του Κωνσταντίνου Φίλη*
Οι διαβουλεύσεις για το Κυπριακό κορυφώνονται.
Κρίνεται, πάντως, δύσκολο να προκύψει κάτι θεαματικό. Οι συνθήκες,
εξάλλου, δεν ευνοούν την εξεύρεση λύσης στην παρούσα φάση, στον βαθμό
που η Τουρκία δεν φαίνεται διατεθειμένη να προβεί στις αναγκαίες
παραχωρήσεις. Από την άλλη, εξαιτίας του περίπλοκου περιβάλλοντος
συντρέχουν σοβαροί λόγοι εντατικοποίησης των διαπραγματεύσεων στην
κατεύθυνση της επίλυσης. Μένει να διαπιστωθεί, εάν οι εμπλεκόμενοι
κληθούν να λειτουργήσουν μέσα σε ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.
Η θέση της Τουρκίας είναι καταλυτική για την επίλυση του Κυπριακού.
Πώς, λοιπόν, θα κινηθεί; Μάλλον τακτικιστικά, κερδίζοντας χρόνο. Οι δύο
κομβικές διαφορές με το 2004 είναι, αφενός, η αλλαγή του εγχώριου
σκηνικού, που δεν αφήνει στον Ερντογάν σοβαρά περιθώρια συμβιβασμού,
αφετέρου, η πρόσληψη των Δυτικών για τυχόν ευεργετικές συνέπειες, σε
περίπτωση εξεύρεσης λύσης που θα ικανοποιεί την Αγκυρα.
Πριν
από δώδεκα χρόνια, υπήρχε η πεποίθηση πως εξευμενίζοντας τη γειτονική
χώρα μέσω του Κυπριακού (με τη Λευκωσία να αποτελεί μέλος της Ε.Ε.), η
Δύση θα κέρδιζε έναν πολύτιμο σύμμαχο, που συνιστούσε και υπόδειγμα
μετριοπαθούς σουνιτικού Ισλάμ. Σήμερα, έχει απέναντί της μια Τουρκία την
οποία δεν εμπιστεύεται, με την οποία δύσκολα συνεννοείται, υπάρχει
σαφής απόκλιση απόψεων σε διάφορα ζητήματα και παρατηρεί πως αποκόβεται
από το δυτικό άρμα. Αρα, η πίεση προς την ελληνοκυπριακή πλευρά και την
Αθήνα να συνηγορήσουν σε μια λύση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα
εξομαλύνει την κατάσταση, επαναφέροντας την Αγκυρα στην «κανονικότητα»
περασμένων ετών. Μάλιστα, η τωρινή αφερεγγυότητα και «απροβλεψιμότητα»
της Τουρκίας αποδυναμώνει και την προοπτική-δέλεαρ δημιουργίας ενός νέου
ενεργειακού γίγνεσθαι, με αυτήν σε ρόλο κόμβου διαμετακόμισης φυσικού
αερίου της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη, καθώς έτσι αυξάνει ο
βαθμός εξάρτησης της τελευταίας για τη μεταφορά υδρογονανθράκων από τον
νότιο ενεργειακό διάδρομο (που παρακάμπτει τη Ρωσία).
Στο εσωτερικό της γείτονος, ο παραληρηματικός λόγος Ερντογάν (που
ανεβάζει τον πήχυ των προσδοκιών), η πλειοδοσία εθνικισμού των πολιτικών
δυνάμεων πλην του περιθωριοποιημένου φιλοκουρδικού/φιλοεργατικού
κόμματος, η ομοθυμία γύρω από τα ζητήματα Αιγαίου και Κύπρου και το
επικείμενο δημοψήφισμα για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον πρόεδρο
κατατείνουν στο ότι η Αγκυρα θα αποφύγει μια συμφωνία που δεν θα μπορεί
να «πουλήσει» στο εσωτερικό.
Ωστόσο, ο τακτικιστής Ερντογάν αναμένεται να προβεί σε ελιγμούς, έστω
και προσχηματικά: ίσως βάλει στο τραπέζι τις ελληνοτουρκικές διαφορές
για να αποσταθεροποιήσει την ελληνική κυβέρνηση (ήδη το κάνει με τις
παραβιάσεις και την ποιοτική αναβάθμιση των διεκδικήσεων) ή ίσως
προσποιηθεί ότι υπαναχωρεί στο εδαφικό (π.χ. Μόρφου), που αποτελεί
«κόκκινη γραμμή», είτε για να απαιτήσει ανταλλάγματα στο σκέλος της
διακυβέρνησης ή των παρεμβατικών δικαιωμάτων είτε/και να εκθέσει την
ελληνοκυπριακή ηγεσία και την Αθήνα, αν παραμείνουν ανυποχώρητες.
Επίσης, ο Τούρκος πρόεδρος ενδεχομένως να επιδιώξει να εμφανιστεί ως
μέρος της λύσης ώστε να επανακτήσει με καλύτερους όρους την επαφή του με
τα κέντρα εξουσίας της Δύσης. Μπορεί ακόμη να θελήσει να αναθερμάνει
την ευρωπαϊκή προοπτική, να βελτιώσει την εικόνα του στο εξωτερικό ως
εποικοδομητικού δρώντος –εν αναμονή του Τραμπ– ή να λάβει κάποιες
διαβεβαιώσεις για ζητήματα στα οποία ο ίδιος και η χώρα του είναι
ευάλωτοι (οικονομία, τρομοκρατία). Ο έλεγχος των προσφυγομεταναστευτικών
ροών και η κατάσταση στη Συρία, έστω και εμμέσως, θα
συνυπολογιστούν/χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία που ενισχύουν την τουρκική
διαπραγματευτική θέση.
Ούτως ή άλλως, Λευκωσία και Αθήνα χρειάζεται να προετοιμαστούν με
άρτιο τρόπο για να αποκρούσουν πιέσεις, που πιθανόν να ενταθούν
περαιτέρω από τη στιγμή που η Αγκυρα θα δείξει άλλο πρόσωπο. Ορισμένοι
θεωρούν ότι, σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις, συνήθως υποχρεώνεται σε
αναδίπλωση ο λιγότερο ισχυρός. Αλλωστε, παρά τα οικονομικά άλματα της
ελληνοκυπριακής πλευράς, η εδραίωση του status quo που δημιουργήθηκε με
την τουρκική εισβολή και κατοχή έχει προκαλέσει μια αρνητική
πραγματικότητα και συνακόλουθα δυσμενείς συσχετισμούς. Εδώ χρήζει
προσοχής η διαπίστωση πως τουλάχιστον οι ΗΠΑ είχαν μέχρι πρότινος
υιοθετήσει την άποψη για την αναγκαιότητα παραμονής τουρκικών
στρατευμάτων για μεταβατικό διάστημα. Αν τελικά αναζητηθεί τρόπος
παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή
υπό άλλο νομικό καθεστώς, το «κλειδί» ίσως βρεθεί σε έναν συνδυασμό
εμπλοκής ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, Ε.Ε., εισήγηση, ωστόσο, που συναντά ισχυρές
αντιστάσεις από ΑΚΕΛ, Βρετανία και Τουρκία, για διαφορετικούς λόγους.
Η Ανατολική Μεσόγειος εξελίσσεται στο τελευταίο ανάχωμα ασφάλειας της
ηπειρωτικής Ευρώπης, σε μια φάση περιμετρικής αποσταθεροποίησης. Η
συμπερίληψη της Κύπρου, χωρίς τα βαρίδια και τις παρωχημένες πρόνοιες
του παρελθόντος, θα συνέδραμε σημαντικά στη νέα περιφερειακή
αρχιτεκτονική. Αραγε, πώς τοποθετείται η εσχάτως ενδυναμωμένη Ρωσία
έναντι αυτής της προοπτικής και πόσο προτίθεται/δύναται να επηρεάσει τις
εξελίξεις;
Ερώτημα, επίσης, παραμένει η διάρκεια των διαβουλεύσεων σε περίπτωση
ασυμφωνίας αλλά μερικής σύγκλισης, καθώς και αν σε περίπτωση οριστικού
ναυαγίου (καμία πλευρά, πάντως, δεν θέλει να το χρεωθεί) σε
μεταγενέστερο χρόνο, προκύψει εν τέλει διαζύγιο, βελούδινο ή ταραγμένο.
*O δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
πηγή: kathimerini.gr