Οι Γερμανοί δεν ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά να τιμωρήσουν τους ασώτους…

ο Κώστας ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ* στο aixmi.gr
Οι πρόσφατες δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ για την Ελλάδα και τον Νίγηρα έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί προφανώς είναι μια από τις σπάνιες εκρήξεις ειλικρίνειας μιας επαγγελματίας πολιτικού. Κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εκείνο που αναμένεται από τα μέλη της πολιτικής τάξης είναι να δηλώνουν δημόσια ό,τι θέλει να ακούσει με ευχαρίστηση το ακροατήριό τους, ανεξάρτητα με το αν αυτό απέχει από την πραγματικότητα και/ή τις προσωπικές τους πεποιθήσεις. Εδώ ο κανόνας ανατράπηκε, με «εύλογη» συνέπεια τη δημόσια κατακραυγή και κατόπιν την αναγκαστική αναδίπλωση της επικεφαλής του ΔΝΤ.

Καθεαυτές, βέβαια, οι διαπιστώσεις Λαγκάρντ ευσταθούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανθρωπιστική κρίση στο μεγαλύτερο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής είναι πολύ οξύτερη απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Το κρίσιμο στοιχείο, όμως, δεν είναι οι διαστάσεις των ανθρωπιστικών κρίσεων, αλλά το ότι η ίδια θέτει σε κοινό παρονομαστή τους Έλληνες με τους Αφρικανούς. Ωστόσο η χώρα της, στην οποία ήταν υπουργός Οικονομικών μέχρι πρόσφατα, δεν επιχείρησε νομισματική ενοποίηση με τον Νίγηρα, αλλά με την Ελλάδα και άλλες ευρωμεσογειακές χώρες.

Με άλλες λέξεις, οι δηλώσεις Λαγκάρντ αποτελούν ένα επιμέρους σύμπτωμα της βαθύτερης ασθένειας που κατατρώει τα σωθικά του κοινού νομίσματος. Οι λαοί των δεκαεπτά κρατών-μελών της Ευρωζώνης δεν διαθέτουν επαρκή συνείδηση συλλογικής ταυτότητας (άρα και ιδιαιτερότητας απέναντι στην υπόλοιπη ανθρωπότητα) και γι’ αυτό η μεταξύ τους αλληλεγγύη δεν βρίσκεται σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μπορεί να στηρίξει το εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης. Στο ίδιο μήκος κύματος, άλλωστε, η Καγκελάριος της Γερμανίας επανειλημμένα κάνει λόγο για «αμαρτωλά» κράτη του μεσογειακού νότου, υπονοώντας ότι προέχων σκοπός της γερμανικής πολιτικής δεν είναι να βοηθηθούν να ξεπεράσουν την κρίση, αλλά να τιμωρηθούν για τη δημοσιονομική ασωτία τους.

Η εκφρασμένη ή ανομολόγητη ελπίδα της ελληνικής πολιτικής τάξης και της πλειοψηφίας των Ελλήνων είναι ότι η κρίση θα αποτελέσει τον καταλύτη για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση σ’ ένα νέο και ανώτερο στάδιο και ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα στηριχθούν αποτελεσματικά από τον οικονομικά ισχυρό βορρά οι παραπαίουσες οικονομίες του νότου. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι οικονομικές κρίσεις κατά κανόνα οδηγούν σε αποσύνθεση παντοειδείς εξουσιαστικούς σχηματισμούς μεγάλων διαστάσεων και όχι το αντίστροφο.

Είναι σοβαρό το ενδεχόμενο οι αρνητικές επιπτώσεις από τη διάλυση της Ευρωζώνης να αποδειχθούν, τελικά, πολύ βαρύτερες για όλους, μέσα και έξω από αυτή, από ό,τι το κόστος διάσωσής της. Όπως όμως τα μεμονωμένα άτομα, έτσι και οι ανθρώπινες κοινωνίες συχνά δεν κινούνται αποκλειστικά με βάση ψυχρές ορθολογικές προγνώσεις κόστους-οφέλους, οι οποίες άλλωστε εμπεριέχουν πάντα σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, αλλά και με βάση το ένστικτο και το συναίσθημα. Η πιθανότητα διάλυσης της Ευρωζώνης υφίσταται λοιπόν ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των επικείμενων ελληνικών εκλογών. Εθνικά υπεύθυνη στάση δεν είναι, άρα, η διακίνηση σεναρίων τρομολαγνείας, όπως η πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας (σημειωτέον από την ίδια υπηρεσία της που προέβλεπε το 2010 τη θριαμβευτική επιτυχία του πρώτου Μνημονίου), αλλά η προετοιμασία εναλλακτικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της πιθανότητας αυτής.

Κώστας ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου