Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά ημερομηνία για το ερώτημα Αλέξης Τσίπρας. Ταξινόμηση κατά συνάφεια Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά ημερομηνία για το ερώτημα Αλέξης Τσίπρας. Ταξινόμηση κατά συνάφεια Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αλέξης Τσίπρας: «Χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα και ένα νέο κίνημα. Μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία που θα διατρέχει όλα τα προοδευτικά κόμματα» (vid)

     Την ανάγκη ενός νέου πατριωτισμού «απέναντι στην ολιγαρχία και την κλεπτοκρατία», υπογράμμισε ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στη 2η διεθνή διάσκεψη για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη, που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα και ολοκληρώθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.


Όπως υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται «ένα νέο εθνικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης με ορίζοντα πενταετίας. Με στόχο την ανάπτυξη, την ανθεκτικότητα, την ασφάλεια αλλά και τη δικαιοσύνη, τους θεσμούς, τη δημοκρατία. Με στόχο την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη».

«Χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα και ένα νέο κίνημα. Μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία που θα διατρέχει όλα τα προοδευτικά κόμματα» τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.

«Χρειάζεται είναι ένα νέο όραμα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει», επισήμανε ο Αλέξης Τσίπρας κατά την παρέμβασή του στη 2η Διεθνή Διάσκεψη για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη που διοργάνωσε το Ινστιτούτο του πρώην πρωθυπουργού με τη συμμετοχή διακεκριμένων προσωπικοτήτων

Όπως υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται «ένα νέο εθνικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης με ορίζοντα πενταετίας. Με στόχο την ανάπτυξη, την ανθεκτικότητα, την ασφάλεια αλλά και τη δικαιοσύνη, τους θεσμούς, τη δημοκρατία. Με στόχο την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη».

Ο πρώην πρωθυπουργός επισήμανε ότι χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα και ένα νέο κίνημα. «Μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία» που -όπως- είπε «θα διατρέχει όλα τα προοδευτικά κόμματα, θα αγγίζει όσους έχουν γυρίσει τη πλάτη στο πολιτικό σύστημα, θα απαντά στην ακροδεξιά δημαγωγία και θα δίνει κίνητρο στους πολίτες να σηκωθούν από τον καναπέ».

«Ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό κύμα, που θα συνενώσει αποτελεσματικά τα πολύχρωμα κινήματα αντίστασης και με πυξίδα τις ανάγκες της πατρίδας θα δώσει κίνητρο, έμπνευση, εναλλακτική στους κουρασμένους πολίτες» ανέφερε ο Αλέξης Τσίπρας κάνοντας λόγο για ένα νέο πατριωτισμό με χαρακτηριστικά «που θα δίνουν απάντηση στις προκλήσεις και τους κινδύνους της εποχής μας».

Όπως τόνισε χρειάζεται «ένας νέος πατριωτισμός απέναντι στην ολιγαρχία και τη κλεπτοκρατία. Από τη μια η πατρίδα μας από την άλλη τα πλούτη τους. Αυτή είναι η σύγχρονη διαχωριστική γραμμή. Απέναντι σε πολιτικές και πρακτικές που οξύνουν τις ανισότητες και το άδικο».Αναλυτικά η ομιλία Αλέξη Τσίπρα.



Αναλυτικά η ομιλία Αλέξη Τσίπρα στη 2η Διεθνή Διάσκεψη για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη

«Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους διακεκριμένους ομιλητές που ακούσαμε σήμερα, για τη συμμετοχή τους και τις σημαντικές παρεμβάσεις τους στη 2η Διεθνή μας Διάσκεψη.

Να ευχαριστήσω επίσης όλους τους πολίτες που παρακολούθησαν, συμμετείχαν και αγκάλιασαν αυτήν τη πρωτοβουλία.

Άκουσα με μεγάλη συγκίνηση τον Yuval και τον Basel.

Και δεν υπάρχουν λόγια να προσθέσει κανείς, όταν μιλούν οι άνθρωποι που βιώνουν αυτό το δράμα.

Το μήνυμά τους για την ειρήνη και τη συμφιλίωση είναι πιο δυνατό από κάθε άλλη ομιλία ή πρωτοβουλία για την ειρήνη.

Γιατί ο Yuval, ο Βasel, η Rachel και ο Hamdan έχουν το θάρρος να σπάνε τα δεσμά και τα τείχη που τους χωρίζουν.

Και να στέκονται μαζί, να δημιουργούν και να υποστηρίζουν με κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή, την ειρήνη και τη δικαιοσύνη.

Να αγωνίζονται για να νικήσει η ελπίδα και όχι το μίσος.

Είμαι λοιπόν πολύ περήφανος που είναι σήμερα μαζί μας και που το βραβείο Ειρήνης των Πρεσπών βρίσκεται στα χέρια τους.

Φίλες και φίλοι, πριν ένα ακριβώς χρόνο, αρχίσαμε αυτήν την προσπάθεια με σκοπό να επανέλθει στο προσκήνιο η πολιτική.

Να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος για τις προοδευτικές πολιτικές που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις και κρίσεις.

Και κυρίως, να σταθούμε απέναντι στις δυνάμεις της ακροδεξιάς και του εθνικισμού που βλέπαμε να θεριεύουν στην Ευρώπη.

Σήμερα, ένα χρόνο μετά, βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.

Γιατί οι δυνάμεις αυτές και οι ιδέες τους, είναι δυστυχώς ακόμα πιο ισχυρές.

Δεν διαχέονται μόνο στην κοινωνία,

Αναλαμβάνουν και τη διακυβέρνηση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Η επανεκλογή του Προέδρου Τραμπ δεν επηρεάζει απλά τις παγκόσμιες εξελίξεις.

Ανατρέπει το ίδιο το πλαίσιο στο οποίο οικοδομήθηκαν οι διεθνείς σχέσεις μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ιδίως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Αξιοποιεί τις αδυναμίες της φιλελέυθερης διεθνούς τάξης πραγμάτων.

Τις τραγικές συνέπειες των δυτικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή και στο Αφγανιστάν ή την αποτυχία της πολιτικής του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία.

Για να επιβάλει το “δίκαιο του ισχυρού” αντί του διεθνούς δικαίου, ως σημείο αναφοράς των διεθνών σχέσεων.

Παράλληλα, όπως ακούσαμε και σήμερα από τους αμερικανούς ομιλητές μας, νομιμοποιεί θέσεις και πολιτικές που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα επανέρχονταν στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες.

Θέσεις και πολιτικές που υπονομεύουν την ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία.

Η νέα ακροδεξιά διεθνής που ισχυροποιείται στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, εκμεταλλεύεται τον φόβο και την ανασφάλεια που έχουν δημιουργήσει 15 χρόνια πολλαπλών κρίσεων:

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι ανεξέλεγκτοι πόλεμοι, η χειρότερη μεταναστευτική κρίση από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πανδημία και βέβαια η κλιματική κρίση που εντείνεται.

Εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι μεταβαίνουμε από έναν μονοπολικό σε έναν πολυπολικό κόσμο όπου δεν υπάρχουν πια οι παλιές σταθερές.

Κυρίως, όμως, εκμεταλλεύεται, τρια φαινόμενα για τα οποία ακούσαμε και σήμερα.

Πρώτον, την πολύ μεγάλη αύξηση των οικονομικών και περιφερειακών ανισοτήτων.

Ανισότητες οι οποίες άρχισαν να μεγαλώνουν την περίοδο Ρέιγκαν και Θάτσερ, αλλά εντάθηκαν με την οικοδόμηση της νεοφιλελεύθερης παγκόσμιοποίησης την δεκαετία του 90 από πολλές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις.

Και – όπως τόνισαν ο Bernie Sanders και οι άλλοι ομιλητές μας- εντάθηκαν ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια που οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να πληρώσουν το μεγάλο βάρος της παγκόσμιας και ευρωπαικής οικονομικής κρίσης.

Και μετά, KAI της κλιματικής κρίσης.

Και μετά, KAI της ενεργειακής κρίσης που έγινε κρίση ακρίβειας.

Ενώ οι δισεκατομμυριούχοι πλούτιζαν.

Δεύτερον, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς αξιοποιούν την πολιτική και νομική διάσταση της ανισότητας.

Το γεγονός ότι οι δισεκατομμυριούχοι που πλούτισαν και πλουτίζουν σε περιόδους κρίσεων - όπως και οι άνθρωποί τους– βρίσκονται πάντα υπεράνω του νόμου.

Όπως ακούσαμε και σήμερα, η διάσωση της Wall Street κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση, όχι μόνο δεν οδήγησε κάποιους στην φυλακή αλλά τους επανέφερε σε θέσεις ευθύνης.

Και κάποιοι από αυτους τους δισεκατομμυριούχους που οδήγησαν τον κόσμο σε κρίση πριν 15 χρόνια είναι σήμερα δίπλα στον Πρόεδρο Τραμπ.

Τρίτον, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς εκμεταλλεύονται την ηθική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση των ανισοτήτων για τις οποίες μας μίλησε ο Michael Sandel.

Ο αγώνας για ισότητα δεν είναι μόνο ένα οικονομικό αίτημα.

Είναι ένας αγώνας για σεβασμό και αξιοπρέπεια.

Και δυστυχώς μαζί με τις ανισότητες, οι ελίτ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δημιούργησαν τη «ρητορική της ανόδου», όπως την αποκαλεί ο Sandel.

Tο αφήγημα, δηλαδή, ότι οι δομές της οικονομίας, της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας και κυρίως της παιδείας, είναι αρκετά αποτελεσματικές σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, ώστε να εξασφαλίζουν την αξιοκρατία.

Kαι άρα, αν δεν έχεις τον μισθό που χρειάζεσαι ή δεν καταφέρνεις να έχεις κοινωνική ανέλιξη, φταις εσύ –ως πολίτης– επειδή δεν δούλεψες αρκετά για να είσαι άξιος.

Και αφού έχεις εσύ την ευθύνη που δεν είσαι άξιος ή άριστος –για να το θέσω με όρους που ξέρουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα καλύτερα– τότε το κράτος δεν έχει την ευθύνη να σε στηρίξει.

Εκτός, αν είναι κατά παραχώρηση.

Εκτός εάν σου δώσει κάποιο εφάπαξ επίδομα ή κάτω από το τραπέζι μια βοήθεια στο πλαίσιο μιας πελατειακής σχέσης.

Ποια είναι λοιπόν η συνολική απάντηση που προτείνει η ακροδεξιά, πολλές φορές σε συμμαχία με συντηρητικά ή νεοφιλελεύθερα κόμματα;

Πρώτον, ένα μοντέλο αυταρχικού καπιταλισμού απέναντι στον δημοκρατικό καπιταλισμό.

Ένα μοντέλο που δανείζεται πολιτικές και πρακτικές από τα αυταρχικά καθεστώτα στον κόσμο, τα οποία ενισχύονται.

Ακούσαμε από τον Πρόεδρο του Εργατικού Κόμματος Βραζιλίας πώς λειτουργεί η ακροδεξιά στη Λατινική Αμερική.

Βλέπουμε στις ΗΠΑ, τη βία με την οποία λειτουργούν αυτές οι αυταρχικές δομές όταν ο εχθρός γίνεται ο ξένος και ο μετανάστης.

Και ακούσαμε από τον εκπρόσωπο των φοιτητών του Harvard τον τρόπο με τον οποίο η Αμερικανική Κυβέρνηση καταστέλλει τα δικαιώματα των φοιτητών και την ελευθερία έκφρασης, χωρίς να σέβεται οποιαδήποτε έννοια πανεπιστημιακού ασύλου.

Δεύτερον ένα μοντέλο ακραία νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Διαρκείς μειώσεις φόρων στους ολιγάρχες και μεταφορά του βάρους χωρίς περιστροφές στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα με περικοπές στο κοινωνικό κράτος και υψηλή έμμεση φορολογία.

Παράλληλα, σε αυτό το μοντέλο του αυταρχικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τα οικονομικά συμφέροντα του λαού ταυτίζονται με τα οικονομικά συμφέροντα του ηγέτη.

Το κράτος γίνεται μια Ανώνυμη Εταιρία στην υπηρεσία του ηγέτη και των ολιγαρχών που τον στηρίζουν, για υπογραφή συμβάσεων Δημόσιων έργων και προμηθειών και παρόμοιων deals.

Και η λέξη «σύγκρουση συμφερόντων» χάνει το νόημά της για τους αξιωματούχους της κυβέρνησης.

Όπως γράφει ο Jefrey Kopstein στο βιβλίο του ‘η επίθεση στο κράτος’ : «το γράμμα του νόμου έχει αξία μόνο για όσους δεν έχουν διασυνδέσεις με την κυβερνητική οικογένεια».

Πως το λένε στις ταινίες;

Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Αυτή είναι λοιπόν η απάντηση και το σχέδιο της Ακραίας Δεξιάς.

Η απάντηση και το σχέδιο της Αριστεράς όμως ποιο είναι ;

Πιστεύω είναι ευθύνη όλων των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων να αντισταθούν -μαζί- και να αντιμετωπίσουν τον φόβο με ελπίδα.

Να αντιμετωπίσουν την ανασφάλεια προωθώντας μια πολιτική αξιοπρέπειας για την καθημερινή ζωή των πολιτών.

Πρώτα από όλα, αυτό αφορά και στο πώς βλέπουμε εμείς οι Ευρωπαίοι την ΕΕ.

Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το μόνο μέλλον για μια ισχυρή, ενωμένη και στρατηγικά αυτόνομη Ευρώπη είναι να αποτελεί μια δύναμη ειρήνης και σταθερότητας.

Η ικανότητά μας για αποτροπή πρέπει να είναι ισχυρή.

Αλλά όχι στη βάση μιας πολεμικής οικονομίας που εντείνει την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση και βοηθάει τις εταιρείες αμυντικής βιομηχανίας να πλουτίζουν.

Και κυρίως όχι εις βάρος της κοινωνικής συνοχής.

Για αυτό πρέπει, με αφορμή τις αλλαγές στην δημοσιονομική αρχιτεκτονική της Γερμανίας, να υπάρξει μια αναθεωρημένη οικονομική αρχιτεκτονική που να στηρίζει ενεργά τη βιώσιμη ανάπτυξη, τις στρατηγικές επενδύσεις, την καινοτομία και τα ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά.

Και ιδίως να αντιμετωπίζει τις ανισότητες με ενισχυμένες πολιτικές συνοχής.

Εξασφαλίζοντας, όπως τονίζει και ο Enrico Letta, την ελευθερία κάθε ευρωπαίου πολίτη να μένει και να εργάζεται όπου ζει, με αξιοπρέπεια για τον ίδιο και την οικογένειά του.

Και, κυρίως, πρέπει να μιλήσουμε για έναν νέο ηθικό, κοινωνικό και οικονομικό πατριωτισμό, για να προτάξουμε το όραμα του μέλλοντος.

Για να εξηγήσουμε ότι εμείς θα παλέψουμε όντως για κάθε θέση εργασίας στη χώρα μας και για τις δυνάμεις της εργασίας, της καινοτομίας και της δημιουργικότητας.

Σε αντίθεση με την ακροδεξιά και τους δεξιούς συμμάχους της.

Ή την κεντροδεξιά με τους ακροδεξιούς συμμάχους της, που προσποιούνται ότι αγωνίζονται για τους εργαζόμενους αλλά κατά βάση είναι εκεί για να στηρίξουν τους δισεκατομμυριούχους.

Πρέπει λοιπόν να βάλουμε ως κεντρικό μας στόχο την ενίσχυση των θεσμικών αντίβαρων της δημοκρατίας, αποτρέποντας τον κίνδυνο να γίνουν τα κράτη, Ανώνυμες Εταιρίες αυτών που κυβερνούν και των ολιγαρχών που τους στηρίζουν.

Και να αντικαταστήσουμε το πελατειακό κράτος με ένα κράτος αναπτυξιακό, με στρατηγικούς στόχους.

Με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εργαζομένων, δημόσιας διοίκησης και οικονομικών φορέων που να βασίζεται στην προοδευτική και δίκαιη φορολόγηση.

Όπως λέει ο Michael Sandel στο εξαιρετικό βιβλίο του με τον Thomas Picketty,

«Είναι λάθος να χαρίσουμε τον πατριωτισμό στα κόμματα της δεξιάς.

Τα σοσιαλδημοκρατικά και προοδευτικά κόμματα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τι σημαίνει για αυτά ο πατριωτισμός και το ανήκειν.

Πχ όταν εταιρίες αναζητούν φορολογικούς παραδείσους αντί να πληρώνουν τους φόρους στη χώρα που βγάζουν κέρδη, αυτό δεν είναι έλλειψη οικονομικού πατριωτισμού;

Δεν έχουν οι εταιρείες το πατριωτικό καθήκον να πληρωνουν φόρους και να συνεισφέρουν στο κοινό καλό στη χώρα που έκανε δυνατή την επιτυχία τους;”

Σε αυτό το πλαίσιο της αναζήτησης μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής προοδευτικής απάντησης, εντάσσονται και οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις που ακούσαμε από νέους ανθρώπους της διοίκησης, της έρευνας, της αγοράς και της κοινωνίας πολιτών, για την σημασία που έχει η προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού με όρους που προστατεύουν τη δημοκρατία, τις οικονομίες μας, τα δικαιώματά μας και την φύση.

Τόσο από την κρατική αυθαιρεσία όσο και από τις πολυεθνικές και τους τεχνο-ολιγάρχες.

Τέλος, πρέπει πιστεύω –ως προοδευτικές δυνάμεις– να επανοικειοποιηθούμε όχι μόνο τον πατριωτισμό αλλά και τον όρο «ανθρώπινη ασφάλεια» από την ακροδεξιά και τη δεξιά, σε μια περίοδο που τον εκμεταλλεύεται για να εντείνει τον φόβο και την ανασφάλεια και να εξασφαλίσει ψήφους.

Να τονίσουμε τη σημασία που έχει τόσο η προστασία της εδαφικής, όσο και της φυσικής, αλλά και της οικονομικής ασφάλειας για τους πολίτες μας.

Να προωθήσουμε μια ολοκληρωμένη ευρωπαική μεταναστευτική πολιτική που να βασίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου.

Που να υποστηρίζει νόμιμες οδούς μετανάστευσης.

Και την συμπερίληψη των χιλιάδων εργαζομένων που χρειάζεται η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο μιας υγιούς αγοράς εργασίας με καλά αμειβόμενες δουλειές για όλους τους νόμιμα εργαζόμενους σε κάθε χώρα.

Που να αντιμετωπίζει τους διακινητές προστατεύοντας το απαραβίαστο των συνόρων σύμφωνα με όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς συνθήκες.

Ώστε να μην δούμε στην Ευρώπη εικόνες όπως αυτές που βλέπουμε σήμερα στις ΗΠΑ και να μην ξαναζήσουμε νέες τραγωδίες όπως στην Lampeduza και στην Πήλο.

Την ίδια στιγμή, οι προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να παλέψουν για μια νέα διεθνή τάξη συλλογικής ασφάλειας και βιώσιμης ανάπτυξης, σε έναν πολυπολικό κόσμο.

Που να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες προκλήσεις και κρίσεις χωρίς να επαναλαμβάνει τα φοβερά λάθη που έκανε η Δύση στο παρελθόν.

Και αυτή η νέα τάξη πρέπει να έχει στο κέντρο της τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου.

Δεν μπορούμε να μιλάμε για ευρωπαϊκές αξίες αν αυτές βασίζονται σε δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Πρέπει να σταθούμε πιο σθεναρά ενάντια στις ισραηλινές επιχειρήσεις που σκοτώνουν δεκάδες χιλιάδες αμάχους στη Γάζα και να ζητήσουμε την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων στο Ισραήλ όσο δεν τις τερματίζει.

Εϊναι απαραίτητο να υπάρξει άμεσα τερματισμός των επιχειρήσεων με επιστροφή των ομήρων και επανεκίννηση συνομιλιών στη βάση των συνόρων του 1967, για λύση δύο κρατών που να συμβιώνουν ειρηνικά.

Πρέπει, παράλληλα, να συνεχίσουμε στην αντίθεσή μας στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, χωρίς όμως να παρασυρόμαστε από το πολεμικό κλίμα που διατρέχει την Ευρώπη.

Προτάσσοντας το αίτημα για άμεσο τερματισμό του αιματηρού πολέμου με σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και ένα ευρωπαϊκό αλλά όχι ΝΑΤΟικό μέλλον για αυτή τη χώρα.

Πρέπει να αντισταθούμε στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη σύλληψη του δημάρχου Ιμάμογλου στην Τουρκία.

Και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.

Στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα.

Όπως και πρέπει να υποστηρίζουμε ενεργά τη διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια.

Αν η Ευρώπη δεν είναι μια αξιόπιστη δύναμη στην ίδια τη γειτονιά της, δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη δύναμη πουθενά.

Και με τη Συμφωνία των Πρεσπών, που έκλεισε αυτές τις μέρες 7 χρόνια, οι προοδευτικές δυνάμεις απέδειξαν για άλλη μια φορά, ότι είμαστε εμείς αυτοί που παλεύουμε για μια Ευρώπη με αυτοπεποίθηση, μια Ευρώπη αξιόπιστη δύναμη ειρήνης.

Όχι αυτοί που εκμεταλλεύονται τον εθνικισμό για να ψηφοθηρήσουν και την ίδια ώρα παριστάνουν τους φιλοευρωπαίους.

Φίλες και φίλοι,

Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή είναι μια νέα προοδευτική ατζέντα που μπορεί να δώσει έμπνευση, όραμα και αποτελεσματικότητα απέναντι στην επέλαση της ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής.

Η ακροδεξιά οργανώνεται και συντονίζεται μπροστά στα μάτια μας, απορροφώντας, χειραγωγώντας ή συμμαχώντας με τα κυρίαρχα κόμματα του νεοφιλελευθερισμού και του συντηρητισμού.

Πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και εμείς οργανωμένα και συντονισμένα, με ένα διεθνές κίνημα για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το έχουμε άλλωστε ξανακάνει, στο Σιάτλ, στο Πόρτο Αλέγκρε και στη Γένοβα.

Το ξανακάναμε κατά του Πολέμου στο Ιράκ.

Το κάναμε με το κίνημα Occupy Wall Street και το κίνημα των indignados στις πλατείες της Μαδρίτης και της Αθήνας.

Μπορούμε να το ξανακάνουμε, ιδιαίτερα τώρα που έχουμε και την εμπειρία της διακυβέρνησης.

Στη Λατινική Αμερική, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία…

Και γνωρίζουμε καλύτερα ποιες συμμαχίες πρέπει να οικοδομηθούν, ποιες συγκρούσεις πρέπει να γίνουν, πώς και με ποιους να τις δώσουμε και πώς θα νικήσουμε.

Φίλες και φίλοι,

Ο Bernie Sanders σε κάθε του παρέμβαση, νομίζω μας δίνει ένα σημαντικό μήνυμα σε αυτήν την κατεύθυνση.

Μιλώντας αγγλικά αλλά ταυτόχρονα και ελληνικά.

Γιατί σε όλες σχεδόν τις ομιλίες του κυριαρχούν 4 ελληνικές λέξεις.

Τρεις λέξεις για να περιγράψει το σημερινό καθεστώς στη πατρίδα του.

Ολιγαρχία, κλεπτοκρατία, ξενοφοβία.

Και άλλη μία λέξη για να περιγράψει το αίτημα όλων των κινημάτων αυτή τη στιγμή:

Δημοκρατία.

Η Δημοκρατία η ανεκτίμητη ελληνική συμβολή στην πρόοδο της ανθρωπότητας.

Και η απάντηση σε ότι σήμερα εμφανίζεται ως φυσική εξέλιξη : Έναν κόσμο πολέμων, κλιματικής κρίσης, ολιγαρχικής εξουσίας και διαχωρισμού μεταξύ προνομιούχων και μη.

Γιατί χωρίς δημοκρατία δεν υπάρχει δικαιοσύνη.

Δεν υπάρχουν ανθρώπινες αξίες, δικαιώματα, κανόνες, ευημερία και ελπίδα για τους πολλούς.

Δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι λέξεων.

Πρόκειται για τις ζωές των ανθρώπων και το αύριο, του πλανήτη, της Ευρώπης, της πατρίδας μας.

Γιατί όλα αυτά που περιγράφει ο Μπέρνι και οι άλλοι ομιλητές δεν αφορούν μόνο την Αμερική του Τραμπ.

Αφορούν την Ευρώπη, αφορούν και την Ελλάδα.

Γιατί και στη πατρίδα μας δοκιμάζονται σήμερα και η δημοκρατία και η δικαιοσύνη.

Γιατί με τις ορατές πολιτικές της και τις «αόρατες» πρακτικές της, η κυβέρνηση χτίζει μια κοινωνία που εύλογα και με βάση επίσημα στοιχεία και μετρήσεις, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει ως κοινωνία των χασμάτων.

Μια κοινωνία του ενός πέμπτου, όπως είχα την ευκαιρία πριν λίγες μέρες να πω.

Στην οποία το προνομιούχο ένα πέμπτο έχει τη δυνατότητα να ζει πολύ πλούσια, πλούσια, ή τουλάχιστον με αυτάρκεια και αξιοπρέπεια.

Τόσο που να μπορεί να αποταμιεύει.

Και στην άλλη πλευρά του χάσματος η μεγάλη πλειοψηφία, τα τέσσερα πέμπτα, που τα βγάζει πέρα ίσα-ίσα και με μεγάλη δυσκολία.

Και ένα μεγάλο μέρος της κινείται στο ημίφως της φτώχειας και της επιβίωσης με όρους στερήσεων, συχνά ακραίων.

Μια κοινωνία που πέρασε οκτώ χρόνια κρίσης και μεγάλων θυσιών.

Αλλά έχει μεγάλη διαφορά το πρόσημο της πολιτικής κάθε φορά.

Γιατί στη δική μας κυβέρνηση έλαχε ο κλήρος να βγάλουμε την Ελλάδα από τη κρίση, και πράγματι αναγκαστήκαμε να υιοθετήσουμε πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας. Εντούτοις όμως μειώσαμε το ποσοστό των νοικοκυριών που βρίσκονταν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας.

Το παραλάβαμε στο 21,4% το 2015 και το παραδώσαμε στο 17,9% το 2019.

Και πετύχαμε μεγάλη βελτίωση στο δείκτη οικονομικής ανισότητας.

Αντιθέτως η κυβέρνηση Μητσοτάκη που τα βρήκε όλα στρωμένα, έξω από τα μνημόνια και σε συνθήκες οικονομικής χαλάρωσης, αύξησε το ποσοστό της φτώχειας από το 17,9% στο 19,6% το 2024.

Και την ίδια στιγμή άνοιξε το δρόμο για τρομακτικά υπερκέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Οι δέκα μεγαλύτερες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο είχαν πέρυσι ρεκόρ δεκαπενταετίας στα κέρδη, με 11,5 δις συνολικά.

Αυτή είναι η Ελλάδα σήμερα.

Η Ελλάδα που, όπως έλεγε ο ποιητής, ‘όπου και να ταξιδέψω με πληγώνει.’

Η Ελλάδα των μεγάλων ανισοτήτων που έμεινε μεν στην Ευρώπη, αλλά αποκλίνει διαρκώς από την Ευρώπη.

Με όρους αγοραστικής δύναμης, 30% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, να συναγωνίζεται μονάχα τη Βουλγαρία.

Με ένα κοινωνικό κράτος που συρρικνώνεται.

Με νοσοκομεία και σχολεία που απαξιώνονται.

Την ίδια στιγμή που διαφημίζεται και προωθείται με κάθε τρόπο η κερδοσκοπία στους ευαίσθητους αυτούς τομείς της κοινωνικής προστασίας.

Αν, δε, συνυπολογίσει κανείς και τα πλήγματα στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών, στον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης,

αν συνυπολογίσει τη διαφθορά, το τρομακτικό μέγεθος των απευθείας αναθέσεων που είναι πλέον οι τρείς στις τέσσερις δημόσιες συμβάσεις και το γεγονός ότι το 87% των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης έχει πάει σε μόλις 2% των εταιρειών της χώρας,

τότε θα συνειδητοποιήσει ότι ο όρος Βαλκανιοποίηση που χρησιμοποίησα τις προάλλες, είναι μάλλον επιεικής.

Άλλωστε η σχέση μας με την Ευρώπη εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε σχέση με τις εισαγγελικές αρχές της.

Μια με το σκάνδαλο του Predator, την άλλη με αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ για τις αγροτικές ενισχύσεις και φυσικά με όσα εκτυλίχθηκαν με την απόπειρα συγκάλυψης στις δύο τραγωδίες των Τεμπών και της Πύλου.

Όλα αυτά, κατά την εκτίμησή μου, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου πολιτικού λάθους.

Είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής που συνδέει σχεδιασμένα και επίμονα την ανάπτυξη με τον πλουτισμό των λίγων σε βάρος της ζωής των πολλών.

Που μειώνει για παράδειγμα δραστικά τη φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και των μερισμάτων και κρατάει στις κορυφαίες θέσεις της Ευρώπης τη φορολόγηση της μισθωτής εργασίας.

Και διατηρεί ως σαθρό θεμέλιο όλων αυτών, το ίδιο παραγωγικό μοντέλο, παρασιτικό και κοντόφθαλμο εν πολλοίς, που οδήγησε την Ελλάδα στην καταστροφική κρίση του 2010.

Και που πολύ φοβάμαι, στο βαθμό που οι όροι αυτής της κρίσης παραμένουν αναλλοίωτοι, τότε προετοιμάζουν και την επόμενη.

Για αυτό και κανένας προοδευτικός, δημοκρατικός άνθρωπος, ιδιαίτερα όταν του έχει αποδοθεί από τους πολίτες η ευθύνη της δημόσιας παρουσίας, δεν μπορεί σε συνθήκες όπως οι σημερινές να σωπαίνει.

Από όποια θέση κι αν βρίσκεται.

Με τη διεθνή ρευστότητα να πολλαπλασιάζει ακόμα και υπαρξιακούς κινδύνους.

Με την κοινωνία σε απογοήτευση και παράλυση.

Με την οικονομία να οδηγείται σε τοίχο.

Με την αντιπολίτευση να μην μπορεί να προβάλει μια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική λύση στις πολιτικές που βαθαίνουν τα κάθε λογής χάσματα.

Δεν υπάρχει δυστυχώς κανένα μαγικό κλειδί για να ανοίξουμε την πόρτα μιας άλλης Ελλάδας.

Πρέπει το κλειδί να το βρούμε ή να το δημιουργήσουμε όλοι μαζί.

Χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης με ορίζοντα πενταετίας.

Με στόχο την ανάπτυξη, την ανθεκτικότητα, την ασφάλεια αλλά και τη δικαιοσύνη, τους θεσμούς, τη δημοκρατία.

Με στόχο την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη.

Αλλά πρωτίστως αυτό που χρειάζεται είναι ένα νέο όραμα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει.

Τους εργαζόμενους, τους νέους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους παραγωγούς.

Τον κόσμο της εργασίας, της δημιουργίας, της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Μια νέα ανάγνωση της πραγματικότητας και του δρόμου για να την αλλάξουμε.

Ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό κύμα, που θα συνενώσει αποτελεσματικά τα πολύχρωμα κινήματα αντίστασης και με πυξίδα τις ανάγκες της πατρίδας θα δώσει κίνητρο, έμπνευση, εναλλακτική στους κουρασμένους πολίτες.

Ένας νέος πατριωτισμός, τολμώ να πω.

Με χαρακτηριστικά που θα δίνουν απάντηση στις προκλήσεις και τους κινδύνους της εποχής μας.

Ένας νέος πατριωτισμός απέναντι στην ολιγαρχία και τη κλεπτοκρατία.

Από τη μια η πατρίδα μας από την άλλη τα πλούτη τους.

Αυτή είναι η σύγχρονη διαχωριστική γραμμή.

Απέναντι σε πολιτικές και πρακτικές που οξύνουν τις ανισότητες και το άδικο.

Ένας νέος πατριωτισμός στην Ελλάδα, που θα συναντηθεί όμως με αντίστοιχα κινήματα στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον κόσμο.

Γιατί θα συγκροτείται στη βάση της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και του ουμανισμού.

Ένας νέος πατριωτισμός σε κάθε χώρα ξεχωριστά και ένας νέος διεθνισμός, για το συντονισμό της δράσης μας σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και οικονομία.

Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα τέτοιο νέο όραμα και ένα τέτοιο νέο κίνημα.

Μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία που θα διατρέχει όλα τα προοδευτικά κόμματα, θα αγγίζει όσους έχουν γυρίσει τη πλάτη στο πολιτικό σύστημα, θα απαντά στην ακροδεξιά δημαγωγία και θα δίνει κίνητρο στους πολίτες να σηκωθούν από τον καναπέ.

Δίνοντας νόημα και υπόσταση στη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη.

Και αυτός είναι ένας στόχος για τον όποιο αξίζει να δώσουμε τις δυνάμεις μας».





Πρωτοβουλία μελών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ενόψει του 5ου Συνεδρίου - Ίδρυση νέου φορέα με ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα

     «Ο νέος φορέας με ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά κόμματος, θα πρέπει να στοχεύει σε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, επιδιώκοντας πολιτική ενότητα και όχι απαραίτητα ιδεολογική ταύτιση», αναφέρεται στην πρόταση των 13 μελών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο 5ο Συνέδριο...


Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση ενός ευρύτερου αριστερού πολιτικού φορέα με ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα

Εκκινούμε από την εξής βάση: είμαστε ενάντια στο να συμβιβαστούμε με έναν αποστεωμένο ΣΥΡΙΖΑ εντός ενός κατακερματισμένου αριστερού χώρου και να επιδοθούμε στο πώς θα διαχειριστούμε καλύτερα την αποστέωση και τον κατακερματισμό, την ώρα που στη χώρα μας τείνει να γίνει καθεστώς η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της μητσοτακικής δεξιάς. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι χρειάζονται πολιτικές πρωτοβουλίες πριν παγιωθεί αυτή η κατάσταση.

Στις καπιταλιστικές κοινωνίες ο ατομισμός έχει αναχθεί σε πολιτισμικό στοιχείο. Η κυριαρχία του έναντι της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης προσφέρει εξαιρετική υπηρεσία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη διότι αποτελεί την υλική βάση πάνω στην οποία στήθηκε ο χυδαίος μηχανισμός χειραγώγησης, ο ατομισμός λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της κυβερνητικής προπαγάνδας.

Στη χώρα μας σήμερα παράγεται πλούτος, αλλά τον παραγόμενο πλούτο τον νέμονται τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια, δηλαδή μια χούφτα άνθρωποι. Αυτό το «επίτευγμα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η δεσπόζουσα κοινωνική αντίφαση σήμερα, αποτυπώνεται ως κύμα ακρίβειας και φαίνεται να καθορίζει τις εξελίξεις.

Το δυσεπίλυτο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ: αποτυγχάνει να νοηματοδοτήσει τον εαυτό του, αδυνατεί να συστηθεί στην κοινωνία ως αυτός που είναι.

Γιατί; Διότι εμείς προσπαθούμε να παράγουμε το πολιτικό νόημα του ΣΥΡΙΖΑ προτάσσοντας το πρόγραμμά του, όμως τούτη τη στιγμή αυτό είναι μη πραγματοποιήσιμο, αφού το νόημα τελικά το παράγει η πολιτική οντότητα ΣΥΡΙΖΑ - έτσι όπως «παρουσιάζεται» στα μάτια της κοινωνίας μετά τις διασπάσεις και την ολέθρια περίοδο Κασσελάκη - και το μεταφέρει στο πολιτικό περιεχόμενο του ΣΥΡΙΖΑ και όχι αντίστροφα, όπως πασχίζουμε να κάνουμε εμείς τώρα.

Στη βάση του ορατού πλέον κοινωνικού αιτήματος για ευρύτερες συμμαχίες, σε συνδυασμό με την αρνητική στάση των ηγεσιών των άλλων προοδευτικών κομμάτων, υποβάλλουμε στο συνέδριο προς διαβούλευση την πολιτική μας πρόταση. Στόχος της είναι να δημιουργήσει τους πολιτικούς όρους για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας της δεξιάς και την προοπτική μιας αριστερής διακυβέρνησης στη χώρα μας.

Πρόταση: Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση ενός ευρύτερου αριστερού πολιτικού φορέα με ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα.

Ο νέος φορέας δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά κόμματος, θα πρέπει να στοχεύει σε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, επιδιώκοντας πολιτική ενότητα και όχι απαραίτητα ιδεολογική ταύτιση.

Γιατί να ηγηθεί ο Αλέξης Τσίπρας; Διότι τα πολιτικά του χαρακτηριστικά είναι ιστορικά διαμορφωμένα και κοινωνικά παγιωμένα, έχουν αποκτήσει μια υλική υπόσταση, η οποία μπορεί να προσδώσει άμεσα και αποτελεσματικά στο νέο φορέα το πολιτικό νόημα της κυβερνώσας αριστεράς.

Πώς θα τεκμηριώσουμε την πρότασή μας

Δεν θα ξεκινήσουμε από την πολιτική πραγματικότητα όπως την προσλαμβάνουμε εμπειρικά, ούτε από τα δημοσκοπικά ευρήματα που διατείνονται ότι τη φωτογραφίζουν, όπως κατά κανόνα κάνουν οι αναλύσεις, διότι όταν η ανάλυση ακολουθεί αυτή τη διαδρομή συνήθως εξαϋλώνεται σε όλο και πιο απλούς προσδιορισμούς αδυνατώντας να συνθέσει την πολιτική πραγματικότητα.

Θα ξεκινήσουμε από τις αντιφάσεις που έχουν αναπτυχθεί σήμερα στην ελληνική κοινωνία, στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς, για να αναδείξουμε αυτές που καθορίζουν τις εξελίξεις, ώστε την ενεργό πολιτική πραγματικότητα να την έχουμε ως αποτέλεσμα και όχι ως νοητή αφετηρία.

Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού κάτω από τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές της δεξιάς

Η ελληνική κοινωνία, ως καπιταλιστική κοινωνία, παράγει όλες τις βασικές εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Μόνο που οι αντιφάσεις αυτές σήμερα, επειδή ακριβώς συνεπικουρούνται από τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση της δεξιάς, λειτουργούν ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου επιτείνοντας ακόμη πιο πολύ την εκμετάλλευση των εργαζομένων.

Οι εργαζόμενοι, είναι έτσι κι αλλιώς αναγκασμένοι να μετατρέπονται σε εμπόρευμα και να αλλοτριώνουν τις ζωές τους σαν μέσο για τη δική τους ζωή, για να παράγουν αδιάκοπα ανταλλακτική αξία, δηλαδή χρήμα. Χρήμα το οποίο γίνεται ιδιοκτησία του κεφαλαίου που εξουσιάζει την παραγωγική τους δραστηριότητα. Έτσι, το ίδιο το ενέργημά τους οικοδομεί μια ξένη δύναμη που τους αντιπαρατίθεται και τους εξουσιάζει.

Σ’ αυτή την αντίφαση η κυβέρνηση Μητσοτάκη πλειοδοτεί: Από τη μια έχει επιτρέψει με την πολιτική της τη δημιουργία των καρτέλ ενέργειας και τραπεζών και την κυριαρχία των ολιγοπωλίων, μια τάξη πραγμάτων που συνεχώς επιδεινώνει τις συνθήκες διαβίωσης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και ανεβάζει κυρίως το σταθερό κόστος παραγωγής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Και από την άλλη, με τους αντεργατικούς νόμους και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, αυξάνει τον εθνικό βαθμό εργασιακής εκμετάλλευσης, επιδρώντας ακριβώς στον πυρήνα της. Με συνέπεια να έχει φέρει τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε ακόμα πιο δεινή θέση και τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια με ακόμη περισσότερα «αναπάντεχα κέρδη».

Το δέλεαρ της φθηνής εργασίας σε συνδυασμό με τον αυξημένο βαθμό εργασιακής εκμετάλλευσης, που προβάλλει η κυβέρνηση για να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια, υφαίνει το προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Προβληματικό και για τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αφού το «επενδύστε στη φθηνή εργασία, επενδύστε στην εντατικότητα και εκτατικότητα της εργατικής δύναμης» γίνεται τροχοπέδη στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή υπονομεύει τη βασική προϋπόθεση της ομαλής αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος.

Όμως, με την πλειοδότηση η κυβέρνηση έχει εντείνει την αντίφαση αυτή και χωρίς να το θέλει την έχει καταστήσει ως την κυρίαρχη στην ελληνική κοινωνία, είναι αυτή που, όπως θα δούμε παρακάτω, φαίνεται να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις.

Στη χώρα μας, όπως και σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, αναπτύσσονται συνεχώς, με μη οργανωμένο και ανεξέλεγκτο τρόπο, πληθώρα ανταγωνιστικών σχέσεων, οι οποίες αντιστρατεύονται και τις σχέσεις συνεργασίας και την ενότητα της τάξης των εκμεταλλευόμενων.

Άρα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δρα αφαιρετικά πάνω στον άνθρωπο. Από τη μια του στερεί φυσικά του χαρακτηριστικά, αφού τον αποξενώνει από τον εαυτό του, του αρνείται την προσωπικότητά του και την ελευθερία του, και από την άλλη αναπτύσσει σε υπέρτατο βαθμό τον ατομισμό του. Ο άνθρωπος της καπιταλιστικής κοινωνίας μεταλλάσσεται σε homo economicus, σε ένα ορθολογικό ον που επιδιώκει ακατάπαυστα να μεγιστοποιεί το ατομικό του οικονομικό όφελος. Ο ατομισμός ως συμπεριφορά απέκτησε τόσο ισχυρούς δεσμούς με το καπιταλιστικό περιβάλλον, που τον έχουν αναγάγει σε πολιτισμικό στοιχείο του σύγχρονου κόσμου.

Ο ατομισμός στην υπηρεσία της κυβερνητικής προπαγάνδας

Η κυριαρχία του homo economicus και του ατομισμού ως στάση και συμπεριφορά, έναντι της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης προσφέρει εξαιρετική υπηρεσία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, διότι αποτελεί το μοχλό της κυβερνητικής προπαγάνδας, είναι η υλική βάση πάνω στην οποία στήθηκε τα προηγούμενα χρόνια όλος αυτός ο χυδαίος μηχανισμός χειραγώγησης από τα κυρίαρχα ΜΜΕ της οικονομικής ελίτ και από το ίδιο το Μαξίμου που εκτρέφει την κατάπτυστη και σκοτεινή δράση της «ομάδας αλήθειας». Και επειδή ακριβώς υπάρχει μια ανατροφοδότηση ανάμεσα στον ατομισμό ως συμπεριφορά και την προπαγάνδα, ο ατομισμός λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της κυβερνητικής προπαγάνδας. Όσο πιο βαθιά εισχωρεί μέσα μας αυτό το χαρακτηριστικό, τόσο πιο πολύ ξεμακραίνουμε ως κοινωνία από τις συλλογικές διαδικασίες και την κινηματική δράση και τόσο πιο πολύ εκτιθέμεθα στους μηχανισμούς χειραγώγησης.

Μια σειρά βασικών κυβερνητικών πρακτικών αυτό ακριβώς προσπαθούν να κάνουν, να μας εμφυσήσουν ακόμα πιο πολύ τον ατομισμό και τον homo economicus. Η κυβέρνηση, με τον κλιμακούμενο και πολυεπίπεδο κρατικό αυταρχισμό που έχει εξαπολύσει, με την ποινικοποίηση κάθε απεργιακής κινητοποίησης, με τα βασικά εργασιακά δικαιώματα στο απόσπασμα, με την κατάλυση του κράτους δικαίου και με την εγκαθίδρυση του πελατειακού κράτους - όπου τις μεγάλες δουλειές του δημοσίου τις νέμονται οι ισχυροί ημέτεροι, ενώ για τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπάρχουν οι μικροδουλίτσες, οι μικροεξυπηρετήσεις και το πάρτι στοχευμένων επιδομάτων - μας σπρώχνει ακόμα περισσότερο προς τον homo economicus, επιδιώκοντας να μας κάνει πιο ευάλωτους στην κυβερνητική προπαγάνδα.

Να ένα μέρος της εξήγησης γιατί η νεοφιλελεύθερη, αυταρχική και αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τελικά απέβη υπέρ της στις εκλογές του '23.

Η δεσπόζουσα αντίφαση και η επικείμενη υπέρβασή της

Από την πλευρά μας, θα είναι καθαρός δονκιχωτισμός αν νομίζουμε ότι έχουν ήδη αναπτυχθεί στα σπλάχνα της κοινωνίας οι υλικοί όροι υπέρβασης των βασικών αντιφάσεων του καπιταλισμού. Μπορούμε, για παράδειγμα, να ανατρέψουμε την υπεροχή του ατομισμού, αν πριν δεν έχει ανατραπεί η κυριαρχία της ανταλλακτικής διαδικασίας και του καταμερισμού εργασίας, δηλαδή των πυλώνων του καπιταλισμού; Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν οφείλουμε να αντιπαρατεθούμε. Απεναντίας, ως αριστερά, στην επέλαση του ατομισμού πρέπει να απαντήσουμε κινηματικά, πρέπει να αντιπαραβάλλουμε τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη και την ανιδιοτέλεια, ώστε να οικοδομήσουμε αρραγή κοινωνικά μέτωπα αντίστασης και διεκδίκησης. Επειδή οι αντιφάσεις του καπιταλισμού είναι ταξικές, και επειδή υποβόσκουν μέσα στην κοινωνία, πυροδοτούν πάντα τη δημιουργία νέων αντιφάσεων ή την ενίσχυση των υπαρχόντων.

Η εσωτερική κοινωνική αντίφαση που δεσπόζει στην ελληνική κοινωνία σήμερα και φαίνεται να καθορίζει τις εξελίξεις, διατυπωμένη με επίσημα στοιχεία είναι η εξής: Από τη μία, η Eurostat λέει ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί την τελευταία τετραετία κατά 7,7%, πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε. που ήταν +3,3% και της Ευρωζώνης που ήταν +2,3% και η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς 2,5% δηλαδή τριπλάσιους σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Και από την άλλη, η έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ λέει ότι η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών της Ε.Ε, πιο κάτω και από τη Βουλγαρία, ως προς την αγοραστική δύναμη του μέσου ετήσιου μισθού πλήρους απασχόλησης, ο οποίος αντιστοιχεί μόλις στο 55,5% του μέσου όρου της Ε.Ε. Συνεπώς, στη χώρα μας σήμερα παράγεται πλούτος, αλλά τον παραγόμενο πλούτο τον νέμονται τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια, δηλαδή μια χούφτα άνθρωποι. Αυτό το «επίτευγμα» της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής διαπερνά όλη την κοινωνία, είναι το λεγόμενο κύμα ακρίβειας, έτσι το αποτυπώνουν και οι δημοσκοπήσεις.

Με τα δυο μεγαλειώδη συλλαλητήρια για τα Τέμπη συνενώθηκε το μέτωπο κατά της ακρίβειας με το μέτωπο ενάντια στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών, συνεπώς ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αυτή η αντίφαση, η οποία φαίνεται να έχει ξεφύγει πλέον από το επίπεδο της διαφοράς και να έχει πάρει διαστάσεις ισχυρής αντίθεσης. Το δεύτερο συλλαλητήριο ήταν καθοριστικό, αφού συνδύασε την πρωτόγνωρη μαζικότητα με την πολιτικοποίηση των διεκδικήσεων που επέβαλε η συμμετοχή των συνδικάτων, των φοιτητικών συλλόγων, των συλλογικοτήτων και των κινημάτων. Πολιτικοποίηση με ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές της κυβέρνησης.

Ο μηχανισμός της κυβερνητικής προπαγάνδας, είναι φανερό ότι προσπαθεί αλλά αποτυγχάνει να καταστήσει την αντίφαση αυτή εξωτερική, αδυνατεί να πείσει ότι η ακρίβεια οφείλεται αποκλειστικά σε εξωτερικούς παράγοντες, ότι φταίει ο πόλεμος στην Ουκρανία και ότι ο Πούτιν είναι ο εχθρός της ελληνικής κοινωνίας. Όλα δείχνουν ότι μέσα στην κοινωνία έχουν αναπτυχθεί οι υλικοί όροι για την υπέρβαση αυτής της αντίφασης και αυτό καθιστά απολύτως ρευστή την ενεργό πολιτική πραγματικότητα.

Όμως, για το αν και πώς θα επιλυθεί, πρέπει να λάβουμε υπόψιν, ότι η αντίφαση αυτή δεν αναδεικνύεται στην πλήρη έκτασή της, δηλαδή ως αντίθεση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας ενάντια στην οικονομική ελίτ, συνεπώς ως ταξική αντίφαση όπως πραγματικά είναι. Η οικονομική ελίτ φροντίζει να είναι έξω από το κάδρο, αφήνοντας την κυβέρνηση στο μάτι του κυκλώνα, για να μπορεί, όταν η αντίθεση φτάσει στην ανώτερη βαθμίδα, όπου εκεί η ποιοτική αλλαγή είναι αναπόφευκτη, να επιβάλλει μια κυβερνητική αλλαγή της αρεσκείας της, ενώ η ίδια να συνεχίσει αλώβητη την ανεξέλεγκτη ιδιοποίηση του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Ήδη μπορεί να σχεδιάζουν κάτι τέτοιο κάποιοι οικονομικοί μεγιστάνες. Μια αλλαγή εν πλω στο τιμόνι της ΝΔ πριν τις κάλπες και ένας πλήρως ελεγχόμενος κυβερνητικός σχηματισμός μετά τις κάλπες, μπορεί να κάμψει την κοινωνική αντίδραση, οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά γι’ αυτούς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στη δίνη του προβλήματος, η κατακερματισμένη αριστερά και το επίδικο της υπέρβασης

Το ζήτημα όμως, για μας, τον κόσμο της αριστεράς, δεν είναι να περιγράψουμε με πειστικούς όρους την ενεργό πραγματικότητα της χώρας και μετά να ατενίζουμε τη μοίρα της, άλλα να την αλλάξουμε.

Η ιστορία δεν παράγεται ντετερμινιστικά, δεν είναι η αυτόματη συνέπεια της λειτουργίας οικονομικών νόμων, εμείς οι άνθρωποι γράφουμε την ιστορία, αλλά όχι όπως επιθυμούμε, ούτε κάτω από τις συνθήκες που εμείς θέλουμε. Τη γράφουμε σε συνθήκες ήδη διαμορφωμένες, με συγκεκριμένους συσχετισμούς, με συγκεκριμένους περιορισμούς, αλλά και με συγκεκριμένες δυνατότητες. Για να μη συρθούμε πίσω από τις εξελίξεις αλλά για να παλέψουμε για τη διαμόρφωσή τους, πρέπει να αναζητήσουμε αυτές τις δυνατότητες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή έχει περιέλθει στη δίνη ενός δυσεπίλυτου προβλήματος: αποτυγχάνει να νοηματοδοτήσει τον εαυτό του, αδυνατεί να συστηθεί στην κοινωνία ως αυτός που είναι. Ως το κόμμα που την περίοδο 2012 -15 ήταν η φωνή των κοινωνικών κινημάτων στη βουλή. Ως το κόμμα που κυβέρνησε την Ελλάδα πριν λίγα χρόνια, ως η πιο έντιμη κυβέρνηση μεταπολιτευτικά, ως η κυβέρνηση που έβγαλε την Ελλάδα από τα μνημόνια και δρομολόγησε την επίλυση του μακεδονικού, που σε πολύ δύσκολες μνημονιακές συνθήκες κατάφερε να ισχυροποιήσει την κοινωνική συνοχή και να προστατέψει το κοινωνικό κράτος. Ως το κόμμα που σήμερα έχει ένα ρεαλιστικό πολιτικό πρόγραμμα των 10+1 προγραμματικών αξόνων. Στα μάτια της κοινωνίας, τούτη την ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αποστεωμένο κόμμα, δεν είναι πια κυβερνώσα αριστερά, είναι μακριά από το να εκφράσει τα κοινωνικά κινήματα και ακόμα πιο μακριά από το να δώσει από μόνος του την προοπτική για μια αριστερή διακυβέρνηση.

Το ερώτημα γιατί συμβαίνει αυτό, περιμένει πειστική απάντηση. Και η απάντηση είναι η εξής: εμείς προσπαθούμε να νοηματοδοτήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ προτάσσοντας τους 10+1 προγραμματικούς άξονες του πολιτικού μας προγράμματος και περιμένουμε οι πολίτες να ανταποκριθούν στο κάλεσμά μας και να μας εμπιστευτούν. Όμως αυτό είναι μη πραγματοποιήσιμο, τουλάχιστον άμεσα, διότι το νόημα το παράγει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι όπως «εμφανίζεται» αυτή τη στιγμή στην πολιτική σκηνή και στα μάτια των πολιτών μετά τις διασπάσεις και την ολέθρια περίοδο Κασσελάκη, και όχι το πολιτικό του πρόγραμμα. Η πολιτική οντότητα ΣΥΡΙΖΑ παράγει το πολιτικό νόημα και το μεταφέρει στο πολιτικό περιεχόμενο του ΣΥΡΙΖΑ και όχι αντίστροφα. Το πολιτικό νόημα δεν παράγεται από το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και μεταφέρεται στην πολιτική οντότητα ΣΥΡΙΖΑ, όπως πασχίζουμε να κάνουμε εμείς τώρα. Το νόημα πηγάζει από το σημαίνον και μεταφέρεται στο σημαινόμενο και όχι αντίστροφα, και κανένας δεν εγγυάται την ταύτιση των νοημάτων τους.

Αλλά ποιο πολιτικό νόημα εκπέμπει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ; Στα μάτια τις κοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμα εγκλωβισμένος στο πολιτικό νόημα που παρήγαγε η καταστροφική περίοδος Κασσελάκη, εκπέμπει την αναξιοπιστία, την ιδεολογική σύγχυση και τη μη σοβαρότητα. Ίσως μάλιστα, τούτη την ώρα να βιώνουμε το αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης. Για να το αλλάξουμε, δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, θέλει μεγάλη προσπάθεια αλλά και χρόνο. Γι’ αυτό είναι μέγα πολιτικό σφάλμα, αυτή την ώρα, να πυροβολούμε το ίδιο το κόμμα και να τροφοδοτούμε πρακτικές εσωστρέφειας. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο, ο πρόεδρος Σωκράτης Φάμελλος να γυρίσει έναν διακόπτη και να αλλάξει το πολιτικό νόημα που παράγει ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες για να γίνει αυτό άμεσα. Η συμμετοχή των 70.000 δημοκρατικών πολιτών στις εσωκομματικές εκλογές τον Νοέμβρη του 2024, έβαλε τα θεμέλια ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να επανακτήσει την αξιοπρέπειά του και την αριστερή του ταυτότητα, όμως για να γίνουν αυτά πράξη, χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια αλλά και χρόνος.

Όσο για την εγκυρότητα ότι το νόημα πράγματι πηγάζει από το σημαίνον, υπάρχουν παραδείγματα, που σε ιδιάζουσες πολιτικές συγκυρίες, το νόημα του σημαίνοντος είναι ικανό από μόνο του να παράγει πολιτικές πραγματικότητες. Όπως συμβαίνει σήμερα με τα υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά της Πλεύσης Ελευθερίας, ή όπως παλιά με το δεξιόστροφο σημιτικό ΠΑΣΟΚ που καρπωνόταν το πολύ ισχυρό πολιτικό μήνυμα που παρήγαγε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ως το κεντροαριστερό κόμμα των μη προνομιούχων.

Κοιτάζοντας προς τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς συναντάμε την εξής αντίφαση: Ενώ όλο το αριστερό φάσμα διακηρύσσει την αναγκαιότητα της ταξικής ενότητας, ενώ στην πρώτη γραμμή των πρακτικών δράσης βρίσκουμε τη συλλογικότητα και τη διαμόρφωση κοινών μετώπων διεκδίκησης, εντούτοις, πολλά αριστερά κόμματα ή σχήματα, στη βάση της διεκδίκησης της ιδεολογικής καθαρότητας, αυτοπροσδιορίζονται αποκλειστικά και μόνο μέσω των ιδεολογικών τους διαφορών με τον υπόλοιπο αριστερό κόσμο.

Γι’ αυτό στον ευρύτερο αριστερό χώρο υπάρχει πάντα μια κινητικότητα αναζητήσεων και μια εναλλαγή ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συμμαχιών. Αυτή η κινητικότητα και εναλλαγή παράγει πότε ισχυρές πολιτικές συνεργασίες και πότε κατακερματισμό των δυνάμεων. Όταν όμως, κυριαρχεί η μία πλευρά, ακριβώς τότε αναπτύσσονται οι υλικοί όροι της κυριαρχίας της άλλης. Σήμερα ναι μεν κυριαρχεί ο κατακερματισμός του αριστερού χώρου, αλλά στην κοινωνία έχουν αναπτυχθεί οι δυνατότητες για τη δημιουργία μιας ευρύτερης πολιτικής ενότητας. Μην περιμένουμε όμως η πολιτική ενότητα να συμβεί νομοτελειακά, θα γίνει πράξη μόνο αν παλέψουμε προς αυτή την κατεύθυνση.

Συνεπώς, με δεδομένο το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και τον κατακερματισμό του αριστερού χώρου, το πολιτικά επίδικο τούτη την ώρα για την κοινωνία είναι η συγκρότηση ενός ευρύτερου αριστερού πολιτικού φορέα, ο οποίος θα παράγει την προσδοκία στους εκμεταλλευόμενους, στους μη προνομιούχους και στους κοινωνικά καταπιεσμένους της χώρας, ότι μπορεί να αντιπαρατεθεί στον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό της δεξιάς, ότι μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες, να επαναθεμελιώσει το απαξιωμένο κοινωνικό κράτος, να βάλει τέλος στο τραπεζικό και ενεργειακό καρτέλ, να καταστήσει τη στέγη προσβάσιμο αγαθό για όλους. Το πολιτικό πρόταγμα του νέου φορέα πρέπει να συμπίπτει με το κυρίαρχο κοινωνικό αίτημα τούτη τη στιγμή, την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των εκμεταλλευόμενων και μη προνομιούχων.

Όμως, είμαστε ενάντια το νέο φορέα να τον εκπονήσουν πρόεδροι και αξιωματούχοι υφιστάμενων κομμάτων μαζί με κάποιες σημαντικές προσωπικότητες και αφού ολοκληρώσουν την εκπόνηση να διαπραγματευτούν και το πρόσωπο του επικεφαλής. Ο νέος φορέας δεν χρειάζεται επικεφαλής, πολιτικό ηγέτη χρειάζεται που θα παράγει για την κοινωνία το πολιτικό νόημα. Και ο πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης και παζαρέματος, πρέπει να βρίσκεται στην αφετηρία, να είναι μπροστάρης της προσπάθειας και όχι το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Ο νέος φορέας πρέπει να στοχεύσει σε ευρείες συμμαχίες, να ενώσει πολιτικές δυνάμεις, να εκφράσει το κοινωνικό μέτωπο ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, και όχι να λειτουργήσει ως βάρκα σωτηρίας για κάποιους από τους εκπονήσαντες και για κάποιους άλλους ως σκαλοπάτι πολιτικής αναρρίχησης.

Πειστική απάντηση όμως περιμένουν και τα ερωτήματα: σε ποια βάση θα συγκροτηθεί ο νέος φορέας; και γιατί να ηγηθεί Αλέξης Τσίπρας;

Καταστατικά ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη συμπόρευση με τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις γι’ αυτό προσπαθεί να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας και σύγκλισης με τις ηγεσίες των λεγόμενων προοδευτικών κομμάτων. Όμως, αυτή η στρατηγική έχει αποτύχει παταγωδώς, διότι καμία ηγεσία τούτη την ώρα, όχι μόνο δεν δείχνει τέτοια διάθεση, αλλά είναι επιθετική και προς τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη όμως, τέτοια διάθεση δείχνουν οι πολίτες, το αίτημα της συμμαχίας των προοδευτικών δυνάμεων είναι και υπαρκτό και ορατό πλέον στην κοινωνία, το αποτυπώνουν και οι δημοσκοπήσεις. Αυτή η αντίφαση είναι κρίσιμο να επιλυθεί υπέρ της πολιτικής ενότητας και όχι υπέρ του κατακερματισμού. Στη βάση ακριβώς αυτού του κοινωνικού αιτήματος υποστηρίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει στρατηγική, να εγκαταλείψει την ανεύρεση σύγκλισης με τις ηγεσίες και να στραφεί προς την κοινωνία.

Γι’ αυτό προτείνουμε να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση ενός ευρύτερου αριστερού πολιτικού φορέα με ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα απεγκλωβίσει και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι και θα διατηρήσει την αυτονομία του ως κόμμα και θα αποτρέψει άμεσα κάθε μορφή εσωστρέφειας και θα θέσει τις βάσεις για τη συγκρότηση του αντίπαλου δέους απέναντι στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Πιστεύουμε ότι με αυτή την πρωτοβουλία ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναβαθμιστεί πολιτικά.

Γιατί να ηγηθεί ο Αλέξης Τσίπρας; Διότι τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, ως επικεφαλής της Ανοιχτής Πόλης το 2006, ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ από το 2008 μέχρι την πορεία προς τις εκλογικές νίκες του 2015 και ως ο πρωθυπουργός της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, είναι ιστορικά διαμορφωμένα και κοινωνικά παγιωμένα, έχουν αποκτήσει μια υλική υπόσταση γιατί ακριβώς είναι μέρος της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η υλικότητα αυτή μπορεί να προσδώσει άμεσα και αποτελεσματικά στο νέο φορέα το πολιτικό νόημα της κυβερνώσας αριστεράς.

Ο νέος φορέας είναι ανάγκη να απευθυνθεί στην κοινωνία με τη μορφή διακήρυξης, με ένα περίγραμμα των πολιτικών του θέσεων που θα περιλαμβάνει τις βασικές αρχές, τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τις πολιτικές προτάσεις. Δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά κόμματος, θα πρέπει να στοχεύει σε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, επιδιώκοντας πολιτική ενότητα και όχι απαραίτητα ιδεολογική ταύτιση.

 Μέλη που προσυπογράφουν την πολιτική πρωτοβουλία:

  1. Ρεγγίνα Κασιμάτη ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  2. Βασίλης Καραγιάννης ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  3. Αγγελική Καλλή ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  4. Βαγγέλης Αγγελέτος ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  5. Σταματία Παγωνδιώτου ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  6. Γιάννης Σταυρούλης ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  7. Έφη Σταυρούλη ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  8. Ιωάννης Γκιόκας ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  9. Μαρία Γεωργαντά ΟΜ Πλ. Βικτωρίας – Αχαρνών
  10. Ελένη Μερτίκα ΟΜ Πλ. Αμερικής – Κυψέλη
  11. Δημήτρης Μποσινάκης ΟΜ Πλ. Αμερικής – Κυψέλη
  12. Μαρία Μίτσιου ΟΜ Χολαργού
  13. Μπάμπης Κόκλας ΟΜ Πατησίων
  14. πηγή: avgi.gr  

Γάζα / Αλέξης Τσίπρας: «Δεν αρκεί να εκφράζουμε την λύπη μας – Να προχωρήσουμε άμεσα σε κυρώσεις κατά του Ισραήλ, αν θέλουμε να μιλάμε για αξίες»

     Ηχηρή παρέμβαση για τη γενοκτονία στη Γάζα πραγματοποίησε στη συνεδρίαση της πολιτικής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.


Ο πρώην πρωθυπουργός είπε ότι στη σημερινή τραγική συνθήκη, «δεν αρκεί απλώς να εκφράσουμε τη λύπη μας ή να ζητήσουμε από το Ισραήλ να σταματήσει τις επιχειρήσεις του» και τόνισε ότι «το Συμβούλιο της Ευρώπης πρέπει να ζητήσει να επιβληθούν κυρώσεις στο Ισραήλ».

«Αν δεν κάνουμε το ίδιο που κάναμε για την Ρωσία στον πόλεμο στην Ουκρανία, δείχνουμε στον κόσμο ότι η Ευρώπη έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά και δεν έχει μάθει τίποτα από τα λάθη της», εξήγησε ο κ. Τσίπρας.

Επέμεινε μάλιστα στο θέμα της ανάγκης να ανακοινωθούν άμεσα κυρώσεις κατά του Ισραήλ λέγοντας ότι «Πώς μπορούμε να μιλάμε ξανά για διεθνές δίκαιο ή για αξίες, αν δεν δηλώσουμε ξεκάθαρα σήμερα ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στην κυβέρνηση του Ισραήλ, ειδικά σε σχέση με στρατιωτικούς εξοπλισμούς, μέχρι να σταματήσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις;».

«Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι οποιαδήποτε αναφορά στη Μέση Ανατολή και σχετική ανακοίνωση της Κοινοβουλευτικής μας Συνέλευσης θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες στο ζήτημα των κυρώσεων. Και αυτό αφορά ασφαλώς και τη διακήρυξη της Κρήτης», κατέληξε ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του.

Ωστόσο, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό και συνεπώς ο ίδιος δεν υπερψήφισε το τελικό κείμενο της Διακήρυξης.

Αναλυτικά η παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα στο Συμβούλιο της Ευρώπης

«Δεν υπάρχουν λόγια, όταν μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες νεκρούς πολίτες, χιλιάδες νεκρά παιδιά και πολλά ακόμα που πεθαίνουν από ασθένειες ή λιμοκτονούν

Τα όσα βλέπουμε σήμερα στη Γάζα ξεπερνούν κατά πολύ οποιοδήποτε ορισμό αυτοάμυνας κατά των τρομοκρατικών επιθέσεων της Χαμάς ή το απολύτως ορθό αίτημα για απελευθέρωση ομήρων – η οποία πρέπει να γίνει άμεσα.

Επομένως, θεωρώ ότι δεν αρκεί απλώς να εκφράσουμε τη λύπη μας ή να ζητήσουμε από το Ισραήλ να σταματήσει τις επιχειρήσεις του.

Πρέπει να καταδικάσουμε απερίφραστα αυτές τις πράξεις. Και, ταυτόχρονα, το Συμβούλιο της Ευρώπης πρέπει να ζητήσει να επιβληθούν κυρώσεις στο Ισραήλ.

Το πρότεινα ακριβώς ένα χρόνο πριν, στην Πολιτική Επιτροπή στο Όσλο και πιστεύω πως τώρα είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ. Και ακούμε να το εκφράζουν πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και Ευρωπαϊκές χώρες ήδη.

Είναι απαράδεκτο να λέμε ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν μπορεί να κάνει περισσότερα στη Γάζα επειδή δεν διαθέτει στρατό.

Δεν έχουμε στρατό, όμως, ορθώς, υποστηρίξαμε κυρώσεις στη Ρωσία.

Αν δεν κάνουμε το ίδιο και στην περίπτωση του Ισραήλ, δείχνουμε στον κόσμο ότι η Ευρώπη έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά και δεν έχει μάθει τίποτα από τα λάθη της.

Αν δεν ζητήσουμε έκτακτα μέτρα κατά του Ισραήλ, οι ευρωπαϊκές μας αξίες δεν είναι πραγματικά αξίες και χάνουμε ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία μας σε όλο τον κόσμο.

Πως μπορούμε να μιλάμε ξανά για διεθνές δίκαιο ή για αξίες, αν δεν δηλώσουμε ξεκάθαρα σήμερα ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στην κυβέρνηση του Ισραήλ, ειδικά σε σχέση με στρατιωτικούς εξοπλισμούς, μέχρι να σταματήσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις και να επιτρέψει την πλήρη πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα όπως τονίζει ο ΟΗΕ;

Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι οποιαδήποτε αναφορά στη Μέση Ανατολή και σχετική ανακοίνωση της Κοινοβουλευτικής μας Συνέλευσης θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες στο ζήτημα των κυρώσεων. Και αυτό αφορά ασφαλώς και τη διακήρυξη της Κρήτης».

 

Αλέξης Τσίπρας / Πώς βλέπει την Ευρώπη – Η διάλεξή του στο Χάρβαρντ

    Οι προτάσεις του πρώην πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα στη διάλεξή του στο Χάρβαρντ για νέα δημοσιονομική αρχιτεκτονική της ΕΕ – Ζητά στρατηγικά αυτόνομη Ευρώπη και αμοιβαίο σεβασμό ως μόνη βάση για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις


Οι άξονες πολιτικής και οικονομικής δράσης της ΕΕ, όπως τους ανέπτυξε ο πρώην πρωθυπουργός μιλώντας σε σπουδαστές του αμερικανικού Πανεπιστημίου - Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών και η αυτονομία.

Τέσσερις ουσιαστικές προτάσεις για μια νέα δημοσιονομική «αρχιτεκτονική» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο τη στρατηγική αυτονομία της κατέθεσε o Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών, CES στο Χάρβαρντ.

Στην πρώτη διάλεξη του, το βράδυ της Τρίτης, ο πρώην πρωθυπουργός τοποθετήθηκε τόσο κατά την αρχική ομιλία του όσο και στις ερωτήσεις που του ετέθησαν από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας σε όλο το φάσμα των εξελίξεων στην Ευρώπη: στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και σε όλο το νέο γεωπολιτικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Αναλυτικότερα στη συζήτηση που έγινε με συντονιστή τον καθηγητή Πίτερ Χολ, ο Αλέξης Τσίπρας εξήγησε πως είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ διατηρώντας παράλληλα τον διατλαντικό διάλογο, ανεξάρτητα από το μέλλον του ΝΑΤΟ. Τόνισε παράλληλα ότι ο αμοιβαίος σεβασμός είναι η μόνη βάση για να προχωρήσουν οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις. «Πιστεύω ακράδαντα ότι η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιήσει την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, καθώς και τις πολιτικές διεύρυνσης και γειτονίας, για αποτελέσει όχι μόνο δύναμη αποτροπής, αλλά και δύναμη ειρήνης και σταθερότητας», τόνισε χαρακτηριστικά.

Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω κατέθεσε τέσσερις άξονες πολιτικής και οικονομικής δράσης προκειμένου η ΕΕ να σταθεί απέναντι στις νέες προκλήσεις που δημιουργούνται από τις τεκτονικές αλλαγές σε γεωπολιτικό επίπεδο.
  • Αύξηση του ορίου χρέους των ευρωπαϊκών οικονομιών από το 60% που είναι σήμερα στο 100% με αφορμή το πρόγραμμα 900 δις της Γερμανίας (που θα αυξήσει το χρέος της).

  • Αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου που θα δημιουργηθεί από αυτό το μέτρο προς όφελος όλης της Ευρώπης και όχι μόνο των εγχώριων επιχειρήσεων των μεγάλων οικονομιών.

  • Δημιουργία ευρωπαικού Υπουργείου Οικονομικών που θα εκδίδει κοινό ευρωπαϊκό χρέος για επένδυση στην κοινωνική συνοχή, ενέργεια, άμυνα, υποδομές, πράσινη μετάβαση.

  • Εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς στην γραμμή των εκθέσεων Λέτα και Ντράγκι.

«Το σχέδιο ReArm Europe στερείται οράματος»

Αναλυτικά όπως υπογράμμισε ο Αλ. Τσίπρας:

– Πρώτον, προκειμένου να διατηρηθεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης, το δημοσιονομικό πλαίσιο θα πρέπει να αναθεωρηθεί το συντομότερο δυνατόν, τουλάχιστον αυξάνοντας σημαντικά το όριο του χρέους για όλους, στο 100%.

Και αυτή η αναθεώρηση θα πρέπει να έρθει πριν από την εφαρμογή του γερμανικού προγράμματος, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την αξιοπιστία της Ευρώπης.

– Δεύτερον, ελπίζω ότι η νέα δημοσιονομική προσέγγιση της Γερμανίας θα αξιοποιηθεί προς όφελος της Ευρώπης στο σύνολό της, αντί να χρησιμοποιείται για την επιδότηση εγχώριων επιχειρήσεων, κατά παράβαση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.
Εάν ακολουυθηθεί μια τέτοια πορεία, οι χώρες με μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο θα αποκτήσουν δυσανάλογο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, επιδεινώνοντας τις οικονομικές αποκλίσεις στο εσωτερικό της Ένωσης.

– Τρίτον, το λέω εδώ και πολλά χρόνια: η Ευρώπη πρέπει να συμπληρώσει την κοινή νομισματική της πολιτική με ένα ομοσπονδιακό δημοσιονομικό θεσμό, ένα υπουργείο Οικονομικών, όπως ακριβώς κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και κάθε άλλη επιτυχημένη νομισματική ένωση.

Και αυτό το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να εκδίδει κοινό ευρωπαϊκό χρέος, με στόχο τη χρηματοδότηση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης στον τομέα της ενέργειας και της άμυνας, τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης, την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας, την αποκατάσταση των υποδομών των δικτύων στην Ευρώπη που καταρρέουν, και το πιο σημαντικό – την αύξηση της κοινωνικής συνοχής και μείωση των ανισοτήτων μέσω επενδύσεων στο κοινωνικό κράτος και στην εκπαίδευση.

Δεν πιστεύω ότι η προστασία και η ενίσχυση των δημόσιων αγαθών της Ευρώπης πρέπει να έρθει μόνο λόγω της πανδημίας, ή τώρα, λόγω του γεωπολιτικού αναπροσανατολισμού του προέδρου Τραμπ. Η έκδοση κοινού χρέους καθίσταται πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

– Τέλος, πρέπει να αξιοποιήσουμε τα συμπεράσματα των εκθέσεων Λέτα και Ντράγκι: η Ευρώπη χρειάζεται εμβάθυνση της εσωτερικής της αγοράς, μια νέα ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική για τη διασφάλιση της στρατηγικής της αυτονομίας και γενναίες πρωτοβουλίες για την έρευνας και την ανάπτυξη

Από την άποψη αυτή, πιστεύω ότι το σχέδιο ReArm Europe στερείται οράματος για μια πραγματικά κοινή εξωτερική και αμυντική στρατηγική, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους εθνικούς πόρους και, ως εκ τούτου, υστερεί σε σχέση με τους στόχους που θέτουν οι δύο αυτές εκθέσεις. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί σε βάρος του ταμείου συνοχής.

Νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας

Όσον αφορά στην Ουκρανία, ο Αλέξης Τσίπρας επεσήμανε ότι «η Ευρώπη πρέπει να υποστηρίξει την ειρήνη με τους καλύτερους δυνατούς όρους για το Κίεβο, την ανάπτυξη διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης και την επιλογή των Ουκρανών για ένα ευρωπαϊκό μέλλον. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική στρατηγική στην Ουκρανία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία από αυτή που είχαμε από το 2008 η οποία απέτυχε. Μια στρατηγική όπου υπάρχει δέσμευση όχι για μια ΝΑΤΟική αλλά για ευρωπαϊκή προοπτική για τις χώρες αυτές».

Συμπληρωτικά υπογράμμισε ότι ειδικά μετά την κατάπαυση του πυρός, πρέπει να εργαστούμε για μια διαφορετική αρχιτεκτονική ασφάλειας που να περιλαμβάνει από τη μία εργαλεία αποτροπής της Ρωσίας που να μας προστατεύουν από παρεμβάσεις, από την άλλη την ανάπτυξη ενός πλαισίου διαλόγου.

Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή ηγεσία πρέπει να στείλει το μήνυμα στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι οι διατλαντικές σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, του σεβασμού των συνόρων και της μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των ευρωπαϊκών χωρών.

Η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει την άνοδο της ακροδεξιάς

Η άνοδος της ακροδεξιάς όπως τόνισε ο πρώην πρωθυπουργός στην διάλεξή του στο Harvard είναι άλλη μία σημαντική πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΕ. Συνδέεται με την οικονομική κατάσταση που επικρατεί και έχει συνέπειες για το μέλλον της Ευρώπης.

«Τα τελευταία 15 χρόνια, η Δύση έχει βυθιστεί σε πολλαπλές κρίσεις που η ηγεσία της δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει. Αντί να αποδεχτούμε τα λάθη μας και να επιμείνουμε σε ένα πλαίσιο αρχών για την επίλυσή τους,

– Τα συντηρητικά κόμματα υιοθέτησαν ρητορική και πολιτικές από την άκρα δεξιά, για να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και να διατηρήσουν τους ψηφοφόρους τους.
– Κεντροαριστερά κόμματα έχουν αποκτήσει ελιτίστικα χαρακτηριστικά, έχοντας αποκοπεί από τις οικονομικές ανάγκες και τη γλώσσα της εργατικής και της μεσαίας τάξης.
– Ενώ πολλά από τα κόμματα της Αριστεράς έχουν απορριφθεί από δογματισμούς και μικροπολιτική».

«Άφησαν χώρο στην ακροδεξιά»

Παράλληλα υπογράμμισε την ανάγκη την προώθηση μιας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς.

«Αρνηθήκαμε να κάνουμε επαναπροωθήσεις στη θάλασσα. Ταυτόχρονα, δώσαμε σκληρή μάχη για μια συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, όπου οι μετανάστες που δεν λάμβαναν άσυλο θα επιστρέφονταν στην Τουρκία. Και μαζί με την ΕΕ δημιουργήσαμε ένα σύστημα όπου πάνω από 25.000 πρόσφυγες μετεγκαταστάθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνδυάσαμε την ανθρωπιστική προσέγγιση με μια προσέγγιση βασισμένη στην ασφάλεια» τόνισε ο Αλ.Τσίπρας αναφερόμενος στην κρίσιμη περίοδο της πρωθυπουργίας του όταν η Ελλάδα μεσούσης της οικονομικής κρίσης έπρεπε να αντιμετωπίσει και την μεταναστευτική κρίση.

«Σήμερα όμως συντηρητικές κυβερνήσεις έχουν επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στις επαναπροωθήσεις παρά στην εξεύρεση των κατάλληλων ευρωπαϊκών μηχανισμών για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική», υπογράμμισε.

Ως επίσης σημαντικό ζήτημα για την άνοδο της ακροδεξιάς ανέδειξε το γεγονός ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις δεν αγωνίστηκαν για να προστατεύσουν το κράτος δικαίου στην Ευρώπη. Σημείωσε ότι «σε πολλές περιπτώσεις, έχουν κάνει κατάχρηση της πανδημίας καθώς και κακόβουλου λογισμικού για να ενισχύσουν τη δύναμή τους. Με αυτόν τον τρόπο άφησαν χώρο στην ακροδεξιά να ενισχυθεί σε αυτήν τη συζήτηση παρουσιάζοντας τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ως άχρηστα βαρίδια ή προπαγάνδα της Αριστεράς».

Eιρήνη στην Παλαιστίνη με τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων

Αναφερόμενος στις μέτωπο των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή ο Αλ.Τσίπρας κάλεσε μεταξύ άλλων την Ευρώπη να σταθεί επιτέλους στο ύψος των περιστάσεων σε σχέση με το Ισραήλ και την ανάγκη για ειρήνη στην Παλαιστίνη, με τον τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων που έχουν οδηγήσει σε δεκάδες χιλιάδες θανάτους αμάχων, την άμεση παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους Παλαιστίνιους και την επανέναρξη των συνομιλιών για δύο κράτη στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ.

Μήνυμα στην Άγκυρα ότι η στάση της θα έχει συνέπειες

Τέλος σχολιάζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία ο Αλ. Τσίπρας τόνισε: «Χρειαζόμαστε ένα σαφές μήνυμα προς την Άγκυρα ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στον Δήμαρχο Ιμάμογλου είναι απαράδεκτο και θα έχει συνέπειες. Δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν, ειδικά στον Παγκόσμιο Νότο, για τις αρχές μας, αν έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά».

Αλέξης Τσίπρας: ΝΕΑ ΕΘΝΙΚΗ ΠΥΞΙΔΑ

    Ισχυρή και αυτοδύναμη Ελλάδα με πολυδιάστατη στρατηγική και όχι πρόθυμος ακόλουθος η απάντηση στις ραγδαίες γεωπολιτικές μετατοπίσεις.


Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος αλλάζει με ταχύτητα που συχνά ξεπερνά τη δυνατότητα μας να κατανοήσουμε και να αφομοιώσουμε τις αλλαγές. Όσα όμως εξελίσσονται το τελευταίο διάστημα, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και ιδιαίτερα με την επανεκλογή του Προέδρου Τραμπ, δε συνιστούν απλά αλλαγή,  αλλά τεκτονική μετατόπιση των γεωπολιτικών ισορροπιών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εξελίχθηκαν αργότερα με την πτώση του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ.

Ο κόσμος μας, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Ήταν ένας κόσμος δύο πόλων, βασισμένος σε μια ισορροπία, που εξαιτίας του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο υπερδυνάμεων ονομάστηκε  ισορροπία του τρόμου. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι τον χαρακτήριζαν πολλές τοπικές ένοπλες συγκρούσεις, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος του Βιετνάμ,  παρέμενε ένας κόσμος σε  ισορροπία. Η αντιπαράθεση των δύο πόλων παρέμεινε στο επίπεδο του ψυχρού πολέμου.

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, δόθηκε η εντύπωση ότι περνούσαμε σε ένα μονοπολικό κόσμο. Πολλοί μάλιστα έσπευσαν  τότε να προφητεύσουν το τέλος των ιδεολογιών και της ιστορίας. Οι ΗΠΑ και η Δύση, χωρίς αντίπαλο πια, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, έμοιαζαν απόλυτα κυρίαρχες και επέβαλαν τους δικούς τους όρους στη νέα παγκόσμια τάξη, που αργότερα ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση.

Θέλησαν μάλιστα συχνά να επικαθορίσουν όχι μόνο την οικονομική, αλλά και τη γεωπολιτική τους ηγεμονία, με επεμβάσεις και πολέμους, που ως  πρόσχημα συνήθως είχαν την εξαγωγή δημοκρατίας σε μια σειρά από χώρες. Ενώ́ επέλεξαν απέναντι στη Ρωσία, που προέκυψε από τη διάλυση της κρατικής δομής της πρώην υπερδύναμης, μια στάση ηγεμονική και αλαζονική. Ειδικότερα κατά την περίοδο της προεδρίας Bush υποτίμησαν τη δυνατότητα της να σταθεί ξανά στα πόδια της και δεν αξιοποίησαν την ευκαιρία να την εντάξουν σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, όταν ακόμη και η είσοδός της στο ΝΑΤΟ ήταν στο τραπέζι. Αντιθέτως, προχώρησαν, παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις τους, στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που συνδυάστηκε  με ενέργειες όπως η αποχώρηση από τη Συνθήκη Αντιβαλλιστικών πυραύλων, η προώθηση της αντιπυραυλικής ασπίδας και η υποβάθμιση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ – Ρωσίας. Υποτιμώντας τις δημόσια διακηρυγμένες προειδοποιήσεις της τελευταίας το 2008, ότι θα αντιδράσει στρατιωτικά αν επιμείνουν στην υιοθέτηση της «πολιτικής ανοιχτών θυρών» του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία και τη Γεωργία.

Την ίδια στιγμή αιφνιδιάστηκαν με την ταχύτητα ανάδειξης της Κίνας σε νέα οικονομική και στρατιωτική παγκόσμια δύναμη, με ισχυρή διείσδυση σε όλο τον πλανήτη, ακόμη και σε στρατηγικά κρίσιμες για τη δυτική ηγεμονία χώρες. Ενώ υποτίμησαν τόσο το χώρο που άφηνε στο Ιράν η αποτυχία της δυτικής πολιτικής και των στρατιωτικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, όσο και τη δυνατότητα χωρών του Παγκόσμιου Νότου, με πρώτη την Ινδία, να αναβαθμίσουν την οικονομική και γεωπολιτική τους θέση.

Κάπως έτσι περάσαμε σταδιακά από τον μονοπολικό στον πολυπολικό κόσμο στον οποίο η Δύση, με τις ΗΠΑ ηγεμονική της δύναμη, παραμένει μεν ισχυρός πόλος, αλλά όχι μοναδικός. Η Κίνα αναδύεται οικονομικά και στρατιωτικά, η Ινδία κυρίως οικονομικά, η Ρωσία μας υπενθυμίζει ότι είναι πυρηνική δύναμη, ο παγκόσμιος Νότος ανασυντάσσεται, και όλοι πλέον διεκδικούν το ρόλο που τους αναλογεί στην παγκόσμια γεωπολιτική σφαίρα.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, η διαχείριση αυτής της μετάβασης σε ένα πολυπολικό κόσμο, αντί να οδηγήσει στην ανάδειξη νέων κανόνων και διπλωματικών θεσμών για την αντιμετώπιση κρίσεων και προκλήσεων, έφερε στο προσκήνιο ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη. Αντί οι ΗΠΑ να μετακινήσουν τη γεωπολιτική προσοχή τους στον Ινδικό-Ειρηνικό, όπως είχαν διακηρύξει από την εποχή του Προέδρου Ομπάμα, ενεπλάκησαν στον  πόλεμο στην Ουκρανία, επιδιώκοντας έναν ανέφικτο στόχο: τη διατήρηση της προοπτικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και άρα την οριστική διάλυση των σχέσεων Ευρώπης-Ρωσίας.

Ο πόλεμος τραγωδία για την Ουκρανία, ήττα για την Ευρώπη  

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν απρόβλεπτος, ούτε αναπόφευκτος. Προφανώς η κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, με την εισβολή σε μια τρίτη χώρα, βαραίνει τη Ρωσία του Προέδρου Πούτιν. Αλλά, αναμετρώντας την κλιμάκωση των γεγονότων που οδήγησαν στη σύρραξη, ένας ψύχραιμος παρατηρητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν η Δύση δεν επέμενε στην προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Ο πόλεμος αυτός δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρωτίστως στοίχισε και στοιχίζει στην Ουκρανία και τον ουκρανικό λαό, αν αναλογιστεί κανείς ότι  δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και άμαχοι έχασαν τη ζωή τους για την ακεραιότητα και την κυριαρχία της πατρίδας τους. Ωστόσο , αν ζητούμενο ήταν αυτό, μόνο σε απώλειες για την ακεραιότητα και την κυριαρχία της Ουκρανίας οδήγησε ο πόλεμος. Ένα μέρος της ουκρανικής κυριαρχίας χάθηκε από τους εχθρούς της στο πεδίο της μάχης, καθώς η Ρωσία κατέλαβε περίπου το 20% των εδαφών της. Και ένα άλλο από τους συμμάχους της, και ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, που της συμπεριφέρονται σήμερα σαν αποικία και απαιτούν την ιδιοκτησία των σπάνιων γαιών της, ως αντάλλαγμα για τη στήριξη που της παρείχαν σε έναν πόλεμο που τελικά τη διέλυσε. Και παρεμπιπτόντως βέβαια ενταφιάστηκε και η επιδίωξη ένταξής της στο ΝΑΤΟ.

Εκτός από την Ουκρανία όμως, μεγάλος ηττημένος από τον πόλεμο αυτό είναι αναμφίβολα και η Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Ουκρανίας και της Γεωργίας θα μπορούσε να είχε αποτελέσει από την αρχή τη βάση για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, με αναβαθμισμένο ρόλο για την ΕΕ, αν είχε συνδεθεί με τη δέσμευση ότι οι χώρες αυτές δεν θα ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, παρουσιάστηκε ως προθάλαμος για ένταξη στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, με την ΕΕ να παραγνωρίζει ότι δεν μπορεί μονομερώς και χωρίς  συνεννόηση με τη Ρωσία να οικοδομηθεί πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Η απόφασή της να μη φέρει αντίρρηση στην επιλογή των ΗΠΑ για την πολιτική ανοιχτών θυρών για την Ουκρανία και ιδιαίτερα η επιλογή της να πρωτοστατήσει στον πόλεμο, αντί να αναλάβει ρόλο διεκδίκησης μιας διπλωματικής λύσης για τον τερματισμό του, την οδήγησε σε καταστροφικές συνέπειες. Πρώτα από όλα οικονομικές.

Οι αρχικές εκτιμήσεις ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις και ο πόλεμος θα γονάτιζαν τη ρωσική οικονομία και θα οδηγούσαν στην εξασθένηση, ή και την ανατροπή, του καθεστώτος και της ηγεμονίας του Πούτιν, αποδείχθηκαν κενές περιεχομένου και εκτός πραγματικότητας. Η ρωσική οικονομία όχι μόνο δεν εξασθένησε, αλλά σε αντίθεση με τις προβλέψεις ενισχύθηκε από την ενεργειακή κρίση και τη ραγδαία άνοδο της τιμής των ορυκτών καυσίμων. Ενώ η απόφαση της Ευρώπης να διακόψει κάθε ενεργειακή και εμπορική σχέση, συνειδητή ή επιβεβλημένη (όπως με την  ανατίναξη του αγωγού Nord Stream 2), απλά οδήγησε τη Ρωσία σε νέα συμβόλαια με την Κίνα και την Ινδία. Έτσι, αντί να αποδυναμωθεί η ρωσική οικονομία, αποδυναμώθηκε η ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα η γερμανική.

Το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα μετά την ενοποίησή της,  στηρίχθηκε σε δύο ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που σήμερα πια δεν υπάρχουν. Τη φτηνή ενέργεια που της εξασφάλιζαν οι συμφωνίες με τη Ρωσία για τη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού που της εξασφάλιζε η σταθερότητα και η διαρκής ανάπτυξη της οικονομίας της.

Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που επέφερε, αντί για σταθερότητα και ανάπτυξη έχουμε υψηλό πληθωρισμό, που καθοδηγείται από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους,  και επίσης αποβιομηχάνιση και συνεπώς οικονομική και πολιτική αστάθεια.

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ δεν πλήρωσαν το ίδιο κόστος με την Ευρώπη για τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρά την αντίθετη ρητορική του Προέδρου Τραμπ. Αν εξαιρέσουμε τη στρατιωτική βοήθεια, που ήταν υψηλότερου κόστους από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, η οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία ήταν χαμηλότερη. Ενώ στον τομέα της ενέργειας οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν είχαν απώλειες αλλά αποκόμισαν κέρδη. Αφού το ρωσικό φυσικό αέριο, που για χρόνια αποτελούσε την ενεργειακή γραμμή ζωής για την Ευρώπη,  αντικαταστάθηκε από άλλες πηγές, ιδίως με LNG σχιστολιθικού αερίου από τις ΗΠΑ. Έτσι το φυσικό αέριο που επηρεάζει καθοριστικά τη τιμή του ρεύματος είναι σήμερα τέσσερις φορές ακριβότερο στην Ευρώπη από ότι στις ΗΠΑ. Και αυτό το υψηλό ενεργειακό κόστος ασκεί τρομακτικές πιέσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και οδήγησε ακόμη και σε κλείσιμο εργοστασίων, αποδυναμώνοντας την ευρωπαϊκή οικονομία.

Τι πέτυχε λοιπόν η Ευρώπη από την επιμονή της να στηρίξει μέχρις εσχάτων το πόλεμο έναντι της επιλογής να επιδιώξει διπλωματική λύση;

Μάλλον να πυροβολήσει τα πόδια της.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, έρχεται σήμερα ο Πρόεδρος Τραμπ, και με μια στροφή 180 μοιρών αφήνει την ΕΕ απολύτως μόνη και εκτεθειμένη. Αφού οι ΗΠΑ κατάφεραν να «κόψουν» τη σύνδεση Ευρώπης – Ρωσίας,  τώρα συνειδητοποιούν ότι έκαναν ένα βήμα μπροστά αλλά δύο βήματα πίσω, οδηγώντας τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας. Και αποφασίζουν πλέον να εργαστούν για να επαναφέρουν τη Ρωσία, επιχειρώντας να «κόψουν» τη σύνδεσή της με τη Κίνα.

Και πως απαντούν η ΕΕ και οι κυρίαρχες πολιτικές της δυνάμεις της σε αυτές τις εξελίξεις ;

Βγάζουν κάποια συμπεράσματα για τα στρατηγικά τους λάθη, ή επιμένουν σ΄ αυτά;

Φοβάμαι ότι πράττουν το δεύτερο.

Αντί η Ευρώπη, έστω και τώρα, να πρωτοστατεί στην προσπάθεια για  κατάπαυση του πυρός στο ουκρανικό μέτωπο και εξεύρεση άμεσης διπλωματικής λύσης, αυτός που πρωτοστατεί είναι ο Αμερικανός Πρόεδρος. Και στο τραπέζι των συνομιλιών δεν βρίσκεται καν εκπρόσωπός της.

Την ίδια στιγμή, αντί να αναζητήσει τους όρους για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, που να θωρακίζει τα συμφέροντά της απέναντι σε ρωσικές παρεμβάσεις, αλλά και να συμπεριλαμβάνει τη Ρωσία, αποκαθιστώντας μεταξύ άλλων και την ενεργειακή συνεργασία μ΄ αυτή, την αναγάγει σε υπαρξιακή απειλή για την κυριαρχία και την ασφάλειά της. Με αυτό τον τρόπο επιχειρεί να δικαιολογήσει στην εσωτερική της κοινή γνώμη την -ορθή κατά τα άλλα, αλλά εξαιρετικά καθυστερημένη- απόφαση για ενίσχυση των αμυντικών της δαπανών, που θα της δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσει μια σχετική στρατηγική αυτονομία. Χωρίς όμως, κι αυτό προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά, να έχει σχεδιάσει και θεσπίσει μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και μια κοινή αμυντική πολιτική με σαφείς στρατηγικούς στόχους, πέραν της αντιπαράθεσης με την Ρωσία.

Και έτσι, οι Ευρωπαίοι πολίτες καλούνται πλέον να πιστέψουν ότι η Ρωσία,  με οικονομία στο μέγεθος της Ισπανίας, πληθυσμό λιγότερο από το ένα τρίτο της Ευρώπης, και αμυντικό προϋπολογισμό που ανέρχεται μόλις στο ένα τέταρτο του αντίστοιχου της Ευρώπης, δεν αποτελεί απειλή μόνο για την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες, αλλά κίνδυνο υπαρξιακό για όλη την Ευρώπη. Και αν δεν υπερασπιστούν την Ουκρανία μέχρις εσχάτων, θα χρειαστεί ακόμη και να πολεμήσουν τους Ρώσους στα σύνορά τους.

Ανάγκη για ριζική στροφή στην ευρωπαϊκή στρατηγική

Η ΕΕ βρίσκεται σήμερα δυστυχώς με την πλάτη στον τοίχο, εξαιτίας των δικών της ιδεοληψιών, των διαιρέσεων στις γραμμές της, της αδυναμίας της να εμπεδώσει το διεθνή της ρόλο με μια αποτελεσματική κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Και σε πλήρη άρνηση του γεγονότος ότι βρίσκεται στην αρχή του τέλους της μεταπολεμικής της ευημερίας, αδυνατώντας να προσφέρει ειρηνευτικές προτάσεις και να αναλάβει ειρηνευτικές πρωτοβουλίες στο ουκρανικό -έναν πόλεμο που διεξάγεται σε ευρωπαϊκό έδαφος- απλά επιμένει στο στρατηγικό της λάθος, εντείνοντας τα δικά της αδιέξοδα.

Συζητά σήμερα, έστω και αργά, για ένα κοινό αμυντικό ταμείο και την οικοδόμηση μιας αμυντικής βιομηχανίας, που δεν θα εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Οι ειδικοί όμως εκτιμούν ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον δέκα χρόνια για να αποκτήσει στρατιωτική αυτονομία, με αβέβαιη μέχρι τότε την οικονομική και πολιτική της συνοχή. Αφού όλοι ξέρουν, ότι αν η επένδυση στην άμυνα πραγματοποιηθεί εις βάρος οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, οι συνέπειες θα είναι δυσμενέστατες, τόσο για την ευρωπαϊκή συνοχή, όσο και για την κοινωνική συνοχή στις χώρες μέλη.

Είναι συνεπώς επείγουσα και αναγκαία μια ριζική στροφή της πολιτικής της στο Ουκρανικό, με στόχο την ειρήνη και την οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Εξίσου επείγουσα και αναγκαία όμως είναι και μια γενναία επένδυση στην εσωτερική της οικονομία, με πόρους που θα υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνατότητες των προϋπολογισμών των εθνικών κρατών και άρα θα απαιτούν μεγάλης κλίμακας έκδοση κοινού χρέους.

Η έκδοση κοινού χρέους δεν πρέπει να αφορά αποκλειστικά την άμυνα, αλλά να χρησιμοποιηθεί και για τη στήριξη ευρωπαϊκών δημοσίων αγαθών- για την πράσινη μετάβαση, την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την προώθηση πολιτικών συνοχής. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ΕΕ σήμερα, είναι η πολιτική της συνοχή, η απόκλιση μεταξύ των κρατών μελών και οι μεγάλες ανισότητες εντός τους. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να προωθηθούν και ριζικές τομές για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς που περιγράφονται στις Εκθέσεις Ντράγκι και Λέττα.

Παράλληλα, η ΕΕ πρέπει να επιδείξει μια αποφασιστική στάση σε σχέση με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειάς της. Πρέπει να αποτελέσει γεωπολιτική δύναμη όχι μόνο αποτροπής, αλλά και ειρήνης και σταθερότητας, τουλάχιστον στη γειτονιά της και να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην αντιμετώπιση των μεγάλων σύγχρονων προκλήσεων, όπως την κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό και τη διαχείριση της τεχνητής νοημοσύνης. Η ευρωπαϊκή ηγεσία πρέπει να δώσει το μήνυμα στις ΗΠΑ, ότι οι ευρωαμερικανικές σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, του σεβασμού των συνόρων και της μη εμπλοκής στις εσωτερικές υποθέσεις των ευρωπαϊκών χωρών. Την ίδια στιγμή πρέπει επιτέλους να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και σε σχέση με το Ισραήλ και την ανάγκη για ειρήνη στην Παλαιστίνη, με τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων που έχουν οδηγήσει σε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς αμάχους, την άμεση παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους Παλαιστινίους και την επανεκκίνηση των συνομιλίων για δύο κράτη στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ.

Η Ελλάδα σε επικίνδυνο σταυροδρόμι

Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο γενικευμένης ανασφάλειας, οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι ακόμη μεγαλύτεροι. Τα τελευταία πεντέμισι χρόνια,  η κυβέρνηση της ΝΔ μας έχει εκθέσει πολλαπλώς και σε οικονομικούς αλλά και σε γεωπολιτικούς κινδύνους. Δεν αξιοποίησε τη σταθεροποίηση της οικονομίας μετά την έξοδο από τα μνημόνια για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ενώ́ άφησε να πάει χαμένη η μεγάλη ευκαιρία του Ταμείου Ανάπτυξης. Το κυριότερο όμως είναι ότι χειρίστηκε καταστροφικά το ουκρανικό. Αντί να στηρίξει τον ουκρανικό λαό απέναντι στη ρωσική εισβολή, με τρόπο που να διατηρεί τη δυνατότητά της να παίζει τον ρόλο πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, ακολούθησε τυφλά το δόγμα του δεδομένου και πρόθυμου συμμάχου, πρωτοστατώντας στην εμπροσθοφυλακή της αντιπαράθεσης. Έστειλε βαρέα όπλα στην Ουκρανία από τα νησιά μας, υποδέχθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο μετά τιμών τους μαχητές του Αζόφ, εκδίωξε αναλογικά τον μεγαλύτερο αριθμό διπλωματών στην Ευρώπη από τη ρωσική πρεσβεία και υιοθέτησε τη πιο σκληρή ρητορική, όχι απέναντι στην απαράδεκτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά απέναντι στο καθεστώς Πούτιν, καθώς από τα επίσημα χείλη του ΑνΥΠΕΞ δηλώθηκε ότι στόχος του πολέμου είναι η πτώση του. Με δύο λόγια, η Ελλάδα που παραδοσιακά αν και χώρα του ΝΑΤΟ, ακόμη και τη περίοδο Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο ζενίθ του ψυχρού πολέμου, είχε διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα παρέμεινε γέφυρα με τη Ρωσία, πρωτοστάτησε στην ευρωπαϊκή αντιρωσική υστερία.

Σήμερα όμως, που οι ΗΠΑ αλλάζουν στάση, η κυβέρνηση βρίσκεται απόλυτα αμήχανη και περιθωριοποιημένη από τις εξελίξεις. Από τη μία, δεν έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο για την ειρήνη και δυσκολεύεται να βρει επαφές με την Κυβέρνηση Τραμπ, από την άλλη έχει εξαιρεθεί από όλες τις γαλλοβρετανικές πρωτοβουλίες για την Ουκρανία και το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας. Την ίδια στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο προσκαλεί την Τουρκία στις εν λόγω πρωτοβουλίες αλλά έχει προβεί σε πωλήσεις Eurofighter και Meteor στην Άγκυρα και – μαζί με τη Γερμανία – υποστηρίζει σταθερά την ευρωτουρκική συνεργασία στην άμυνα.

Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο γεωπολιτικό σταυροδρόμι και σε μια εύθραυστη περιοχή. Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας είναι δεδομένος. Συνεπώς η έκθεση της χώρας και η αδυναμία της πλέον να έχει στήριξη από παραδοσιακούς της συμμάχους, δεν αποτελεί έναν θεωρητικό κίνδυνο. Αν η Τουρκία για τους δικούς της λόγους, αποφασίσει αύριο να δημιουργήσει μια κρίση, το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιος θα είναι δίπλα μας ;

Εγκαίρως, πριν από δύο χρόνια, είχα προειδοποιήσει στη Βουλή ότι το δόγμα «ανήκουμε στη Δύση» σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, είναι παρωχημένο και λανθασμένο. Είχα προειδοποιήσει ότι η πολιτική της κυβέρνησης στο Ουκρανικό εγκυμονεί κινδύνους. Και είχα επισημάνει χαρακτηριστικά, προσπαθώντας να αναδείξω την ανάγκη για μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, ότι «ανήκουμε και στη Δύση και στην Ανατολή και στο Βορά και στο Νότο». Τότε κάποιοι λοιδόρησαν αυτή τη τοποθέτηση, σήμερα όμως όλο και περισσότεροι διαπιστώνουν πόσο εθνικά επωφελής είναι.  Και πόσο εκτεθειμένη αφήνει τη χώρα μας το δόγμα του δεδομένου και πρόθυμου συμμάχου. Γιατί, αν η Ελλάδα πάντοτε είχε υπεραξία έναντι των άλλων εταίρων της στο ΝΑΤΟ, ήταν γιατί μπορούσε παραδοσιακά να συνομιλεί και με τη Ρωσία και με τις Αραβικές χώρες και με τη Κίνα και με το Ιράν. Σήμερα, αλήθεια, ποια είναι η διαφορά της Ελλάδας στον τομέα αυτό από άλλους εταίρους της στο ΝΑΤΟ, ακόμη και από τις χώρες της Βαλτικής, ή την Πολωνία ;

Οι εν λόγω χώρες δικαιολογημένα αισθάνονται τη Ρωσία ως υπαρξιακή απειλή. Η Ελλάδα όμως αισθάνεται ως υπαρξιακή την απειλή της Τουρκίας, για την οποία οι χώρες αυτές ευλόγως δεν έχουν ανησυχία.

Με δύο λόγια, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, θα ήταν λογική για όσους κατοικούν στη Βαρσοβία ή τη Βαλτική, όχι όμως για μας που κατοικούμε στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Αντισταθμίζοντας τη λανθασμένη και αδιέξοδη στρατηγική της, η κυβέρνηση, αναμένεται το επόμενο διάστημα -το έχει αρχίσει ήδη- να επιχειρήσει να στρέψει τη συζήτηση σε πολυετή και πολυδάπανα εξοπλιστικά προγράμματα, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ευρώπης. Θα επιχειρήσει μάλιστα να διαφημίσει ότι η εξαίρεση των εξοπλιστικών δαπανών από το έλλειμα μας -αν και εφόσον εξασφαλισθεί- μας ευνοεί, ενώ́ στην πραγματικότητα το πρόβλημα της χώρας είναι το χρέος, που προφανώς από την αύξηση των δαπανών δε θα μείνει αλώβητο.

Χωρίς να υποτιμώ καθόλου την ανάγκη για ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, (άλλωστε η κυβέρνησή μου ήταν η μόνη που παρότι σε μνημόνια αποφάσισε σημαντικές εξοπλιστικές δαπάνες με την αναβάθμιση των αεροσκαφών f16 σε viper, που έδωσε και παράταση ζωής στην ΕΑΒ), το ερώτημα που τίθεται είναι καταλυτικό :

Φταίει ότι δεν έχουμε αρκετά αεροπλάνα, υποβρύχια και φρεγάτες για το γεγονός ότι δεν τολμάμε ούτε την πόντιση καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, πέρα από τα έξι ναυτικά μας μίλια ;

Και αλήθεια, αφού με τη στρατηγική του δεδομένου και πρόθυμου συμμάχου, η κυβέρνηση υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε την παρουσία τους δίπλα μας, που είναι τώρα οι σύμμαχοι να μας στηρίξουν σε ένα αυτονόητο εγχείρημα ;

Πού είναι οι ΗΠΑ, των οποίων τα τελευταία έξι χρόνια είμαστε δεδομένοι και πρόθυμοι, έχοντας παραχωρήσει έξι στρατιωτικές εγκαταστάσεις και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης επ’ αόριστον ;

Πού είναι η Γαλλία, από την οποία αγοράσαμε 8 δις αεροσκάφη και φρεγάτες, συνάπτοντας στρατηγική συμφωνία, την οποία όταν χαρακτήρισα ελλιπή με κατηγορούσαν για εθνική εξαίρεση ;

Πού είναι το Ισραήλ, το οποίο η κυβέρνηση στήριξε το τελευταίο διάστημα όσο κανείς, μην αρθρώνοντας λέξη για την ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα, σε βάρος των αξιών μας, αλλά και των σχέσεων μας με Αραβικές χώρες ;

Ας μη γελιόμαστε : Σε μια κρίσιμη στιγμή αύριο, η Ελλάδα θα είναι μόνη, όσο πρόθυμη και αν υπήρξε στους συμμάχους της τα τελευταία έξι χρόνια. Το ερώτημα είναι πόσο ισχυρή είναι, όχι μόνο η αποτρεπτική της δύναμη, αλλά και η αποφασιστικότητά της, όπως δείξαμε το 2018 απέναντι στην προσπάθεια του ερευνητικού Barbaros να εισέλθει σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι η διπλωματική στρατηγική που πρέπει να διαθέτει η Ελλάδα ώστε να μην φτάσουμε σε σημείο σύγκρουσης. Δυστυχώς η κυβέρνηση της ΝΔ απέτυχε να προωθήσει μια αποτελεσματική στρατηγική, τόσο σε σχέση με τη προοπτική προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης όσο και επι του πεδίου σε σχέση με την ενεργειακή, αλλά ακόμη και την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου -Ισραήλ.

Επι των ημερών της δικής μας κυβέρνησης, η αλήθεια είναι ότι εν μέσω μνημονίων, δεν διαθέταμε τους πόρους που θα μας επέτρεπαν να σχεδιάσουμε μια πολιτική σημαντικής ενίσχυσης της αποτρεπτικής μας ισχύος. Ωστόσο, με μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, πείσαμε τους συμμάχους μας ότι μπορεί να μην είμαστε πρόθυμοι για όλα χωρίς ανταλλάγματα, αλλά είμαστε ένας σημαντικός τους εταίρος στη περιοχή. Και έτσι καθιερώσαμε Στρατηγικό Διάλογο με τις ΗΠΑ, αναβαθμίσαμε το ρόλο μας στα Βαλκάνια με τη Συμφωνία των Πρεσπών, προωθήσαμε το FSRU στην Αλεξανδρούπολη, εγκαινιάσαμε τη Σύνοδο των Ευρωπαϊκών Χωρών του Νότου και το σχήμα 3+1 ( Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ +ΗΠΑ), ενώ προωθήσαμε τον αγωγό Eastmed για τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας, του οποίου σήμερα η τύχη αγνοείται.

Τι να κάνουμε;

Μπροστά λοιπόν στις τεκτονικές γεωπολιτικές μετατοπίσεις που λαμβάνουν χώρα στις μέρες μας, η Ελλάδα, με ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ, βρίσκεται σήμερα πολλαπλώς εκτεθειμένη. Η αλλαγή στρατηγικής είναι άμεσα αναγκαία με σκοπό την ανακτηση του ρόλου της Ελλάδας ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας, όπως και την προάσπιση και επέκταση της κυριαρχίας και και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με διατήρηση της ειρήνης. Προφανώς δεν μπορεί να την επιτύχει η παρούσα κυβέρνηση. Αλλά η χώρα δεν μπορεί να συνεχίζει για πολύ να πορεύεται δίχως εθνική πυξίδα.

Είναι επείγον και αναγκαίο, άμεσα :

• Να μετατοπιστεί η στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, από τη βάση της λογικής του δεδομένου και πρόθυμου συμμάχου στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και οφέλους.

• Να εξασφαλισθεί η ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας σε κάθε διεργασία που αφορά την επόμενη μέρα για την ευρωπαϊκή άμυνα και την ειρήνη στην Ουκρανία. Στο πλαίσιο αυτό, και σε συντονισμό με την Κύπρο, να τεθούν στην ΕΕ αυστηρές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η άρση του casus belli και το Κυπριακό, για τη όποια συνεργασία της ΕΕ με την Τουρκία σε ζητήματα που αφορούν την ευρωπαϊκή άμυνα.

• Να επιδιωχθεί η αποκατάσταση διπλωματικών διαύλων με τη Ρωσία. Και η Ελλάδα να καταθέσει τις δικές της προτάσεις για την νέα πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας.

• Να υποστηριχθεί η διασύνδεση της αναθεώρησης της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ – Τουρκίας (ή μιας ενδεχόμενης Συμφωνίας Επενδύσεων και Εμπορίου ΕΕ-Τουρκίας) με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Με σαφείς κόκκινες γραμμές την εδαφική ακεραιότητα και άμυνα των νησιών.

• Να αποφασισθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων στην Ανατολική Μεσόγειο στα 12 νμ, με οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ με τις εκεί όμορες χώρες.

• Να επιδιωχθεί η πραγματοποίηση Διάσκεψης ΕΕ-χωρών της Ανατολικής Μεσογείου στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα, σε συντονισμό με την Κύπρο και χώρες της Συνόδου των Ευρωπαϊκών Χωρών του Νότου, να προωθήσει το ρόλο και τις θέσεις της στην περιοχή (ελληνοτουρκικά, παλαιστινιακό, συριακό, λιβυκό).

• Να χαραχθεί νέος σχεδιασμός, σε συντονισμό με τη Κύπρο, για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ και του Πλαισίου Γκουτιέρες, αναμένοντας ενδεχόμενες πολιτικές εξελίξεις μετά τις επικείμενες εκλογές στα κατεχόμενα.

• Να επανενεργοποιηθούν τα Βαλκανικά πολυμερή σχήματα συνεργασίας που ακυρώθηκαν μετά το 2019, εστιάζοντας και πάλι στον ηγετικό μας ρόλο στην περιοχή.

• Να προωθήσουμε Σχέδιο Δράσης για την αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας σε χώρες προτεραιότητας του Παγκόσμιου Νότου, με έμφαση στην οικονομική και πολιτιστική συνεργασία.

Και τελευταίο αλλά ίσως πιο επιτακτικό :

Η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος θα πρέπει να περνά πρώτα από την άμεση ανασυγκρότηση και ενίσχυση της Εθνικής Αμυντικής μας Βιομηχανίας, που δυστυχώς σήμερα βρίσκεται σε πλήρη διάλυση.

Όταν οι γείτονες επενδύουν το 70% των εξοπλιστικών τους δαπανών στην δική τους Αμυντική Βιομηχανία και εξάγουν drowns που αποτελούν το πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό πολεμικό υλικό, εμείς επιμένουμε να εξαγοράζουμε αμφίβολη προστασία με πανάκριβες αγορές, συνήθως αδιαφανείς, που επιπλέον δεν επιφέρουν και κανένα αντισταθμιστικό όφελος για την πολεμική μας βιομηχανία.

 Ισχυρή Ελλάδα είναι η απάντηση

Ο κόσμος και η Ευρώπη βρίσκονται μπροστά σε τεκτονικές αλλαγές. Η Ελλάδα εξαιτίας των επιλογών της κυβέρνησης βρίσκεται πλέον μπροστά σε υπαρξιακούς κινδύνους. Η επιλογή του πρωθυπουργού να παραμείνει στη θέση του, παρά τη λαϊκή απονομιμοποίηση που επέφεραν οι πρωτοφανείς σε όγκο διαδηλώσεις ενάντια στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών, δεν οδηγεί σε αδιέξοδο μόνο τον ίδιο, την παράταξη του και τη κοινωνία. Αυτό που διακυβεύεται με την παραμονή της κυβέρνησης και της πολιτικής της,  δεν είναι δυστυχώς μόνο η πολιτική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, αλλά και η εθνική ακεραιότητα.  Η διατήρηση της παρούσας καταστροφικής εξωτερικής πολιτικής σωρεύει απειλές και εγκυμονεί σοβαρούς εθνικούς κινδύνους. Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία απαιτείται άμεση αλλαγή στρατηγικής. Μια ενεργητική, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που θα βάζει πρώτα τα συμφέροντα της χώρας.

Ισχυρή Ελλάδα είναι η απάντηση στις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις. Ισχυρή και αυτοδύναμη Ελλάδα με μια πολυδιάστατη στρατηγική, ώστε να διεκδικεί το ρόλο που της αναλογεί στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, ως πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, και όχι ως πρόθυμος και υποτελής ακόλουθος μια του ενός και μια του άλλου συμμάχου μας.

"Η ΝΕΑ ΕΘΝΙΚΗ ΠΥΞΙΔΑ", αναλυτικά

© all rights reserved
customized with από: antikry.gr