα- ουδέποτε επικεντρώθηκε αποκλειστικώς στην διερεύνηση του νοήματος της γλώσσας. Αντιθέτως, η νοηματική προσέγγιση των λέξεων και των προτάσεων αποτελούσε το μέσο, για να διευκολυνθεί το θεμελιώδες αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας, που ήταν πρωτίστως ο καθορισμός του περιεχομένου των υπό έρευνα εννοιών σε σχέση με τα πράγματα, στα οποία αυτές αναφέρονται.

β) Το πόσο «προωθημένη» ήταν εν προκειμένω, για την εποχή εκείνη, η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα προκύπτει, οπωσδήποτε με όλες τις επιφυλάξεις μιας τέτοιας αναλογίας, και από το εξής: Ο κορυφαίος σύγχρονος φιλόσοφος Ludwig Josef Johann Wittgenstein, στην περίφημη πρώτη «Πραγματεία» του, το «Tractatus Logico–Philosophicus» (1922), υιοθέτησε την λεγόμενη «απεικονιστική» θεώρηση της γλώσσας. Ήτοι εκείνη, κατά την οποία η λέξη έχει νόημα μόνον όταν «απεικονίζει» πιστώς και, επέκεινα, αποδίδει πιστώς τα πράγματα και την πραγματικότητα. Κάτι το οποίο συναντάμε και στον «Κρατύλο» του Πλάτωνος, όπου επιχειρήθηκε μια αναίρεση της προαναφερόμενης ρήσης του Αντισθένους περί της «αρχής της σοφίας». Πολύ αργότερα ο Wittgenstein, στην συλλογή του «Philosophical Investigations» –η οποία, σημειωτέον, εκδόθηκε ολοκληρωμένη το 1953, ήτοι μετά τον θάνατό του που επισυνέβη το 1951-αναίρεσε τις προμνημονευόμενες θέσεις του περί της γλώσσας. Για να καταλήξει οριστικά στο συμπέρασμα -στο οποίο, κατά τα προλεχθέντα, είχε οδηγηθεί προ αιώνων η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα- πως το νόημα μιας λέξης ή μιας πρότασης καθορίζεται όχι από την δυνατότητά τους ν’ «απεικονίζουν» τα πράγματα και την πραγματικότητα αλλά από τον τρόπο χρήσης τους μέσα στο ad hoc κάθε φορά πλαίσιο συλλογιστικής αναφοράς.

Β. Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία

Η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα. Αλλά το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την σύγχρονη εξέλιξή του, λόγω του ότι, σύμφωνα με τις επόμενες σκέψεις, η Ελληνική Γλώσσα συνέβαλε καθοριστικώς στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων. 

  1.  Όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο γεγονός, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα. Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, σταθερά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων.
  2. Ενότητα η οποία, όπως εκτίθεται στην συνέχεια, οδήγησε από τότε στην «γέννηση» του Έθνους των Ελλήνων. Ενός Έθνους που η γλώσσα του, ομιλούμενη ουσιαστικώς δίχως διακοπή μέσα στον χρόνο, του επιτρέπει να διατηρεί, αδιαλείπτως, μια σταθερή «ισορροπία». Δοθέντος ότι, μέσω αυτής, οι «κεντρομόλες» ενωτικές για τον «εθνικό πυρήνα» δυνάμεις παραμένουν σταθερά πολύ περισσότερες και πολύ πιο ισχυρές από τις, ενδεχομένως, «φυγόκεντρες». Πραγματικά, η ίδια η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αποδεικνύει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι η διαχρονική ενότητά του οφείλει πολλά -αν όχι τα περισσότερα- στην Ελληνική Γλώσσα.

Γ. Το δίδαγμα του Θουκυδίδη

Ο μέγιστος των ιστορικών Θουκυδίδης είναι, δίχως αμφιβολία, ο πιο κατάλληλος για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια, αν αναλογισθούμε το μεγαλείο και την «αυθεντία» του έργου του.

1. Συγκεκριμένα ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του, καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου, έστω και αν ο σκοπός του πολέμου αυτού έχει τις ρίζες του σε μυθολογικά, αμιγώς, δεδομένα.

α) Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μίαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε Ιωνική βάση. Υπό τις συνθήκες αυτές ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός ερευνητής, ο οποίος ανέδειξε την σημασία της Ελληνικής Γλώσσας στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων. Ίσως δε και ο μόνος ιστορικός ερευνητής, ο οποίος κατάφερε να σηματοδοτήσει, με πειστικά τεκμήρια, το πώς και γιατί μια γλώσσα μπορεί να θέσει τις βάσεις της δημιουργίας ενός έθνους.

β) Επιπλέον, αυτές οι βάσεις μας παρέχουν, ακόμη και σήμερα, επαρκείς εξηγήσεις για την αδιάλειπτη συνέχεια της Ελληνικής Γλώσσας. Αρκεί ν’ αναλογισθεί κανείς π.χ. την πλειάδα λέξεων της εποχής του Ομήρου που «επιβιώνει» σε όλο το φάσμα του προφορικού και γραπτού λόγου, ιδίως δε σε πεδία τα οποία έχουν μια μορφή «κοινότητας αναφοράς» μεταξύ ορισμένων σημερινών δρώμενων και των δρώμενων που εξιστορούν τα Ομηρικά Έπη. Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακή, κατά κυριολεξία, η ανίχνευση μεγάλου αριθμού ναυτικών λέξεων-όρων στην Γλώσσα μας, που έλκουν ευθέως, σχεδόν, την καταγωγή τους από τις εξιστορήσεις του Ομήρου (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Αθανασίου Γιαννάκη, «Ομηρικό Λεξικό ναυτικών όρων», εκδ. Αμφιτρίτη, Αθήνα, 2013). Στο ίδιο, κατά βάση, συμπέρασμα καταλήγει στις μέρες μας ο μεγάλος νομπελίστας Ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, με τους εξής στίχους από το ποίημά του «Άξιον Εστί» (Ενότητα «Τα Πάθη»):

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική,

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».


2. Χρήσιμο είναι να παρατεθεί το απόσπασμα των «Ιστοριών» (Ι,1.3.1-1.3.4), όπου με τρόπο «λακωνικό», πλην σαφή, ο Θουκυδίδης αποδεικνύει πως η Ελληνική Γλώσσα ήταν εκείνη, η οποία έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων.

α) «Δηλοῖ δέ μοι καὶ τόδε τῶν παλαιῶν ἀσθένειαν οὐχ ἥκιστα· πρὸ γὰρ τῶν Τρωικῶν οὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῇ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς· δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, κατὰ ἔθνη δὲ ἄλλα τε καὶ τὸ Πελασγικὸν ἐπὶ πλεῖστον ἀφ᾽ ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι, Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ᾽ ὠφελίᾳ ἐς τὰς ἄλλας πόλεις, καθ᾽ ἑκάστους μὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου [ἐδύνατο] καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι. τεκμηριοῖ δὲ μάλιστα Ὅμηρος· πολλῷ γὰρ ὕστερον ἔτι καὶ τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν, οὐδ᾽ ἄλλους ἢ τοὺς μετ᾽ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν, Δαναοὺς δὲ ἐν τοῖς ἔπεσι καὶ Ἀργείους καὶ Ἀχαιοὺς ἀνακαλεῖ. οὐ μὴν οὐδὲ βαρβάρους εἴρηκε διὰ τὸ μηδὲ Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι. Οἱ δ᾽ οὖν ὡς ἕκαστοι Ἕλληνες κατὰ πόλεις τε ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν καὶ ξύμπαντες ὕστερον κληθέντες οὐδὲν πρὸ τῶν Τρωικῶν δι᾽ ἀσθένειαν καὶ ἀμειξίαν ἀλλήλων ἁθρόοι ἔπραξαν. ἀλλὰ καὶ ταύτην τὴν στρατείαν θαλάσσῃ ἤδη πλείω χρώμενοι ξυνεξῆλθον».

β) Κατά την μετάφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου, με δικό του τίτλο «Το όνομα Ελλάς»: «1.1.3. Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικρατήση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης».

3. Στο απόσπασμα αυτό ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνει και προεκτείνει, σε παρελθόντα χρόνο, όσα είχε διαπιστώσει ο προγενέστερός του, «Πατέρας της Ιστορίας», Ηρόδοτος στις δικές του «Ιστορίες» (Θ, 8. 144,2) για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην διαμόρφωση του Έθνους των Ελλήνων.

α) Στο ως άνω απόσπασμα ο Ηρόδοτος παραθέτει την απάντηση των Αθηναίων προς τους Σπαρτιάτες, όταν οι τελευταίοι δυσπιστούσαν έναντι των Αθηναίων, φοβούμενοι μιαν ενδεχόμενη μελλοντική συμμαχία τους με τον Βασιλέα των Περσών. Για να είμαστε ιστορικώς ακριβείς, τούτο ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής Σπαρτιατικής καχυποψίας προς άλλους, εκ μέρους της Σπάρτης. Το οποίο όμως δεν θα μπορούσε, κατ’ ουδένα τρόπο, να δικαιολογηθεί έναντι των Αθηναίων, ακόμη και αν είχαν υπάρξει στο παρελθόν εντελώς μεμονωμένα και αμιγώς προσωπικά «δείγματα γραφής» φιλικών σχέσεων, κυρίως με την περσική «αυλή».

β) Συγκεκριμένα, στην απάντησή τους οι Αθηναίοι θεωρούν «ντροπή» και «αίσχος» μια τέτοια υποψία για πολλούς λόγους, κυρίως όμως διότι: «Αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι». («Επιπλέον δε είμαστε Έλληνες, με κοινό αίμα και γλώσσα, κοινούς βωμούς, κοινές θυσίες και παρεμφερή ήθη και έθιμα, πράγμα που σημαίνει ότι αν προδίδαμε όλα αυτά θα ήταν ντροπή και αίσχος για τους Αθηναίους»). Είναι δε εδώ χαρακτηριστικό το ότι οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, δεν κατέφυγαν στο επιχείρημα ότι οι υποψίες των Σπαρτιατών ήταν αβάσιμες λόγω της πάγιας αντίθεσης της Αθήνας προς τους Πέρσες. Αλλά προτίμησαν, εντείνοντας τις ενδείξεις ότι υφίσταται ήδη -και προ πολλού- Έθνος Ελλήνων, ν’ αναδείξουν την οιονεί «ιερή» προσήλωσή τους στο «όμαιμον» και, κατ’ εξοχήν, στο «ομόγλωσσον».

ΙΙΙ. Η «δοξαστική» πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος

Την πορεία εξέλιξης του Ελληνικού Πολιτισμού, σε όλη του την μακραίωνη διαδρομή, «καταγράφει», πιστά και αξιόπιστα όπως επισημάνθηκε συνοπτικώς προηγουμένως, κυρίως η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στον δρόμο προς την επιστημονική -ουσιαστικώς την πρώτη στην ιστορία της επιστημονικής εξέλιξης- δημιουργία. Αυτή η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος προς την θεμελίωση της ολοκληρωμένης Επιστήμης και της Φιλοσοφίας με συστηματική δομή παραπέμπει, εν πολλοίς, στον μύθο του Προμηθέα, κατά την Αισχύλεια εκδοχή του. Ήτοι παραπέμπει στον ημίθεο, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία του Ανθρώπου -προκειμένου να τον διδάξει τις Τέχνες, μέσω της χρήσης της φωτιάς που έχει κλέψει από τους θεούς- με σκοπό να καταστήσει την ανθρώπινη δημιουργία δύναμη «παραγωγής» Πολιτισμού, άρα δύναμη η οποία θ’ απελευ-θερώσει τον Άνθρωπο και από τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Σκοπό, τον οποίο «αποκαλύπτει» στον Χορό ο Προμηθέας με τον συγκλονιστικό στίχο του Αισχύλου (260): «Θνητούς γ’ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον» («Απέβαλα από τους θνητούς τον φόβο του θανάτου»). Και τούτο στοίχισε στον Προμηθέα την σύγκρουση ως και με τον Δία, σύγκρουση που «σφραγίσθηκε» με την τιμωρία της αλυσόδεσής του στον καυκασιανό βράχο.

Α. Μια «προμηθεϊκή» πορεία

Μεσ’ απ’ αυτήν την, οιονεί προμηθεϊκή, πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία, κατά τα προλεχθέντα συντόμως. Σήμερα, η συνεισφορά αυτή του Ελληνικού Πνεύματος στον Πολιτισμό, εν γένει, φαίνεται ίσως φυσική. Όμως η ιστορική διαδρομή και έρευνα στο πεδίο κυρίως της Επιστήμης αρκεί για να καταδείξει, ότι αυτή η «προμηθεϊκή», κατά τ’ ανωτέρω, πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος συνιστά μια από τις πιο συγκλονιστικές -δίχως ίχνος υπερβολής- περιόδους της ανθρώπινης δημιουργίας, αφότου εμφανίσθηκε ο Homo Sapiens ως «τελείωση» του Homo Sentiens. Και τούτο διότι, κατ’ ουσία και κατ’ αποτέλεσμα, σηματοδοτεί την αρχή της πνευματικής «καταξίωσης» του Homo Sapiens.

1. Για να γίνει σαφέστερη και, επομένως, ακριβέστερη η ανάλυση που προηγήθηκε, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα έφθασε στον «κολοφώνα» της διάπλασης της Επιστήμης μέσ’ από την «επαναστατική», μεθοδολογικώς, για την εποχή εκείνη μετατροπή της πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε «Σοφία».

α) Με άλλες λέξεις το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα οδήγησε έτσι την εν γένει Παιδεία -υπό την έννοια του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, κατά τον André Malraux- της Αρχαίας Ελλάδας σε μια πρωτόγνωρη, με οιαδήποτε σύγκριση παρελθόντος, ολοκλήρωσή της, προσθέτοντάς της τους «ακρογωνιαίους λίθους» της, ήτοι την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Την τελευταία δε ιδίως με την μορφή της «τελειοποίησης» -για τα δεδομένα της εποχής- της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της Γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της. Ολιστική θεώρηση, η οποία βεβαίως και δεν οδηγεί στην, από μεθοδολογικής πλευράς, πλήρη «εξομοίωση» των επιμέρους επιστημονικών κλάδων, πλην όμως αναζητεί τα υπαρκτά κοινά σημεία μεταξύ τους, έτσι ώστε ν’ αποφεύγονται, όσο αυτό είναι εφικτό, μεγάλες αντιφάσεις στο lato sensu πεδίο του «επιστητού».

β) Η «δοξαστική» σύλληψη και κυοφορία της Επιστήμης –που, με πολλή «ελευθερότητα» ως προς την χρησιμοποίηση του όρου είναι αλήθεια, συνιστά το ισοδύναμο του «big–bang» στο πεδίο μορφοποίησης του «σύμπαντος» της ανθρώπινης δημιουργίας, καθώς ο Άνθρωπος πλάθει το δικό του Σύμπαν για να κατανοήσει εκείνο του Δημιουργού του- είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, έργο των Προσωκρατικών φιλοσόφων καθώς και των Σοφιστών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από αυτούς, με κυριότερους τους Πρωταγόρα και Ιππία, φυσικά με βάση τα υπάρχοντα, δυστυχώς άκρως ελλιπή, ιστορικά τεκμήρια. Κατά κάποιον τρόπο οι Προσωκρατικοί, με τις πρωτόγνωρες για την εποχή εκείνη προσεγγίσεις της αλήθειας γύρω από την φύση του Κόσμου, «οργάνωσαν» το πρώτο «επιστημονικό εργαστήρι» στο πλαίσιο της ιστορίας της επιστημονικής «παραγωγής».

2. Και τούτο, διότι ήταν εκείνοι που πρώτοι επιχείρησαν –και ουσιαστικώς πέτυχαν- ν’ απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του Κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις.

α) Ταυτοχρόνως, αυτή η «ριζοσπαστική» δημιουργική παρακαταθήκη των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, το σπουδαιότερο όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του. Δογματισμού ο οποίος, εν τέλει, έφθανε, μέσ’ από ένα καταστροφικό «πισωγύρισμα», στο να μετατρέψει την όποια Γνώση είχε προκύψει και πάλι σε απλή πληροφορία. Πληροφορία, που μεταδιδόταν εφεξής μεταξύ των, δήθεν, «επαϊόντων», δίχως δυνατότητα αμφισβήτησής της εκ μέρους τους και, πολύ περισσότερο, τροποποίησης του περιεχομένου της προς την κατεύθυνση οιασδήποτε επιστημονικώς αποδεκτής εξέλιξής της.

β) Αυτό, ακριβώς, το καταστροφικό «πισωγύρισμα» της ανθρώπινης Σκέψης και της καθήλωσής της στην «κατεστημένη» πληροφορία απέτρεψε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, στην πορεία της ελεύθερης δημιουργίας του. Ουσιαστικώς δε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα ουδέποτε, ακόμη και στις απαρχές της «ανόδου» του, συμβιβάσθηκε με μια τέτοια μεθοδολογική στασιμότητα που είναι, εκ των πραγμάτων και διαχρονικώς, ο κυριότερος «εχθρός» της Επιστήμης. Και υπενθυμίζεται εκ νέου: Το «άλμα» αυτό του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος δεν κατανοήθηκε πλήρως ακόμη και με τα πνευματικά «εργαλεία» των απαρχών της σύγχρονης εποχής. Χρειάσθηκε πολύς χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να οριοθετηθεί επαρκώς το μέγεθος των «επαναστατικών» καινοτομιών της περιόδου και της συνεισφοράς των Προσωκρατικών στο πεδίο της επιστημονικής εξέλιξης, ιδίως κατά το αρχικό της στάδιο.

3. Αλήθεια πόσο αργότερα, άραγε, ο Max Weber, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», ανέδειξε ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» («die Entzauberung der Welt»), ήτοι την απαλλαγή της Σκέψης, κατά την έρευνα του Κόσμου τούτου, από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου!

α) Βεβαίως, και για ν’ αποδοθούν «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», είχε προηγηθεί η σκέψη του René Descartes και του Francis Bacon, που εξέφρασαν την πλήρη αντίθεσή τους στην αυθεντία της παράδοσης, στην εξωλογική πίστη, στο δόγμα σε κάθε πεδίο της γνώσης. Αλλά και η σκέψη του Gottfried Wilhelm Leibniz, μέσω της «αρχής του αποχρώντος λόγου», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν «θαύματα», τίποτα στον Κόσμο μας δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Descartes, Bacon και Leibniz -όπως και άλλοι φιλόσοφοι, σε μικρότερο όμως βαθμό- ανέδειξαν πως ό,τι συμβαίνει στον Κόσμο δεν είναι προϊόν κάποιας «θείας» παρέμβασης ούτε καν κάποιας «μοιραίας», οιονεί νομοτελειακής, εξέλιξης, ανεπίδεκτης λογικής έρευνας και επεξήγησης.

β) Όλως αντιθέτως, κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του, άρα η πρόοδος της Επιστήμης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους αιτίου και αποτελέσματος. Όπου ως αίτιο εμφανίζεται αυτό, το οποίο επιτρέπει στο αιτιατό να προκύψει υπό συνθήκες δυνατότητας επιστημονικής απόδειξης, που φυσικά και υπόκειται στην διαρκή δοκιμασία της επιλάθευσης. Και με τον τρόπο αυτό, όπως υποστήριξε ο θεμελιωτής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου Francis Bacon: «Scientia nihil aliud est quam veritatis imago» («Η Επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα της Αλήθειας»). Της ίδιας αλήθειας την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν αρχίσει ν’ αναζητούν αιώνες πριν οι Προσωκρατικοί, απορρίπτοντας εκ προοιμίου την «τύχη» και το «τυχαίο» ως μέσα εξήγησης των φυσικών, κυρίως, φαινομένων.

4. Οι Προσωκρατικοί λοιπόν, στις ακτές της Ιωνίας, παρατηρώντας τον Κόσμο που απλωνόταν γύρω τους πήραν την εμπειρία και την πληροφορία, η οποία εκπορεύεται από αυτήν, και οργανώνοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό στα πεδία της λογικής, της μεταφυσικής και της επιστημολογίας την μετέτρεψαν σε ουσιαστική, εξελικτικώς αναπαραγόμενη, Γνώση. Επέκεινα, βασιζόμενοι πρωτίστως στην μεθοδική αποδεικτική διαδικασία -την οποία εφάρμοσαν π.χ. ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης- παρήγαγαν «Σοφία». Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, Επιστήμη. Βασικό τους όπλο υπήρξε η «πραγματική σκέψη», όπως την «κωδικοποίησε» ο Κορνήλιος Καστοριάδης ως μέθοδο που επιτρέπει, διαδοχικώς:

α) Αρχικώς την «εξήγηση», που σημαίνει την αναγωγή ενός φαινομένου στις ρίζες και στις αιτίες του.

β) Έπειτα την «κατανόηση», που σημαίνει την δημιουργία νοημάτων για την σύλληψη της σημασίας της εξήγησης.

γ) Και, τελικώς, την «διαύγαση», που σημαίνει την μέσω της εξήγησης και της κατανόησης ολιστική σύλληψη της Γνώσης. Κάπως έτσι το Πνεύμα φθάνει στον τελευταίο σταθμό του «ταξιδιού» της επιστημονικής δημιουργίας, που είναι η Φιλοσοφία.

Β. Η συμβολή των Προσωκρατικών και των επιγόνων τους στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου

Τα όσα προηγήθηκαν αρκούν για να καταδείξουν ότι δεν πρέπει να προσπεράσει κανείς «αβασάνιστα» το γεγονός, πως οι Προσωκρατικοί -και οι επίγονοί τους βεβαίως, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο ενός είδους «επιλάθευσης», όπως εκτίθεται ειδικότερα στην συνέχεια- ακριβώς επειδή υπήρξαν συνεπείς πολέμιοι της πνευματικής «αιχμαλωσίας» του μύθου και του δόγματος, ουδέποτε επιφύλαξαν στο έργο τους ένα είδος επιστημονικού «αλαθήτου».

1. Όλως αντιθέτως, είχαν πλήρη επίγνωση -τόσο ενωρίς, που και σήμερα προκαλεί ένα είδος επιστημονικού «δέους»– ότι το «επιφαινόμενο» δεν αποδίδει αυτονοήτως την αλήθεια, χρειάζεται έρευνα σε βάθος για την αποκάλυψή της. Έρευνα, η οποία πρέπει να είναι διαρκής και αδιάλειπτη, επιπλέον δε πρέπει να έχει ως αφετηρία την επίγνωση αυτού τούτου του εαυτού μας. Κατά τον Ηράκλειτο, «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» (Diels-Kranz, 53, 101).

α) Το ότι το «επιφαινόμενο», κατά τους Προσωκρατικούς, δεν αποδίδει αυτονοήτως την αλήθεια καταδεικνύει η ρήση του Ηρακλείτου, αναφορικά με την τάση της φύσης ν’ αντιτίθεται στην «αποκρυπτογράφηση των μυστικών της» : «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ» (Diels-Kranz, 53,123). Την διαχρονική επικαιρότητα της ως άνω διαπίστωσης του Ηρακλείτου αναδεικνύει -βεβαίως τηρουμένων των επιστημονικών αναλογιών, και μάλιστα μετά την παρέλευση χιλιετιών επιστημονικής αναζήτησης- π.χ. το μεγάλο «μυστήριο», και σήμερα και ποιος ξέρει για πόσο χρόνο ακόμη, ως προς την σύνθεση του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα, και παρ’ όλη την αλματώδη επιστημονική πρόοδο εν προκειμένω, ελάχιστα γνωρίζουμε για το 95%, περίπου, της σύνθεσης του Σύμπαντος, το οποίο απαρτίζουν η σκοτεινή ύλη και η σκοτεινή ενέργεια, κατά το 26,8% και 68,3% αντιστοίχως. Κατ’ ακρίβεια, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι -και αυτό υπό όρους πιθανολόγησης- η μεν σκοτεινή ύλη κρατά «δεμένους» τους γαλαξίες μεταξύ τους, ως μια μορφή «συμπαντικού chainage». Η δε σκοτεινή ενέργεια συνιστά την «κινητήρια δύναμη» της αέναης διαστολής του Σύμπαντος, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά την «Μεγάλη Έκρηξη».

β) Υπό τις ως άνω συνθήκες, και με αφετηρία π.χ. τις ρήσεις του Ηρακλείτου, «πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει»(Πλάτωνος, Κρατύλος, 402α) και του Πρωταγόρα, «πάντων χρηµάτων µέτρον ἄνθρωπος» (Πλάτωνος, Θεαίτητος, 152α), οι Προσωκρατικοί έβαλαν πρώτοι στον χώρο της Επιστήμης τον «θεμέλιο λίθο» της «σχετικότητας», φυσικά υπό την ευρεία του όρου έννοια. Άρα, έστω και εμμέσως, της «επιλάθευσης» -και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια- που, επειδή δεν θεωρεί τίποτε δεδομένο, ανοίγει τον δρόμο της αναγνώρισης του σφάλματος, προκειμένου η επιστημονική έρευνα να εξελιχθεί ως την τελική, οριακή, αποστολή της. Και έτσι συνιστά τον θεμέλιο λίθο της Επιστημονικής Μεθόδου. Είναι, λοιπόν, οι Προσωκρατικοί που, κατ’ αποτέλεσμα, υπήρξαν οι «προπομποί» εμπνευστές του Karl Popper, όταν έγραφε για την «ανοιχτή κοινωνία και τους εχθρούς της» -ο ίδιος, άλλωστε, τ’ ομολογεί, ουσιαστικώς ευθέως, στο έργο του «Ο κόσμος του Παρμενίδη, Δοκίμια για τον προσωκρατικό διαφωτισμό» (εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2002)- και του Thomas Kuhn, όταν θεμελίωνε την θεωρία του για την «δομή των επιστημονικών επαναστάσεων».

γ) Δεν ήταν, άραγε, αυτοί που –για ν’ αναχθούμε στο κατά Kuhn πρότυπο της «επιστημονικής επανάστασης»- αποτέλεσαν ένα είδος, βεβαίως πρωτόλειας, «επιστημονικής κοινότητας», η οποία διαμόρφωσε περαιτέρω ένα, επίσης πρωτόλειο, «επιστημονικό παράδειγμα»; Και μάλιστα αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο της μελλοντικής αμφισβήτησής του και αντικατάστασής του από ένα νέο «επιστημονικό παράδειγμα», με το ανάλογο «περιβάλλον» μιας, εξίσου νέας, «επιστημονικής κοινότητας»; Και για να γίνει σαφέστερος αλλά και να τεκμηριωθεί επαρκέστερα ο ισχυρισμός αυτός: Πόσο, άραγε, απέχει από τα δεδομένα της σύγχρονης μεθοδολογικής θεώρησης η άποψη, ότι φεύγοντας ο Λεύκιππος από την Μίλητο και πηγαίνοντας στα Άβδηρα, όπου συναντήθηκε με τον Δημόκριτο, διαμόρφωσε μαζί του -με την ιστορική ακρίβεια να επιβάλλει την αναγνώριση της «μερίδας του λέοντος» επ’ αυτού στον τελευταίο- μια κυριολεκτικώς πρωτόγνωρη, σε σχέση με το παρελθόν των Προσωκρατικών, νέα «επιστημονική κοινότητα», στο επίκεντρο της οποίας κυριάρχησε το «επιστημονικό παράδειγμα» της Ατομικής Θεωρίας ως προς την σύνθεση και την αέναη εξέλιξη του Σύμπαντος;

2. Το παράδειγμα της ανάπτυξης της Επιστήμης των, και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια, Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα -κατ’ εξοχήν μέσω της Ελληνικής Γλώσσας- είναι άκρως ενδεικτικό της συνεισφοράς του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου. Η αρχή ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα, κυρίως με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο στο πεδίο της Ατομικής Θεωρίας, κατά τα προαναφερθέντα, και τον Πυθαγόρα στο πεδίο των Μαθηματικών. Άκρως αποκαλυπτική είναι η συνέχεια, πρωτίστως με τον Θαλή και τον Ευκλείδη στην Γεωμετρία και τον Διόφαντο στην Άλγεβρα, βεβαίως κατά το επιστημονικό όνομα που πήρε αυτή αργότερα. Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί περισσότερο εκείνο που ήδη επισημάνθηκε, ως προς την σύνδεση της Επιστήμης των Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα με την Ελληνική Γλώσσα. Και τούτο διότι αποφασιστική, από πλευράς επιστημονικής δημιουργίας, υπήρξε -φυσικά μεταξύ άλλων- η «συνάντηση» της Ελληνικής Γλώσσας με την Επιστήμη των Μαθηματικών. Και αυτή η «συνάντηση» ήταν η αιτία, η οποία εξηγεί το γιατί και άλλοι, βεβαίως, Λαοί στην Αρχαιότητα είχαν αξιοσημείωτη γνώση στον ευρύτερο χώρο των Μαθηματικών. Πλην όμως, οι Έλληνες πρωτοπόρησαν στην θεμελίωση της Επιστήμης των Μαθηματικών, με κολοφώνα τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το έργο του Ευδόξου και του Αρχιμήδη -σχετικά με το είδος των Μαθηματικών που είναι γνωστά από τον 17ο αιώνα και μετά ως «απειροστικά μαθηματικά»- και την εν γένει μαθηματική σκέψη του Διοφάντου όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα εξής:

α) Προφανώς, κάτι υπήρχε ειδικώς στην γλωσσική υφή της Ελληνικής Γλώσσας που αποδείχθηκε πρόσφορο για την σχέση, η οποία διαμορφώθηκε μεταξύ αυτής και των Μαθηματικών.

α1) Και τούτο εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στις εξής δύο «ιδιομορφίες» της. Κατά πρώτο λόγο σε μια ειδική γραμματική προϋπόθεση της Ελληνικής Γλώσσας, συγκεκριμένα στην ύπαρξη του οριστικού άρθρου, κάτι ανύπαρκτο π.χ. στην λατινική γλώσσα. Το οριστικό άρθρο εξελίχθηκε στην μεθομηρική Ελληνική Γλώσσα από την αντωνυμική χρήση του «ο, η, το». Το άρθρο, προτασσόμενο σε συγκεκριμένες γραμματικές δομές της γλώσσας, δημιουργεί «αφηρημένη έκφραση». Και αυτή, στην χρονική συνέχεια, οδηγεί στο «αφηρημένο ουσιαστικό». Το δε «αφηρημένο» είναι, εξ ορισμού και εκ φύσεως, η βάση του σχηματισμού λογικών προτάσεων και συλλογισμών, ένα στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξη της Μαθηματικής Σκέψης, ιδίως στην πρώιμη φάση της.

α2) Η ως άνω ευνοϊκή γραμματική προϋπόθεση συμπορεύθηκε, ως προς την σχέση μεταξύ της Ελληνικής Γλώσσας και της Μαθηματικής Σκέψης, μ’ ένα γενικότερο όρο που διέπει εξ αρχής την Ελληνική Σκέψη: Την «ακατάσχετη» και «καθολική» ροπή προς την κατεύθυνση της εύρεσης της «ατομικής μονάδας» σε κάθε χώρο του επιστητού. Είναι η ροπή που «απομόνωσε», στον εκφερόμενο και ακουόμενο λόγο, τον «φθόγγο», ως την έσχατη ατομική και αδιαίρετη ακουστική μονάδα, που υπήρξε η βάση του μετασχηματισμού του φοινικικού αλφαβήτου σ’ Ελληνικό. Και είναι αυτή η ροπή η οποία «απομόνωσε», με την μέθοδο ιδίως του Δημοκρίτου, το άτομο, αναδεικνύοντάς το ως την έσχατη, άτμητη και αδιαίρετη, μονάδα της ύλης.

β) Καθώς παρατηρεί ο J.L.Gardies (L’organisation des mathématiques grecques de Théétète à Archimède, Paris, εκδ. Vrin, 1997, σελ. 270 και κυρίως 276 επ.), μοναδική υπήρξε η συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στον τομέα των Μαθηματικών, σε ό,τι αφορά την σύνθεση προβλήματος και απόδειξης.

β1) Και για την ακρίβεια, σε ό,τι αφορά από την μια πλευρά την διαμόρφωση του προβλήματος, μέσω της διατύπωσης του θεωρήματος με την μαθηματική εκείνη ιδιότητα, η οποία του προσδίδει την πιο γενική μορφή. Και, από την άλλη πλευρά, την προσθήκη, στην διαδικασία λύσης του προβλήματος, της κατάλληλης απόδειξης. Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι η παραγωγή και η επαγωγή αναπτύχθηκαν στην Ελληνική διανόηση πολύ ενωρίς, με την εμφάνιση της εμπειρικής γλώσσας των Ιώνων στην Φιλοσοφία και ήδη στην Αρχαϊκή Ποίηση.

β2) Μέσα, λοιπόν, από αυτή την εμβληματική «διαδρομή» η Ελληνική Γλώσσα κατέστησε εφικτή και την δημιουργία γλωσσικών διατυπώσεων τέτοιας «αφαιρετικότητας», ώστε να μπορεί να «συντονίζεται» ευχερώς ακόμη και με ακραίως αφηρημένες μαθηματικές έννοιες. Γι’ αυτό και η Ελληνική Γλώσσα αναδείχθηκε στην πιο κατάλληλη «μεταγλώσσα» ως προς τα Μαθηματικά, προκαλώντας την «έκρηξη» της εν γένει μαθηματικής γνώσης.

γ) Η προαναφερόμενη όμως -μοναδική όπως τονίσθηκε- συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην δημιουργία της Επιστήμης των Μαθηματικών κατέστη δυνατή μέσω της εξίσου μοναδικής, όπως επίσης προαναφέρθηκε, ιδιοσυστασίας της Ελληνικής Γλώσσας. Εξ ού και Λαοί που δεν διέθεταν το κατάλληλο «γλωσσικό εργαλείο» δεν κατάφεραν να κάνουν ανάλογα επιστημονικά βήματα.

γ1) Κατ’ ουσία δε, η ως άνω ιδιοσυστασία έγκειται, πρωτίστως, στο ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι οιονεί «ιδανική» στο πεδίο της παραγωγής «συμβόλων», ικανών ν’ απεικονίσουν επαρκώς την Σκέψη, έτσι ώστε να δομηθεί η αναγκαία, για την συνολική επιστημονική δημιουργία, «κιβωτός γνώσεων». Κυρίως δε η «κιβωτός γνώσεων» που άνοιξε τον δρόμο στην θεμελίωση και εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Χρ. Φίλη «Οι Αρχαιοελληνικές Καταβολές των Σύγχρονων Μαθηματικών», εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2010, σελ. 877).

γ2) Είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση ότι τα σύμβολα διευκόλυναν καθοριστικώς και την χρήση των αριθμών ως, κατά την φύση τους και τον προορισμό τους, βάσης της μαθηματικής σκέψης, όπως συνάγεται και από τα εξής: Ετυμολογικώς η λέξη «αριθμός» προκύπτει από την σύνθεση του ρήματος «αραρίσκω» – αναδιπλασιασμένος τύπος του «άρω» – που σημαίνει, μεταξύ άλλων, την αρμονική σύνδεση δεδομένων μεταξύ τους, και του ουσιαστικού το «ίθμα», που σημαίνει το «βήμα». Με άλλες λέξεις, ο «αριθμός» είναι το μέσο για να τεθεί κάτι στην σωστή του θέση σε σχέση με συγγενή δεδομένα, και υπ’ αυτό το πρίσμα ο αριθμητικός συλλογισμός μπορεί να κάνει τα επόμενα βήματα, κυρίως για την διατύπωση ενός προβλήματος. Ακριβώς αυτή την λειτουργία των αριθμών διευκόλυναν καθοριστικώς, όπως προεκτέθηκε, τα σύμβολα, κατ’ εξοχήν ως προς την διατύπωση ενός προβλήματος. Πολλώ μάλλον αφού, όπως η ίδια η Ιστορία των Επιστημών έχει τεκμηριώσει, προ της χρήσης των συμβόλων, με «όχημα» διαμόρφωσής τους την Ελληνική Γλώσσα, δεν είχε «αναδυθεί» επαρκώς η επιστημονική προσέγγιση και καλλιέργεια των Μαθηματικών.

δ) Μέσω των «εργαλείων» της Ελληνικής Γλώσσας εξελίχθηκε και η μαθηματική σκέψη του Διοφάντου του Αλεξανδρέως.

δ1) Και τούτο, διότι η ιδιοσυστασία της Ελληνικής Γλώσσας επέτρεψε στον Διόφαντο ν’ ανοίξει τον δρόμο στην «πρόδρομη» κατάσταση της διαμόρφωσης ενός μαθηματικού προβλήματος, υπό όρους που καταλήγουν στις λεγόμενες «πολυωνυμικές αλγεβρικές εξισώσεις», όπως είναι η «διώνυμη εξίσωση» αxn =bxm ή η «τριώνυμη εξίσωση» . Καθώς επίσης γίνεται δεκτό, ότι η αναζήτηση των λεγόμενων «Πυθαγόρειων τριάδων» -ήτοι ακέραιων λύσεων της εξίσωσης «χ2 + ψ2 = γ2»- αποτελεί μέρος των κλασικών προβλημάτων της όλης ανάλυσης του Διοφάντου. Δικαίως, λοιπόν, τ’ «Αριθμητικά» του Διοφάντου -σε δεκατρία βιβλία, από τα οποία σώζονται έξη στην Ελληνική Γλώσσα και τέσσερα σε αραβική μετάφραση- θεωρούνται, και σήμερα, «θεμέλιο» της δημιουργίας της παράδοσης, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της αλγεβρικής σκέψης και ανάλυσης της νεότερης εποχής. Διότι, όπως έχει γράψει ο J.Klein, η «σύγχρονη άλγεβρα και ο σύγχρονος φορμαλισμός προέκυψαν από την ενασχόληση του Viète με τον Διόφαντο» (βλ. J. Klein, «Ο κόσμος της Φυσικής και ο “φυσικός” κόσμος», μετ. Δ. Λάππας, Μ. Μυτιληναίος, Γ. Σαγιάς, Τ. Σπύρου, Γ. Χριστιανίδης, Νεύσις 7 (1998), 41-74. Το αγγλικό κείμενο δημοσιεύθηκε το 1981, στο περιοδικό «The St. Johns Review» και ανατυπώθηκε στην συλλογή, R.B. Williamson and E. Zucherman (επιμ.) «Jacob Klein: Lectures and Essays», Annapolis, Maryland, St. John’s College Press, 1985, 1-34).

δ2) Ας σημειωθεί ότι ο όρος «Άλγεβρα» ανήκει στον Πέρση μαθηματικό, αστρονόμο και γεωγράφο Αμπού Μουσά αλ-Χουαρίζμι. Ο οποίος πολύ αργότερα, τον 9ο αιώνα -κοντά 500 χρόνια μετά τον Διόφαντο- παρουσίασε, είναι αλήθεια για πρώτη φορά, την συστηματική επίλυση της δευτεροβάθμιας πολυωνυμικής εξίσωσης. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αναρωτηθούμε: Θα είχε, άραγε, οδηγηθεί ο αλ-Χουαρίζμι, έστω και στα χρόνια του, στην αλγεβρική του ανάλυση δίχως την πρωτοποριακή μαθηματική «παρακαταθήκη» του Διοφάντου αναφορικά με την δημιουργία των, «πρόδρομων» κατά τα προλεχθέντα, αλγεβρικών τεχνικών επίλυσης προβλημάτων, μέσω της «αφαιρετικής» δύναμης της Ελληνικής Γλώσσας;

ε) Σ’ επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να γίνει, εν προκειμένω, ειδική αναφορά στο σύγγραμμα του Reviel Netz, Καθηγητή Ελληνικών Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ -ενός εκ των κορυφαίων μελετητών του έργου του Αρχιμήδη- με τίτλο: «Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου στα Ελληνικά Μαθηματικά-Μια μελέτη υπό το πρίσμα της γνωσιακής επιστήμης» (απόδοση στα ελληνικά Β. Σπυρόπουλου, επιστημονική επιμέλεια Γ. Χριστιανίδη και Μ. Σιάλαρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2019).

ε1) Στο σύγγραμμα αυτό μελετάται ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την όλη ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού. Ήτοι η διαμόρφωση της παραγωγικής απόδειξης στα Κλασικά Ελληνικά Μαθηματικά. Η εντυπωσιακή, κυριολεκτικώς, πρωτοτυπία του ως άνω έργου του Reviel Netz έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας εστιάζει την ανάλυσή του σε δύο, θεμελιώδη, χαρακτηριστικά της πρακτικής των Ελληνικών αποδείξεων, το εγγράμματο διάγραμμα και την τεχνική, λογοτυπική γλώσσα. Δίχως μάλιστα να παραλείπει, έστω και κατ’ ελάχιστο, την ανάδειξη των υλικών και κοινωνικών συνθηκών αλλά και των πρακτικών, εντός των οποίων τα κατά τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά «αναδύθηκαν», μέσα στην πορεία της εξέλιξης των Ελληνικών Μαθηματικών.

ε2) Ειδικότερα, ο Reviel Netz ανέδειξε ότι οι τεχνικές που τότε ανέπτυξαν οι Έλληνες Μαθηματικοί -εστιάζοντας την μελέτη του στον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο- για την κατασκευή γραμμάτων στα διαγράμματά τους και, συνακόλουθα, η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ του κειμένου και του διαγράμματος στις αποδείξεις τους, υπήρξαν καίριας σημασίας για την «γέννηση» της παραγωγικής απόδειξης. Με τον τρόπο αυτόν ο Reviel Netz κατάφερε ν’ αποσαφηνίσει, επαρκώς, και τις υποκείμενες γνωστικές διαδικασίες.

ε3) Το γεγονός, όμως, αυτό έχει και μια δεύτερη, ευρύτερη, σημασία που αφορά την πορεία της όλης Επιστήμης στην Δύση, άρα την πορεία αυτού τούτου του Δυτικού Πολιτισμού. Είναι δε χαρακτηριστικά τα όσα, συνοπτικώς, υπογραμμίζει ο ίδιος ο Reviel Netz στην εισαγωγή, την οποία έγραψε για την ελληνική έκδοση του προμνημονευόμενου συγγράμματός του: «Οι Έλληνες μαθηματικοί ανακάλυψαν μια συγκεκριμένη πρακτική και ένα συγκεκριμένο σύνολο εργαλείων, που κατέστησαν δυνατό ένα συγκεκριμένο έργο: Την συνεπή άσκηση της παραγωγικής απόδειξης. Αυτό θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ανάδυση της δυτικής επιστήμης. Η προοπτική της απόδειξης οδήγησε στην μαθηματικοποίηση του συνόλου της επιστήμης, και εν τέλει στο νευτώνειο πρόγραμμα το οποίο, με την επιτυχία του, άνοιξε το δρόμο για την βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο της Δύσης» (όπ. παρ., σελ. XV-XVI).

Γ. Οι πολιτειακές επιπτώσεις

Αυτό το, ταυτοχρόνως και αθροιστικώς, ελεύθερο, ατίθασο και δημιουργικό Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα είχε καταλυτικές επιπτώσεις και στον τομέα της πολιτειακής οργάνωσης, κυρίως της Αρχαίας Αθήνας και των Πόλεων-Κρατών, που η «ακτινοβολία» της κάλυπτε στον ευρύτερο χώρο της τότε Ελληνικής επικράτειας, η οποία συμπεριλάμβανε, φυσικά, και τον χώρο των Αποικιών της.

  1. Για λόγους σαφήνειας πρέπει να επισημανθεί ότι ήταν, αναμφιβόλως, και η επιρροή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος που συνέβαλε- αυτή κυρίως- στην γέννηση του προτύπου της Άμεσης Δημοκρατίας ή, όπου η Άμεση Δημοκρατία δεν εφαρμόσθηκε στο σύνολό της, του προτύπου της lato sensu δημοκρατικής οργάνωσης ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου, με θεσμικά και πολιτικά χαρακτηριστικά Πόλης-Κράτους. Μια τέτοια, πάντα lato sensu, δημοκρατική οργάνωση μπορεί να «περικλείσει» -φυσικά με τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα της εποχής εκείνης- και την «αριστοκρατική» διακυβέρνηση, όταν βεβαίως η τελευταία δεν συγκάλυπτε την ολιγαρχία αλλά είχε την τάση ν’ αποτελέσει ένα είδος «βασιλικής οδού» προς μια, έστω και περιορισμένης έκτασης, Άμεση Δημοκρατία. Όταν δηλαδή λειτούργησε ως «προπομπός» της Άμεσης Δημοκρατίας, είτε σε περιόδους όπου η αριστοκρατική διακυβέρνηση είχε προηγουμένως καταλύσει αντιδημοκρατικά ολιγαρχικά καθεστώτα. Είτε είχε προκύψει λόγω «κατάρρευσης» της Άμεσης Δημοκρατίας για συγκεκριμένους, κατά περίπτωση, λόγους και ασκούσε την εξουσία όχι για να «διαιωνισθεί» σε αυτήν αλλά προκειμένου να προετοιμάσει, εκ νέου, το έδαφος με στόχο την «επανίδρυση» της Άμεσης Δημοκρατίας.
  2. Την επιρροή αυτή του ελεύθερου, ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός, ότι αυτή η πολυπρισματικώς φιλελεύθερη ιδιοσυστασία του δεν θα μπορούσε, υφ’ οιανδήποτε ιστορική και πολιτική εκδοχή, να συμβιβασθεί με ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, ήτοι πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Ειδικότερα δε δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο, όπως θ’ αναλυθεί εκτενέστερα στην συνέχεια: Το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα υπό καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλες λέξεις ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το Πνεύμα. Όλως αντιθέτως, το ελεύθερο Πνεύμα -όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό- κατατείνει πάντα, καθώς προεκτέθηκε, στο «ξεμάγεμα» του κόσμου.

Επίλογος

Μέγιστη απόδειξη αυτής της, βαθύτατα φιλελεύθερης, ιδιοσυστασίας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και της εντεύθεν ουσιώδους διαφοροποίησής του σε σχέση με τον πνευματικό σκοταδισμό του δεσποτισμού συνιστά, κυρίως, η σύγκριση των εκατέρωθεν επιδόσεων ως προς τα αποτελέσματα της πνευματικής δημιουργίας:

Α. Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, μέσα σ’ ένα πεδίο πραγματικής ελευθερίας, κατάφερε να μετατρέψει την εμπειρία, την πληροφορία και την Γνώση σ’ Επιστήμη, επέκεινα δε σε Φιλοσοφία. Σε κανένα όμως από τα Βασίλεια της τότε Ανατολής οι πνευματικοί τους άνθρωποι, κάθε είδους, όση εμπειρία, πληροφορία και γνώση και αν συσσώρευσαν δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τον «Όλυμπο της Σοφίας», στον οποίο «ανέβηκε» το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα. Γι’ αυτό, και δίχως ν’ αμφισβητείται το γεγονός ότι στα Βασίλεια αυτά υπήρχε αξιοσημείωτη, πολλές φορές, πληροφορία ή και γνώση, οφειλόμενη στην σταδιακή συλλογή τους από γενιά σε γενιά -πληροφορία και γνώση, η οποία είχε οδηγήσει π.χ. στην κατασκευή εμβληματικών κτιρίων και μνημείων- οι «κάτοχοι» της πληροφορίας και της γνώσης δεν συνεισέφεραν κάτι χειροπιαστό στην μετέπειτα επιστημονική δημιουργία. Εκτός, ίσως, από ένα είδος «βάσης δεδομένων» πληροφοριακού χαρακτήρα, την οποία αξιοποίησαν άλλοι μελλοντικά, όπως συνέβη με τα όποια τέτοια «δάνεια» αξιοποίησε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα στον δρόμο της δικής του, εμβληματικής, επιστημονικής «παραγωγής».

Β. Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι, όπως συνάγεται από το σύνολο της ανάλυσης που προηγήθηκε, απολύτως θεμιτό, ιστορικώς, να ερμηνεύουμε τους Μηδικούς Πολέμους και την τελική περηφανή επικράτηση των Ελλήνων, υπό την Αθηναϊκή καθοδήγηση, και ως εξίσου περιφανή επικράτηση του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Το οποίο έτσι νομιμοποιείται ιστορικώς, και μάλιστα στο ακέραιο, να διεκδικεί, ως κοιτίδα και λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, την «παλαίφατη» όχι μόνο γεωγραφική αλλά και πνευματική οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

* Συμπληρωμένη παράθεση των αναλύσεων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου «Η διαχρονική “οφειλή” της Ευρώπης στην Ελλάδα: Το “δάνειο-δωρεά” του Ελληνικού Πολιτισμού», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2022, σελ. 25 επ.

Ηχηρή παρέμβαση του τέως ΠτΔ, Προκόπη Παυλόπουλου, για τις παράνομες υποκλοπές από το Κομμένο της Άρτας

Παρέμβαση – κόλαφος από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το μέγα σκάνδαλο, με ομιλία του σε ημέρα μνήμης για ναζιστική σφαγή στο Κομμένο της Άρτας...


Με μια πολύ σημαντική παρέμβαση ο Προκόπης Παυλόπουλος βάλλει κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη με αφορμή το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, μιλώντας στο Κομμένο της Άρτας, κατά την Τελετή Μνήμης των 317 Μαρτύρων Ηρώων του Κομμένου, θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας κατά την εγκληματική επιδρομή της 16ης Αυγούστου 1943, δεν παρέλειψε στο τέλος της ομιλίας του να αναφερθεί στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ξεκαθαρίζοντας ότι η πολιτική ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη:

«Η πολιτική ευθύνη εκείνων, οι οποίοι ασκούν την εξουσία που τους έχει ανατεθεί με βάση την λαϊκή ετυμηγορία είναι, εκ φύσεως και εξ ορισμού, αντικειμενική. Άρα οι φορείς της εξουσίας αυτής πρέπει ν’ αναλαμβάνουν, στο ακέραιο, την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί, ενώ δεν νοείται η μετάθεσή της, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε άλλους».

Ο Προκόπης Παυλόπουλος, στην ομιλία του επεσήμανε τους κινδύνους που ελλοχεύουν εξαιτίας της παραβίασης του Συντάγματος και ειδικά του άρθρου 19 που αναφέρεται στο δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών και παράλληλα εκτός από την πολιτική ευθύνη που απέδωσε αποκλειστικά στον πρωθυπουργό, επέκρινε επίσης και τον τρόπο διαχείρισης του μέγα σκανδάλου υπογραμμίζοντας ότι:

«Με απλές λέξεις οι πολιτικοί «ταγοί» για να δικαιώσουν την προαναφερόμενη δημοκρατική τους νομιμοποίηση δεν μπορεί ν’ αρκούνται στην απλή διαχείριση της εξουσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, αλλά οφείλουν ν’ αναδεικνύονται, με θάρρος και συνέπεια και δίχως υπολογισμό του λεγόμενου «πολιτικού κόστους», ασυμβίβαστοι υπερασπιστές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεσμών της.»

_____________________________________________________________________

Ομιλία του Προκόπη Παυλόπουλου στη Τελετή Μνήμης των 317 Μαρτύρων Ηρώων του Κομμένου, Άρτας (16/08/20220

Ακολουθεί το απόσπασμα της ομιλίας-παρέμβασης του Προκόπη Παυλόπουλου στο σκάνδαλο των υποκλοπών.

«Επέλεξα να ολοκληρώσω την ομιλία μου υπενθυμίζοντας την διαχρονική αξία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και το στοιχειώδες χρέος μας να την υπερασπιζόμαστε, όλοι ανεξαιρέτως, εμπράκτως και αδιαλείπτως. Διότι το παρελθόν μας έχει διδάξει ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι Θεσμοί της είναι «εύθραυστα» αγαθά και απαιτείται διαρκής εγρήγορση για την αποτελεσματική θωράκισή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση καίριας σημασίας αναδεικνύεται, και σήμερα, η ρήση του Ηρακλείτου: «Μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὃκωσπερ τείχεος»


Κατά τούτο, συνιστά επίσης στοιχειώδες χρέος μας να διασφαλίζουμε την απαρέγκλιτη τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος στο σύνολό τους, και κυρίως των διατάξεών του εκείνων οι οποίες εγγυώνται την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Βιώνοντας, λοιπόν, σήμερα στον Τόπο μας τους κινδύνους που ελλοχεύουν λόγω της παραβίασης ορισμένων από τα ως άνω Δικαιώματα, κατ’ εξοχήν δε της παραβίασης του κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών εις βάρος πολιτών αλλ’ ακόμη και θεσμικών παραγόντων της πολιτικής και πολιτειακής μας ζωής, αισθάνομαι την υποχρέωση να επισημάνω και τα εξής: 

Η πολιτική ευθύνη εκείνων, οι οποίοι ασκούν την εξουσία που τους έχει ανατεθεί με βάση την λαϊκή ετυμηγορία είναι, εκ φύσεως και εξ ορισμού, αντικειμενική. Άρα οι φορείς της εξουσίας αυτής πρέπει ν’ αναλαμβάνουν, στο ακέραιο, την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί, ενώ δεν νοείται η μετάθεσή της, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε άλλους. Με απλές λέξεις οι πολιτικοί «ταγοί» για να δικαιώσουν την προαναφερόμενη δημοκρατική τους νομιμοποίηση δεν μπορεί ν’ αρκούνται στην απλή διαχείριση της εξουσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, αλλά οφείλουν ν’ αναδεικνύονται, με θάρρος και συνέπεια και δίχως υπολογισμό του λεγόμενου «πολιτικού κόστους», ασυμβίβαστοι υπερασπιστές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεσμών της.».

Προκόπης Παυλόπουλος: «Ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματος κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και η πολυπρισματική σημασία του στην εποχή μιας επώδυνης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης»


Ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματος κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και η πολυπρισματική σημασία του στην εποχή μιας επώδυνης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης

Κύμη, 29.4.2022

Σημεία ομιλίας στην εκδήλωση που οργάνωσε  στην Κύμη Ευβοίας,  για τα 60 χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανικολάου ο Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Ιπποκλής», ο οποίος έχει αποστολή μεταξύ άλλων και την στήριξη των δράσεων του “Ινστιτούτου Γεωργίου Παπανικολάου”.    Στην ομιλία του, με τίτλο «Η αξία του Ανθρώπου κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του  Συντάγματος και η σημασία της στην εποχή μιας επώδυνης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης», ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Πρόλογος

Κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Πρόκειται για θεμελιώδη διάταξη του Συντάγματος, η οποία, θέτοντας τον Άνθρωπο στο επίκεντρο του ρυθμιστικού του πεδίου  -επέκεινα δε της όλης Έννομης Τάξης- καθιερώνει τον εν γένει Ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα, με όλες τις εντεύθεν κανονιστικές και θεσμικές συνέπειες.  Θεωρία και νομολογία συνομολογούν, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της αξίας του Ανθρώπου δεν καθιερώνει δικαίωμα αλλά διαδραματίζει πολύ ευρύτερο ρυθμιστικό ρόλο στο πλαίσιο του συνόλου του Συντάγματος, συνιστώντας γενική ρήτρα, μέσω της οποίας «φωτίζεται» ερμηνευτικώς κάθε άλλη συνταγματική διάταξη.  Τούτο συνάγεται και από την, καθ’ όλα συνειδητή, επιλογή του Συντακτικού Νομοθέτη να θέσει την διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 προ των διατάξεων του Δεύτερου Μέρους περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, κι ακόμη πιο εμφατικά στην αρχή του Συντάγματος, ήτοι στο Α΄ Τμήμα του Πρώτου Μέρους περί βασικών διατάξεων, δηλαδή στο Τμήμα που φέρει τον τίτλο «Μορφή του Πολιτεύματος».

A. Ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματος

Το ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνουν, υπό θεσμικούς αλλά και lato sensu πολιτικούς όρους, τον Ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Συντάγματος οδηγεί, κατ’ ανάγκην - και υπό τους όρους της γραμματικής, τελεολογικής και συστηματικής ερμηνείας του- στην αποδοχή των εξής θέσεων:

1. Όλες οι διατάξεις του Συντάγματος, καθώς και οι εκτελεστικές του διατάξεις, δίχως καμία, απολύτως, εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται και από τις τρεις Εξουσίες -την Νομοθετική, την Εκτελεστική και την Δικαστική- με στόχο την προστασία του Ανθρώπου, ιδίως δε την υπεράσπιση των κάθε είδους δικαιωμάτων του. Μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, όταν το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνει την επιταγή του σεβασμού και της αξίας του Ανθρώπου:

α) Επιβάλλει όχι μόνο την «αμυντική» υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου -ήτοι την αποτροπή της προσβολής της in concreto– αλλά, a fortiori, και τον ενεργό σεβασμό της στην πράξη.  Και μάλιστα με συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία ενεργοποιούνται τόσο περισσότερο, όσο η αξία του Ανθρώπου εκτίθεται σε μεγαλύτερη διακινδύνευση.  Και τέτοια παραδείγματα διακινδύνευσης παρέχουν, κατ’ εξοχήν, από την μια πλευρά η Τεχνολογία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της συμπεριφοράς της Επιστήμης έναντι των γονιδίων.  Και, από την άλλη πλευρά, η Οικονομία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της οφειλόμενης αντίστασης απέναντι στην κάθε μορφής εμπορευματοποίηση του Ανθρώπου.

β) Υπενθυμίζει, προς κάθε κρατικό –υπό την ευρεία του όρου έννοια φυσικά- όργανο ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του Ανθρώπου αποτελούν όχι απλώς υποχρέωση αλλά, ρητώς και αδιαστίκτως, «την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».  Και μόνον η διατύπωση αυτή καθιστά τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου πρώτιστη και, κατά λογική ακολουθία, θεμελιώδη προτεραιότητα για την Πολιτεία και τα όργανά της.

2.  Λόγω της γενικότητας της ρύθμισής του, ειδικότερα δε λόγω της χρησιμοποίησης του όρου «Πολιτεία», αναφορικά με την οριοθέτηση της υποχρέωσης σεβασμού και προστασίας της αξίας του Ανθρώπου, η υποχρέωση αυτή απευθύνεται:

α) Στο Κράτος, εν συνόλω, υπό την έννοια ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει τα κάθε είδους όργανα και των τριών Εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής.

β) Πέραν της «Πολιτικής Κοινωνίας», κατά τ’ ανωτέρω, και στην «Κοινωνία των Πολιτών», δηλαδή σε κάθε μέλος του κοινωνικού συνόλου.

γ) Άρα από την, σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, διευκρίνιση της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και ειδικότερα από την διαπίστωση ότι η αξία –σε αντίστιξη προς την προσωπικότητα κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος-  αφορά, πολύ πέραν του προσώπου, το «Όν» ως βιολογικό οργανισμό, εν γένει, μ’ επίκεντρο την, lato sensu, ζωή του, εκπορεύονται συγκεκριμένες έννομες συνέπειες ιδίως για τον ίδιο τον Άνθρωπο αλλά και για την Πολιτεία.

Β. Οι έννομες συνέπειες ως προς τον φορέα της αξίας του Ανθρώπου

Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, είναι νομικώς ορθότερο -αν όχι πλήρως επιβεβλημένο και κατά το Σύνταγμα- να γίνει δεκτό πως, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης, δεν νοείται θεσμικώς, ούτε καθ’ υποφοράν, δικαίωμα του Ανθρώπου στην ζωή του, ως απόρροια της συνταγματικής κατοχύρωσης της αξίας του.  Εκ του ότι ο φορέας της αξίας του Ανθρώπου δεν έχει, κατά νομική κυριολεξία, δικαίωμα επ’ αυτής και, συνακόλουθα, επί της ζωής του, συνάγονται και τα εξής:

1. Ο Άνθρωπος δεν έχει πλήρη ευχέρεια -ούτε βεβαίως δικαίωμα- παραίτησης  από την υπεράσπιση της αξίας του και της ζωής του.   Όλως αντιθέτως, οφείλει να τις σέβεται και να τις υπερασπίζεται πρωτίστως ο ίδιος, δοθέντος ότι, κατά το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία, αναγνωρίζεται σε αυτόν μόνο δικαίωμα υπεράσπισής τους, τόσο έναντι της Πολιτείας όσο και έναντι των κάθε είδους τρίτων, φυσικών ή νομικών προσώπων.

α) A fortiori, ο Άνθρωπος δεν έχει πλήρη ευχέρεια διάθεσης της ζωής του.  Γεγονός που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίσταται ούτε δικαίωμα ούτε καν αναγνώριση επιλογής της αυτοκτονίας.  Το ότι στην πράξη δεν τιμωρείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, η αυτοκτονία τόσον όταν έχει συντελεσθεί -οπότε δεν θα είχε κανένα νόημα η τιμωρία- όσο και σε περίπτωση απλής απόπειρας, δεν έχει, κατ’ ουδένα τρόπο, την έννοια ότι υφίσταται, e contrario, κάποιο δικαίωμα στην αυτοκτονία.

β) Το αυτό ισχύει, όπως είναι αυτονόητο, και για την εκ μέρους του φορέα της αξίας του Ανθρώπου λήψη απόφασης περί ευθανασίας του.  Και μάλιστα τόσον ως προς τις προς αυτόν επιπτώσεις της νομικής απαξίας της πράξης του, όσο και ως προς τους τρίτους, οι οποίοι τον επικουρούν στην ευθανασία.

γ)  Υπ’ αυτό το πνεύμα ερμηνείας του Συντάγματος και της εκτελεστικής του νομοθεσίας δεν είναι αποδεκτό θεσμικώς και το ενδεχόμενο εκούσιας «διακοπής» των βιολογικών λειτουργιών, με το εντελώς υποθετικό, υπό τα σημερινά δεδομένα, ενδεχόμενο επαναλειτουργίας τους στο μέλλον, κατά τα δεδομένα της Τεχνολογίας, π.χ. με το ενδεχόμενο ενεργοποίησης της μεθόδου της κατάψυξης.

2.  Ως παρακολουθηματική, πλην όμως άκρως ουσιώδης, συνέπεια επέρχεται το ότι δεν υφίσταται και οιαδήποτε δυνατότητα του Ανθρώπου να διαθέτει, κατά πλήρη διακριτική ευχέρεια και αντίστοιχη επιλογή, μέρος του σώματός του, κατ’ εξοχήν δε ζωτικής σημασίας όργανά του.  Έτσι, π.χ.:

α) Ο Άνθρωπος δεν νομιμοποιείται, κατ’ ουδένα τρόπο, να διαθέτει εν ζωή μέρη του σώματός του, όταν η διάθεση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε βέβαιο θάνατο -όπως συμβαίνει με την διάθεση ζωτικών του οργάνων- ή ακόμη και σε σοβαρή διακινδύνευση της ζωής του.

β) Πολλώ μάλλον αυτό ισχύει στην περίπτωση, κατά την οποία μια τέτοια διάθεση θα είχε ως σκοπό την αποκόμιση κέρδους, ήτοι την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος.  Και σε αυτή την περίπτωση νοείται θεσμικώς κύρωση, η οποία δεν αφορά μόνο τον τρίτο, λήπτη του οργάνου του δότη, αλλά και τον ίδιο τον δότη, αν βρίσκεται ακόμη εν ζωή.

3.  Είναι, φυσικά, εντελώς διαφορετικό -και πλήρως σύμφωνο με τα όσα εκτέθηκαν σχετικά με τη νομική έννοια της αξίας του Ανθρώπου- το αν και κατά πόσον ο Άνθρωπος έχει την δυνατότητα να γίνει δότης οργάνων, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαμορφώνει η Έννομη Τάξη, με πλήρη σεβασμό του Συντάγματος.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της αξίας του Ανθρώπου επιτρέπει, πάντα με βάση τις ρυθμίσεις των ισχυόντων κανόνων δικαίου:

α) Το να καταστεί κάποιος εν ζωή δότης οργάνων μετά θάνατον.  Το αυτό ισχύει και για την δυνατότητα των οικείων του να δωρίσουν τα όργανα του θανόντος προς τρίτους.

β) Το να καταστεί κάποιος εν ζωή δότης οργάνων προς οικείους του ή ακόμη και τρίτους, εφόσον βεβαίως αφενός δεν υφίσταται μεγάλη διακινδύνευση της ζωής του και, αφετέρου,   αυτή η πρωτοβουλία του ουδόλως έχει, αμέσως ή εμμέσως, σχέση με οιασδήποτε μορφής οικονομική ή άλλη συναφή συναλλαγή, η οποία θα παραβίαζε, αμέσως ή εμμέσως, την προαναφερθείσα γενική αρχή της απαγόρευσης της εμπορευματοποίησης του σώματός του.

Γ. Οι έννομες συνέπειες ως προς την Πολιτεία

Πρέπει, εξ αρχής, να επισημανθεί ότι οι έννομες συνέπειες της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου αφορούν πρωτίστως την Πολιτεία -με την έννοια της σύνθεσης και των τριών Εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής- όπως προκύπτει ευθέως από το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος οι οποίες, όπως τονίσθηκε προηγουμένως, καθιστούν τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου «την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».

1.  Υπό το φως των προμνημονευόμενων διαπιστώσεων, καθίσταται σαφές ότι οι ερμηνευτικές αυτές αρχές απευθύνονται στην Πολιτεία και στα όργανά της ιδίως όταν θεσμοθετεί μέτρα που θα μπορούσαν να θίξουν την αξία του Ανθρώπου και, κατ’ εξοχήν, την ανθρώπινη ζωή λόγω των ανεξέλεγκτων τάσεων της Οικονομίας και της Τεχνολογίας.  Αυτονοήτως, τούτο δε ισχύει ως προς την λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή για την υγεία ασθενών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της ερμηνευτικής δήλωσης υπό το άρθρο 5 παρ. 4  του Συντάγματος. Ειδικότερα:

α) Η Πολιτεία οφείλει να θεσμοθετεί τις κάθε είδους εγγυήσεις ώστε ν’ αποκλείεται, εντελώς, η προσβολή της αξίας του Ανθρώπου και της ζωής του από δράσεις που καταλήγουν σε κάθε μορφής εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος.  Τούτο αφορά κυρίως -και όχι βεβαίως αποκλειστικώς- το πεδίο των μεταμοσχεύσεων και την ρύθμιση του νομικού καθεστώτος των δοτών οργάνων.

β) Η Πολιτεία οφείλει ν’ απαγορεύει την καθιέρωση επιστημονικών πρακτικών, οι οποίες πλήττουν την μοναδικότητα του Ανθρώπου, ιδίως μέσω της αλλοίωσης της γενετικής του ταυτότητας, δοθέντος ότι η μοναδικότητα βρίσκεται, κυριολεκτικώς, στον πυρήνα της αξίας του Ανθρώπου. Επέκεινα, η Πολιτεία οφείλει να θεσμοθετεί:

β1) Αυστηρούς περιορισμούς ως προς την αξιοποίηση της γενετικής τεχνολογίας, προς την κατεύθυνση επέμβασης στην δομή και στην λειτουργία του ανθρώπινου γονιδιώματος,  στον βαθμό που θα μπορούσε να επηρεάσει την κατά τ’ ανωτέρω μοναδικότητα του Ανθρώπου.  Εδώ τίθεται το μείζον ζήτημα της άνευ όρων και προϋποθέσεων απαγόρευσης της κλωνοποίησης, αφού η μέθοδος αυτή οδηγεί σε προαποφασισμένη και προδιαγεγραμμένη δημιουργία απολύτως όμοιων ανθρώπων, αναιρώντας έτσι την μοναδικότητα καθενός τους και προσβάλλοντας ευθέως την ιδιαίτερη αξία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.

β2) Αυστηρούς περιορισμούς ως προς την χρησιμοποίηση της μεθόδου των αμβλώσεων.  Με την έννοια, ότι η μέθοδος αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή μόνον όταν δεν θίγει την αξία και την ζωή του Ανθρώπου αλλά, όλως αντιθέτως, αποβαίνει, με στέρεη επιστημονική τεκμηρίωση, μέσο προστασίας τους.

2.  Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο ζήτημα του συνταγματικώς επιβεβλημένου τρόπου θεσμικής αντιμετώπισης του προβλήματος της ευθανασίας, σε συνδυασμό με το γενικότερο ζήτημα του τρόπου, με τον οποίο η Πολιτεία οφείλει, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, να συμπαρασταθεί στον βαρέως πάσχοντα Άνθρωπο, κυρίως κατά το τελευταίο στάδιο της ασθενείας του.

α) Υπό το πρίσμα της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωσή της για τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν κατά το Σύνταγμα από την θεσμική κατοχύρωση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η Πολιτεία έχει χρέος να διασφαλίσει στον βαρέως πάσχοντα -και ιδίως σ’ εκείνον που βρίσκεται σε μειονεκτική κοινωνική και οικονομική κατάσταση- συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης και νοσηλείας ως το τέλος της ζωής του.  Προς τούτο είναι ανάγκη η Πολιτεία, υπό όρους συνταγματικώς κατοχυρωμένης υποχρέωσης, ν’ αναπτύσσει, παραλλήλως με τις κλασικές νοσοκομειακές δομές, και ανάλογες υποστηρικτικές δομές για τον πάσχοντα, οι οποίες πρέπει να οργανώνονται και να λειτουργούν ως δομές «παρηγορητικής υποστήριξης».

β) Τέλος, τίθεται το ζήτημα του ποιες πρέπει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, να είναι οι πρόνοιες της Έννομης Τάξης ως προς τον τρόπο, με τον οποίο η Πολιτεία αλλά και η Ιατρική Επιστήμη οφείλουν να συμπαρασταθούν στον βαρέως πάσχοντα, που έχει φθάσει πλέον στο τελευταίο στάδιο της ασθενείας του και δεν υφίσταται, επιστημονικώς, πιθανότητα αποφυγής του θανάτου.  Σε αυτή την περίπτωση, και προκειμένου ο πάσχων να μην υποφέρει υπό όρους που αναιρούν την αξία του και την αξιοπρέπειά του, είναι  όχι μόνο νοητή αλλά μάλλον επιβεβλημένη, συνταγματικώς και ηθικώς, η θεσμοθέτηση της κατάλληλης μεθόδου καταστολής.  Πρόκειται για την λεγόμενη «παρηγορητική καταστολή» ως την επέλευση του θανάτου η οποία, στο πλαίσιο του γαλλικής Ιατρικής και Νομικής Επιστήμης, αποκαλείται «sédation à long terme» ή  «sédation terminale».

Δ. Οι έννομες συνέπειες ως προς τους τρίτους

Τα όσα ήδη εκτέθηκαν, ως προς τις κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρεώσεις τόσο του ίδιου του φορέα όσο και της Πολιτείας αναφορικά με τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου, προσδιορίζουν με σχετική ευχέρεια και τις υποχρεώσεις των τρίτων προς την ίδια κατεύθυνση.

1. Πριν από κάθε άλλη προσέγγιση εν προκειμένω πρέπει να σημειωθεί -και πάλι όχι μόνο σε νομικό επίπεδο αλλά και σ’ επίπεδο ηθικής- ότι οι συνταγματικές ρυθμίσεις για την αξία του Ανθρώπου και για το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου επιβάλλουν στους τρίτους, και ιδίως προς εκείνους που έχουν τα μέσα, να δείξουν κυρίως προς τον βαρέως πάσχοντα συνάνθρωπο την Αλληλεγγύη τους.  Και εδώ τίθεται μ’ επίταση το ζήτημα της συμπόρευσης Πολιτείας και τρίτων στην ανέγερση των δομών παρηγορητικής στήριξης, για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως.  Η θέση αυτή συνάδει πλήρως και προς το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την οποία: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».

2. Κατά τα λοιπά, το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιστά, έναντι των τρίτων, επιβεβλημένη την απαγόρευση -άρα και την αντίστοιχη καθιέρωση αδικοπραξίας ή και εγκλήματος όταν παραβιάζεται η απαγόρευση αυτή- μεταξύ άλλων και των εξής συμπεριφορών:

α) Της συμμετοχής, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην αυτοκτονία.

β) Της σύμπραξης, και πάλι καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην πρακτική της ευθανασίας.

γ) Της εκδήλωσης στην πράξη οιασδήποτε μορφής συναλλαγών σχετικών  με μεταμοσχεύσεις -π.χ. με δωρεές οργάνων- οι οποίες έχουν, έστω και εμμέσως, σχέση με οικονομικά ανταλλάγματα και, έτσι, καταλήγουν να εξωθούν π.χ. τον δότη ή τους οικείους του ή άλλους τρίτους μεσάζοντες σε νομικώς και ηθικώς πλήρως απαξιωμένες πρακτικές εμπορευματοποίησης του σώματος.

Επίλογος

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο Συντακτικός Νομοθέτης, επικουρούμενος και από τις πολύ μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες της Γλώσσας μας, κάθε άλλο παρά τυχαία κατέληξε στην έννοια της «αξίας» - και όχι στην διεθνώς καθιερωμένη έννοια της «αξιοπρέπειας»- στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος.  Όπως άκρως συνειδητή και συμβολική πρέπει να θεωρηθεί και η επιλογή του να θέσει την άνω διάταξη στο Α΄ Τμήμα του Πρώτου Μέρους τους Συντάγματος.  Τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά πρέπει ν’ αξιοποιούνται, στο ακέραιο, από τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή των συνταγματικών εν γένει ρυθμίσεων, κατ’ εξοχήν σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μια βαθιά και, συνακόλουθα, επώδυνη κοινωνική και οικονομική κρίση.