Στο ερώτημα που τέθηκε κατά τη συζήτηση με το κοινό, για το αν μπορεί να υπάρξει μια συνεργασία του ΜέΡΑ25 και της Νέας Αριστεράς, η Ηρώ Διώτη απάντησε ξεκαθαρίζοντας τα εξής: «Η συνεργασία δεν μπορεί να είναι εφικτή όχι εξαιτίας του ψυχολογικού τραύματος ή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων της. Αλλά γιατί η Νέα Αριστερά, δια στόματος του επικεφαλής της έχει κάνει καθαρές τις προθέσεις της για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία της προοδευτικής παράταξης.
Στην εκδήλωση που διοργάνωσε η εφημερίδα Εποχή στα Τρίκαλα για την ανταγωνιστική αριστερά, τα κινήματα, την ανασύνθεση της Αριστεράς συμμετείχε χτες η συντονίστρια της Κ.Ε του ΜέΡΑ25 και υποψήφια ευρωβουλέυτρια Ηρώ Διώτη.
Στο ερώτημα που τέθηκε κατά τη συζήτηση με το κοινό, για το αν μπορεί να υπάρξει μια συνεργασία του ΜέΡΑ25 και της Νέας Αριστεράς, η Ηρώ Διώτη απάντησε ξεκαθαρίζοντας τα εξής: «Η συνεργασία δεν μπορεί να είναι εφικτή όχι εξαιτίας του ψυχολογικού τραύματος ή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων της. Αλλά γιατί η Νέα Αριστερά, δια στόματος του επικεφαλής της έχει κάνει καθαρές τις προθέσεις της για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία της προοδευτικής παράταξης. Άρα η στρατηγική της δεν είναι η ανεξάρτητη πορεία της Αριστεράς, αλλά η ύπαρξη μιας αριστερής τάσης σε ένα Κεντροαριστερό σύστημα. Και έκανε εξ αρχής δηλώσεις νομιμοφροσύνης προς το σύστημα ότι δεν συνεργάζεται με ενοχλητικούς και “ακραίους”».
Η λογική του μονόδρομου
Η ομιλία ξεκίνησε με μια αναφορά για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε το 2015 στην λογική του μονόδρομου: «…ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην συστηματική απαξίωση, στη λοιδορία όλων εκείνων των αιτημάτων που μετέτρεψαν την Αριστερά σε πρωταγωνιστική δύναμη της περιόδου της κρίσης, θεωρώντας εντελώς αφελώς ότι μπορεί σα να μην έχει αλλάξει τίποτα στην ελληνική κοινωνία, να υποδυθεί ο ίδιος τα πολιτικά κόμματα εκείνα που ο ελληνικός λαός είχε απορρίψει στηρίζοντάς τον.»Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς οφείλουμε να μιλάμε για το τι χρειάζεται να κάνει η Αριστερά από δω και μπρος: «δίνοντας τον λόγο και στις γενιές που δεν βίωσαν την ήττα με τον τρόπο που τη βιώσαμε εμείς, στις γενιές που το 2015 ήταν 9 ή 12 χρονών και σήμερα διαδηλώνουν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας και καταλαμβάνουν τα σχολεία και τις σχολές τους.»
Η Ηρώ Διώτη αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη να ξεφύγει η Αριστερά από τη συνθήκη της ήττας και της συνθηκολόγησης, λέγοντας:
«‘Oπως ακριβώς πρέπει να σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε το 2015 ως ένα Τείχος των Δακρύων για την ιδιοκτησία του οποίου διαγκωνιζόμαστε οι διαφορετικές φατρίες, έτσι ακριβώς πρέπει και να σταματήσουμε να δρούμε και να πολιτευόμαστε υπό το βάρος της ήττας του 2015, ως μια Αριστερά υπό αίρεση αν όχι υπό κατοχή. Γιατί αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα σήμερα με μια Αριστερά η οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μόνο ως μια συμπληρωματική δύναμη σε ένα μπλοκ εξουσίας, κεντροαριστερό ή προοδευτικό ή όπως αλλιώς, το οποίο μάλιστα έχει καταστεί και εξαιρετικά μειοψηφικό.
Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με μια Αριστερά η οποία δεν μπορεί να κόψει τους δεσμούς της με τον πάση θυσία κυβερνητισμό, δηλαδή έχει μετατρεψει τη συνθηκολόγηση σε δομικό, καταστατικό της στοιχείο».
Και πρόσθεσε ότι, αντίθετα, «η Αριστερά που δεν παραδέχεται την ήττα της, είναι η Αριστερά που θεωρεί ανάξιο να κρύβει τις προθέσεις της. Επιμένει δηλαδή, ακόμα και σε πείσμα των καιρών, ακόμα και ενάντια στους συσχετισμούς της συγκυρίας, ότι η πολιτική που ασκείται σήμερα δεν είναι μονόδρομος, αλλά αντίθετα είναι το αποτέλεσμα μιας θλιβερής αλλά προσωρινής συνθήκης, που είναι η νίκη των λίγων επί των πολλών».
Ακολουθεί η ομιλία της Ηρώ Διώτη:
«Φίλες και φίλοι,
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω κάπως παράδοξα την τοποθέτησή μου, θα έλεγα από τη μέση ή ίσως από μια υποσημείωση –υποσημείωση όμως που μου φαίνεται απαραίτητη για να ορίσουμε το θέμα για το οποίο συζητάμε.
Όταν μου έστειλαν οι εδώ διοργανώτριες και διοργανωτές την αφίσα της εκδήλωσης και την δημοσίευσα με τη σειρά μου στα κοινωνικά δίκτυα, έγινα δέκτρια πολλών διαμαρτυριών και παραπόνων. Όχι από μέλη του ΜέΡΑ25, στο οποίο ανήκω, αλλά πάντως από πολλούς ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμαστε ή έστω μας στηρίζουν και μας ψηφίζουν. Το γενικό πλαίσιο της διαμαρτυρίας ήταν το πώς μπορούμε να κάνουμε λόγο και να συζητάμε για τα κινήματα και μια ανταγωνιστική αριστερά, με αυτούς που ψήφισαν, στήριξαν και εφάρμοσαν τον τρίτο μνημόνιο. Ήταν δηλαδή διαμαρτυρίες για το γεγονός ότι δέχτηκα να κάνω αυτή τη συζήτηση με τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη –φαντάζομαι όχι με τον ίδιο προσωπικά, αλλά με το κόμμα του και τα όσα εκφράζει.
Ίσως να είχαν και δίκιο. Θα ήθελα όμως και από εδώ, να κάνω την ίδια διευκρίνηση και να πω αυτά που απάντησα σε όσες διαμαρτυρίες πρόλαβα να απαντήσω.
Η Αριστερά έχει ανάμεσα στα άλλα, ένα πρόβλημα. Εξακολουθεί να μιλάει πάρα πολύ για το 2015 και όσα συνέβησαν το 2015. Αυτό είναι ως έναν βαθμό λογικό. Το 2015 κληθήκαμε, όσες και όσοι ήμασταν τότε στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πραγματικότητα όσες και όσοι συμμετείχαν στα πολύ έντονα κινήματα εκείνης της εποχής που έφεραν την Αριστερά στο προσκήνιο, να αποδείξουμε ότι εννοούσαμε αυτά που λέμε, ότι πράγματι υπάρχει ένας άλλος δρόμος από τον προτεινόμενο ως μοναδικό δρόμο της λιτότητας, της αφαίμαξης των χαμηλών στρωμάτων, της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των κοινωνικών υπηρεσιών. Και όταν μας δόθηκε η ευκαιρία να το κάνουμε, με ευθύνη της τότε ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώσαμε –όχι όλες και όλοι, αλλά για την κοινωνία αυτό έχει μικρή σημασία- ότι όσα λέγαμε δεν ισχύουν και ότι ο δρόμος αυτός είναι πράγματι μονόδρομος.
Στη συνέχεια μάλιστα, παρασυρμένη από την αυταπάτη ότι η εκλογική νίκη του Σεπτέμβρη του 2015 ήταν μια στρατηγική προσχώρηση της κοινωνίας σε αυτή την αντίληψη και όχι αποτέλεσμα ενός συλλογικού σοκ, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην συστηματική απαξίωση, στη λοιδορία όλων εκείνων των αιτημάτων που μετέτρεψαν την Αριστερά σε πρωταγωνιστική δύναμη της περιόδου της κρίσης, θεωρώντας εντελώς αφελώς ότι μπορεί σα να μην έχει αλλάξει τίποτα στην ελληνική κοινωνία, να υποδυθεί ο ίδιος τα πολιτικά κόμματα εκείνα που ο ελληνικός λαός είχε απορρίψει στηρίζοντάς τον.
Πρόκειται για μια πολιτική που θα διδάσκεται ίσως στο μέλλον, ως ένα υπόδειγμα πολιτικής ανοησίας, ως μια μέθοδος προς αποφυγή στον τρόπο που γίνονται οι πολιτικές επιλογές. Και είναι μια πολιτική η οποία οδήγησε την Αριστερά πίσω στο περιθώριο, θα τολμούσα να πω όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και συνολικά στην Ευρώπη.
Είναι λοιπόν λογικό για τον κόσμο της Αριστεράς, το 2015 να είναι ένα ψυχολογικό τραύμα που δεν έχει επουλωθεί. Αλλά πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι αυτή η συζήτηση αφορά σε μεγάλο βαθμό εμάς και την αποτίμησή μας, αφορά σίγουρα την ιστορία, αλλά δεν αφορά την κοινωνία.
Η κοινωνία δέχτηκε υπάκουα το μήνυμα που της εξέπεμψε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ότι δηλαδή η δεξιά πολιτική είναι μονόδρομος και έδωσε στη Δεξιά μια πολιτική και κοινωνική παντοδυναμία. Όπως επαναλαμβάνω κάπως μονότονα τον τελευταίο χρόνο, πριν ακόμα από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εδώ και σχεδόν μια δεκαετία στη δίνη μιας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής, ηθικής και αισθητικής στροφής προς τα Δεξιά.
Μιλώντας λοιπόν για την ανάγκη να αναπτυχθεί μια αντιπαράταξη σε αυτή την τάση, άρα για την ανασύνθεση της Αριστεράς, για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αριστεράς, δεν μπορούμε να μιλάμε για το τι έγινε το 2015. Οφείλουμε να μιλάμε πρωτίστως για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρος. Και αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε δίνοντας τον λόγο και στις γενιές που δεν βίωσαν την ήττα με τον τρόπο που τη βιώσαμε εμείς, στις γενιές που το 2015 ήταν 9 ή 12 χρονών και σήμερα διαδηλώνουν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας και καταλαμβάνουν τα σχολεία και τις σχολές τους.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: ποιες πολιτικές μπορούν να καταστήσουν την Αριστερά όχι μόνο ανταγωνιστική, αλλά και ξανά απειλητική, επικίνδυνη για την άρχουσα τάξη και τον φιλελευθερισμό.
Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι όπως ακριβώς πρέπει να σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε το 2015 ως ένα Τείχος των Δακρύων για την ιδιοκτησία του οποίου διαγκωνιζόμαστε οι διαφορετικές φατρίες, έτσι ακριβώς πρέπει και να σταματήσουμε να δρούμε και να πολιτευόμαστε υπό το βάρος της ήττας του 2015, ως μια Αριστερά υπό αίρεση αν όχι υπό κατοχή. Γιατί αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα σήμερα με μια Αριστερά η οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μόνο ως μια συμπληρωματική δύναμη σε ένα μπλοκ εξουσίας, κεντροαριστερό ή προοδευτικό ή όπως αλλιώς, το οποίο μάλιστα έχει καταστεί και εξαιρετικά μειοψηφικό.
Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με μια Αριστερά η οποία δεν μπορεί να κόψει τους δεσμούς της με τον πάση θυσία κυβερνητισμό, δηλαδή έχει μετατρέψει τη συνθηκολόγηση σε δομικό, καταστατικό της στοιχείο. Είναι λοιπόν πολιτικά ανώφελο να ζητάς πιστοποιητικά αριστεροσύνης, συγγνώμες και πατερημά για το 2015 και όποιοι το έκαναν αυτό, το πλήρωσαν πολιτικά. Αλλά είναι καταστροφικό επίσης, να νομίζεις ότι μπορείς να συνεχίσεις την πολιτική από εκεί που την άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2023, χωρίς να μπεις στον κόπο να δώσεις μια εξήγηση –στον εαυτό σου έστω- για το τι ήταν αυτό που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική συντριβή και τελικά στη γελοιοποίηση –από τη σκοπιά της Αριστεράς- και την εκλογή ενός πολιτικού ΟΥΦΟ στην ηγεσία του, βαπτίζοντάς το μάλιστα αυτό «επιστροφή της πολιτικής».Από τη μεριά μας προτείνουμε μια επιχείρηση ανασύνθεσης της Αριστεράς, γύρω από τέσσερις πυλώνες.
Ο πρώτος είναι ο εξισωτικός και αφορά την υπεράσπιση μιας πολιτικής που να περιλαμβάνει επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων με αποφασιστική αύξηση των μισθών και αποφασιστική μείωση του χρόνου εργασίας, φορολόγηση και δημόσιο έλεγχο της κερδοφορίας, δημόσιο χαρακτήρα των κοινωνικών υπηρεσιών, στην παιδεία, την υγεία, την ενέργεια, τις μεταφορές, το νερό. Προϋποθέτει δηλαδή τη δημιουργία ενός ευρύτατου χώρου οικονομικής αλληλεγγύης.
Ο δεύτερος είναι ο ελευθεριακός και αφορά στην απαρέγκλιτη υπεράσπιση των πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτωναπέναντι σε μια πολιτική αυταρχισμού και κατάλυσης του κράτους δικαίου, αλλά επίσης και μια ανυποχώρητη πολιτική υποστήριξης των προσφύγων και μεταναστών, αντιπαράταξης με την Ακροδεξιά αλλά και με τις ρατσιστικές πολιτικές του ελληνικού κράτους την τελευταία δεκαετία. Προϋποθέτει δηλαδή την δημιουργία ενός ευρύτατου δημόσιου χώρου πολιτικής αλληλεγγύης.
Ο τρίτος πυλώνας είναι ο οικολογικός και αφορά την αντίσταση σε πολιτικές έντονης ανάπτυξης και καταστροφής του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των εξορύξεων και της ασταμάτητης κατάληψης του δημόσιου χώρου, της αντίληψης του τσιμέντο παντού, τις ανοησίες περί πράσινης ενέργειας χωρίς σχεδιασμό και με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες. Προϋποθέτει δηλαδή τη δημιουργία ενός ευρύτατου χώρου κλιματικής αλληλεγγύης.
Και ο τέταρτος πυλώνας είναι ο αντιπολεμικός και αφορά την χωρίς αστερίσκους καταδίκη της γενοκτονίας που συντελείται αυτή τη στιγμή στη Γάζα, την καταδίκη του αυταρχικού σιωπητηρίου που επιβάλει η Δύση και η ΕΕ ειδικότερα απέναντι σε αυτή τη σφαγή, την καταγγελία του πολεμοκάπηλου συνασπισμού που έχει συστήσει η Ελλάδα, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, με τη χούντα της Αιγύπτου και την δολοφονική κυβέρνηση του Ισραήλ και πρωτοβουλίες για δίκαιη ειρήνευση στην Ουκρανία. Προϋποθέτει δηλαδή τη δημιουργία ενός ευρύτατου χώρου διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Εδώ πρέπει να είμαι σαφής: Ακόμα κι αν δεν είναι εποχή για μεγάλα λόγια, οι πολιτικές αυτές προϋποθέτουν ουσιαστική ρήξη με τη σημερινή ασκούμενη πολιτική. Και, το τονίζω, στην πράξη, όχι στα λόγια. Μπορεί όλες και όλοι εδώ να σοκαριζόμαστε όταν ακούμε τον Κασσελάκη να κλείνει τον όρο «πατριωτική αριστερά» σε όλες τις πτώσεις, αλλά τι σημασία έχει αν αποφεύγεις τα πατριδοκάπηλα συνθήματα, αλλά υπερασπίζεσαι τις εξορύξεις ως μοντέλο παραγωγικής ανάπτυξης του εθνικού κεφαλαίου;
Είναι όλα αυτά που προτείνω εγγύηση ότι η πορεία της Αριστεράς μπορεί, τροφοδοτούμενη από τα κινήματα πάντα και ανατροφοδοτώντας τα με επεξεργασίες, να είναι νικηφόρα; Μόνο ένας τρελός θα απαντούσε με σιγουριά σε αυτό. Είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, η αναγκαία συνθήκη για την έξοδο από το σπιράλ της ήττας.
Υπάρχει μια ωραία φράση που έγραψε μια σημαντική Γαλλίδα φιλόσοφος η Σιμόν Βέιγ, η οποία έζησε και έγραψε επίσης σε μια πολύ πολύ σκοτεινή εποχή, την εποχή του Μεσοπολέμου, τότε που επίσης ο φασισμός κάλπαζε σε όλη την Ευρώπη, φούσκωνε το ρατσιστικό και το εθνικιστικό μίσος και οι ευρωπαϊκοί λαοί πιανόντουσαν από τους λογής λογής αυταρχισμούς, ελπίζοντας, όπως ακριβώς τώρα, ότι αυτοί μπορούν να τους λυτρώσουν από τα οικονομικά αδιέξοδα της κρίσης, μετά την αποτυχία της Αριστεράς και των επαναστατικών κινημάτων να το πετύχουν. Γράφει λοιπόν το 1934, πριν από 90 χρόνια, η Σιμόν Βέιγ, που είχε μια μελαγχολία στη γραφή της, αντίστοιχη με την εποχή, ότι «έτσι τυφλοί όπως είμαστε σήμερα, η μόνη μας επιλογή είναι ανάμεσα στη συνθηκολόγηση και την περιπέτεια».
Βρεθήκαμε νομίζω και σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό βρισκόμαστε ακόμα, σε αυτό ακριβώς το σημείο. Στο σημείο που καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στη συνθηκολόγηση και την περιπέτεια, έτσι δεν είναι; Σε μια δεδομένη στιγμή κάποιοι και κάποιες κάναμε τη μία επιλογή, κάποιοι και κάποιες άλλοι έκαναν την άλλη. Δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας. Και οι μεν και οι δε υποστήκαμε αυτή τη δεκαετία βαριές ήττες σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Το εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Μαΐου και εκείνο του Ιουνίου που το ακολούθησε, έκαναν θρύψαλα τις ψευδαισθήσεις ότι υπάρχει τάχα κάποια ρεαλιστική γραμμή, μέσω της οποίας μπορεί να κρυφτεί η ήττα, να μασκαρευτεί –και ήταν πρέπει να πω αυτή μια αντίληψη που κατά κόρον εξέφρασαν οι άνθρωποι που σήμερα συγκροτούν τη ΝεΑρ.
Όμως, συγχωρείστε με, δεν είναι κάθε ήττα το ίδιο. Και δεν αντιστοιχεί κάθε ήττα στον στίχο του Αναγνωστάκη που επέλεξαν οι διοργανωτές και οι διοργανώτριες αυτής εδώ της εκδήλωσης ως το κεντρικό της μότο. Γιατί, φίλες και φίλοι, η Αριστερά που συνθηκολογεί, η Αριστερά που αποδέχεται την ΤΙΝΑ, αποδέχεται ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, και θέλει να γίνει ο εκφραστής αυτής της χωρίς εναλλακτική ορθής φιλελεύθερης σκέψης, ή στη συνέχεια συνιστώσα σε αυτούς που εφαρμόζουν την χωρίς εναλλακτική φιλελεύθερη σκέψη, είναι κατ΄ εξοχήν μια Αριστερά που παραδέχεται την ήττα. Είναι μια Αριστερά που ομολογεί ότι δίκιο έχει η Δεξιά, ότι δεν γίνεται αλλιώς. Αν όμως δεν γίνεται αλλιώς από αυτό που υποστηρίζει η Δεξιά, τότε η κοινωνία κάνει μια ορθολογική επιλογή: δίνει στη Δεξιά το δικαίωμα να διαχειριστεί την πολιτική της. Είναι επίσης, μια Αριστερά που δίνει το υπόδειγμα της συνθηκολόγησης και της ιδιοτέλειας. Δηλαδή της ανάγκης μας να είμαστε εμείς στα πράγματα, εμείς αυτοί που κυβερνάμε, εμείς αυτοί που κρατάμε τα πόστα, ανεξάρτητα από την πολιτική που εφαρμόζουμε. Είναι δηλαδή μια προσφυγή στον πολιτικό κυνισμό. Και η λογική της συνθηκολόγησης, της ιδιοτέλειας και του κυνισμού, είναι μια δεξιά λογική, διαπαιδαγωγεί δεξιά την κοινωνία, τροφοδοτεί τη δεξιά ηγεμονία.
Η Αριστερά που δεν παραδέχεται την ήττα της, είναι η Αριστερά που θεωρεί ανάξιο να κρύβει τις προθέσεις της. Επιμένει δηλαδή, ακόμα και σε πείσμα των καιρών, ακόμα και ενάντια στους συσχετισμούς της συγκυρίας, ότι η πολιτική που ασκείται σήμερα δεν είναι μονόδρομος, αλλά αντίθετα είναι το αποτέλεσμα μιας θλιβερής αλλά προσωρινής συνθήκης, που είναι η νίκη των λίγων επί των πολλών.
Αριστερά σημαίνει να παλεύεις ασταμάτητα για την άρση αυτής της συνθήκης. Και κατά μία έννοια θα είναι πάντα μια περιπέτεια, ένας αγώνας χωρίς βεβαιότητες, στον οποίον η ήττα θα είναι πάντα μια πιθανότητα. Δεν θα είναι όμως μια βεβαιότητα, όπως συμβαίνει με την επιλογή της συνθηκολόγησης. Και δεν θα διαιωνίζει την ήττα σε πολλές γενιές πιο πέρα.
Φίλες και φίλοι ζούμε σε μια σκοτεινή εποχή, δεν σας λέω κάτι καινούριο. Σε λιγότερο από δύο μήνες από σήμερα, όπως όλα δείχνουν, η Ακροδεξιά θα είναι πρώτη δύναμη στη Γαλλία, πρώτη δύναμη στην Ιταλία, ενδεχομένως δεύτερη δύναμη στη Γερμανία πάνω από τους Σοσιαλδημοκράτες, ενισχυμένη σε μια σειρά από χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου ίσως πλησιάσει το 20%. Καταλαβαίνω ότι είναι για όλες και όλους μας άχαρη η άσκηση πολιτικής σήμερα: πριν 10 χρόνια νιώθαμε ότι είχαμε ξεκινήσει ένα υπέργειο ταξίδι και ο ουρανός ήταν το όριο. Όμως, λυπάμαι, σε αυτή τη συνθήκη δεν μπορούμε να πάμε στην κοινωνία και να της πούμε ότι η λύση είναι να μας επιτρέψει να έχουμε ρόλο σε μια εναλλακτική διαχείριση του φιλελευθερισμού, την οποία έχει ήδη απορρίψει. Οφείλουμε να της πούμε ότι η σοσιαλιστική εναλλακτική είναι ακόμα ανοιχτή. Ότι υπάρχει μια εναλλακτική εξισωτική, ελευθεριακή, οικολογική, μια εναλλακτική που δεν διαπραγματεύεται ούτε σχετικοποιεί την ειρήνη, που δεν διαπραγματεύεται ούτε σχετικοποιεί την κοινωνική δικαιοσύνη. Οφείλουμε να το πούμε, γιατί αν δεν το κάνουμε ομολογούμε ότι είμαστε μέρος του προβλήματος και μετατρέπουμε σε μέρος της λύσης τις πιο αυταρχικές και αντιδραστικές αντιλήψεις. Οφείλουμε να το κάνουμε γιατί εάν πάμε στην κοινωνία για να πούμε ότι υπάρχει δυνατότητα ενός πιο ήπιου και ανθρώπινου φιλελευθερισμού, ο κόσμος θα νιώσει ότι τον κοροϊδεύουμε κατάμουτρα, ανεξάρτητα από το τι ψηφίζει.
Αυτό το εξισωτικό, ελευθεριακό και οικολογικό σχέδιο είναι που συνθέτει μια νέα ενότητα της Αριστεράς, ένα νέο δυνητικό μέτωπο στην κοινωνία. Όχι το άθροισμα παραιτημένων δυνάμεων που θα έφτιαχνε ένα σουβλάκι από ηττημένους.
Στο ΜέΡΑ25, μαζί με τους συμμάχους μας της Λαϊκής Ενότητας, της Ανταγωνιστικής Αριστεράς και τους ανένταχτους και ανένταχτες συντρόφους και συντρόφισσες, επιλέγουμε να δώσουμε αυτό τον αγώνα. Ξέρουμε καλά ότι είναι σήμερα μειοψηφικός. Αλλά ξέρουμε επίσης ότι είναι ο μόνος που μπορεί να ξανακάνει τις ιδέες μας πλειοψηφικές και νικηφόρες. Και για αυτό καλούμε την κοινωνία να τον δώσουμε μαζί, με την υπερηφάνεια που αντιστοιχεί στο δίκιο. Γύρω από το δίκιο αναγεννιέται πάντα η κοινωνική κίνηση κι όχι γύρω από τη διαχείριση της ήττας, που στις μέρες μας δεν είναι μόνο μίζερη είναι τελικά και αδύνατη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου