Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προκόπης Παυλόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προκόπης Παυλόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προκόπης Παυλόπουλος: Οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού

 

     Η ομιλία του τέως Πρόεδρου της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκού και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Προκόπη Παυλόπουλο με θέμα: «Οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο».    


Σε ομιλία του, κατά την εκδήλωση επίσημης διαμαρτυρίας προς την Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα πενήντα χρόνια τουρκικής κατοχής μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Προκόπης Παυλόπουλος ανέπτυξε το θέμα: «Οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο». Στο πλαίσιο της ομιλίας του επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Τους τελευταίους ιδίως μήνες, και παρά την συνεχιζόμενη -ή και εντεινόμενη ενίοτε- προκλητική αδιαλλαξία της Τουρκίας, γίνεται και πάλι λόγος για την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχύτερης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος. Κάτι το οποίο, όπως προκύπτει και από σχετικές πρόσφατες δηλώσεις, αποδέχονται οι Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου -αποφασισμένες μάλιστα να κινηθούν εν προκειμένω με τον απαιτούμενο «ρεαλισμό» μπροστά στον «άτεγκτο» έως απροκαλύπτως κυνικό κόσμο των Διεθνών Σχέσεων- ενώ «ωθούν» προς την ως άνω κατεύθυνση τόσον ο ΟΗΕ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι έχουν «βιώσει» και έχουν επανειλημμένως καταδικάσει, δυστυχώς όμως χωρίς την απαιτούμενη αυστηρότητα και μάλιστα δίχως ίχνος αποτελεσματικών κυρώσεων, την όλη τουρκική στάση μετά το 1974.

Α. Η τακτική αυτή των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου πρέπει ν’ αξιολογηθεί ως κατ’ αρχήν ορθή, αφού η «μη λύση» του Κυπριακού Ζητήματος όχι μόνο δεν συνιστά «λύση» του, αλλά καθιστά ολοένα και πιο επισφαλή -κατ’ επιεική δε θεώρηση- την κατάσταση που δημιούργησε η πάνω από πενήντα χρόνια κατοχή του ενός τρίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, ύστερα από την βάρβαρη εισβολή της στην Μαρτυρική Κύπρο το 1974. Πλην όμως, και όπως είναι ευνόητο, η επίτευξη λύσης του Κυπριακού Ζητήματος είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον είναι δίκαιη και βιώσιμη. Γεγονός που σημαίνει περαιτέρω ότι η λύση αυτή είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον υπηρετεί, τουλάχιστον ως προς τα σχετικά βασικά ρυθμιστικά της στοιχεία, «αξιοπρεπώς» -και όχι κατ’ επίφαση, υπό το κράτος απαράδεκτων συμβιβασμών ή και εκβιασμών από συγκεκριμένες πλευρές- την Διεθνή Νομιμότητα και την Ευρωπαϊκή Νομιμότητα αλλά και την «βιωσιμότητα» της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, κυρίως δε ως πλήρους Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Διότι το αντίθετο οδηγεί, αναποδράστως, σ’ επικίνδυνες ατραπούς ακόμη πιο επώδυνης θεσμικής και πολιτικής αποδυνάμωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα τούτο απαιτεί τόσο «επιμελέστερη» προετοιμασία, με την ανάλογη προσοχή και προνοητικότητα, όσο η Τουρκία έχει καταστήσει -με περισσό θράσος που, δυστυχώς, το ενισχύει η προεκτεθείσα θλιβερή Διεθνής, ακόμη και Ευρωπαϊκή σε ορισμένες περιπτώσεις, ανοχή προς αυτή- σαφές πως ως αρχή «λύσης» του Κυπριακού Ζητήματος δεν αποδέχεται, κατ’ ουδένα τρόπο, το στοιχειώδες κατά το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, πρότυπο του Ομοσπονδιακού Κράτους. Και κάνει λόγο, ευθέως, για δύο Κράτη, ή το πολύ για έναν τύπο Συνομοσπονδιακού Κράτους στην βάση μιας εξαιρετικά χαλαρής συνομοσπονδίας, η οποία μάλιστα δεν ανταποκρίνεται καν στα δεδομένα μιας πραγματικής διζωνικής-δικοινοτικής κρατικής και πολιτειακής οντότητας.

Β. Υπό το πνεύμα αυτό είναι προφανές πως δεν μπορεί -ορθότερα δε δεν είναι επιτρεπτό- ν’ αρχίσει οιαδήποτε συζήτηση για το Κυπριακό Ζήτημα, αν προηγουμένως η Τουρκία δεν αφήσει κατά μέρος τέτοιες παράλογες και προκλητικώς μαξιμαλιστικές θέσεις και προτάσεις, πλήρως αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Αν γίνει, από Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς, το λάθος να υποτιμηθεί ο κίνδυνος της έναρξης διαλόγου για το Κυπριακό Ζήτημα δίχως μιαν ουσιώδη υποχώρηση της Τουρκίας από τις κατά τ’ ανωτέρω ακραίες θέσεις της, τότε ο «διάλογος» με την τουρκική πλευρά μας οδηγεί στην διακινδύνευση να υποχωρήσουμε μοιραίως εμείς, έστω και κατά ένα μέρος, στους απαράδεκτους τουρκικούς εκβιασμούς και στο ενδεχόμενο πλήρους ευτελισμού του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου σε ό,τι αφορά το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπροσθέτως, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι πάντοτε η «προσφιλής» τακτική της Τουρκίας όταν επιχειρεί να προωθήσει και τις πιο αδιανόητες «διεκδικήσεις» της έναντι του Ελληνισμού εν γένει, στηριζόμενη με πρόδηλο διεθνές θράσος στην παγίωση των «τετελεσμένων» εφόσον διαπιστώσει τάσεις δισταγμών, ανοχής και υποχωρητικότητας από τις Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου. Και κατά τούτο πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νου ότι στις σχέσεις μας με την Τουρκία, ακόμη και όταν αυτή δείχνει προς εμάς «αγαθές προθέσεις», ισχύει στο ακέραιο το «timeo Danaos et dona ferentes». Το ίδιο δε ισχύει –ή πρέπει να ισχύει- προφανώς και για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με δεδομένο ότι έχουν βιώσει και υποστεί, σε σειρά περιπτώσεων κατά το απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν, την ιταμή στάση της Τουρκίας αναφορικά με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Ι. Τα κανονιστικά δεδομένα του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου

Όπως λοιπόν συνάγεται ευχερώς από τα προεκτεθέντα, ασφαλείς «δείκτες πορείας» για την δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος είναι, και μάλιστα αποκλειστικώς, πρώτον, το Διεθνές Δίκαιο. Kαι, δεύτερον, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Mε την πρόσθετη επισήμανση ότι το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως οντότητα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, είναι πλήρες μέλος της Διεθνούς Κοινότητας, αρχής γενομένης από τον ΟΗΕ.

Α. Το Διεθνές Δίκαιο

Το Διεθνές Δίκαιο προσδιορίζει τις κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος με πλειάδα ρυθμίσεων.
  • Στις ρυθμίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται, οπωσδήποτε, και τα κάθε είδους κανονιστικού περιεχομένου Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία είναι, και μάλιστα κατ’ επανάληψη και ποικιλοτρόπως, απεριφράστως καταδικαστικά για την Τουρκία ήδη από το 1974, όταν και συντελέσθηκε η βάρβαρη εισβολή στην Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπενθυμίζεται, ότι τα πιο κρίσιμα εν προκειμένω Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας υπήρξαν -και παραμένουν- προεχόντως τα εξής:
α) Πριν απ’ όλα το αρχικό, βασικό, Ψήφισμα της 20.7.1974 αρ. 353/1974, για την απερίφραστη καταδίκη της τουρκικής εισβολής και για την έκκληση-απόφαση πλήρους σεβασμού της Ανεξαρτησίας, της Κυριαρχίας και της Εδαφικής Ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Ψήφισμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και συμπληρώθηκε επί το αυστηρότερο -ιδίως λόγω της συνέχισης και επέκτασης της τουρκικής εισβολής το 1974, της επίδειξης προκλητικής αδιαλλαξίας εκ μέρους της Τουρκίας και της από ανθρωπιστική έποψη θλιβερής κατάστασης των προσφύγων- με τα διαδοχικά Ψηφίσματα της 23.7.1974, αρ. 354/1974, 1.8.1974, αρ. 355/1974, 14.8.1974, αρ. 357/1974, 15.8.1974, αρ. 358/1974, 15.8.1974, αρ. 359/1974, 16.8.1974, αρ. 360/1974, 30.8.1974, αρ. 361/1974 και 13.12.1974, αρ. 364/1974.

β) Και ύστερα το, καθοριστικής σημασίας για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά τρόπο σύμφωνο με το Διεθνές Δίκαιο, Ψήφισμα της 12.3.1975 αρ. 367/1975, με το οποίο καταδικάσθηκε, επίσης απεριφράστως, και θεωρήθηκε παντελώς ανυπόστατη η μονομερής, από πλευράς Τουρκίας, απόφαση της 13.2.1975 για την δημιουργία του διεθνώς πλήρως απομονωμένου έκτοτε ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Σημειωτέον, ότι το ως άνω Ψήφισμα συμπληρώθηκε, ειδικώς ως προς τους κατά το Διεθνές Δίκαιο επιβεβλημένους όρους επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, με τα Ψηφίσματα της 18.11.1983, αρ. 541/1983, 11.5.1984, αρ. 550/1984, 12.3.1990, αρ. 649/1990, 10.4.1992, αρ. 750/1992, 25.11.1992, αρ. 789/1992 και 29.6.1999, αρ. 1251/1999. Συγκεκριμένα δε με τα τελευταία αυτά Ψηφίσματα έγινε -και έκτοτε γίνεται παγίως- δεκτό ότι η σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο λύση του Κυπριακού Ζητήματος προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστο, πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να είναι, δίχως άλλους όρους και προϋποθέσεις, Ανεξάρτητο Κράτος, με μία και μόνη Κυριαρχία, μία και μόνη Διεθνή Προσωπικότητα και μία και μόνη Ιθαγένεια, οργανωμένο πολιτειακώς υπό την μορφή Δικοινοτικής και Διζωνικής Ομοσπονδίας -άρα αποκλειομένου, οιονεί εξ ορισμού, του Συνομοσπονδιακού Κράτους- ενώ συνακόλουθα απορρίπτεται, και μάλιστα κατηγορηματικώς, κάθε «προοπτική» διχοτόμησης ή απόσχισης.
  • Περαιτέρω, για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος βαρύνουσα είναι η σημασία των ρυθμίσεων της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Κυρίως δε των ρυθμίσεών της αναφορικά με την stricto sensu Κυριαρχία και με τα επιμέρους Κυριαρχικά Δικαιώματα των Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ.

α) Σύμβασης, η οποία καταρτίσθηκε το 1982 -ως «Σύμβαση του Montego Bay»- και άρχισε να ισχύει από το 1994. Και Σύμβασης στην οποία έχει προσχωρήσει αυτοτελώς -ήτοι ως νομικό πρόσωπο πέραν των νομικών προσώπων των Κρατών-Μελών της- η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1998. Γεγονός που σημαίνει πως η Σύμβαση αυτή αποτελεί έκτοτε και αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, το οποίο αυτονοήτως δεσμεύει πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλα τα Κράτη-Μέλη της. Πρέπει δε να δεσμεύει, σύμφωνα με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993 και της Μαδρίτης του 1995 όπως διαρκώς επικαιροποιούνται, και τα υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Κράτη, όπως π.χ. η Τουρκία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 και 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

β) Ανεξαρτήτως τούτου, και σύμφωνα με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η προμνημονευόμενη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας δεσμεύει και Κράτη, τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτή -όπως και η Τουρκία- διότι, λόγω του ότι εν πάση περιπτώσει έχει προσχωρήσει σε αυτή ικανός αριθμός Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεσμευτικούς οιονεί erga omnes. Δηλαδή ακόμη και για τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας που δεν την έχουν γραπτώς αποδεχθεί. Αυτό ισχύει τόσο περισσότερο για την Τουρκία όσο, καθώς η αντιφατική και προκλητική εξωτερική πολιτική της το αποδεικνύει, αποδέχεται την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας «κατά το δοκούν», όπως προκύπτει προδήλως και από την υπογραφή μεταξύ αυτής και της τότε φερόμενης ως Κυβέρνησης της Λιβύης του νομικώς παντελώς ανυπόστατου «τουρκολιβυκού μνημονίου», του 2019. Επισημαίνεται -προκειμένου να το προβάλλουμε αδιαλείπτως διεθνώς, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν συμβαίνει με την απαιτούμενη σταθερότητα και «καθαρότητα»- ότι το νομικώς παντελώς ανυπόστατο του «τουρκολιβυκού μνημονίου» έχει ρητώς αποδεχθεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την σαφή απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2019. Η δε «πρωτοκόλληση» του «μνημονίου» τούτου από τον ΟΗΕ το 2020 ουδένα νομικό κύρος προσθέτει ή διασφαλίζει σε αυτό αφού, όπως έχει αποδείξει η σχετική πρακτική τέτοιων «πρωτοκολλήσεων» διεθνών κειμένων, πρόκειται για καθαρώς τυπική διαδικασία που ουδόλως σχετίζεται με την αναγνώριση της «κανονιστικής δυναμικής» των ποικιλόμορφων ως άνω κειμένων.

Β. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Πολύ περισσότερο βαρύνουσα όμως για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος είναι η σημασία και η επιρροή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και τούτο διότι, όπως ήδη τονίσθηκε, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Κατά τούτο δεν νοείται δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος αν αυτή δεν είναι πλήρως σύμφωνη με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτίστως δε με τις θεμελιώδεις θεσμικές συντεταγμένες του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατ’ εξοχήν μέσω της θεμελιώδους για την θεσμική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), θέτει τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως προς την νομική και θεσμική υπόσταση ενός Κράτους, προκειμένου να είναι σε θέση ν’ αποτελέσει, με την απαραίτητη αποτελεσματικότητα και διάρκεια, Κράτος-Μέλος της. Δηλαδή έτσι ώστε η συμμετοχή του στο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα να μην υπονομεύει, de jure και de facto, την θεσμική και πολιτική συνοχή και προοπτική του, αρχής γενομένης από την συνεχή και αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη όλων, ανεξαιρέτως, των κανόνων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

  • Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1-12 της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχει μία και μόνη Νομική Προσωπικότητα διεθνώς. Αυτό προκύπτει π.χ. κυρίως από τις διατάξεις του άρθρου 5 της ΣΕΕ, ως προς τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της. Καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 της ΣΕΕ, ως προς την εκπροσώπηση του Κράτους-Μέλους στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Διότι, όπως είναι ευνόητο, ένας τέτοιος καταμερισμός αρμοδιοτήτων καθώς και μια τέτοια εκπροσώπηση προϋποθέτουν Κράτος-Μέλος, το οποίο είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί πλήρως ως προς όλα αυτά τα κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθήκοντα κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη και αποτελεσματική «απορρόφηση» του συνόλου του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
  • Από την προμνημονευόμενη προϋπόθεση της μίας και μόνης Νομικής Προσωπικότητας διεθνώς απορρέει, αυτοθρόως, και η προϋπόθεση της μίας και μόνης Ιθαγένειας. Πολλώ μάλλον όταν διεθνώς δεν υφίσταται παράδειγμα Κράτους με μία νομική προσωπικότητα διεθνώς που αναγνωρίζει εντός αυτού περισσότερες της μίας ιθαγένειες. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το γεγονός ότι η αναγνώριση περισσότερων της μίας ιθαγενειών «ανοίγει», και δη «διάπλατα», τον δρόμο για την αναγνώριση και περισσότερων του ενός Κρατών ή και για την επιβολή ενός πολιτειακού καθεστώτος χαλαρής συνομοσπονδίας. Καθεστώτος το οποίο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, δεν μπορεί να ισχύσει για την Κυπριακή Δημοκρατία κατά το Διεθνές Δίκαιο, και κατ’ εξοχήν κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
  • Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι Κυρίαρχο, όπως συνάγεται ευχερώς ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ. Τα ουσιώδη συστατικά στοιχεία («essentialia negotii») της εσωτερικής και της εξωτερικής Κυριαρχίας ενός Κράτους -κατά βάση ως της ικανότητας της αυτοδύναμης επιβολής της εξουσίας του χωρίς να περιορίζεται από άλλη βούληση- είναι κοινώς γνωστά με βάση τους κανόνες του Συνταγματικού Δικαίου διεθνώς. Επομένως, στο σημείο αυτό αρκεί η ειδικότερη αναφορά στις προϋποθέσεις που καθιερώνουν οι ως άνω ρυθμίσεις της ΣΕΕ:

α) Κατά πρώτο λόγο το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές της ΣΕΕ, πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει τις θεμελιώδεις λειτουργίες του. Ιδίως δε την διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, την διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης και την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας. Αφού στην αντίθετη περίπτωση η Κυριαρχία καθίσταται, άνευ άλλου τινός, «γράμμα κενό περιεχομένου» intra και extra muros. Κάτι το οποίο καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους-Μέλους και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συνακόλουθα δε «υπονομευτική» για την δομή και την λειτουργία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β) Άρα Κράτος ικανό ν’ ασκήσει, στο ακέραιο, τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματα της stricto sensu Κυριαρχίας του καθώς και όλα τα εντεύθεν επιμέρους Κυριαρχικά του Δικαιώματα. Πρόκειται, προεχόντως, για το προμνημονευόμενο Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την σχετική Σύμβαση του ΟΗΕ (UNCLOS) -«Σύμβαση του Montego Bay», του 1982- η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ισχύει από το 1994.

γ)
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει από την μια πλευρά τον θεσμικό πυρήνα της stricto sensu Κυριαρχίας του κάθε Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, η οποία ασκείται πλήρως πέραν της Ηπειρωτικής Επικράτειας και στα Χωρικά Ύδατα ή Χωρική Θάλασσα -δηλαδή στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη- πρωτίστως κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 επ. της Σύμβασης αυτής του ΟΗΕ. Και, από την άλλη πλευρά, τον θεσμικό πυρήνα της lato sensu Κυριαρχίας, η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα επιμέρους αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο Κυριαρχικά Δικαιώματα κάθε Κράτους. Κατά βάση δε τα Κυριαρχικά Δικαιώματα τα σχετικά με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 επ. της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και με την Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 επ. της ίδιας Σύμβασης.

  • Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται στην βάση των θεσμικοπολιτικών «συντεταγμένων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αφού κατά το άρθρο 10 παρ.1 της ΣΕΕ η όλη δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν νοείται και Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο δεν στηρίζεται, ουσιαστικώς και στην πράξη, στο όλο θεσμικοπολιτικό πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τούτο επιβάλλει, συνακόλουθα, εκ μέρους του Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α) Πλήρη σεβασμό της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και των βασικών θεσμικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 2 της ΣΕΕ. Και ως προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών διευκρινίζεται ότι αυτή, μεταξύ άλλων, αφενός επιτρέπει την «διασταύρωσή» τους μόνο στο μέτρο που το προβλέπει με τους ειδικότερους επιμέρους κανόνες δικαίου το δημοκρατικώς θεσπισμένο Σύνταγμα. Και, αφετέρου, δεν ανέχεται «εκπτώσεις» κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την λειτουργία του κυρωτικού μηχανισμού της Δικαστικής Εξουσίας, υπό το καθεστώς των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών που την στελεχώνουν. Ως προς δε το Κράτος Δικαίου, είναι προφανές ότι το θεσμικό του «οπλοστάσιο» επιβάλλει, οπωσδήποτε, και την ύπαρξη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών για κάθε παραβίαση της Αρχής της Νομιμότητας από τα κρατικά όργανα, με «προεξάρχοντα» τον κατά τ’ ανωτέρω μηχανισμό της Δικαστικής Εξουσίας.

β) Και πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και πάλι συμβαίνει άλλωστε και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 2 και του άρθρου 6 της ΣΕΕ. Ας σημειωθεί, ότι μια τέτοια προϋπόθεση είναι τόσο περισσότερο «συνυφασμένη» με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όσο κατά την ιστορική της διαδρομή αυτή εμπεδώθηκε, από θεσμική και πολιτική έποψη, ως «καθεστώς» εγγύησης της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις -και προεχόντως υπό την έκφανση της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- σύμφωνα με την εξίσου θεμελιώδη για το σύγχρονο δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος Δημοκρατική Αρχή. 

  • Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνει στο ακέραιο και όλες τις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεις του. Ιδίως δε την «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, ως προς το σύνολο των κανονιστικών του συντεταγμένων. Με βάση δε το κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κράτος Δικαίου, κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων αυτών εκ μέρους του Κράτους-Μέλους, όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7 της ΣΕΕ.
  • Από τ’ ανωτέρω συνάγεται και ότι το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται με βάση μία και ενιαία δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη.

α) Έννομη Τάξη «επικεφαλής» της οποίας είναι το Εθνικό Σύνταγμα, ως «εμβληματική» εγγύηση της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

β)
Όπως είναι προφανές, μόνον υπ’ αυτή την προϋπόθεση της ιεραρχικώς δομημένης και δημοκρατικώς νομιμοποιημένης Έννομης Τάξης είναι εφικτό να γίνουν πλήρως σεβαστές στην πράξη οι εγγυήσεις αποτελεσματικής εφαρμογής των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Επέκεινα δε και οι εγγυήσεις «αγαστής» συνύπαρξής της με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη και, κατά λογική νομική ακολουθία, οι εγγυήσεις ομαλής και αδιάλειπτης «απορρόφησης» από αυτή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου στο σύνολό του, όπως ήδη επεξηγήθηκε.

  • Στις ως άνω προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος πρέπει να προστεθούν και οι εξής δύο οι οποίες απορρέουν, και αυτές, αμέσως ή εμμέσως από το Διεθνές Δίκαιο και από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο:

α) Στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κυρίαρχου Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να ισχύουν εγγυήσεις κάθε είδους τρίτων Κρατών ούτε να υπάρχουν στο έδαφός της στρατεύματα κατοχής. Το παράδειγμα της οριστικής ενοποίησης της Γερμανίας, ως «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», το 1990 μόνον ύστερα από την αποχώρηση και του τελευταίου σοβιετικού στρατιώτη τεκμηριώνει πλήρως την βασιμότητα της προϋπόθεσης αυτής, και κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

β)
Από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει ν’ αποχωρήσουν σταδιακώς και όλοι οι έποικοι που «εγκατέστησε» εκεί η Τουρκία. Και να επανέλθουν στις εστίες τους οι νόμιμοι, κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά την νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κύριοι των κατεχόμενων από τους έποικους ακινήτων.

ΙΙ. Η εντός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανονιστική ανεπάρκεια του προτύπου του Συνομοσπονδιακού Κράτους κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Στις προμνημονευόμενες προϋποθέσεις του Διεθνούς Δικαίου, και κατά κύριο λόγο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, μπορεί ν’ ανταποκριθεί ένα Κράτος μόνον εφόσον εμφανίζεται ως ενιαίο ή έχει τα χαρακτηριστικά το πολύ ενός σύγχρονου ομοσπονδιακού προτύπου. Ως προς δε το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, η ίδια η εμπειρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το αποδεικνύει, π.χ. με την άκρως αντιπροσωπευτική περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, «υποδειγματικού» θεσμικώς Κράτους-Μέλους με αμιγή ομοσπονδιακή δομή. Ειδικότερα, δεν νοείται Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνομοσπονδιακή πολιτειακή μορφή και δομή -η οποία ούτως ή άλλως έχει σχεδόν εκλείψει διεθνώς, διότι κατ’ ουσία δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί ούτε καν στις βασικές προϋποθέσεις του σύγχρονου Διεθνούς Δικαίου ως προς τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ- αφού ένα τέτοιο Κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει στοιχειώδεις υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα δεδομένα της Έννομης Τάξης της, όπως προκύπτει ιδίως από το ότι:

Α. Η απουσία ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας

Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν διαθέτει μία και ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, αλλά τόσες επιμέρους νομικές προσωπικότητες διεθνώς όσα τα συνομόσπονδα κράτη που το συνθέτουν. 

  • Άρα υπάρχουν τεράστιες δυσχέρειες έως πλήρης αδυναμία σταθερής εκπροσώπησής του και, επομένως, πλήρους συμμετοχής του στον ΟΗΕ και σε Διεθνείς Οργανισμούς εν γένει. Και κυρίως σε Οργανισμό με την θεσμικοπολιτική διεθνή ιδιαιτερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι υπό το ιδιόμορφο θεσμικό καθεστώς του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν θα ήταν δυνατό, με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, να γίνει ως προς αυτό λόγος για ένα και μόνο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά για περισσότερα, σαφώς ιδιόμορφα, Κράτη-Μέλη της, όπως άλλωστε έχει καταδείξει και η διεθνής πρακτική, και αυτή μόνο στο απώτερο παρελθόν. Φαινόμενο το οποίο είναι καταφανώς ασύμβατο με την όλη θεσμική και κανονιστική ιδιοσυστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Έννομης Τάξης της. 
  • Καθίσταται λοιπόν επιπροσθέτως προφανές και ότι για ν’ αποτελέσει ένα Συνομοσπονδιακό Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έπρεπε να μεταβληθεί εκ βάθρων αυτό τούτο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Γεγονός το οποίο, βεβαίως, θα συνεπαγόταν και πλήρη αλλοίωση της όλης θεσμικοπολιτικής φυσιογνωμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αδιανόητη, επίσης θεσμικοπολιτική, υπονόμευση της πορείας της και της γενικότερης προοπτικής της στο άμεσο και απώτερο μέλλον, σε ό,τι αφορά την δικαίωση της ίδρυσής της και την ολοκληρωμένη επιτέλεση του ρόλου της τόσο έναντι των Κρατών-Μελών της όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά τούτο ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν διατεθειμένη να προβεί σε τέτοιες, οπωσδήποτε «διαλυτικές» για την δομή και λειτουργία της, θεσμικές «μετατροπές», έτσι ώστε να μπορεί να «φιλοξενήσει» στους κόλπους της ως Μέλη και Κράτη με συνομοσπονδιακή πολιτειακή οντότητα.

Β. Η έλλειψη της μίας και μόνης επικράτειας και ιθαγένειας

Κατά το μέτρο δε που μια συνομοσπονδιακή κρατική οντότητα συνιστά στην ουσία μια «τεχνητή» και εντελώς ατελή «συγκόλληση» επιμέρους κυρίαρχων Κρατών, στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν νοείται μία μόνον επικράτεια, αλλά τόσες όσα και τα συνομόσπονδα κράτη. Όπως επίσης στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν υφίσταται μία μόνον ιθαγένεια, αλλά τόσες όσες και τα συνομόσπονδα κράτη. 

  • Κάτι το οποίο κατ’ ουδένα τρόπο συμβιβάζεται με τις ως άνω απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου ως προς την δομή και την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτείνοντας έτσι τα μειονεκτήματα της προαναφερόμενης απουσίας μίας και ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας στο πλαίσιο του Συνομοσπονδιακού Κράτους.
  • Για παράδειγμα, τα προμνημονευόμενα κενά του Συνομοσπονδιακού Κράτους δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια και ως προς την ομαλή λειτουργία σειράς βασικών πυλώνων της lato sensu οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σπουδαιότερο εκείνο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός αυτής. Στην ουσία δε ενόψει των κενών τούτων η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδεμία, σχεδόν, από τις κύριες πολιτικές της θα μπορούσε να φέρει σε πέρας, θέτοντας δι’ αυτού του τρόπου σε άμεση διακινδύνευση την ίδια την θεσμική και πολιτική της υπόσταση.

Γ. Η «αποσύνθεση» της Εθνικής Κυριαρχίας

Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν νοείται «συμπαγής» Εθνική Κυριαρχία, κατ’ επέκταση δε διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, διατήρηση της Δημόσιας Τάξης και προστασία της Εθνικής Ασφάλειας.

  • Αυτή η αρνητική ιδιαιτερότητα του Συνομοσπονδιακού Κράτους είναι άκρως ενδεικτική του πώς και γιατί και εξ αυτού του λόγου ένα τέτοιο Κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει, κατ’ ουδένα τρόπο, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν είναι σε θέση να διασφαλίζει θεμελιώδεις λειτουργίες του και να φέρει σε πέρας εξίσου θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ.
  • Επισημαίνεται, ότι μια τέτοια αδυναμία έχει άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε ό,τι αφορά την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι, όπως είναι ευνόητο, μέσω της αποτελεσματικής διασφάλισης της Εδαφικής Ακεραιότητας, διατήρησης της Δημόσιας Τάξης και προστασίας της Εθνικής Ασφάλειας το κάθε Κράτος-Μέλος συμβάλλει, εμμέσως πλην σαφώς, κατά το μέρος που του αναλογεί στην εν γένει Εδαφική Ακεραιότητα -σημειωτέον ότι τα σύνορα των Κρατών-Μελών είναι, κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης in globo- στην Δημόσια Τάξη και στην Ασφάλεια της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμικοπολιτικού συνόλου. Βεβαίως, όπως αυτές οι μορφές Ευρωπαϊκού «δημόσιου συμφέροντος» οριοθετούνται από τις in concreto ρυθμίσεις της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δ. Η αδυναμία λειτουργίας της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών

Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν έχει κοινά όργανα των τριών Εξουσιών, αλλά μια μορφή συνέλευσης των εκπροσώπων των Κρατών-Μελών του. Κυρίως δε δεν έχει Βουλή ή Βουλές, κατά το πρότυπο που αρμόζει στο πολιτειακό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Οπότε η ως άνω συνέλευση προσιδιάζει όχι σε κρατικό όργανο -έστω και lato sensu- αλλά σε μια μορφή Διεθνούς Διάσκεψης. Άλλωστε, και επιπροσθέτως, το τεκμήριο αρμοδιότητας δεν ανήκει στο Συνομοσπονδιακό Κράτος αλλά στα Κράτη-Μέλη της Συνομοσπονδίας, ήτοι στα συνομόσπονδα κράτη.

Άρα στο πλαίσιο του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, τουλάχιστον σύμφωνα με τις θεμελιώδεις θεσμικές και κανονιστικές της ιδιότητες, η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Και κατά τούτο εντός του Συνομοσπονδιακού Κράτους η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπολειτουργεί επικινδύνως, και προφανώς κατά τρόπο μη συμβατό, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, με τις επιταγές της διάταξης του κατά τ’ ανωτέρω άρθρου 10 της ΣΕΕ περί γενικής εφαρμογής των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και σε ό,τι αφορά την ίδια και σε ό,τι αφορά τα Κράτη-Μέλη της.

Ε. Το «κενό» της ενιαίας Έννομης Τάξης

Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν έχει ενιαία και ιεραρχικώς δομημένη, υπό ένα Εθνικό Σύνταγμα, Έννομη Τάξη. Αυτό οφείλεται στο ότι οι «αρμοί» του Συνομοσπονδιακού Κράτους βασίζονται στο κείμενο ίδρυσής του το οποίο συνίσταται, σχεδόν πάντοτε, σ’ ένα είδος Διεθνούς Συνθήκης. Είναι δε προφανές ότι μια τέτοια Έννομη Τάξη δεν μπορεί, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, να συνυπάρξει και να «συλλειτουργήσει» με την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με τις Έννομες Τάξεις των λοιπών Κρατών-Μελών της, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ως άνω συνύπαρξη και «συλλειτουργία» καθορίζει κατ’ ουσία καίριο μέρος της όλης θεσμικής και πολιτικής οντότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρωτίστως την ενότητα και την συνοχή της Έννομης Τάξης της.
Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει, αβιάστως, εκ του ότι σύμφωνα με τα πρωταρχικά θεσμικά συστατικά της η Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να συνυπάρξει και να «συλλειτουργήσει» μόνο με τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της, οι οποίες έχουν grosso modo τα αυτά βασικά θεσμικά χαρακτηριστικά. Και κατ’ εξοχήν μια ιεραρχικώς δομημένη Έννομη Τάξη, η οποία έχει ως θεμέλιο αλλά και «κορυφή» το δημοκρατικώς θεσπισμένο και νομιμοποιημένο Εθνικό Σύνταγμα, εναρμονιζόμενη πλήρως με την κανονιστική πεμπτουσία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, που έχει ως θεμέλιο αλλά και «κορυφή» το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ως προς τούτο δε η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναμφιβόλως «εύγλωττη».

ΣΤ. Η ανύπαρκτη εκτελεστότητα των αποφάσεων των οργάνων των επιμέρους συνομόσπονδων κρατών

Σχεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις των οργάνων του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν είναι νομικώς δυνατό να εφαρμοσθούν αμέσως. Και τούτο διότι για να ισχύσουν πρέπει να μετατραπούν σ’ «εσωτερικό δίκαιο» από τ’ αρμόδια όργανα του κάθε συνομόσπονδου μέλους του. Και μόνον αυτό καθιστά από επισφαλή έως αδύνατη την εκ μέρους Συνομοσπονδιακού Κράτους «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, έστω και σε ό,τι αφορά τις στοιχειώδεις συνιστώσες του. Περαιτέρω δε και την δυνατότητά του να εφαρμόζει στο ακέραιο τις αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ως άνω «έλλειμμα» προστίθεται, άρα, ως αναγκαία αρνητική συνέπεια σ’ εκείνο του κατά τα προεκτεθέντα «κενού» της ενιαίας Έννομης Τάξης, επιτείνοντας έτσι και την αδυναμία ομαλής συνύπαρξης και «συλλειτουργίας» των εντός του Συνομοσπονδιακού Κράτους εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου με τους κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

Ζ. Η περιορισμένη χρονική διάρκεια του Συνομοσπονδιακού Κράτους

Το Συνομοσπονδιακό Κράτος είναι οιονεί «εκ γενετής» θνησιγενές, διότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί με αντίθετη Διεθνή Συμφωνία των συνομόσπονδων μελών του.Κάτι τέτοιο όμως είναι αδιανόητο, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, για Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδρυθεί και λειτουργεί στην βάση των προϋποθέσεων της συνέχειας και της διάρκειας –και κατά πρώτο λόγο της συνοχής και της διάρκειας της ισχύος και της εφαρμογής των κανόνων της Έννομης Τάξης της- ικανών να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της αποστολής της εν γένει. E contrario, μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία λειτουργεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της με «διαλείψεις» συνιστά contradictio in adjecto, σύμφωνα με αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Είναι, επομένως, πρόδηλο από θεσμική και πολιτική έποψη ότι μια ένωση Κρατών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Έννομη Τάξη της θα υπονομεύονταν, αναμφίβολα, έχοντας ως Κράτος-Μέλος μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, το οποίο δεν πληροί στοιχειωδώς τις ως άνω προϋποθέσεις συνέχειας και διάρκειας. Με άλλες λέξεις υπό τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης ένα Συνομοσπονδιακό Κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνιστούσε «ξένο σώμα», και ως προς την ίδια και ως προς τα λοιπά Κράτη-Μέλη της, γεγονός το οποίο ουδόλως συμβιβάζεται με την όλη θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία της.

Ως αναγκαίο και λογικό «επιστέγασμα» της ανάλυσης που προηγήθηκε, αναφορικά με τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρέπει να προβληθεί in parvo και το εξής, λαμβάνοντας υπόψη την «προϊστορία» των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος:

Α. Ακόμη και τώρα ακούγονται αρκετές «φωνές» ειδικών, κυρίως στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό Ζήτημα ήταν μια «χαμένη ευκαιρία». Οι «φωνές» αυτές ηχούν ως σύγχρονος «αντίλαλος» των απόψεων εκείνων, οι οποίες υιοθετήθηκαν πριν είκοσι χρόνια στηρίζοντας, σχεδόν «αναφανδόν» και άνευ προϋποθέσεων, το Σχέδιο Ανάν σ’ Ελλάδα και Κύπρο. Όμως τα επιχειρήματα που προεκτέθηκαν αποδεικνύουν, και δη με αρκούντως πειστικά τεκμήρια, ότι το Σχέδιο Ανάν δεν συνιστά, κατ’ ουδένα τρόπο, «χαμένη ευκαιρία». Και τούτο διότι η απόρριψή του επιβαλλόταν από την ίδια την φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν τέλει, από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πραγματικά, μία υπό το θεσμικό και πολιτικό status του Σχεδίου Ανάν Κυπριακή Δημοκρατία δεν θ’ αποτελούσε, ούτε καθ’ υποφοράν, Κράτος ομοσπονδιακού τύπου. Θα στηριζόταν πολύ περισσότερο σε μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, εντελώς ασύμβατου με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της δομής και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αποτελεσματικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως ήδη επισημάνθηκε επανειλημμένως. Είναι δε άκρως χαρακτηριστικό και ενδεικτικό της μάλλον «επιφανειακής» προσέγγισης, με βάση την οποία αξιολογήθηκε από τους προμνημονευόμενους υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, το ότι αυτοί δεν φαίνεται ν’ ασχολήθηκαν επισταμένως με το αν και κατά πόσο το πολιτειακό «μόρφωμα» που προόριζε για την Κυπριακή Δημοκρατία ανταποκρινόταν στις βασικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

Β. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν στην πράξη θα οδηγούσε, σχεδόν νομοτελειακώς, σε ουσιαστική έξοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση -αφού, όπως επαρκώς τονίσθηκε, θα ήταν αδιανόητο ν’ αναμένει κανείς «προσαρμογή» του Ευρωπαϊκού Δικαίου στα «κανονιστικά κελεύσματα» του Σχεδίου Ανάν- εκτός του ότι είναι σίγουρο πως αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε και σε γενικότερη κρατική αποσύνθεσή της. Και οι κατά τ’ ανωτέρω διαχρονικώς υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν δεν πρέπει να υποτιμούν -και πολύ περισσότερο να λησμονούν- ότι μια τέτοια, μοιραία και απευκταία, κατάληξη της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά «διακαή πόθο» της Τουρκίας. Και μάλιστα ως τελική «δικαίωση» της βαρβαρότητάς της κατά την εισβολή, το 1974, στην Μαρτυρική Κύπρο. Επομένως, η σημερινή κρίσιμη συγκυρία επιβάλλει την ειλικρινή και αποφασιστική αποδοχή και πραγμάτωση του ακόλουθου, κατ’ ουσία Εθνικού, «προτάγματος»: Όλος ο Ελληνισμός έχει χρέος ν’ αντισταθεί, υπό όρους αρραγούς ενότητας, απέναντι στην συντέλεση ενός τέτοιου «ειδεχθούς εγκλήματος» εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και εις βάρος της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Και το χρέος αυτό βαρύνει, όπως είναι ευνόητο, και την Διεθνή Κοινότητα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως δε την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναπόσπαστο Κράτος-Μέλος της και η τύχη της συνδέεται αρρήκτως με την υπόστασή της και με την εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, επέκεινα δε και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.»
πηγή: kathimerini.gr

«Το Σύνταγμα στην ψηφιακή εποχή»

Με αφορμή την ολοκλήρωση του συλλογικού έργου Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ΄ άρθρο – Ηλεκτρονική έκδοση με ελεύθερη πρόσβαση (Επιστημονική Διεύθυνση: Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος),το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου και το Παρατηρητήριο Συνταγματικών & Θεσμικών Εξελίξεων Syntagma Watch, οργάνωσε εκδήλωση την 11.3.2024 με θέμα «Το Σύνταγμα στην ψηφιακή εποχή»

Στην συνέχεια μπορείτε να παρακολουθήσετε την ομιλία του κ. Π. Παυλοπούλου κατά την εκδήλωση:


Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και Οικονομική Παγκοσμιοποίηση. Προς την “επικυριαρχία” της Οικονομίας επί των Θεσμών;

     Ακριβώς γι’ αυτό παραμένει πάντα επίκαιρη, καθότι κλασική, η ρήση του John Maynard Keynes -όπως του την αποδίδει ο Angus Deaton (Nobel Οικονομικών Επιστημών, το 2015)- κατά την οποία «το κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα της Ανθρωπότητας συνίσταται στο πώς θα συνδυάσουμε τρία πράγματα: Την οικονομική αποτελεσματικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ατομική ελευθερία». Βεβαίως, ας αντικαταστήσουμε -δίχως ν’ αλλοιώνουμε την σκέψη του Keynes- στους καιρούς μας την «ελευθερία» με τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, in globo.


Όσο και αν οι «πάλαι ποτέ διαλάμψασες» ακραίες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις της «Σχολής του Σικάγου» -από την δεκαετία του 1950, υπό την καταλυτική επιρροή του Milton Friedman (Nobel Οικονομικών Επιστημών, το 1976)- φαίνονται πια ξεπερασμένες, η ολοκληρωμένη σήμερα Οικονομική Παγκοσμιοποίηση, με κύριους «παίκτες» τις Αγορές και τις μεγάλες Τράπεζες, «ακόμη χορεύει στον ρυθμό» τους.

Ι. Και τούτο, διότι θέσεις όπως εκείνες περί της οιονεί «χαρισματικής» «αυτορρύθμισης» της Οικονομίας και της επιτακτικής ανάγκης «απορρύθμισης» -κατ’ ουσίαν αποδυνάμωσης- του κανονιστικού πλαισίου κρατικής παρέμβασης «καλά κρατούν» εντός της «χωρίς σύνορα» διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας, εμπεδώνοντας με αυτό τον τρόπο ένα είδος «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Δηλαδή μιας «επικυριαρχίας», στο πεδίο της οποίας το οικονομικό γίγνεσθαι εξελίσσεται κατ’ εξοχήν με «πυξίδα» αποφάσεις των Αγορών και των Τραπεζών που ερείδονται επί κανόνων, τους οποίους οι ίδιες «θεσπίζουν» δίχως ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης. Και πολύ λιγότερο, ή και καθόλου, μέσω προσφυγής σε αποφάσεις των επιμέρους Κρατών και των Διεθνών Οργανισμών -συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς οντότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- που λαμβάνονται σύμφωνα με δημοκρατικώς νομιμοποιημένους κανόνες δικαίου των Εθνικών Έννομων Τάξεων, της Διεθνούς Έννομης Τάξης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Ακριβώς γι’ αυτό παραμένει πάντα επίκαιρη, καθότι κλασική, η ρήση του John Maynard Keynes -όπως του την αποδίδει ο Angus Deaton (Nobel Οικονομικών Επιστημών, το 2015)- κατά την οποία «το κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα της Ανθρωπότητας συνίσταται στο πώς θα συνδυάσουμε τρία πράγματα: Την οικονομική αποτελεσματικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ατομική ελευθερία». Βεβαίως, ας αντικαταστήσουμε -δίχως ν’ αλλοιώνουμε την σκέψη του Keynes- στους καιρούς μας την «ελευθερία» με τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, in globo.

ΙΙ. Για το πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο πολλά και «πολυπρισματικά» επιστημονικά επιχειρήματα συγκλίνουν και στην ακόλουθη, μεταξύ άλλων, εξήγηση: Λόγω της εγγενούς ιδιοσυστασίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης είναι προφανές ότι τ’ «αντανακλαστικά» της Οικονομίας, άρα των Αγορών και των Τραπεζών, κατά την λήψη αποφάσεων κυρίως σε κρίσιμες περιόδους -όπως αυτή της παρατεταμένης βαθιάς οικονομικής κρίσης μετά το 2008, της οποίας έως σήμερα βιώνουμε τις επιπτώσεις- είναι ασυγκρίτως ταχύτερα από τ’ αντίστοιχα «αντανακλαστικά» των οργάνων των Κρατών, των Διεθνών Οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτοθρόως δε και της Ευρωζώνης. Πολλώ μάλλον όταν η τελευταία «χωλαίνει» έναντι των Αγορών και των Τραπεζών στο μέτρο που, ενώ δημιουργήθηκε ως «Οικονομική και Νομισματική Ένωση», κινείται κατά κύριο λόγο -και σε πολλές περιπτώσεις αποκλειστικώς- ως «Νομισματική Ένωση». Κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα του καπιταλιστικού συστήματος εν γένει, αφού κατά τούτο ένα νόμισμα καλείται να επιβιώσει στον «αδήριτο» παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό δίχως το σταθερό οικονομικό υπόβαθρο μιας στοιχειωδώς ενιαίας οικονομικής πολιτικής. Έτσι εξηγείται και το ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «καρδιά» του όλου τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης, συνήθως σύρεται «ασθμαίνοντας» πίσω από τα «πεπραγμένα» των Αγορών και των Τραπεζών στην διεθνή οικονομική «κονίστρα».

ΙΙΙ.
Αυτό συνεπάγεται και το ότι εντός του Παγκόσμιου Οικονομικού Συστήματος οι Αγορές και οι Τράπεζες έχουν οργανώσει ένα ισχυρότατο «τραπεζοκεντρικό» οικονομικό σύστημα, κατά την λειτουργία του οποίου τα όργανά τους λαμβάνουν, και μάλιστα ανάλογα με τα δικά τους και μόνο συμφέροντα, αποφάσεις πολύ πιο γρήγορα από τα όργανα των Κρατών, των Διεθνών Οργανισμών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των τελευταίων, όταν εφαρμόζονται οπωσδήποτε «κατόπιν εορτής», να παίρνουν τα χαρακτηριστικά μιας απεγνωσμένης «άμυνας» έναντι των προηγούμενων «τετελεσμένων» των οργάνων των Αγορών και των Τραπεζών. «Άμυνας» η οποία, κατά κανόνα, αποδεικνύεται από ανεπαρκής έως αμελητέα. Η δε οικονομική και κανονιστική «υφή» του ως άνω «πρωθυστέρου» είναι, λόγω της αντίστοιχης, άκρως δυναμικής, «υφής» της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, τέτοια, ώστε κάθε προσπάθεια των οργάνων του Κράτους, των Διεθνών Οργανισμών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης να προηγηθούν στο οικονομικό αυτό «ράλλυ» ή και να δράσουν κατασταλτικώς, ως προς τις αποφάσεις των Αγορών και των Τραπεζών, καθίσταται, a priori και σε μεγάλο βαθμό, καταδικασμένη σε αποτυχία.

ΙV. Οι προμνημονευόμενες τάσεις της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης δείχνουν μ’ ευκρίνεια ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, είναι ισχυρά ακόμη τα ερείσματα της «Σχολής του Σικάγου» περί της «θείας χάριτος» της «αυτορρύθμισης» της Αγοράς και περί της ανάγκης ευρείας «απορρύθμισης» του κρατικού κανονιστικού «πλέγματος», μιας και ο, lato sensu, κρατικός παρεμβατισμός -ακόμη και περιορισμένος, ratione loci και ratione temporis, κατά το πρότυπο του Keynes -οφείλει να «υποκλίνεται» μπροστά στην «αυθεντία» των Αγορών και των Τραπεζών. Τούτο οδηγεί, περαιτέρω, στο ότι η «επιτακτική ανάγκη» ενίσχυσης του Τραπεζικού Συστήματος και εν γένει επιβίωσης των Αγορών -με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να «πρωταγωνιστεί» στην επικράτηση τέτοιων αντιλήψεων, όπου παρεμβαίνει κατά περίπτωση- απολήγει, μοιραίως, και στην υιοθέτηση πολιτικών μακροχρόνιας λιτότητας, παρόμοιων με αυτές που εφαρμόζουν, «πειθαναγκαζόμενα», ορισμένα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης -με πρώτη την Ελλάδα- εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Εν είδει μοιραίου «σπιράλ», το εισόδημα των εργαζομένων εξανεμίζεται με την «συνέργεια» του «κυκλώπειου» βάρους του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους και ενίοτε του πληθωρισμού, οι ανισότητες -που σε διεθνή κλίμακα παίρνουν το σχήμα παρεμφερών ή ακόμη μεγαλύτερων ανισοτήτων Κρατών μεταξύ τους- διευρύνονται με «γεωμετρική πρόοδο» και το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, μ’ επίκεντρο τα Εθνικά Συστήματα Υγείας των πληττόμενων Κρατών, «τρέχει χωρίς φρένα» στον κατήφορο της κατάρρευσης.

V.
Ποιος μπορεί, λοιπόν, ν’ αμφισβητήσει -και οπωσδήποτε στην εποχή μας- ότι η κατά τ’ ανωτέρω η «επικυριαρχία» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» επηρεάζει αρνητικώς, και δη πολλαπλώς, τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας; Οι βασικοί της «πυλώνες», το Κράτος Δικαίου και προεχόντως το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, μαζί με την δημοκρατικώς εδραιωμένη Αρχή της Νομιμότητας, τελούν υπό συνθήκες «απώλειας στήριξης» στα οικεία κοινωνικά σύνολα. Η άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -με «κολοφώνα» τα Κοινωνικά Δικαιώματα που συνθέτουν τον πυρήνα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης- αποδυναμώνεται επικίνδυνα, συμπαρασύροντας την πολύτιμη «ασπίδα προστασίας» υπέρ της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Επέκεινα, οι οικονομικώς ασθενέστεροι περιθωριοποιούνται, η ανθρωπιστική διάσταση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας διαμελίζεται πάνω στην «προκρούστεια κλίνη» του παραμορφωτικού οικονομικού κυνισμού και η πραγματική «αριστεία» παραγκωνίζεται για χάρη της αφόρητης μετριότητας, η οποία νομοτελειακώς επιβάλει μιαν «αποπνικτική» «δικτατορία των μετρίων». Να γιατί η ρήση του Keynes, η οποία προεκτέθηκε, ήταν «προφητική» και δεν έχει χάσει τίποτα από την ικμάδα της αλήθειας και, επομένως, του «κλασικισμού» της.

Και μια πρόσθετη, καταληκτική, επισήμανση: Δυστυχώς, πολλοί εκ των οικονομολόγων σήμερα -έστω και αν φιλοδοξούν να θεωρούνται «κορυφαίοι» διεθνώς- δεν αισθάνονται την ανάγκη ν’ αντισταθούν στις «σειρήνες» των Αγορών και των Τραπεζών, προκειμένου αυτές να προσαρμοσθούν στα πρότυπα που είναι συμβατά με τους θεσμούς και τους κανόνες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Κατόπιν τούτου, ολοένα και περισσότερο αναγκάζονται να «περιστρέφονται γύρω από τον άξονα» των αποτυχιών των προβλέψεών τους, επιχειρώντας να τις εξηγήσουν ή και να τις δικαιολογήσουν. Δίχως ν’ αντιλαμβάνονται, ή και με το να υποτιμούν, ότι η ως άνω τακτική τους υπονομεύει το κύρος τους -ακόμη και όταν «στέφεται» με Nobel- και απλώς επιβεβαιώνει το ειρωνικό απόφθεγμα του διάσημου Καναδού συγγραφέα και εκπαιδευτικού Laurence J. Peter, κατά το οποίο «οικονομολόγος είναι ο ειδικός που θα ξέρει αύριο γιατί δεν έγιναν σήμερα όσα είχε προβλέψει χθες».
Προκόπιος Παυλόπουλος τέως Πρόεδρο; της Δημοκρατίας

Προκόπης Παυλόπουλος: Φόρος Τιμής στον «Γέρο του Μοριά» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη

Σημεία ομιλίας, κατά την εκδήλωση που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών προς τιμήν του «Πατριωτικού Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών 1821 και Ιστορικών Γενών της Ελλάδας», με θέμα «Φόρος Τιμής στον «Γέρο του Μοριά» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη: Η ανεκτίμητη συμβολή του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας και στην Ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους»

Πρόλογος

Διακόσια, και πλέον, χρόνια από την «έκρηξη» της Επανάστασης του 1821 η Ιστορία έχει «εκδώσει» την αμετάκλητη «ετυμηγορία» της για την ανυπέρβλητη Εθνική συνεισφορά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του θρυλικού «Γέρου του Μοριά»: Από την μια πλευρά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης -φυσικά μαζί με πολλούς άλλους μεγάλους Αγωνιστές που πρωταγωνίστησαν μαζί του- έβαλε ανεξίτηλη την «σφραγίδα» του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας, με κορυφαίες στιγμές την Άλωση της Τριπολιτσάς και την Μάχη στα Δερβενάκια. Και από την άλλη πλευρά -και αυτή η «πτυχή» της ιστορικής του διαδρομής δεν πρέπει, κατ’ ουδένα τρόπο, να υποτιμάται – τασσόμενος «στο πλευρό» του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και επιδεικνύοντας υποδειγματικό πολιτικό, υπό την ευρεία του όρου έννοια, ήθος πατριωτικής εμβέλειας, «κατέθεσε» απλόχερα την καθοριστικής σημασίας συνεισφορά του στην τελική, κρίσιμη, προσπάθεια για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830. Έτσι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τίμησε με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο, στο ακέραιο και έως το τέλος της ζωής του, και τον όρκο που έδωσε το 1818, όταν μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Πάνω σε αυτές τις δύο, ιστορικώς συμπληρωματικές μεταξύ τους, όψεις της όλης προσωπικότητάς του εδράζεται η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί και που είναι αφιερωμένη στον «Εθνεγέρτη» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Ι. Η στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Η ιστορική αποτίμηση των γεγονότων της πορείας της Επανάστασης του 1821 καταλήγει, και μάλιστα με αμάχητα, επίσης ιστορικώς, τεκμήρια στο ότι η οριστική ευόδωση της Εθνεγερσίας οφείλει τα μέγιστα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η διαπίστωση αυτή ουδόλως μειώνει την πολύπλευρη συμβολή όλων των άλλων μεγάλων Αγωνιστών και Συμπολεμιστών του στον αγώνα για την Ελευθερία και για την Εθνική Ανεξαρτησία. Κάθε άλλο. Όμως, και κατά γενική πλέον ομολογία, δίχως την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο αγώνας αυτός μάλλον δεν θα είχε την κατάληξη εκείνη, η οποία θεμελίωσε την πιο στέρεη «αντηρίδα» για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυίατου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη συνέθεταν ιδίως οι σπάνιες ικανότητές του να συνδυάζει, κατά τις περιστάσεις, τις μεθόδους της «πολιορκίας» του αντιπάλου, κυρίως όταν ο τόπος και ο χρόνος του έδιναν τ’ αντίστοιχα περιθώρια οργάνωσης και εκτέλεσής της. Και του «κλεφτοπολέμου», κυρίως όταν επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσει πολύ ανώτερα, αριθμητικώς και σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό τους, στρατεύματα σε ανοιχτό πεδίο. Η πρώτη από τις ως άνω μεθόδους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «σημάδεψε» ιστορικώς την Άλωση της Τριπολιτσάς, αν και κατ’ ακρίβεια θα έπρεπε να γίνεται λόγος μάλλον για την Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Και η δεύτερη -οπωσδήποτε όμως κατά μεγάλο μέρος σε συνάρτηση με την πρώτη, όπως θα διευκρινισθεί στην συνέχεια- ήταν εκείνη η οποία έκρινε την νικηφόρα έκβαση της Μάχης στα Δερβενάκια.

Α. Η Άλωση-Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς

Πριν από κάθε άλλη σχετική αναφορά, πρέπει να επισημανθεί ότι το μέγιστο μέρος της επιτυχίας της επιχείρησης –εφεξής κατά την κρατούσα ορολογία- Άλωσης της Τριπολιτσάς ανήκει, δικαιωματικώς, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η Ιστορία αναδεικνύει ότι ο «Γέρος του Μοριά» συνέλαβε, σχεδίασε και έκανε πράξη το στρατήγημα αυτό στηριζόμενος στην, οιονεί «ενορατική», αντίληψη ότι μόνον η πτώση και κατάληψη της τότε «Πρωτεύουσας της Πελοποννήσου», της Τριπολιτσάς, θα μπορούσε να βάλει τις βαθιές ρίζες, τις οποίες είχε απόλυτη ανάγκη η Επανάσταση του 1821 για να ευδοκιμήσει.

1. Πραγματικά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πλήρη επίγνωση ότι η Τριπολιτσά, ως το ουσιαστικό διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου, έπρεπε οπωσδήποτε, για λόγους συμβολισμών αλλά πρωτίστως για λόγους ουσίας, να «πέσει στα χέρια» των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Έτσι ώστε η Εθνεγερσία ν’ αποκτήσει «παμπελοποννησιακή» εμβέλεια και, με τον τρόπο αυτό, να συντηρήσει «άσβεστη» την προσδοκία και την προοπτική επικράτησής της σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αλλά και περαιτέρω επέκτασής της, με την προτεραιότητα να «γέρνει» προς την περιοχή της Ρούμελης.

α) Το ότι το στρατήγημα με κεντρικό στόχο την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς ανήκει, ουσιαστικώς καθ’ ολοκληρία, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη προκύπτει ιστορικώς εκ του ότι άλλοι Οπλαρχηγοί Αγωνιστές δεν διέθεταν, παρά την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική εμπειρία και γενναιότητά τους, τις ίδιες μεγάλες δυνατότητες ανάλογου πολεμικού σχεδιασμού. Και πρότειναν την διεξαγωγή τοπικών μαχών για την κατάληψη επιμέρους, διάσπαρτων, στρατηγικών σημείων και μικρών οικισμών, θεωρώντας ότι έτσι θα ήταν δυνατό ο αγώνας της Εθνεγερσίας να καταγάγει «εύκολες» νίκες.

β) Είναι όμως προφανές ότι αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε υιοθετήσει τις απόψεις τους, η Επανάσταση του 1821 θα διέτρεχε τον κίνδυνο να «εκφυλισθεί» αγωνιστικώς, μέσ’ από τοπικές συμπλοκές σημαντικού κόστους σε ανθρώπινες ζωές και μικρής, έως σχεδόν μηδενικής, στρατηγικής ωφέλειας. Ενώ, ταυτοχρόνως, οι οθωμανοί θα είχαν όλο τον χρόνο να οχυρωθούν ακόμη πιο αποτελεσματικά μέσα στην Τριπολιτσά, όταν μάλιστα κρατούσαν εκεί σε ομηρία εκτός από τον υπόλοιπο πληθυσμό και μεγάλο αριθμό Ελλήνων Προκρίτων της ευρύτερης περιοχής.

2. Την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατέδειξε, πέραν της προαναφερόμενης κατανόησης της στρατηγικής σημασίας της Τριπολιτσάς, και ο τρόπος με τον οποίο οργάνωσε τον αποκλεισμό της και, εν τέλει, την μάχη για την κατάληψή της.

α) Επιλέγοντας -μεθοδικώς, και με στόχο την περικύκλωση και τον αποκλεισμό της Τριπολιτσάς από οιαδήποτε επικοινωνία, ικανή να της διασφαλίσει την στρατιωτική ενίσχυση και τον κάθε είδους ανεφοδιασμό- συγκεκριμένες περιοχές, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθοδήγησε τους αγωνιζόμενους Έλληνες σε τοπικές μάχες, εντεταγμένες όμως σ’ έναν ευρύτερο, κατά τα προεκτεθέντα, σχεδιασμό. Μάχες που ήταν εξαιρετικά πιθανό ότι θα είχαν νικηφόρα κατάληξη, και δη με μικρό κόστος σε ανθρώπινες απώλειες. Πρώτα ήλθε η νίκη στο Λεβίδι, την 14η Απριλίου, για ν’ ακολουθήσουν οι διαδοχικές νίκες στο Βαλτέτσι, μεταξύ 12ης και 13ης Μαΐου και στα Βέρβενα και στα Δολιανά, την 18η Μαΐου. Τέλος η «Μάχη της Γράνας», όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία της Εθνεγερσίας, υπήρξε το αποκορύφωμα του όλου στρατηγήματος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για την Άλωση της Τριπολιτσάς. Η «Γράνα» δεν ήταν μια προϋπάρχουσα τοποθεσία στην περιοχή, αλλά ένα χαράκωμα συνολικού μήκους 700 μ., περίπου, το οποίο υπό την επίβλεψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη έσκαψαν περί την Τριπολιτσά αγωνιστές και ντόπιοι κάτοικοι εκτός της Πόλης. Όταν, μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο και παρά τις επιθέσεις των οθωμανών, η «Γράνα» ολοκληρώθηκε και ήταν πλήρως επιχειρησιακή, τον Αύγουστο του 1821, είχε ταυτοχρόνως ολοκληρωθεί και ο ασφυκτικός αποκλεισμός της Τριπολιτσάς. Η πτώση της ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη.

β) Το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821, πάντοτε υπό την καθοδήγηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -καίτοι ορισμένες, άστοχες και υπερβολικές, επιθετικές ενέργειες των πολιορκητών επιχειρήθηκαν πέρα και έξω από τις εντολές του και ήταν εντελώς ξένες προς την αυθεντικώς γενναία στρατιωτική και πολεμική του νοοτροπία- η Τριπολιτσά καταλήφθηκε και απελευθερώθηκε. Και μετέπειτα, σχεδόν έως το τέλος της Εθνεγερσίας, υπήρξε το «στρατηγείο» του Αγώνα για ολόκληρη την Πελοπόννησο, και όχι μόνο. Τέσσερα ήταν τα επιμέρους στρατιωτικά σώματα των πολιορκητών της Τριπολιτσάς. Το πολυπληθέστερο, αριθμώντας περίπου 2.500 άνδρες, τελούσε υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ενώ τα τρία άλλα τελούσαν, αντιστοίχως, υπό την ηγεσία των Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Χρήστου «Αναγνώστη» Παπαγεωργίου-Αναγνωσταρά και Παναγιώτη Γιατράκου.

γ) Και ακόμη τούτο ως προς το μοναδικό ηγετικό πρότυπο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: Ο «Γέρος του Μοριά» είχε, αμέσως και δίχως ίχνος μεμψιμοιρίας, αποδεχθεί το εγχείρημα της κατάληψης και της απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς να τεθεί υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη και υπό την αρχιστρατηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η Ιστορία όμως, κατά «δικαίαν κρίσιν», εξέδωσε μάλλον ευθύς εξ αρχής την «ετυμηγορία» της, αναγνωρίζοντας τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως την κορυφαία ηγετική προσωπικότητα της Άλωσης της Τριπολιτσάς.

3. Σήμερα το χρέος μας, ως Ελλήνων, έναντι των Αγωνιστών της Εθνεγερσίας και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πρέπει να επικεντρώνεται στο να τιμούμε εμπράκτως την Ιερή Μνήμη τους αφενός συνάγοντας, με βάση το παράδειγμά τους, τ’ αναγκαία διδάγματα για το δικό μας Εθνικό Χρέος, όταν το απαιτεί η σωτηρία της Πατρίδας. Και, αφετέρου, υπερασπιζόμενοι την ιστορική αλήθεια για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, περαιτέρω δε ακυρώνοντας αδιαλείπτως την παραχάραξη της Ιστορίας, την οποία ακόμη και στις μέρες μας -ίσως με μεγαλύτερο θράσος και μεγαλύτερη ένταση- επιδιώκει η Τουρκία. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι ανάγκη να προστεθούν και τα εξής:

α) Η ιστορική αλήθεια επιβάλλει ν’ αποδεχθούμε ότι κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς χύθηκε πολύ αίμα. Η στάση ορισμένων από τους πολιορκητές της Τριπολιτσάς -στάση κατά την οποία, δυστυχώς, επικράτησαν καθ’ υπερβολή και τα συναισθήματα των καταπιεσμένων κάτω από το «κυκλώπειο» βάρος της σκλαβιάς τεσσάρων αιώνων- δεν έχει καμία σχέση με την νοοτροπία και το μέτρο ευθύνης που το Έθνος των Ελλήνων έχει επιδείξει, δίχως εξαίρεση, σε ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όμως στο σημείο τούτο να επισημανθούν και τ’ ακόλουθα, τα οποία η πλευρά της Τουρκίας θέλει, για τους δικούς της ανομολόγητους σκοπούς, ν’ «αγνοεί»:

α1)
Πρώτον, εκείνοι που ηγήθηκαν κατά τη μάχη για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, με πρώτο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όχι μόνο δεν επικρότησαν τις ακρότητες και την αιματοχυσία αλλά έκαναν τα πάντα για να την αποφύγουν.

α2)
Δεύτερον, και προς επίρρωση αυτού του γεγονότος, πρέπει να υπενθυμίζουμε ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αλλά και άλλοι Οπλαρχηγοί ζήτησαν -ακριβώς για ν’ αποφευχθούν οι αιματηρές υπερβολές- και συγκεκριμένα επανειλημμένως, από τους πολιορκούμενους οθωμανούς να παραδοθούν ειρηνικά, εγγυώμενοι την ασφάλειά τους. Όμως οι οθωμανοί όχι μόνον απέρριψαν κάθε τέτοια πρόταση, αλλά και οι απαντήσεις τους προς την Ελληνική πλευρά ήταν, το λιγότερο, ιταμές και προκλητικές. Επομένως, η τακτική αυτή των οθωμανών δεν μπορεί να μην προσθέτει το δικό της βάρος στην «ζυγαριά» της Ιστορίας σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της εποχής εκείνης.

β)
Αυτό όμως το οποίο εμείς, οι Έλληνες, οφείλουμε ν’ αντιτάσσουμε όχι μόνο προς την Τουρκία αλλά και προς όλους εκείνους, διεθνώς -ευτυχώς λίγους βεβαίως- οι οποίοι «συμμερίζονται» τις θέσεις της, είναι πως αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση απέναντι στην Ελλάδα αλλά, κυρίως, και απέναντι στην ίδια την Ιστορία να επιχειρούν την εξίσωση της αιματοχυσίας κατά την Μάχη της Άλωσης της Τριπολιτσάς με τα στυγερά εγκλήματα της Τουρκίας εις βάρος των Ελλήνων, και όχι μόνο.

β1) Πριν απ’ όλα η Τουρκία οφείλει να θυμάται τους ποταμούς αίματος των Ελλήνων κατά τους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, αρχής γενομένης από την ανελέητη σφαγή κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Όπως επίσης οφείλει να θυμάται το αδιανόητο μαρτύριο που υπέμειναν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες και το αίμα που χύθηκε, «κρουνηδόν», κατά τους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς υπό τον οθωμανικό ζυγό «ελαυνόμενο» από την βαρβαρότητα των εκάστοτε Σουλτάνων. Αναφέρομαι εδώ, εν είδει παραδείγματος και μόνο, στις παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του Γάλλου περιηγητή της εποχής εκείνης Jean-François-Maxime Raybaud -που κάθε άλλο παρά ευνοϊκά είχε κρίνει αρχικώς την στάση των Ελλήνων κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς- στο βιβλίο του «Memoires sur la Grèce» (Paris, 1824, σελ. ΧΙΙΙ-ΧΙV) για τα ιστορικά γεγονότα της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821. Μεταξύ άλλων, ο Raybaud αναφέρει στο εν λόγω βιβλίο του: «Η Ελλάδα δεν μπορούσε να βγει από την άβυσσο, στην οποία είχε βυθισθεί εξαιτίας της πολύχρονης δουλείας, ούτε με συμβιβασμούς, ούτε με θαύματα, αλλά με πολύ θάρρος».

β2) Ολοκληρώνοντας τον σύντομο αυτόν απολογισμό για τα ιστορικά δεδομένα που αφορούν την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, είναι επιβεβλημένο να τονισθούν και τα εξής ως προς το απύθμενο θράσος των ηγεσιών της Τουρκίας να επιχειρούν αδιανόητους «συμψηφισμούς» μεταξύ των δικών τους βάρβαρων εγκλημάτων εις βάρος του Έθνους των Ελλήνων και της αιματοχυσίας κατά την Μάχη της Άλωσης της Τριπολιτσάς: Τίποτα, και με κανένα τρόπο, δεν μπορεί να «ξεπλύνει» στην διαδρομή της Ιστορίας τα εγκλήματα και την βαρβαρότητά τους όχι μόνο κατά τους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, αλλά και μετά την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Ειδικότερα, τίποτα δεν μπορεί ν’ αποσιωπήσει το ποια είναι η πραγματική Τουρκία με αποκλειστική ευθύνη των κατά καιρούς ηγεσιών της. Εκείνων, που με δικούς τους σχεδιασμούς και δικές τους εντολές διέπραξαν, κτηνωδώς, τις Γενοκτονίες των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς και τον αποδεκατισμό, κυριολεκτικώς, της πάλαι ποτέ κραταιάς Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως μεταξύ 1955-1965. Κατά τούτο και είναι παραπάνω από επιβεβλημένο το χρέος μας, ως Ελλήνων, να κάνουμε τα πάντα προκειμένου οι Γενοκτονίες αυτές ν’ αναγνωρισθούν πέραν της Ελλάδας και διεθνώς, πρωτίστως δε εντός της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Η Μάχη στα Δερβενάκια

Αν η κατάληψη και απελευθέρωση της Τριπολιτσάς διασφάλισε, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως, την εμπέδωση της Επανάστασης του 1821, η Μάχη στα Δερβενάκια «αναζωπύρωσε» την «φλόγα» της, η οποία κινδύνευε να σβήσει όταν οι οθωμανοί είχαν πάρει την απόφαση, με ισχυρό και καλά οργανωμένο στράτευμα, να εξαλείψουν το πολύτιμο «κεκτημένο» της εδραίωσης του Αγώνα για την Ανεξαρτησία στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Και, καθώς ήδη επισημάνθηκε ακροθιγώς, ήταν η Μάχη στα Δερβενάκια, η οποία επέτρεψε στον «Γέρο του Μοριά» να εφαρμόσει στην πράξη και τις δύο συνιστώσες της στρατιωτικής-πολεμικής του ιδιοφυίας, ήτοι εκείνη της «πολιορκίας» και εκείνη του «κλεφτοπολέμου».

1. Περί τα μέσα του 1822, και μπροστά στον ορατό «κίνδυνο» περαιτέρω εξάπλωσης της Επανάστασης του 1821 ύστερα από την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, η «Υψηλή Πύλη» αποφάσισε να βάλει οριστικό τέλος στην Εθνεγερσία των Ελλήνων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ανατέθηκε στον Μαχμούτ Πασά Δράμαλη η αποστολή ανακατάληψης όλων των εδαφών της Πελοποννήσου, τα οποία είχαν κατορθώσει ν’ απελευθερώσουν και να κρατούν υπό τον έλεγχό τους οι αγωνιζόμενοι Έλληνες. Το, εξαιρετικά μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής –και μάλιστα σε σύγκριση με το προδήλως υποδεέστερο αριθμητικώς έμψυχο δυναμικό των Ελλήνων- στράτευμα του Δράμαλη αποτελούσαν 23.000, περίπου, πολύ καλά οπλισμένοι μαχητές, τους οποίους επικουρούσε ένα σώμα 7.000 βοηθητικών οθωμανών, κυρίως για την συντήρησή τους, για τον ανεφοδιασμό τους και για την εκτέλεση άλλων δευτερευουσών εργασιών.

α) Στις αρχές Ιουλίου του 1822 το στράτευμα του Δράμαλη επέδραμε στην Πελοπόννησο από την περιοχή της Κορινθίας. Αρχικώς κατέλαβε, αμαχητί, τον Ακροκόρινθο και στην συνέχεια εισέβαλε στην Αργολική πεδιάδα. Την 13η Ιουλίου του 1822 κατέλαβε την πόλη του Άργους και στην συνέχεια άρχισε να πολιορκεί το Κάστρο της, το οποίο υπερασπιζόταν ένα ολιγάριθμο -πλην όμως γενναίως μαχόμενο- απόσπασμα Ελλήνων μαχητών. Ο Δράμαλης ακολούθησε αυτή την «επιθετική» τακτική στηριζόμενος, υπεροπτικώς, στην στρατιωτική του υπεροχή και υποτιμώντας πλήρως τις Ελληνικές δυνάμεις, δίχως να υπολογίσει επίσης και δύο θεμελιώδεις, στρατηγικώς, παραμέτρους: Αφενός την εδαφική ιδιομορφία της Αργολικής πεδιάδας, η οποία ήταν οιονεί «περίκλειστη» εξαιτίας των γύρω ορεινών όγκων και, επομένως, «ευάλωτη» στον αποκλεισμό της. Και, αφετέρου, το γεγονός ότι όλη την άνοιξη του 1822 ελάχιστες βροχές είχαν πέσει στην περιοχή, έτσι δε και το νερό σπάνιζε και η παραγωγή αγαθών ήταν δραματικά μειωμένη. Επιπροσθέτως, εκείνο το καλοκαίρι έως και τον Ιούλιο ήταν ασυνήθιστα θερμό.

β) Ο επικεφαλής των Ελλήνων απέναντι στο στράτευμα του Δράμαλη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, με βάση αυτά τα δεδομένα, αντιλήφθηκε αμέσως ότι θα ήταν μάταιο και καταστροφικό να επιχειρήσει ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση.

β1) Και αποφάσισεν’ «αξιοποιήσει» αρχικώς την πρώτη από τις κατά τα προεκτεθέντα δύο «συνιστώσες» της στρατιωτικής -πολεμικής του ιδιοφυίας, εκείνη μιας μορφής πολιορκίας, στην πραγματικότητα δε ασφυκτικού αποκλεισμού του στρατεύματος του Δράμαλη. Πολλώ μάλλον όταν προς αυτή την κατεύθυνση συνέτειναν ευθέως και όλες οι δυσχερείς για τον εχθρό συνθήκες που επισημάνθηκαν προηγουμένως, στις οποίες είχε αρχίσει να προστίθεται και το πλεονέκτημα για τους Έλληνες ότι ο Δράμαλης έχανε πολύτιμο χρόνο και καθυστερούσε αναλόγως προσπαθώντας να καταλάβει, όπως προεκτέθηκε, το Κάστρο του Άργους. Κάστρο, το οποίο υπερασπίζονταν ακόμη με αποτελεσματικότητα οι λίγοι Έλληνες μαχητές που είχαν οχυρωθεί εντός αυτού.

β2)
Για να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τον «πολιορκητικό» στόχο του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άρχισε να καίει, με «καταδρομικές» κινήσεις των Ελλήνων μαχητών, ό,τι απέμενε από τα σπαρτά και την εν γένει γεωργική παραγωγή στον Αργολικό κάμπο και σε συνορεύουσες με αυτόν περιοχές. Ταυτοχρόνως, οργάνωσε τον αποκλεισμό του στρατεύματος του Δράμαλη στην περιοχή της Πόλης του Άργους, το οποίο έτσι οδηγήθηκε σε πραγματική λιμοκτονία λόγω ελλιπέστατου ανεφοδιασμού και σταδιακής ελαχιστοποίησης των αποθεμάτων νερού. Το όλο πολιορκητικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ολοκλήρωσε και πάλι η διορατικότητά του, η οποία τον οδήγησε ν’ αντιληφθεί ότι έπρεπε αφενός ν’ αποκλείσει την διαφυγή του στρατεύματος του Δράμαλη προς την υπόλοιπη Αργολίδα και προς την Αρκαδία. Και, αφετέρου, να τον αναγκάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιλέξει ως μόνη διέξοδο διαφυγής την επιστροφή στην Κόρινθο. Διέξοδο, την οποία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέστησε ανέφικτη μέσω της οργανωμένης -κατ’ ουσία με μεθόδους «κλεφτοπολέμου»- πολεμικής υπεράσπισης των Στενών των Δερβενακίων, της μόνης διόδου φυγής προς την Κόρινθο.

β3) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο «φραγής» της πορείας του στρατεύματος του Δράμαλη προς την λοιπή Αργολίδα και προς την Αρκαδία, κατ’ εντολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο Πλαπούτας, με 800 περίπου άνδρες, ανέλαβε στο Σχινοχώρι την φύλαξη της βορειοδυτικής πλευράς της Αργολίδας. Ενώ οι Νικηταράς και Παπαφλέσσας, επίσης με 800 περίπου άνδρες, ανέλαβαν στο Στεφάνι και στο Αγιονόρι, αντιστοίχως, την φύλαξη της διάβασης προς την Κορινθία μέσω της Κλένιας.

2. Το νέο «στρατήγημά» του-μετά από εκείνο που οδήγησε στην κατάληψη και στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς- έδειξε πώς και γιατί οι προβλέψεις του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη επιβεβαιώθηκαν στην πράξη και οδήγησαν το οθωμανικό στράτευμα στην «παγίδα» της αναγκαστικής οπισθοχώρησης.

α) Πραγματικά ο Δράμαλης, έχοντας επιπλέον χάσει ένα, έστω και όχι καθοριστικής σημασίας, μέρος από το στράτευμά του λόγω των κακουχιών κατά την παραμονή στο Άργος -παραμονή την οποία, κατά τα όσα διευκρινίσθηκαν, επιμήκυνε ασκόπως η πολιορκία του Κάστρου του Άργους- αναγκάσθηκε ν’ αρχίσει την υποχώρηση προς την Κόρινθο και να περάσει, αναποδράστως, από τα Στενά των Δερβενακίων. Εκεί όμως, όπως το είχε σχεδιάσει επιμελώς, τον περίμενε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους άνδρες του, στους οποίους την κρίσιμη ώρα προστέθηκαν τόσο οι πολιορκούμενοι στο Κάστρο του Άργους -οι οποίοι στο μεταξύ είχαν καταφέρει να διαφύγουν από τους πολιορκητές τους οθωμανούς- όσο και τα στρατιωτικά αποσπάσματα των Πλαπούτα, Νικηταρά και Παπαφλέσσα που δεν ήταν ανάγκη πια να φυλάσσουν τις, κατά τ’ ανωτέρω, τοποθεσίες προς την Αργολίδα και προς την Αρκαδία και άλλα, πλην των Στενών των Δερβενακίων, περάσματα.

β) Υπό τις συνθήκες αυτές στα Στενά των Δερβενακίων διεξήχθη, την 26η Ιουλίου του 1822, η εμβληματική εκείνη μάχη, η Μάχη των Δερβενακίων, η οποία αποσόβησε τον κίνδυνο καταστολής, εκ μέρους του οθωμανικού στρατεύματος, της Εθνεγερσίας.

β1) Στα Στενά των Δερβενακίων, και με δεδομένο το ότι οι Έλληνες -συνολικώς λιγότεροι από 3.000- είχαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν πολύ υπέρτερο αριθμητικώς και καλά εξοπλισμένο αντίπαλο, ακολούθησαν κατά βάση, πάντοτε κατά το «στρατήγημα» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όπως επεξηγήθηκε, την τακτική του «κλεφτοπολέμου». Όσο ο Δράμαλης με το στράτευμά του, κινούμενος προς την Κόρινθο, «έμπαινε» στα Στενά των Δερβενακίων, τόσο οι Έλληνες πολεμιστές από την μια πλευρά του «έκοβαν» κάθε δίοδο νέας υποχώρησης προς την Αργολική πεδιάδα. Και, από την άλλη πλευρά, επετίθεντο ξαφνικά «ταμπουρωμένοι» στις γύρω πλαγιές, αποδεκατίζοντας συστηματικά το εχθρικό στράτευμα.

β2) Η Μάχη των Δερβενακίων εξελίχθηκε για τον Δράμαλη και το στράτευμά του σε πανωλεθρία, με τουλάχιστον 3.000 νεκρούς και τραυματίες, και έμεινε στην Ιστορία ως «η σφαγή του Δράμαλη». Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν στους 200 νεκρούς. Ο Δράμαλης υποχώρησε ατάκτως προς την Τίρυνθα. Η τελική ουσιαστική καταστροφή του στρατού του συντελέστηκε λίγες μέρες αργότερα, την 28η Ιουλίου του 1822, κατά την Μάχη στο Αγιονόρι. Ο Δράμαλης πέθανε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κατά μια εκδοχή από μαρασμό, εξαιτίας της ταπεινωτικής ήττας του, ενώ κατ’ άλλη από τον τύφο που μάστιζε το στράτευμά του. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εκδοχών είναι όμως εκείνος, ο οποίος ίσως αποδίδει πιο πιστά την ιστορική πραγματικότητα.

ΙΙ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην πορεία προς την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους

Η «απαστράπτουσα» προσωπικότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «σημάδεψε», όπως ήδη μνημονεύθηκε, ευεργετικώς όχι μόνο τον Αγώνα της Εθνεγερσίας αλλά και την όλη διαδρομή έως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Και τούτο διότι την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του «Γέρου του Μοριά» συμπλήρωνε, με ιδανικό τρόπο, η «σοφία» του συνδυασμένη με την, παροιμιώδη, θυμοσοφία του. «Σοφία», η οποία «αναδυόταν» από την μακρά πείρα του όχι μόνον αναφορικά με την πεμπτουσία της ιδιοσυστασίας του Έθνους των Ελλήνων, αλλά και αναφορικά με ορισμένα διαχρονικά και μεγάλα ελαττώματά μας -με πιο «αντιπροσωπευτικά» εκείνα του διχασμού και του φθόνου- ιδίως όταν αυτά «εκπορεύονταν» από τους τότε Πολιτικούς. Και δη Πολιτικούς οι οποίοι δεν είχαν στοιχειώδη μάχιμη συμβολή στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία.

Α. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο «κατευνασμός των παθών» κατά την περίοδο έως την ευόδωση της Εθνεγερσίας

Όλ’ αυτά τα προσόντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μαζί με το κύρος του ως «Στρατηγού» της Επανάστασης του 1821, του επέτρεψαν να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο για τον «κατευνασμό των παθών», τα οποία πολλές φορές έθεσαν σε «θανάσιμο» κίνδυνο την ίδια την Εθνεγερσία. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο «Γέρος του Μοριά» δεν είχε τις δικές του ανθρώπινες στιγμές ή και αδυναμίες, κυρίως όταν έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την άδικη αμφισβήτηση και τις αδιανόητες προσβολές εις βάρος του, κατά κανόνα από την «χορεία» των πολιτικών του αντιπάλων. Όμως ακόμη και σε αυτές τις, θλιβερές για τον «Εθνεγέρτη», στιγμές στο τέλος πρυτάνευε μέσα του -δοθέντος ότι ήταν αφιερωμένος «ψυχή τε και σώματι» στην απελευθέρωση της Πατρίδας και στην σωτηρία του Έθνους- η «επιείκεια» και η «καταλαγή». Τα παραδείγματα που παρατίθενται στην συνέχεια προς αυτή την κατεύθυνση αφορούν μόνο την περίοδο έως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, ήτοι έως το 1830, όχι όμως και την μετέπειτα περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα, κατά την οποία επίσης υπέστη τα «πάνδεινα» ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

1. Μεταξύ Οκτωβρίου του 1824 και Μαΐου του 1825 διαδραματίσθηκε ο δεύτερος κύκλος της, παρ’ ολίγον μοιραίας, εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ των Ελλήνων. Οι «Κυβερνητικοί» υποπτευόντουσαν τους Στρατιωτικούς για την καλλιέργεια «δικτατορικών» τάσεων. Ενώ οι «Αντικυβερνητικοί» «εκτόξευαν» εναντίον των αντιπάλων τους την κατηγορία ότι, μεταξύ άλλων, σκόπευαν να υποταχθούν στις απαιτήσεις των Άγγλων.

α) Και όλ’ αυτά ενώ η Εθνεγερσία «έφθινε» καταθλιπτικώς και η σύμπραξη του Σουλτάνου με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου για την οργάνωση της επιδρομής του γιού του τελευταίου, Ιμπραήμ Πασά, στην Πελοπόννησο βρισκόταν «επί θύραις». Η εμφύλια διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων άρχισε να οξύνεται μετά το πέρας της Β΄ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, την 18η Απριλίου του 1823. Οι «Κυβερνητικοί» απέκτησαν μεγάλη υπεροχή, συνεργαζόμενοι ιδίως με ισχυρούς οικονομικώς παράγοντες, νησιώτες εφοπλιστές και γαιοκτήμονες, ενώ τους συνέδραμαν ορισμένοι Οπλαρχηγοί και επιφανείς Έλληνες του Εξωτερικού. Πέραν τούτου, είχαν την οικονομική δύναμη που τους εξασφάλιζε το «πρώτο δάνειο» της Ανεξαρτησίας.

β) Παρά το δίκαιο πολλών εκ των θέσεών του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποδυναμωμένος και αργότερα περίλυπος -από την δολοφονία του γιου του, Πάνου, την 13η Νοεμβρίου του 1824- επιδίωξε τον συμβιβασμό και τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Την 22α Μαΐου του 1824 αναγνώρισε την Κυβέρνηση Κουντουριώτη, και μάλιστα μετέβη στο Ναύπλιο για να δηλώσει προς αυτή τον σεβασμό του και την υποταγή του στους «νόμους της Πατρίδας».

2. Οι «Κυβερνητικοί» όχι μόνο δεν τον εμπιστεύθηκαν αλλά, όλως αντιθέτως, τον συνέλαβαν την 6η Φεβρουαρίου 1825. Μετά από μια δίκη «παρωδία», ο «Γέρος του Μοριά» φυλακίσθηκε στην Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.

α) Στην αποβάθρα του Ναυπλίου, όταν επιβιβαζόταν για να πλεύσει προς την Ύδρα προκειμένου να «εκτίσει την ποινή» του, ο όχλος που κατηύθυνε η ίδια η Κυβέρνηση τον αποδοκίμαζε, πετώντας του πέτρες και αποφάγια, με μια πέτρα να τον τραυματίζει στο μάτι! Οι «υβριστές» έκαναν πίσω όταν ο «Γέρος του Μοριά» πρόταξε τ’ αλυσοδεμένα χέρια του και τους ρώτησε, θλιμμένος αλλά υπερήφανος, αν του άξιζε τέτοια «καταισχύνη». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έμεινε φυλακισμένος στην Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα έως την 17η Μαΐου του 1825.

β) Όμως ακόμη και οι συνθήκες της αποφυλάκισής του έδειξαν από την μια πλευρά σε τι κατάσταση είχε περιαγάγει την Εθνεγερσία η εμφύλια διαμάχη. Και, από την άλλη πλευρά, το ηθικό μεγαλείο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την αφοσίωσή του στον αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας και για την σωτηρία του Έθνους:

β1)
Η Κυβέρνηση αποφάσισε την αποφυλάκιση του «Γέρου του Μοριά» ύστερα από γενική κατακραυγή, και όταν πλέον ο Ιμπραήμ και το στράτευμά του ήταν ήδη στην Πελοπόννησο. Η οποία «στέναζε» από την «σφαγή» και την «φωτιά» και είχαν πια καταληφθεί από τον Ιμπραήμ το Ναβαρίνο και η Σφακτηρία, ενώ την ίδια περίοδο ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Τότε έγινε, επιτέλους, αντιληπτό ότι μόνον υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν δυνατό ν’ αντιμετωπισθεί ο «θανάσιμος» κίνδυνος για την Επανάσταση του 1821. Η Κυβέρνηση των Κουντουριώτη, Κωλέττη και Μαυροκορδάτου εξέδωσε διάταγμα γενικής αμνηστίας, κατ’ εφαρμογή του οποίου αποφυλακίσθηκε και ο «Γέρος του Μοριά». Αμέσως μετά διορίσθηκε Γενικός Αρχιστράτηγος και ο κόσμος τον υποδέχθηκε μ’ ενθουσιασμό στο Ναύπλιο.

β2) Τα όσα διαδραματίσθηκαν αμέσως μετά την κατά τα ως άνω έλευσή του στο Ναύπλιο αποδεικνύουν και το Εθνικό «μέταλλο» της ψυχής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Καθώς διηγούνται, ήταν τότε που ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα και μίλησε στο πλήθος, το οποίο τον επευφημούσε λέγοντας: «Έλληνες, πριν βγω στ’ Ανάπλι έρριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε κι εσείς το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε, για να ’ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι ανθρώποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί, στο λάκκο μέσα, ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός.» Ο «Γέρος του Μοριά»,μετά την αποφυλάκισή του, «πήρε τ’ άρματά» του και οργάνωσε το «ευάριθμο» στράτευμά του για να πολεμήσει τον Ιμπραήμ με την γνωστή του μέθοδο: Τον «κλεφτοπόλεμο», τον οποίο συνέχισε αδιαλείπτως έως ότου έφθασε στην Πελοπόννησο ο Γάλλος Στρατηγός Νικόλαος-Ιωσήφ Μαιζών, το 1828, κατ’ εντολή του Βασιλιά Καρόλου Ι΄ της Γαλλίας προκειμένου να ηγηθεί του Γαλλικού στρατεύματος που είχε ως αποστολή την εκδίωξη του Ιμπραήμ από τον Μοριά.

Β. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Καποδίστριας: Η εμβληματική σύμπραξή τους για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους

Όπως ήδη επισημάνθηκε, η όλη αποτίμηση της ανεκτίμητης συμβολής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη θα ήταν προδήλως ιστορικώς ελλιπής δίχως την προσθήκη εκείνη, η οποία καταδεικνύει και την συνεισφορά του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας διά της ίδρυσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830. Όμως η κατά τα ως άνω αποτίμηση θα ήταν επίσης ιστορικώς ελλιπής δίχως την ανάδειξη και εκείνων των γεγονότων, τα οποία «φωτίζουν» τις κυριότερες πτυχές της «σύμπραξης» του «Γέρου του Μοριά» -κατ’ ακρίβεια δε της αμέριστης συμπαράστασής του προς αυτόν- με τον πρώτο Κυβερνήτη της απελευθερωμένης Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια.

1.
Η γνωριμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τον Ιωάννη Καποδίστρια ανάγεται αρκετά πριν η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποφασίσει την εκλογή του ως Κυβερνήτη. Ειδικότερα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε συναντήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια προ του 1827 δύο φορές, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες, ορισμένες από τις οποίες «συγκλίνουν» υπέρ του ότι είχε προηγηθεί και μια εντελώς «πρώιμη» συνάντηση μεταξύ τους, το 1805 στην Κέρκυρα.

α)
Η πρώτη, σχεδόν πλήρως τεκμηριωμένη, συνάντηση μεταξύ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1807 στην «Αγία Μαύρα», την σημερινή Λευκάδα. Και συγκεκριμένα στην περιοχή του «Μαγεμένου» που υπαγόταν στον συνοικισμό της Νικιάνας, σε μικρή απόσταση από την Πόλη της Λευκάδας.

α1) Ήταν τότε που η Ιόνιος Πολιτεία διόρισε, την 2α Ιουνίου του 1807, τον Ιωάννη Καποδίστρια -πριν βέβαια αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία στην Αυλή του Τσάρου της Ρωσίας- «έκτακτο στρατιωτικό διοικητή» με αποστολή την οχύρωση της Λευκάδας. Και τούτο διότι υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες ότι ο Αλή Πασάς ετοίμαζε εισβολή στην Λευκάδα. Σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Ιωάννης Καποδίστριας έθεσε τις βάσεις της αποτελεσματικής οχύρωσης της «Αγίας Μαύρας», πλην όμως η εισβολή αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, είτε διότι ο Αλή Πασάς άλλαξε τους πολεμικούς του σχεδιασμούς είτε διότι ο ίδιος είχε, τεχνηέντως, «διοχετεύσει» τις προαναφερόμενες πληροφορίες γι’ αντιπερισπασμό.

α2) Όμως η συγκυρίαεπέτρεψε στον Ιωάννη Καποδίστριανα συναντηθεί στην Νικιάνα, κάτω από την περιώνυμη καρυδιά στου «Μαγεμένου», με τους σπουδαιότερους Οπλαρχηγούς, οι οποίοι συμμετείχαν στην προετοιμασία της Εθνεγερσίας που συντελέσθηκε δεκατέσσερα χρόνια μετά, το 1821. Η «σύναξη» έγινε με πρωτοβουλία και τις «ευλογίες» του Μητροπολίτη Άρτας Ιγνατίου. Μεταξύ των Οπλαρχηγών ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Και κατά την μαρτυρία του Λευκάδιου Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ο Ιωάννης Καποδίστριας, απευθυνόμενους προς τους Οπλαρχηγούς και προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ελπίζω η Πατρίς να σας καλέσει συντόμως δια σκοπόν πολύ υψηλότερον», υπαινισσόμενος προφανώς την «έκρηξη» του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα.

β) Η δεύτερη συνάντηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα, λίγο πριν την «έκρηξη» της Επανάστασης του 1821, και συγκεκριμένα το 1819.

β1) Τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπηρετούσε ως Ταγματάρχης στο «Ελληνικό ελαφρύ πεζικό» του Αγγλικού Στρατού στην Ζάκυνθο. Μετέβη δε στην Κέρκυρα αποκλειστικώς και μόνο προκειμένου να συναντήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια -ο οποίος είχε φθάσει εκεί για να δει την οικογένειά του και για ολιγοήμερη ανάπαυση- κορυφαίο τότε Αξιωματούχο της Ρωσικής Διπλωματίας, αγωνιώντας να μάθει από αυτόν ποια θα ήταν, ενδεχομένως, η στάση του Τσάρου αν και όταν οι Έλληνες ξεκινούσαν τον υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρήκε στην Κέρκυρα έναν Ιωάννη Καποδίστρια που έδειχνε «περίφροντις», πλην όμως υπήρξε απολύτως ειλικρινής μαζί του. Ήταν η περίοδος κατά την οποία και ο Ιωάννης Καποδίστριας, επηρεασμένος από την όλη πληροφόρηση που είχε για την Ελλάδα αλλά και από τις θέσεις του Αδαμαντίου Κοραή -κατά τις οποίες το Έθνος δεν ήταν ακόμη «ώριμο» για την Εθνεγερσία- «έτρεφε» μεγάλες επιφυλάξεις για το αν και κατά πόσον οι Έλληνες έπρεπε να επαναστατήσουν, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

β2) Όσο για τον Τσάρο της Ρωσίας, ο Ιωάννης Καποδίστριας πληροφόρησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι δεν ήταν, κάθε άλλο, διατεθειμένος να συμπαρασταθεί στο Έθνος των Ελλήνων για να διεκδικήσει την Ελευθερία του, κυρίως διότι δεν επιθυμούσε να «διαταράξει» τις σχέσεις του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμπλεκόμενος ενδεχομένως και σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έφυγε από την Κέρκυρα καταφανώς απογοητευμένος. Όμως τούτο δεν σήμανε και ρήξη του με τον Ιωάννη Καποδίστρια, επειδή εκτιμούσε πέρ’ από το αδιαμφισβήτητο κύρος του και την ανυπόκριτη ειλικρίνειά του, επιπλέον δε θεωρούσε πως η αφοσίωσή του στο Έθνος ήταν αδιαπραγμάτευτη.

2. Όπως αναφέρουν αρκετές μαρτυρίες, μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν πεπεισμένος, ευθύς εξ αρχής, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας, και λόγω του χαρακτήρα του και λόγω της «διεθνούς» εμβέλειας της προσωπικότητάς του, ήταν ο πιο κατάλληλος για να ηγηθεί του Ελληνικού Κράτους, όταν θα έφθανε η ώρα της συγκρότησής του.

α)
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα λίγο πριν και, κατ’ εξοχήν, κατά την διάρκεια των εργασιών, το 1827, της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, η οποία και θέσπισε το πρώτο «οριστικό» Σύνταγμα της Ελλάδας, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ένα από τα πιο ολοκληρωμένα Συντάγματα στην Συνταγματική Ιστορία μας αλλά και πέραν αυτής. Με πρωτοβουλία ιδίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε ομοφώνως, την 27η Μαρτίου του 1827, «η Νομοτελεστική Δύναμις να παραδοθή εις έναν και μόνον», προκειμένου ν’ αποφευχθούν στο μέλλον «όσα κακά επήγασαν εις το διάστημα του επταετούς Αγώνος… από την πολυμέλειαν της Νομοτελεστικής Δυνάμεως». Η ρύθμιση αυτή «φωτογράφιζε» ήδη το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια. Τούτο προέκυψε ευθέως πλέον όταν, και πάλι με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, θεσπίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, την 3η Απριλίου του 1827, το Ψήφισμα ΣΤ΄, με το οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας ορίσθηκε «Κυβερνήτης της Ελλάδος». Άκρως χαρακτηριστικές για την πολιτική ισχύ που εμπιστευόταν στον Ιωάννη Καποδίστρια η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ήταν οι διατάξεις των άρθρων 102-125 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» («Κεφάλαιον Ζ΄») «Περί Κυβερνήτου».

β)
Την 8η Ιανουαρίου του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο, και την 11η Ιανουαρίου ανέλαβε στην Αίγινα τα καθήκοντά του ως Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, όταν του μεταβιβάσθηκε επισήμως η «Εκτελεστική Εξουσία» από την «μεταβατική» «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν». Έκτοτε, και καθ’ όλη την δραματική περίοδο έως την δολοφονία του στο Ναύπλιο, την 27η Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε την αμέριστη συμπαράσταση -πολύτιμη καθ’ όλα, λόγω του μεγέθους της προσωπικότητας και της Εθνικής προσφοράς του «Γέρου του Μοριά»- του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως φάνηκε σε πολλές και κρίσιμες περιστάσεις.

β1) Πριν απ’ όλα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε, αμέσως και δίχως δισταγμούς, ότι η πλήρης εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» ήταν αδύνατη λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε στον Τόπο και ότι, συνακόλουθα, έπρεπε ν’ ανατεθούν στον Κυβερνήτη έκτακτες αρμοδιότητες. Γι’ αυτό και πρωτοστάτησε κατά την θέσπιση από την Βουλή του ΝΗ΄ Ψηφίσματος, την 18η Ιανουαρίου του 1828, το οποίο ενέκρινε «σχέδιον μεταβολής διοικήσεως προσωρινής» που ανέστειλε, κατά μεγάλο μέρος, την εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στην συνέχεια, αντιτάχθηκε με σθένος έναντι όλων εκείνων -και δεν ήταν λίγοι- οι οποίοι καταλόγιζαν στον Ιωάννη Καποδίστρια «δικτατορικές» τάσεις και τον υπονόμευαν εμφανώς. Όπως επίσης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πίστεψε, δίχως δισταγμούς, στις ειλικρινείς προθέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια να επαναφέρει σταδιακώς το Κράτος σ’ ένα είδος «συνταγματικής ομαλότητας» μέσω νέου Συντάγματος. Γι’ αυτό και συμφώνησε όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας οργάνωσε -αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος του προαναφερόμενου ΝΗ΄ Ψηφίσματος της 18ης Ιανουαρίου του 1828- από κοινού με την Βουλή την σύγκληση Δ΄ Εθνοσυνέλευσης για την θέσπιση νέου Συντάγματος, η οποία τελικώς συνήλθε στο Άργος, την 11η Ιουλίου του 1829.

β2)
Επιπροσθέτως, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αντιληφθεί ότι μόνον η προσωπικότητα του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια μπορούσε να πείσει τις «Μεγάλες Δυνάμεις» της εποχής να «στέρξουν» την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, και μάλιστα υπό εδαφικούς και άλλους όρους πρόσφορους να διασφαλίσουν την μελλοντική του επιβίωση. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται ιστορικώς το γεγονός ότι, παρά την στάση τους στο Ναυαρίνο, αυτές οι «Μεγάλες Δυνάμεις», κυρίως για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους, έφερναν εμπόδια στην τελική ευόδωση της Εθνεγερσίας, τηρώντας πολλές φορές μια επαμφοτερίζουσα στάση σε ό,τι αφορούσε την ίδρυση του πρώτου Έθνους-Κράτους, ήτοι του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Και πρωτίστως σε ό,τι αφορά το μέγεθος και τον βαθμό αυτονομίας που θα είχε, έτσι ώστε να μην έλθουν εκ νέου σ’ ευθεία σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συμπαράσταση αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν πολύτιμη για τον Ιωάννη Καποδίστρια αφού περιόριζε εμφανώς τις εσωτερικές αντιδράσεις, προκειμένου ο Κυβερνήτης να είναι όσο το δυνατό περισσότερο απερίσπαστος κατά τις διαπραγματεύσεις με τις «Μεγάλες Δυνάμεις» και να στεφθεί έτσι μ’ επιτυχία το τιτάνιο έργο της «γέννησης» του πλήρως Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Υπό τα δεδομένα αυτά ήταν και μια δικαίωση για τον ίδιο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη η υπογραφή, την 22α Ιανουαρίου/3η Φεβρουαρίου 1830, του «Πρωτοκόλλου του Λονδίνου» με το οποίο, όπως επανειλημμένως επισημάνθηκε, ιδρύθηκε εν τέλει το Νεότερο Ελληνικό Κράτος.

β3) Η στυγερή δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια ένα, μόλις, χρόνο μετά ανέκοψε τον ρου της Ιστορίας για την ολοκλήρωση της πραγματοποίησης του «οράματος» του Κυβερνήτη αναφορικά με το μέλλον της Ελλάδας, το οποίο συμμεριζόταν στο ακέραιο ο «Γέρος του Μοριά». Και είναι άκρως χαρακτηριστικό εκείνο, το οποίο αποδίδεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη λίγο μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Συγκεκριμένα λέγεται ότι ο «Γέρος του Μοριά» αναφώνησε με ανείπωτη πίκρα και οργή: «Ο δολοφονήσας τον Καποδίστρια εδολοφόνησε την Ελλάδα»!

Επίλογος

Τα όσα εκτέθηκαν για τον «Εθνεγέρτη» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον «Γέρο του Μοριά», είναι ιστορικές παρακαταθήκες που τις θεμελιώνουν αμάχητα πια τεκμήρια. Εκτιμώντας την σημερινή συγκυρία οφείλουμε όμως να δεχθούμε πως η προσωπικότητα και η προσφορά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη δεν είναι μόνον ιστορική «κιβωτός» του παρελθόντος. Πρέπει να μείνει εσαεί, και ιδίως για τις γενιές που έρχονται, «δείκτης πορείας» του μέλλοντός μας. Παράδειγμα προς μίμηση για την πορεία του Έθνους των Ελλήνων μέσα στον χρόνο, κυρίως όταν οι συνθήκες που επικρατούν –όπως προεχόντως οι σημερινές- δεν επιτρέπουν εφησυχασμό αλλά μας προτρέπουν επιτακτικώς σε μιαν υπεύθυνη εγρήγορση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το αξεπέραστο ιστορικό υπόδειγμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αναφορικά με το Εθνικό μας Χρέος για την υπεράσπιση της Πατρίδας -άρα και όλων, ανεξαιρέτως, των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων- πρέπει να μας υπενθυμίζει και τούτο: Για εμάς, τους Έλληνες, η Εθνεγερσία -η οποία είναι πάντα ζωντανό ιστορικό ορόσημο και όχι μια απλή επέτειος- συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, όσο οι ηγεσίες της Τουρκίας κάνουν ακόμη επίδειξη της διαχρονικής τους βαρβαρότητας στην Μαρτυρική Κύπρο. Με άλλες λέξεις εμείς, οι Έλληνες, οφείλουμε να «καταθέσουμε» στην Ιερή Μνήμη των Προγόνων μας Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 την ανυποχώρητη δέσμευσή μας ότι θ’ αγωνισθούμε, έως το τέλος, ώστε ν’ απελευθερωθεί και η τελευταία σπιθαμή του εδάφους της Κυπριακής Γης από τον τουρκικό ζυγό. Αλλά και ότι θ’ αγωνισθούμε, επιπροσθέτως, ως το τέλος προκειμένου τόσο η Διεθνής Κοινότητα όσο και, κυρίως, η Ευρωπαϊκή Ένωση ν’ αναλάβουν, στο ακέραιο, τις δικές τους ευθύνες, παύοντας ν’ ανέχονται απαθείς την τουρκική κατοχή στην Κύπρο. Κατοχή, η οποία πέραν των άλλων πλήττει καιρίως και το κύρος της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, εν τέλει δε τον ίδιο τον Πολιτισμό μας.

(*) Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Προκόπης Παυλόπουλος: «Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στον "Κύκλο με την Κιμωλία" - Με αφορμή και το πολιτικό «άγος» των τηλεφωνικών υποκλοπών»*


«Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στον «Κύκλο με την Κιμωλία» Με αφορμή και το πολιτικό «άγος» των τηλεφωνικών υποκλοπών»


Την παρέμβαση της Δικαιοσύνης σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών ζητά ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών «πολιτικό άγος

Προκόπης Παυλόπουλος*

Πρόλογος

Στην «επικράτεια» της Δύσης, η οποία μέχρι πρότινος διέθετε την νομιμοποίηση και την αντίστοιχη «έξωθεν καλή μαρτυρία» ενός σχεδόν υποδειγματικού σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών εν γένει, η Aντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχει αρχίσει να παρακμάζει κάτω από το βάρος της θεσμικής και πολιτικής «οξείδωσης» των βασικών αντηρίδων της. «Οξείδωσης», η οποία δοκιμάζει επικίνδυνα τις αντοχές της κατά την υπεράσπιση της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, που συνιστούν τις επιμέρους εκφάνσεις άσκησής της στην πράξη. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, το Κράτος αδυνατεί να εγγυηθεί επαρκώς τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθώς και το θεσμικό και πολιτικό status του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Ενώ η, θεμελιώδης για την εμπέδωση της εν γένει δημοκρατικής οργάνωσης των κρατικών και των κοινωνικών δομών, αρχή της Ισότητας «υποχωρεί ατάκτως» μπροστά στην «επέλαση» των κάθε είδους ανισοτήτων. Κάπως έτσι διαγράφεται, βεβαίως σε πολύ γενικές γραμμές, αυτή η παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με «σημείο αιχμής» την προϊούσα αδυναμία της να λειτουργήσει, κατά τον προορισμό της, ως «ιδανική» διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, μέσω των οποίων καθένας μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Ως προς τα «καθ’ ημάς», αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνουν π.χ. τα, κατά γενική ομολογία, άκρως προβληματικά, ως «διαβρωτικά» για την Δημοκρατία, φαινόμενα των τηλεφωνικών υποκλοπών στο πεδίο της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος που διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών. Πολλώ μάλλον όταν οι προσφάτως ψηφισθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις όχι μόνο δεν επιφέρουν κάποιες ουσιαστικές βελτιώσεις στις ισχύουσες ατελέστατες διατάξεις, αλλ’ αφήνουν στο περιθώριο -ή και στο «σκοτάδι»– την κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος αρμόδια για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών ανεξάρτητη αρχή, ήτοι την ΑΔΑΕ, καθιστώντας έτσι δυσχερή ή και αδύνατη την άσκηση κρίσιμων, εν προκειμένω, αρμοδιοτήτων της.

Ι. Η αφετηρία του «μύθου»

Το μείζον ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν και πώς μπορεί η πορεία αυτή ν’ αναστραφεί. Κυρίως δε ποιος είναι σε θέση, με βάση και την ευθύνη που του αναλογεί, αντιστοίχως, ν’ αναλάβει το βάρος μιας τέτοιας αναστροφής. Ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, στον «Κύκλο με την Κιμωλία» – στην αρχική του μορφή, η οποία ολοκληρώθηκε το 1945, μέσα στα ερείπια που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο τίτλος του έργου ήταν «Ο Καυκασιανός κύκλος με την Κιμωλία» – μας δείχνει, και σήμερα, τον δρόμο υπό όρους μιας κορυφαίας αλληγορίας. Αλληγορίας, η οποία μάλλον έχει πολύ παλιές ρίζες στην Βίβλο και σε κινεζικό θεατρικό μύθο:

Α. Σε μια περιοχή του Καυκάσου, χαρακτηρισμένη ως «Καταραμένη», που βιώνει περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, ο ηγεμόνας ανατρέπεται και εκτελείται από τους επαναστάτες. Η φαντασμένη και ιδιοτελής σύζυγός του Νατέλα έτρεξε να σωθεί, παίρνοντας μαζί της μόνο τα κοσμήματά της και ό,τι άλλο πολύτιμο είχε, αφήνοντας όμως στην τύχη του το μονάκριβο παιδί τους, τον πρίγκιπα Μιχέλ. Το παιδί αναλαμβάνει ν’ αναθρέψει και να μεγαλώσει μια υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, η Γκρούσα, που φέρνει εις πέρας την αποστολή της με αυτοθυσία, αγνοώντας κάθε είδους τεχνητά διλήμματα και απειλές. Έτσι, το παιδί επιβιώνει μόνο χάρη στην, κυριολεκτικώς μητρική, αυταπάρνηση της Γκρούσας. Οι καιροί αλλάζουν, οι επαναστάτες χάνουν την τελική μάχη. Η Νατέλα γυρίζει πίσω, αναζητώντας το παιδί που είχε κάποτε εγκαταλείψει δίχως ίχνος μητρικής ευαισθησίας. Τότε τίθεται το ζήτημα: Τίνος είναι το παιδί που επιβίωσε μέσα από την λαίλαπα της συμφοράς; Της Γκρούσας που το ανέθρεψε και το μεγάλωσε, σε πείσμα των καιρών; Ή της μάνας που το γέννησε, αλλά το άφησε στους «πέντε ανέμους»;

Β. Ο Αζντάκ, ένας περιθωριακός που χρίσθηκε δικαστής επειδή κατά την επανάσταση έσωσε την ζωή του Μεγάλου Δούκα, κρύβοντάς τον στο σπίτι του, κλήθηκε να κρίνει. Και τότε διέταξε, υπό όρους μιας σχεδόν πρωτόγονης πλην όμως βαθιά ανθρώπινης Δικαιοσύνης, κάποιο περιστασιακό βοηθό του να χαράξει έναν κύκλο με κιμωλία και να βάλει το παιδί στο κέντρο του. Όποια από τις δύο «μανάδες» θα κατάφερνε να το τραβήξει προς το μέρος της, θα κέρδιζε την ιδιότυπη αυτή δίκη. Η πραγματική μάνα, η Νατέλα, το σέρνει άσπλαχνα και βίαια κοντά της. Η τραγική Γκρούσα, αμφιρρέποντας απεγνωσμένα, το αφήνει, για να μην το πληγώσει. Η «αποδεικτική διαδικασία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Στο τέλος ο Αζντάκ, αν και γνωρίζει, με «δικανική πεποίθηση», ποια είναι η βιολογική μάνα, δίνει το παιδί στην Γκρούσα, με το σκεπτικό ότι αυτή δεν θέλησε να το πληγώσει. Γιατί η γνήσια ευαισθησία της ανθρώπινης υπόστασης πρέπει οπωσδήποτε να υπερισχύσει έναντι οιουδήποτε συμφέροντος, το οποίο βαίνει πέραν του προορισμού και της αξίας του Ανθρώπου. Πρόκειται για μιαν έμμεση, και κάτω από συνθήκες «θεατρικής αδείας», επίκληση κανόνων φυσικού δικαίου, σε αντιπαραβολή προς το γνησίως θετικό δίκαιο.

ΙΙ. Μεταξύ Πολιτικής Κοινωνίας και Κοινωνίας των Πολιτών

Κάνοντας την αναγκαία αναγωγή από την αλληγορία του «Κύκλου με την Κιμωλία» στα δεδομένα της σύγχρονης «περιπέτειας» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο υποθετικός δικαστής «Αζντάκ» έχει να επιλέξει, μπροστά στο δίλημμα του ποιος είναι εκείνος ο οποίος μπορεί να την υπερασπισθεί και να την επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση, μεταξύ:

Α. Από την μια πλευρά της Πολιτικής Κοινωνίας –ήτοι του Κράτους- εφόσον βεβαίως οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες διαχειρίζονται κυρίως την Εκτελεστική Εξουσία, έχουν την δύναμη και είναι διατεθειμένες να ξαναδώσουν στην κρατική εξουσία τον ρόλο που της αναλογεί, ως προς την υπεράσπιση των φιλελεύθερων χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, από την άλλη πλευρά, της Κοινωνίας των Πολιτών, η οποία ούτως ή άλλως έχει κάθε λόγο και κάθε συμφέρον να υπερασπισθεί την θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι το κρίσιμο διακύβευμα στην σύγχρονη παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι, αναμφιβόλως, η Ελευθερία. Άρα τα Δικαιώματα, μέσω των οποίων η Κοινωνία των Πολιτών διαφυλάσσει την υπόστασή της και την επιτέλεση της αποστολής της, υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Β. Θα ήταν πολύ δύσκολο για τον δίκαιο «Αζντάκ» ν’ αναθέσει την «επιμέλεια» της ανόρθωσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποκλειστικώς στο Κράτος μολονότι, κατά την αποστολή του, οφείλει να είναι ο «φυσικός» εγγυητής του φιλελεύθερου χαρακτήρα της, επομένως ο εγγυητής της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων. Πέραν του ότι μεγάλο μέρος της παρακμιακής πορείας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας οφείλεται στις αδυναμίες και την ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού, η καταφανής έλλειψη ηγετικού κύρους των σύγχρονων πολιτικών ηγεσιών αναδεικνύει ότι δεν διαθέτουν τ’ απαιτούμενα εχέγγυα –θα έλεγε κανείς την απαιτούμενη πολιτική «γενναιότητα»- προκειμένου να επωμισθούν μια τόσο κρίσιμη αποστολή.

Επίλογος

Ο ακριβοδίκαιος «Αζντάκ», αποτιμώντας την ιστορία και την προοπτική της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας καθώς και την ανάγκη υπεράσπισης της Ελευθερίας, θα είχε κάθε λόγο ν’ αναθέσει -βεβαίως δίχως να υποτιμά την εν γένει αποστολή του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους- την «επιμέλεια» της ανόρθωσής τους κατά μεγάλο μέρος σ’ εκείνους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να φέρουν εις πέρας μια τέτοια αποστολή. Σ’ εκείνους, μέσα από τους αγώνες των οποίων πριν από δύο και πλέον αιώνες γεννήθηκε η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας. Σ’ εκείνους, για τους οποίους η προστασία της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του είναι «βιωματική» κατάσταση, ακόμη και όταν –ιδίως σε περιόδους δημοκρατικής ομαλότητας και στοιχειώδους ευημερίας– η κατάσταση αυτή υποφώσκει στο υποσυνείδητό τους. Με άλλες λέξεις σ’ εκείνους, οι οποίοι συγκροτούν, διαχρονικώς, την Κοινωνία των Πολιτών. Αυτό δε το μήνυμα πρέπει να στείλει, με κάθε νόμιμο και δημοκρατικό μέσο, και η δική μας Κοινωνία των Πολιτών σε καθέναν ο οποίος ευθύνεται, κατά το Σύνταγμα, για τα «ρήγματα» που προκαλούνται εδώ και καιρό στην θωράκιση θεμελιωδών, συνταγματικώς κατοχυρωμένων, δικαιωμάτων. Όπως συμβαίνει, στην περίπτωση των τηλεφωνικών υποκλοπών, με το δικαίωμα που διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος. Με την πρόσθετη αλλά και αυτονόητη επισήμανση, ότι η προσχηματική επίκληση δήθεν «δημόσιου συμφέροντος», το οποίο μάλιστα «αυτοαναιρείται» κανονιστικώς εξαιτίας της εσκεμμένης «υπερχειλούς» νομικής αοριστίας του -π.χ. επίκληση της, ούτως ή άλλως αόριστης, νομικής έννοιας της εθνικής ασφάλειας μ’ ευρύτατο περιεχόμενο, ουσιαστικώς ανεπίδεκτο αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου- προκειμένου να δικαιολογηθούν κρατικές παρεμβάσεις που θίγουν τον ίδιο τον πυρήνα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την θέση των υπευθύνων για τέτοιες ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις. Διότι, επιπλέον, με τον τρόπο αυτό αλλοιώνουν, και μάλιστα ενσυνειδήτως, την ίδια την έννοια και την θεσμική λειτουργία του δημόσιου συμφέροντος κατά το Σύνταγμα. Άραγε η Δικαστική Εξουσία αξιοποιώντας, κατά τον προορισμό του, τον «θώρακα» της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (άρθρο 87 του Συντάγματος) προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της, θα βρει υπό τις συγκεκριμένες κρίσιμες περιστάσεις το θάρρος να υπερασπισθεί την «φυσική» αποστολή της αναδεικνυόμενη σε υπεύθυνο «θεματοφύλακα» του Κράτους Δικαίου, διατηρώντας έτσι «ζωντανή» και την ελπίδα ότι ο ζοφερός «επιμενίδειος ύπνος» της Πολιτικής Κοινωνίας δεν είναι «νομοτελειακός»;

Only 18 + Clickon this https://mineraltip.com/r5uszvp3e8?key=d940c9efe0e9fbdc5b7685fc084c6c66

* Αρχικώς, ορισμένες από τις θέσεις αυτές διατυπώθηκαν στην μελέτη μου «Το Μετέωρο Βήμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2021, σελ. 241 επ.

Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο constitutionalism.gr, την Κυριακή 11.12.2022.

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ